Κάποιος τελικά μπορεί ν’ άκουγε, της το φώναξε στα μούτρα αν και ήξερε πως εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει, τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και τον παρακαλούσε σε άλλη γλώσσα, παλεύοντας να ελευθερώσει τα πόδια, να σηκωθεί, για μια στιγμή τού φάνηκε πως προσπαθούσε να του πει κάτι που δεν ήταν μόνο κραυγές ή παρακάλια ή βρισιές στη γλώσσα της, της ξεκούμπωσε την μπλούζα ψάχνοντας στα τυφλά το φερμουάρ λίγο πιο κάτω, κρατώντας την στο αχυρόστρωμα με όλο του το σώμα πεσμένο πάνω της, ζητώντας της να μη φωνάζει άλλο, δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να φωνάζει, κάποιος μπορεί να ’ρχόταν, άσε με, μη φωνάζεις άλλο, μόνο άσε με, σε παρακαλώ, μη φωνάζεις.
Πώς να σταματήσει να παλεύει αφού εκείνος δεν καταλάβαινε, αφού οι λέξεις που ’χε θελήσει να του πει στη γλώσσα του έβγαιναν κομματιασμένες, συγχέονταν με τα τραυλίσματα και τα φιλιά του κι εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει πως το θέμα δεν ήταν αυτό, πως όσο φριχτό κι αν ήταν ό,τι προσπαθούσε να της κάνει, ό,τι θα της έκανε, δεν ήταν αυτό, πώς να του εξηγήσει ότι ώς τότε ποτέ, ότι Φάνι Χιλ, ότι έστω να περίμενε, ότι είχε στο σακίδιό της κρέμα προσώπου, ότι δεν έπρεπε να γίνει έτσι, δεν έπρεπε να γίνει χωρίς αυτό που ’χε δει στα μάτια της φίλης της, τη ναυτία από κάτι αφόρητο, ήταν φριχτό, Τζάνετ, ήταν τόσο φριχτό. Ένιωσε τη φούστα της ν’ ανοίγει, το χέρι που έτρεχε κάτω απ’ το κιλοτάκι και το τραβούσε προς τα κάτω, συσπάστηκε με μια έσχατη έκρηξη αγωνίας και πάσχισε να εξηγήσει, να τον σταματήσει στο χείλος έτσι ώστε αυτό να μην είναι έτσι, τον ένιωσε πάνω της, ένιωσε την εισβολή στους μισάνοιχτους μηρούς της, έναν πόνο διαπεραστικό που δυνάμωνε ώς το κόκκινο και τη φωτιά, ούρλιαξε πιο πολύ απ’ τη φρίκη παρά απ’ τον πόνο σαν να ’χε αναλογιστεί πως αυτό μπορεί να μην ήταν όλο αλλά μόνο η αρχή του μαρτυρίου, ένιωσε τα χέρια του στο πρόσωπό της να της σφραγίζουν το στόμα και να γλιστρούν προς τα κάτω, και μετά η δεύτερη άλωση αυτής που δεν μπορούσε πια να παλέψει, αυτής που δεν είχε πια κραυγές, μήτε ανάσα ή δάκρυα.
Βυθισμένος μέσα της μετά από έναν απότομο τερματισμό της πάλης, δεκτός χωρίς εκείνη την απεγνωσμένη αντίσταση που ’χε αναγκαστεί να την υπερνικήσει καρφώνοντάς την ξανά και ξανά ώσπου να φτάσει στο πιο βαθύ σημείο κι να νιώσει όλο της το δέρμα πάνω στο δικό του, η ηδονή ήρθε σαν καμτσικιά και πνίγηκε σ’ ένα τραύλισμα ευγνωμοσύνης, σε μια τυφλή ατέρμονη αγκαλιά. Όταν σήκωσε το πρόσωπό του απ’ την κοιλότητα του ώμου της, αναζήτησε τα μάτια της για να της το πει, για να την ευχαριστήσει που επιτέλους είχε σωπάσει· δεν μπορούσε να υποψιαστεί άλλους λόγους για κείνη τη λυσσαλέα αντίσταση, εκείνη την πάλη που τον είχε αναγκάσει να τη βιάσει ανελέητα, όμως τώρα δεν καταλάβαινε ούτε την παράδοσή της, την ξαφνική σιωπή. Η Τζάνετ τον κοίταζε, το ένα της πόδι είχε γλιστρήσει αργά στο πλάι. Ο Ρομπέρ άρχισε να τραβιέται, να βγαίνει από μέσα της, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Κατάλαβε πως η Τζάνετ δεν τον έβλεπε.
Ούτε δάκρυα ούτε ανάσα, η ανάσα είχε κοπεί μεμιάς, απ’ τα βάθη του κρανίου της ένα κόκκινο κύμα τής είχε πνίξει τα μάτια, δεν είχε πια σώμα, το τελευταίο πράγμα ήταν ο πόνος ξανά και ξανά, και ξαφνικά στη μέση του ουρλιαχτού η ανάσα της κόπηκε μεμιάς, ο αέρας που ’χε βγει δεν ξαναμπήκε, πήρε τη θέση του ένα κόκκινο πέπλο σαν βλέφαρα από αίμα, μια κολλώδης σιωπή, κάτι που διαρκούσε χωρίς να υπάρχει, κάτι που ήταν αλλιώς εκεί όπου όλα ήταν ακόμα εκεί μα αλλιώς, πολύ πέρα απ’ τις αισθήσεις και τη μνήμη.
Δεν τον έβλεπε, τα διεσταλμένα μάτια διαπερνούσαν το πρόσωπό του. Εκείνος αποσπάστηκε απ’ το σώμα της και γονάτισε δίπλα της μιλώντας της ενώ τα χέρια του έσιαχναν αδέξια το παντελόνι του και ψαχούλευαν για το φερμουάρ σαν να δούλευαν αυτόνομα, στρώνοντας το πουκάμισο και χώνοντας την ουρά του στο παντελόνι. Είδε το μισάνοιχτο και στραβωμένο στόμα, τη ροζ κλωστή σάλιο που ’χε γλιστρήσει στο σαγόνι, τα σταυρωμένα μπράτσα με τα συσπασμένα χέρια, τα ακίνητα δάχτυλα, το ακίνητο στήθος, την ακίνητη γυμνή κοιλιά, το αίμα που γλιστρούσε αργό γυαλιστερό από τους μισάνοιχτους μηρούς. Όταν έβγαλε μια κραυγή και πετάχτηκε όρθιος, νόμισε για μια στιγμή πως η κραυγή είχε βγει απ’ την Τζάνετ, αλλά από ψηλά, έτσι όπως στεκόταν σαν ταλαντευόμενη κούκλα, είδε τα σημάδια στο λαιμό, την απαράδεκτη συστροφή του αυχένα, το γερμένο κεφάλι που λες και τον κορόιδευε έτσι όπως ήταν σαν πεσμένη μαριονέτα με όλες τις κλωστές κομμένες.
Αλλιώς, ίσως και ευθύς εξαρχής, πάντως όχι πια εκεί, να ’χε μετατραπεί σε κάτι σαν διαφάνεια, ένα ημιδιαυγές ενδιάμεσο μέσα στο οποίο τίποτα δεν είχε σώμα και όπου αυτό που ήταν εκείνη δεν καθοριζόταν από σκέψεις και αντικείμενα, ήταν άνεμος όντας Τζάνετ ή Τζάνετ όντας άνεμος ή νερό ή χώρος αλλά πάντα καθαρό, η σιωπή ήταν φως ή το αντίθετο ή και τα δύο, ο χρόνος ήταν φωτεινός κι αυτό ήταν το είναι Τζάνετ, κάτι άπιαστο, κάτι δίχως την παραμικρή σκιά ανάμνησης που θα διέκοπτε και θα σταθεροποιούσε αυτή τη ροή σαν μέσα από κρύσταλλα, φούσκα μέσα σε μια μάζα πλέξιγκλας, τροχιά ενός διάφανου ψαριού σ’ ένα απέραντο φωτισμένο ενυδρείο.
Ο γιος ενός ξυλοκόπου βρήκε το ποδήλατο στο μονοπάτι, κι ανάμεσα στις τάβλες του υπόστεγου είδε το ανάσκελο πτώμα. Οι gendarmes[6] εξακρίβωσαν πως ο δολοφόνος δεν είχε πειράξει το σακίδιο ή την τσάντα της Τζάνετ.
Αιωρούνταν μες στην ακινησία χωρίς πριν ή μετά, ένα υαλώδες τώρα χωρίς σημεία επαφής ή αναφοράς, μια κατάσταση όπου περιέχον και περιεχόμενο δεν διέφεραν, ένα νερό που χυνόταν στο νερό, ώσπου αμετάβατα η ορμή, μια βίαιη rush[7] που την πρόβαλλε, που την αποσπούσε από τον εαυτό της χωρίς να μπορεί τίποτα να εντοπίσει την αλλαγή, τίποτα εκτός απ’ αυτήν την ιλιγγιώδη rush οριζοντίως ή καθέτως ενός χώρου που δονούνταν απ’ την ταχύτητά του. Κάπου κάπου έβγαινε απ’ το άμορφο και αποκτούσε μιαν αυστηρή παγιότητα, επίσης απαλλαγμένη από κάθε σημείο αναφοράς και ασφαλώς απτή, ήταν εκείνη η στιγμή όπου η Τζάνετ έπαψε να ’ναι νερό από νερό ή άνεμος από άνεμο, και για πρώτη φορά ένιωσε περιγεγραμμένη και περιορισμένη, κύβος από κύβο, ακίνητη κυβικότητα. Σ’ εκείνη την κατάσταση κύβος έξω από το ημιδιαυγές και το θυελλώδες, κάτι σαν διάρκεια άρχιζε να εγκαθίσταται, όχι ένα πριν ή ένα μετά αλλά ένα τώρα πιο απτό, μια αρχή χρόνου σμικρυμένου σ’ ένα πηχτό και πρόδηλο παρόν, κύβος εν χρόνω. Αν μπορούσε να διαλέξει θα ’χε προτιμήσει την κατάσταση κύβος χωρίς να ξέρει γιατί, ίσως επειδή μέσα στις συνεχείς αλλαγές ήταν η μόνη συνθήκη όπου τίποτα δεν άλλαζε, όπου εκείνη ήταν σαν να βρισκόταν μέσα σε δεδομένα όρια, στη βεβαιότητα μιας σταθερής κυβικότητας, ενός παρόντος που υπαινισσόταν μια παρουσία, σχεδόν μιαν απτότητα, ενός παρόντος που περιείχε κάτι το οποίο μπορεί και να ’ταν χρόνος, ίσως έναν ακίνητο χώρο όπου κάθε μετατόπιση ήταν σαν προδιαγεγραμμένη. Όμως η κατάσταση κύβος μπορεί να έδινε τη θέση της στους άλλους ιλίγγους, οπότε πριν, μετά ή και κατά τη διάρκεια να βρισκόταν σε άλλο ενδιάμεσο, να ’ταν και πάλι εκκωφαντική κατολίσθηση σ’ έναν ωκεανό κρυστάλλων ή διάφανων βράχων, μια ακυβέρνητη πλεύση προς το χάος, μια απορρόφηση ανεμοστρόβιλου με σίφουνες, κάπως σαν να γλιστρούσε πάνω σ’ όλη τη βλάστηση μιας ζούγκλας, κι όταν περνούσε από φύλλωμα σε φύλλωμα να ’μενε στον αέρα χάρη σε μια βαρύτητα μαλλιού της γριάς, και τώρα –τώρα χωρίς πριν, ένα τώρα στεγνό και δοσμένο εκεί– ίσως ξανά η κατάσταση κύβος που έρχεται πιο κοντά και σταματάει, όρια στο τώρα και στο εκεί που κατά κάποιο τρόπο ήταν ανάπαυση.
Η δίκη ξεκίνησε στο Πουατιέ, προς τα τέλη Ιουλίου του 1956. Συνήγορος του Ρομπέρ ήταν ο Μετρ Ρολάν˙ το δικαστήριο δεν δέχτηκε τα ελαφρυντικά της πρώιμης ορφάνιας, των αναμορφωτηρίων και της ανεργίας. Ο κατηγορούμενος άκουσε σαν χαυνωμένος την καταδίκη του σε θάνατο και τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου ανάμεσα στο οποίο ήταν και κάμποσοι βρετανοί τουρίστες.[8]