Αρκετά από τα σκωπτικά επιγράμματα του 1ου Βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας είναι αφιερωμένα σε γιατρούς. Αν κρίνουμε από τη σημερινή ισοπεδωτικά και προφανώς άδικη αντίληψη για τους ορκισμένους στον Ιπποκράτη, ότι δηλαδή είτε δεν πιάνουν πουλιά στον αέρα στις γνωματεύσεις τους και στη θεραπευτική αγωγή που συστήνουν είτε τα πιάνουν, ή και τα δύο, δεν έχουμε λόγους να μην υποθέσουμε ότι και σε καιρούς πολύ λιγότερο επιστημονικούς, οι ίδιες πεποιθήσεις κυκλοφορούσαν. Ως εκ τούτου, η στιχουργική συμπύκνωση και ανάδειξη των αντιιατρικών ιδεών από ποιητές ειδικευμένους στο σκώμμα, όπως ο Λουκίλλιος ή ο Νίκαρχος, δεν θα μπορούσε να κατακριθεί σαν δημοκοπική, γιατί ο δήμος το είχε ήδη συνταγμένο το «πιστεύω» του.
Οπως και να ’χει, εξόν από τους μάντεις και τους ιερείς, δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα που να βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Ένα επάγγελμα μάλιστα που δεν προφητεύει τη μοίρα αλλά τολμάει, από τη σύστασή του την ίδια, να της αντιτεθεί, να αντιτεθεί δηλαδή το γραμμένο και, με φάρμακα αλλά και χειρουργεία, να προσπαθήσει να διορθώσει κάποια κεφάλαια ή παραγράφους της, παρατείνοντας τη ζωή. Η ικανότητα αυτή των γιατρών, φανερά μαγική, προκαλεί και φόβο και φθόνο, σε νοσούντες και μη. Μια δυνατότητα να εξορκιστεί ο φόβος την προσφέρει ανέκαθεν η σάτιρα.
Μια πρώτη δόση λοιπόν εδώ από τη συστάδα των ιατροσκωπτικών επιγραμμάτων. Τα μεταφράζω, πλην η οδοντιατρική μου παιδεία και ο όρκος μου στον Ιπποκράτη μια φορά κι έναν καιρό δεν μου επιτρέπει και να προσυπογράψω την υπερβολή τους. Κάποιο πρόβλημα με τη χολή τους θα ’χαν σίγουρα οι χολερικοί επιγραμματοποιοί μας.