Το προκείμενο σολωμικό σχεδίασμα, γραμμένο στα ιταλικά και προσδιορισμένο χρονολογικά στις αρχές του 1848, εστιάζει στην αδόκητη αποδημία κοπέλας από το φιλικό περιβάλλον του ποιητή. Η προσωπική γνωριμία, ήδη από τις αρχές της μετοίκησής του στην Κέρκυρα, με την οικογένεια του Στέφανου Ροδόσταμου, ντόπιου αστού (και γνωστού προσώπου του δημόσιου βίου ως πολιτευόμενου στα Επτάνησα), πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Ο θάνατος της κόρης του Αιμιλίας σε ηλικία 21 ετών, αναφερόμενη στα χειρόγραφα ως Emilia Rodostamo (λατινιστί, από τον ίδιο τον Σολωμό), επιβεβαιώνεται από τα τοπικά αρχεία στο νησί με ημερομηνία ταφής τη 19/31 Δεκεμβρίου 1847.
Το γεγονός αποτέλεσε συγκινησιακή δημιουργική αφορμή ώστε ο ποιητής να διατυπώσει τη δική του θεώρηση για τον κύκλο της ζωής. Η φόρτιση, η πρόδηλη αντιμετώπιση των προσδοκιών αλλά και των διαψεύσεων μέσα από το δίπολο της «ευτυχούς εντύπωσης» αιωνιότητας και του προδικασμένου βιολογικού τέλους, απέφεραν αυτό το παρηγορητικό κείμενο˙ από την κατοπινή επεξεργασία του, ωστόσο, προέκυψε ένα μόλις εννέα στίχων ποίημα στα ελληνικά, προφανώς ανολοκλήρωτο.
Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας
πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα
σ’ ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσεις
<Στ’ όνομα> της ημέρας
π’ ο τρίτος άνθιζε σ’ εσέ θεοτικός Απρίλης
(αχ, σ’ έστενα βασίλισσα στης γης τες ευτυχίες
εν’ όλες τες δοκίμαζα κοιτώντας τη θωριά σου),
στην πλάκα πέφτω και θαρρώ πως δε θα σου βαρύνει,
Παρθέν’ από τα χείλη μου κι από τα γόνατά μου.[1]
Όπως συμβαίνει με άλλα σολωμικά κείμενα στην ιταλική γλώσσα, η προσέγγιση του συγκεκριμένου από τους μελετητές έχει παρουσιάσει μεταφραστικές αστοχίες, αναγνωστικές παρανοήσεις όσο και ερμηνευτικά κενά. Κατά τον Στυλιανό Αλεξίου, του οποίου τη φιλολογική έκδοση ακολουθεί ο υπογράφων,[2] το σχεδίασμα για την Αιμιλία Ροδόσταμο (ΑΕ 561, 562) θεωρήθηκε δυσνόητο και δομικά ανακόλουθο.[3] Και με δική του αποκαταστατική μέριμνα, ειδικότερα με την αναδιάταξη παραλλαγών που υφίστανται μέσα στα σολωμικά χειρόγραφα (γραμμένων από κόκκινο μολύβι με τον γραφικό χαρακτήρα του Σολωμού), το κείμενο αποκτά αφηγηματική συνοχή και πληρότητα.
Η δομή του σχεδιάσματος, εν προκειμένω, έχει ως εξής: Α. Ο αφηγητής περιγράφει την αντίδραση των παρισταμένων στην κηδεία της κοπέλας. Η λύπη τους αντιδιαστέλλεται στη νεανική ομορφιά της, Β. Τα πνεύματα την υποδέχονται ενώ η ίδια αναγνωρίζει την παραδείσια μουσική που ηχεί σ’ αυτό το υπερβατικό επίπεδο, Γ. Το νεκρό σώμα της γίνεται αντικείμενο θέασης από δύο διαφορετικές οπτικές, τη γήινη και την επουράνια, Δ. Ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του τη βρεφική εικόνα της κοπέλας αλλά και τις αισιόδοξες, παραινετικές σκέψεις που τότε έκανε για το μέλλον της, ενώ την ίδια στιγμή συγκινημένος σκύβει να της αποτίσει τον τελευταίο φόρο τιμής.
*