Αφότου έμεινε μόνος,
Άνοιγε την καρδιά του στους ανέμους.
Ζητούσε φτερά να πέσει σ’ αγκαλιά.
Αφότου έμεινε μόνος,
Σχεδίαζε ταξίδια και ναυάγια.
Ήταν ο άγγελος που σώθηκε από έρωτα
κι έψαχνε τρόπο να μείνει άνθρωπος.
Έξι ποιήματα
Άγγελος μόνος
Η προσευχή του Θεού
Σαν το βαθύ νερό μιλούσε.
Οι λέξεις του από ψηλά
έσταζαν άγνωστο δάκρυ.
Εγώ άκουγα μέσα μου βροχή.
Ο Θεός ήταν.
Προσευχόταν να μην τον αγνοώ.
Εωθινό
Μ’ ένα αγκάθι, κερδισμένο απ’ την αλήθεια,
άνοιγα μία μία τις πληγές μου.
Χαιρόμουνα το υγρό σκοτάδι,
που έβγαινε με ορμή και λάμψη όλη νύχτα,
κι ας πονούσα.
Πότε σαν σε κήπο περίμενα ν’ ανθίσω
και πότε σαν σε θάλασσα χυνόμουνα ποτάμι.
Με το πρώτο φως των ματιών σου ξύπνησα
κι ολόρθος σε δοξάζω.
Κι ας σ’ έχω βρει
Σε άκουσα να λούζεσαι νύχτα.
Κατέβηκα ποτάμι να σε ψάξω
κι ας σ’ έχω βρει.
Την άλλη μέρα η θάλασσα μοσχοβολούσε.
Ο πόνος που ξεχνάω
Βρήκε νερό η μάνα μου
και ψήλωσε. Με θυμήθηκε
και μου ζητούσε αγκαλιά.
Ήταν η ώρα που πότιζα το χώμα.
Άκουσα ανάσα γύρω μου
και σιγανό φιλί να φτάνει.
Μέσα μου τότε σηκώθηκε τραγούδι
και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω.
Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν
και γέμισαν με τρυφερά πουλιά
αποδημητικά.
Άγγελος μόνος
Από τα φυτά,
που άφησες να φροντίζω όσο λείπεις,
το ένα έβγαλε πουλιά, το άλλο σύννεφα.
Έλα εσύ
κι εγώ σου φυλάω σπόρους βροχής
και τρυφερούς ανέμους.
Χαίρε, προσμένοντας κι οι δυο.