«Ο Παύλος –έτσι επέμενε να τον φωνάζω όταν ερχότανε στο συνεργείο, σκέτο Παύλο– είχε νταλκά με τα κατσαβίδια. Μανία με τη μουτζούρα. Μια μέρα, μεσημεράκι, ήμασταν σκυμμένοι πάνω από μια μηχανή τζιπ της Χωροφυλακής που σχεδόν είχε χτυπήσει μπιέλα, ντυμένοι με τις μπλε φόρμες και μέσα στην μαυρίλα, τα λάδια και τα γράσα. Αγνώριστοι. Ο Παύλος πάσκιζε να πιάσει μια βίδα που του ξέφευγε για να την βιδώσει στην μηχανή αλλά δυσκολευόταν και μου είπε: “Επειδή δεν μπορώ να ασχολούμαι κάθε μέρα με τους κινητήρες, έχει φύγει το λάδι απ’ τα δάχτυλά μου’’ – εννοούσε κάτι που ξέρουν όλοι οι μηχανικοί: την ευχέρεια που αποκτάς στα χέρια όταν δουλεύεις συνέχεια και την χάνεις γρήγορα αν σταματήσεις».
Ο γερο-Κάρολος πίνει μια γουλιά απ’ το Jameson με πάγο, κοιτάζει για λίγο απ’ τα τζάμια του έξοχου ρετιρέ-μπαρ του Ηλέκτρα Παλλάς όπου καθόμαστε, όλη την υπέροχη θέα της Θεσσαλονίκης κάτω, δίπλα την απέραντη θάλασσα και μετά συνεχίζει: «Εκείνη την στιγμή, ήταν, θυμάμαι 25η Οκτωβρίου του 1959, μπαίνει στο υπόγειο συνεργείο ένας μαυριδερός ενωμοτάρχης με την στολή, κακομούτρης κι αυστηρός. Ένας πιλαφάς. Ο Τζιβένας ο Σταύρος, απ’ το 3ο Αστυνομικό Τμήμα. Μας πλησιάζει και λέει αυταρχικά: «Ακόμα, ρε άχρηστοι δεν το φτιάξατε το τζιπ; Πώς θα πάω στην παρέλαση αύριο; Με τα πόδια;». Κοιτάζει δίπλα μου σκυμμένο τον Παύλο, μέσα στη μουτζούρα, και συνεχίζει λέγοντας σε μένα: «Πήρες καινούργιο τσιράκι, ε, Κάρολε; Και μάλιστα μεγάλο, γέρο άνθρωπο. Διάλεξε κάναν νέο, ρε, είναι πιο σαΐνια».
Σηκωθήκαμε και οι δύο απ’ την μηχανή. Εγώ έτρεμα, κόντευα να κατουρηθώ απ’ τον φόβο μου – δεν ήξερα πως θα αντιδράσει ο βασιλιάς σ’ αυτή την προσβολή. Γιατί ο άνθρωπος δίπλα μου με τις φόρμες και τα κατσαβίδια στα χέρια, καταμουτζουρωμένος, αγνώριστος, ήταν ο βασιλιάς Παύλος. Η Αυτού Μεγαλειότης του ο βασιλιάς των Ελλήνων. Ευτυχώς απ’ το σημείο που στέκονταν ο ενωμοτάρχης δεν έβλεπε τα πόδια του γιατί, απ’ την λαχτάρα του να ’ρθει στο συνεργείο ξέχασε να αλλάξει παπούτσια, και μαζί με την φόρμα φορούσε μαύρα, αστραφτερά λουστρίνια. Τον είχα γνωρίσει στο Κάιρο, στην Κατοχή, όπου είχε καταφύγει η βασιλική οικογένεια για ένα διάστημα και βρέθηκα τότε, ως ειδικός μηχανικός του Στρατού, να φροντίζω την Ρολς Ρόις του βασιλιά Γεωργίου του Β’ – εκείνο τον καιρό ο Παύλος ο Β’ ήταν ακόμα πρίγκηπας, διάδοχος. Ο Γεώργιος ο Β’ είχε τότε μια Rolls Royce Phantom του 1939, μαύρη, με ενσωματωμένο μπαρ στις πίσω θέσεις, δεξιοτίμονη. Την είχαν φέρει κι αυτήν στην Αίγυπτο – όσο ήταν στην Ελλάδα την φρόντιζε ο κερκυραίος Κώστας Κρόκος, μεγάλος μηχανικός, που είχε εκπαιδευτεί στο εργοστάσιο της Ρολς στην Αγγλία. Εκεί στο Κάιρο δεν ήρθε και την ανέλαβα εγώ – από τύχη. Τότε γνώρισα και τον διάδοχο Παύλο, που κατέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στο συνεργείο και με βοηθούσε. Είχε μεγάλο ζήλο και τρέλα για τους κινητήρες – το 1923, με την πρώτη εξορία της βασιλικής οικογένειας στην Αγγλία, πήγε και δούλεψε με ψευδώνυμο, για ένα χρόνο, στις αερομηχανές εσωτερικής καύσεως στα εργοστάσια Armsrtrong- Whitworth, στο Κόβεντρι. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα βόρεια απ’ το Λονδίνο. Πρίγκηπας που, όπως έμαθα μετά, μιλούσε τέσσερις γλώσσες και δούλευε με ψευδώνυμο μέσα στα συνεργεία και στη μουτζούρα. Ήταν γεννημένος το 1901. Είχε πάθος από παιδί με τα κατσαβίδια, τα γράσα και τα μπουλουνόκλειδα – δεν ήθελε να γίνει βασιλιάς, αλλά μηχανικός αυτοκινήτων. Γι αυτό και την πρώτη φορά που του πρότειναν να αναλάβει, νεότερος, τον θρόνο αυτός είπε πως τον δικαιούται καταρχήν ο πατέρας του. Κι έγινε βασιλιάς, από διάδοχος, αργότερα, με τον θάνατο του Γεωργίου Β’, το 1947, μέσα στον εμφύλιο. Την Φρειδερίκη την είχε παντρευτεί δέκα χρόνια νωρίτερα».
Ο γερο-Κάρολος άναψε τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά – λόγω ηλικίας. Θα ήταν τώρα πάνω από ογδόντα. Αλλά είχε πλήρη διαύγεια. Ήταν ακόμα θολά ξανθός, με παλιές φακίδες, ρυτιδιασμένος ανεπανόρθωτα, κάπως σκυφτός, χλωμός, αλλά τα μάτια του κρατούσαν την παλιά λάμψη εκείνων που είναι αφοσιωμένοι κάπου – η μάνα του ήταν Αγγλίδα. Είχαμε έρθει εδώ πάνω στο μπαρ του ξενοδοχείου για να κάνω ένα ρεπορτάζ, μια συνέντευξη μαζί του σχετικά με τον Σταθμό Επισκευής Αυτοκινήτων και Λέσχη της Χωροφυλακής, που ήταν πριν ακριβώς στο σημείο που βρισκόμαστε, δηλαδή εδώ που είναι τώρα το «Ηλέκτρα Παλλάς». Γκρεμίσανε τα συνεργεία και την Λέσχη και χτίσανε πάνω τους το ξενοδοχείο, το 1972. Αλλά η συζήτησή μας ξεστράτισε γρήγορα προς τα βιώματά του κι αυτό με τον βασιλιά Παύλο ήταν το πιο ισχυρό. Ο Κάρολος είδε επίμονα μέσα στο ποτήρι του το ουίσκι, σαν για να ξεδιαλύνει στιγμές και γεγονότα, έριξε μια ματιά πλάγια, προς το μπαρ και συνέχισε:
«Είχα γνωρίσει έναν μηχανικό-ανθύπα που είχε έρθει μια φορά στο συνεργείο με τον μεγαλειότατο. Αυτός είχε την ευθύνη για δυο σκάφη, δυο βενζινάκατους της βασιλικής οικογένειας δεμένες πάντα στο Τουρκολίμανο. Τις φρόντιζε και τις επισκεύαζε – αλλά μου έλεγε πως ο βασιλιάς Παύλος πήγαινε εκεί πολύ συχνά μόνος του, ασυνόδευτος, με ένα μικρό Triumph, φορούσε φόρμες, καπέλο, ένα τζόκεϊ, για να μην τον αναγνωρίζουν και συντηρούσε, γυάλιζε, έλυνε και να ξανάδενε τις μηχανές απ’ τα δυο σκάφη ώρες ολόκληρες – τρομπάριζε τις τροφοδοσίες, καθάριζε τα φίλτρα, σένιαρε τα πάντα. Τις κρατούσε τσίλικες. Ή, άνοιγε και σκάλιζε συνέχεια τον κινητήρα του Triumph. Κι εδώ, στην Θεσσαλονίκη ερχότανε δυο φορές τον χρόνο. Μια στις 25 Οκτωβρίου για τους εορτασμούς της 26ης, και μια τον Απρίλιο, περνώντας να πάει, με συνοδεία, για κυνήγι στο Γκιαούρ Αντά, στον ποταμό Έβρο. Έφτανε με το αεροπλάνο στην Μίκρα, όπου τον περίμενε η δική του Silver Rolls Royce Wraith, του 1959, με ανοιγόμενη, λευκή οροφή. Κάμπριο δηλαδή. Την έφερνε από πριν ένας οδηγός απ’ την Αθήνα. Αυτηνής της είχανε βάλει κι απ’ τις δυό μεριές επιπλέον προστατευτικά στα τζάμια, από σκληρό πλεξιγκλάς. Μόλις φτάνανε, ο βασιλιάς έλεγε πάντα στους δικούς τους –μένανε στο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ– ότι πάει να αλλάξει τις πλατίνες στην Ρολς. Κι έπαιρνε μόνος του το αυτοκίνητο κι ερχόταν σε μένα, στο υπόγειο συνεργείο της Χωροφυλακής. Εγώ επειδή ήξερα ότι θα ’ρθει, του είχα πάντα κρατημένη μια καθαρή φόρμα στο μέγεθός του. Έβαζε, σχεδόν έκρυβε τη Ρολς σε μια γωνιά του συνεργείου, να μην πολυφαίνεται, φορούσε την φόρμα και καθόμασταν και δουλεύαμε χωμένοι στους χαλασμένους κινητήρες. Κεφάλι δεν σήκωνε όλη μέρα. Τρελαινότανε για τις μηχανές. Τις ένιωθε. Του μιλούσαν. Αφουγκράζονταν από μακριά κάθε περίεργο, ύποπτο ψίθυρο, ακόμα και τον πιο ελάχιστο. Πώς να το πω – τις αισθάνονταν λες και ήταν ζωντανές. Δεν τις έβλεπε σαν χόμπι – είχε μεράκι. Μεγάλο, σπάνιο ταλέντο στην πρακτική μηχανολογία. Και ήταν νηφάλιος άνθρωπος, συγκρατημένος, θετικός. Δεν νευρίαζε ποτέ. Και μη νομίζεις πως στα λέω αυτά επειδή είμαι βασιλικός. Όχι. Ποτέ δεν ήμουνα. Και τι νόημα θα είχε, τώρα.
Μια φορά, απ΄ τις τελευταίες που τον είδα, και είχαμε πια κάποια, ας πούμε, μικρή οικειότητα, τόλμησα να τον ρωτήσω, πλάγια, για τους πολιτικούς. Έκανε ώρα να απαντήσει – δηλαδή δεν απάντησε. Απλώς κούνησε το κεφάλι του συλλογισμένος. Μετά μου είπε: «Ξέρεις υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που μια ζωή κάνουν κάτι διαφορετικό από κείνο που αγαπούνε. Από εκείνο που θα ήθελαν να κάνουν. Εγώ νιώθω πραγματικός βασιλιάς μόνο όταν είμαι χωμένος μέσα σε έναν κινητήρα. Τότε μόνο αισθάνομαι τον κόσμο».
Ο γέρο Κάρολος έκανε μια παύση. Πήγε να ανάψει νέο τσιγάρο, αλλά το μετάνιωσε και συνέχισε:
«Σαν αυτό το αριστοκρατικό, λαμπερό ξενοδοχείο, όπου είμαστε τώρα. Το Ηλέκτρα. Το ωραιότερο της πόλης. Το βλέπουν όλοι έτσι απέξω κι από μέσα, αλλά λίγοι ξέρουν αυτές τις ιστορίες που κρύβει στα θεμέλια και στα υπόγεια. Τί στοιχειώνει μέσ’ στα σπλάχνα του».
Ξανάπιασε το νήμα:
«Και για να γυρίσω στη σκηνή με τον ενωμοτάρχη – σαν τώρα το θυμάμαι: είχε πει λόγια απερίσκεπτα και τον πρόσβαλε τον βασιλιά. Κι ενώ εγώ έχω κατουρηθεί απ’ τον φόβο μου, μην ξέροντας πως θα αντιδράσει, ο βασιλιάς έμεινε ατάραχος, ήρεμος και μου έκανε νεύμα να μη μιλήσω. Απλώς άφησε τα εργαλεία προσεκτικά κάτω, στο τσιμέντο, και πήγε ήρεμα πλάγια, στον διπλανό χώρο σε μια μισοσκότεινη γωνιά όπου είχε μισοκρύψει την Ρολς. Μέσα στο αυτοκίνητο, πίσω, είχε ένα καινούργιο μαγνητόφωνο Grundig, με μπαταρίες. Από τα πρώτα στερεοφωνικά που είχαν βγει. Του άρεσε πάρα πολύ η μουσική, είχε πάθος με την κλασική, και ήταν, όπως διάβαζα τότε, πολύ φίλος με την Τζίνα Μπαχάουερ και τον άλλον, πως τον λένε… τον Γεχούντι Μενουχίν. Ενώ λοιπόν εγώ έλεγα στον ενωμοτάρχη πως το τζιπ του θα είναι έτοιμο από βδομάδα και τον ξεπροβόδιζα προς την έξοδο, ο βασιλιάς Παύλος άνοιξε το μαγνητόφωνο κι έβαλε μια μαγνητοταινία με κλασική μουσική. Έπαιζε πιάνο, όπως μου είπε μετά, η Τζίνα Μπαχάουερ. Και ήταν πολύ παράξενο, πολύ αναπάντεχο το πόσο όμορφα, πόσο καθαρά ακουγόταν και αντηχούσε εκείνη η μουσική μέσα στους γυμνούς, σκοτεινούς και έρημους χώρους του τεράστιου, υπόγειου συνεργείου. Μέχρι και σε μένα άρεσε πολύ που δεν άκουγα ποτέ τέτοιου είδους πράματα, παρά μόνο λαϊκά – ήταν η εποχή του Καζαντζίδη. Παρέλυσα, βουβάθηκα. Για πρώτη φορά το κρύο γκαράζ μου φάνηκε σαν μεγάλη, ζεστή εκκλησία. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
»Μόλις φτάσαμε στην έξοδο, ο ενωμοτάρχης άκουσε την μουσική, γύρισε χαμογελώντας και μου είπε κοροϊδευτικά:
– Μπα, τώρα ακούνε Μπετόβεν και τα κατσαβίδια;
»Στάθηκα ένα λεπτό και του εξήγησα χαμηλόφωνα και στα γρήγορα για ποιόν είχε μιλήσει πριν τόσο προσβλητικά. Τον είδα μέσα σε ένα λεπτό να ζαρώνει, να γίνεται κατακίτρινος, σαν να ήταν άρρωστος πολύν καιρό, να του κόβεται η αναπνοή. Βούρκωσε, άρχισε να τρέμει και μετά το έβαλε στα πόδια, σαν κυνηγημένος, τρέχοντας αλαλιασμένος στην ανηφόρα, προς την Μητροπόλεως, σαν να ’θελε να βρει κάπου να κρυφτεί.
»Γύρισα μέσα στο συνεργείο. Η μουσική απλώνονταν σε όλο τον χώρο, έπλεε και αντιλαλούσε μαγευτικά. Με τρέλαινε. Πλησίασα πολύ διακριτικά την μισοφωτισμένη Ρολς. Ο βασιλιάς Παύλος, μαύρος απ’ την μουτζούρα, κουρασμένος, καθότανε στην θέση του οδηγού με κλειστά τα μάτια που μου φάνηκαν υγρά, σαν δακρυσμένα. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του χαλαρά πίσω, στο μαξιλαράκι της θέσης και άκουγε μία-μία τις νότες βυθισμένος, χαμένος, αλλοπαρμένος εντελώς».