Δυο ποιήματα

Όταν κοιτάζεις δυτικά

Το δειλινό παλεύοντας
μ’ ετούτα τα βουνά
πώς να τα βάλεις σε σειρά
ποιο είναι το’ να, ποιο
το άλλο, άλλοτε με τα βορεινά
ψηλά απ’ το λόφο ατενίζοντας
του πατρικού σπιτιού, Τζουμέρκα
κι Άγραφα, Όρη Βάλτου, τώρα
μ’ αυτά εδώ της Αττικής στα δυτικά
Αιγάλεω και Πατέρας, πίσω
μάλλον Γεράνεια, ίσως
πιο κει βουνά της Σαλαμίνας

αμέτρητα τα δειλινά, αμέτρητα
και τα βουνά, αλλεπάλληλα
μπερδεύονται καθώς
ήλιος θαμβωτικός τα περιζώνει
φως ακαταμάχητο, χρόνια
και χρόνια στοιβαγμένα πάνε
κι έρχονται, βουνά
κι άλλα βουνά παλιά σε ακολουθούνε

ποιο να ’ναι εν τέλει αυτό δεξιά, Πάρνηθα
ή Μακρυνόρος, ποια
αυτά τα επίμονα στο βάθος δυτικά
Γεράνεια ή Ακαρνανικά
έτσι μετέωρα βυθισμένα
σε ομιχλώδες φως, αδύνατο
να βγάλεις άκρη, πάρ ’το
απόφαση δεν μπαίνουν
σε καμιά σειρά
έτσι μπλεγμένα θα πορεύονται ώς το τέλος.

Ευτυχώς

Να ’σαι δεκάξι ή δεκαπέντε, να σου πουν
ότι ο Σην Κόνερι δεν πίνει, δεν καπνίζει
να ’σαι δεκάξι ή δεκαπέντε εκεί στα μέσα
επαρχιακής δεκαετίας του εξήντα, να σου πουν
ότι ο Σην Κόνερυ (Σην, όχι Σον παρακαλώ, να ξέρουμε
για ποιον μιλάμε) δεν αδειάζει
στο άψε-σβήσε τα ποτήρια, δεν ανάβει
τσιγάρα απανωτά, δεν του αρέσουν
οι γροθιές, ιδέα δεν έχει
από Μπερέτα κι όπου να ’ναι
θ’ αλλάξει εκ βάθρων, θα φορέσει
κιλτ κι όλες αυτές
οι όμορφες που κουβαλάει μαζί του θα χαθούν
σ’ ανούσιες ταινίες

ε τότε πια σε τι Θεό πιστεύεις
ε τότε πια, ποιος είναι ο Τζέιμς Μποντ
ποιος είσαι εσύ, τι πράκτορας
κοιμάσαι και ξυπνάς, φεύγει η γη
κάτω απ’ τα πόδια σου· ευτυχώς
δε βρέθηκε κανείς να σου το πει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: