Το δειλινό παλεύοντας
μ’ ετούτα τα βουνά
πώς να τα βάλεις σε σειρά
ποιο είναι το’ να, ποιο
το άλλο, άλλοτε με τα βορεινά
ψηλά απ’ το λόφο ατενίζοντας
του πατρικού σπιτιού, Τζουμέρκα
κι Άγραφα, Όρη Βάλτου, τώρα
μ’ αυτά εδώ της Αττικής στα δυτικά
Αιγάλεω και Πατέρας, πίσω
μάλλον Γεράνεια, ίσως
πιο κει βουνά της Σαλαμίνας
αμέτρητα τα δειλινά, αμέτρητα
και τα βουνά, αλλεπάλληλα
μπερδεύονται καθώς
ήλιος θαμβωτικός τα περιζώνει
φως ακαταμάχητο, χρόνια
και χρόνια στοιβαγμένα πάνε
κι έρχονται, βουνά
κι άλλα βουνά παλιά σε ακολουθούνε
ποιο να ’ναι εν τέλει αυτό δεξιά, Πάρνηθα
ή Μακρυνόρος, ποια
αυτά τα επίμονα στο βάθος δυτικά
Γεράνεια ή Ακαρνανικά
έτσι μετέωρα βυθισμένα
σε ομιχλώδες φως, αδύνατο
να βγάλεις άκρη, πάρ ’το
απόφαση δεν μπαίνουν
σε καμιά σειρά
έτσι μπλεγμένα θα πορεύονται ώς το τέλος.