Πού είναι η ψυχή διαχειρίσιμη, κλεισμένη σαν ασθενής σε θέρετρο ιαματικό;

Πού είναι η ψυχή διαχειρίσιμη, κλεισμένη σαν ασθενής σε θέρετρο ιαματικό;


Πού, αν όχι στον περιορισμένο χώρο της τεφροδόχου, είναι η ψυχή διαχειρίσιμη,
κλεισμένη σαν ασθενής σε θέρετρο ιαματικό; Ίσως για τον λόγο αυτόν,
με της επίγνωσης την οικτρή αξία, έπρεπε ο μπαμπάς να δείξει το ανάστημά του: η
πολιτισμική σύγκρουση που δυσκόλεψε και άλλαξε τα πάντα στη ζωή του δεν είχε
τελειώσει. Με την τεφροδόχο τρυφερά στην αγκαλιά, δείχνοντας όλο τον χρόνο που έζησε
μέσα στη μαμά και που εμείς από δω και πέρα θα αντιμετωπίζαμε, μπορούσε και πάλι
ν’ αγκαλιάσει την ιστορία της ζωής του. Τη σήκωσε ψηλά για μας τα παιδιά του:
τρόπαιο, αποκορύφωμα ζωής, εκπλήρωση στόχου. Μπορούμε να μάθουμε κάτι
από τη βαριά ιστορία της τέφρας, θα μας είχε πει αν δεν τον βάραινε η σοβαρότητα της
στιγμής. Η δοκιμασία στην αλέα της εκκλησίας ήταν σαν το ταξίδι ζωής της μαμάς: τραχύ,
ασταθές, δύσκολο – αλλά και γενναιόδωρα ανθρώπινο, παρόλο που το θάρρος ζωής, που
θα μπορούσε να μας είχε δώσει όλους μας δύναμη, αρνιόταν να εμφανιστεί. Εμείς που
πάντα πιστεύαμε ότι στεκόμασταν γερά στη γη ανατραπήκαμε
από έλλειψη σταθερής πίστης. Αυτό που ήξεραν τα δέντρα
για μας δεν το ξέραμε εμείς γι’ αυτά: λέξεις που ακούγονταν ψεύτικες, αισθήματα
που δεν επέτρεπαν στη θλίψη να εκδηλωθεί μέσα μας θεωρήθηκαν από τη σοφία
των δέντρων σαν αρχή αλγεινής ταφικής βεβήλωσης. Για τον λόγο αυτόν οι κορυφές των
δέντρων πάνω από τον τάφο της μαμάς δεν θα πρόσφεραν ούτε δροσιά ούτε ανακούφιση,
επειδή έτσι λειτουργεί η φύση όταν δεν έχουμε αληθινά αισθήματα ενώπιον της ζωής των
νεκρών μέσα μας. Εγώ που είχα ζητήσει να κρατήσω την τεφροδόχο ως την τελική της
ανάπαυση δέχτηκα την άρνηση μιας σύμφωνης οικογένειας: ο γάμος έπρεπε να
επισφραγιστεί. Ο μπαμπάς επικεφαλής, ο μπαμπάς που τόσο συχνά σήκωνε τη μαμά στο
ταξίδι της ζωής τους ανέλαβε την ευθύνη της επιβλητικής αποστολής.

Την οποία ίσως δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει, δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει.

Η μαμά, που στο τέλος της ζωής της αποκάλυψε ότι επιθυμούσε να αναπαυθεί στο
Ερεσούντ για να ενωθεί με τις θάλασσες του κόσμου, ήθελε να επιβεβαιώσει τη σημασία
του ότι η ψυχή είναι πιο πολύτιμη όταν ταξιδεύει. Μπροστά μας τώρα
ο μπαμπάς φαινόταν σαν ισχυρός Λάιος ακόμη, επιζών και στην ακμή της δύναμής  του,
σαν βασιλιάς οιακοστρόφος που κατοπτεύοντας ελέγχει μια θαλασσινή ψυχή. 
Αλλά η απόρριψη της βαθιάς επιθυμίας της μαμάς μάς ένωσε στη δοκιμασία μας.
Επιζητήσαμε έτσι να δώσουμε ζωή και δύναμη σε τρεις δύσκολες επιβεβαιώσεις.
Να θεραπευτεί ο διχασμός μας σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι. Ν’ αναπαυθεί η μαμά εν ειρήνη, απαλύνοντας τη θλίψη μας. Να έχουμε υπάρξει το δυνατό, σταθερό στήριγμα στις πιο
δύσκολες στιγμές της.

   Το οποίο δεν αληθεύει, δεν αληθεύει.

Τα λουλούδια στα χέρια μας δεν μαραίνονταν, δεν ζούσαν, δεν πέθαιναν. Τόσο ξερά και
άψυχα ήταν όλα όταν ο κόσμος σείστηκε και η θάλασσα αναφώνησε Ντροπή Ντροπή
Ντροπή μ’ ένα κύμα που αναζήτησε το ποτάμι του βαθιά μέσα στα δέντρα. Της μαμάς η
λαχτάρα για τη θάλασσα αφουγκράστηκε, φούντωσε μια τελευταία φορά για να
επιβεβαιώσει την πεποίθησή μας ότι οι ψυχές είναι διαχειρίσιμες, ότι ο θάνατος είναι μια
σημαντική μεταβατική φάση στο ταξίδι προς μια άλλη ύπαρξη. Γλίτωσε τη μοίρα της
Ιοκάστης δίχως η μορφή της αγάπης μου τελικά να έχει οποιαδήποτε αξία. Μπροστά στον
τάφο ελπίζαμε να 
δούμε τα χέρια του μπαμπά αρκετά ήρεμα να κρατούν σταθερά την τεφροδόχο καθώς
βυθιζόταν στη γη, λίγα χιλιόμετρα από το Ερεσούντ,
και βαθιά βαθιά βαθιά μέσα στις αδιαχειρίσιμες, καταστραμμένες ψυχές μας.

Κάτι που τα χέρια μας δεν ήταν, δεν ήταν.



Μίκαελ Οικονόμου
. (Michael Economou). Με μητέρα Σουηδέζα και πατέρα Έλληνα, γεννήθηκε στο Μάλμε το 1956. Είναι ποιητής, πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα. Το παρόν ποίημα προέρχεται από το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο που έχει τίτλο Christostzi (2019).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: