Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

V. Η Ηλέκτρα στο Ταρλάμπασι

Όπου ο εγκυ­κλο­παι­δι­στής των γυ­μνών πο­διών βρί­σκει την Ηλέ­κτρα στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και μυ­εί­ται στην ελευ­θε­ρία των ερα­στών.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η Ηλέ­κτρα στο Ταρ­λά­μπα­σι

Σου­ρού­πω­νε όταν επέ­στρε­φα εξα­ντλη­μέ­νος με το ση­μεί­ω­μα της Ηλέ­κτρας στο χέ­ρι, για ένα χό­στελ σε μια πάμ­φθη­νη πε­ριο­χή κά­τω απ’ την πλα­τεία Τα­ξίμ. «Αν πο­τέ βρε­θείς στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη εκεί να μεί­νεις, θα κα­τα­λά­βεις για­τί». Κα­τη­φό­ρι­σα την λε­ω­φό­ρο Ταρ­λά­μπα­σι, που βυ­θι­ζό­ταν στο γκρί­ζο τσι­μέ­ντο των βρώ­μι­κων πε­ζο­δρο­μί­ων για να χα­θεί λί­γο πα­ρα­κά­τω σε υπό­γειο τού­νελ, κι έστρι­ψα από ένα στε­νά­κι σ’ έναν σε άλ­λο κό­σμο. Αβυσ­σα­λέ­ες κα­τη­φό­ρες κα­τέ­λη­γαν σε μι­κρά σταυ­ρο­δρό­μια κι ύστε­ρα ξα­νά σε από­το­μες ανη­φό­ρες, σε μια συ­νε­χή εναλ­λα­γή. Κα­τέ­βαι­να στον πά­το της πό­λης, στις φτω­χο­γει­το­νιές του Ταρ­λά­μπα­σι και του Μπουλ­μπούλ, στα έγκα­τα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, μα­κριά από τα πε­ρά­σμα­τα των του­ρι­στών. Σε δρό­μους γε­μά­τους πε­τα­μέ­να ή άχρη­στα αντι­κεί­με­να όλοι βρί­σκο­νταν έξω, όρ­θιοι ή κα­θι­σμέ­νοι στα κα­τώ­φλια των άθλιων κτι­σμά­των ή σε χαρ­τό­νια που εί­χαν απλώ­σει στην άκρη, ενώ δε­κά­δες παι­διά έφτια­χναν αυ­το­σχέ­δια παι­χνί­δια από οτι­δή­πο­τε τρι­γύ­ρω. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες γυ­ναί­κες με τις πα­ντό­φλες τους, ένα βα­σί­λειο γυ­μνών πο­διών στις αρ­χές μιας ψυ­χρής άνοι­ξης. Πί­σω από τις πόρ­τες ασφυ­κτιού­σε ένα άφω­το εσω­τε­ρι­κό. Τι προ­κα­λού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο την επι­θυ­μία αυ­τών των αν­θρώ­πων να ζουν έξω; Τα πνι­γη­ρά τους σπί­τια, μια ασί­γα­στη ρο­πή συ­νύ­παρ­ξης ή κά­τι άλ­λο; Τα κτί­ρια έμοια­ζαν έτοι­μα να γκρε­μι­στούν αν ένα πα­ρα­πά­νω ρού­χο βά­ραι­νε τα τε­ντω­μέ­να σχοι­νιά ανά­με­σα στα αντι­κρι­στά πα­ρά­θυ­ρα. Άλ­λα ήταν μαυ­ρι­σμέ­να, εφ’ όρου ζω­ής κα­μέ­να από τα γε­γο­νό­τα του ’55.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Νω­ρίς το πρωί βρή­κα τα δαι­δα­λώ­δη στε­νά λι­γό­τε­ρο συ­νω­στι­σμέ­να αλ­λά πά­ντα ζω­ντα­νά. Άρ­χι­σα ν’ ανε­βαί­νω προς την άλ­λη Πό­λη – μου έμε­ναν ακό­μα με­ρι­κές ακό­μα αρ­χι­τε­κτο­νη­μέ­νες βυ­ζα­ντι­νές μορ­φές. Η τε­λευ­ταία ανη­φό­ρα ήταν άδεια, αλ­λά το πο­δο­σκό­πιό μου εντό­πι­σε ένα κο­ρί­τσι που την κα­τέ­βαι­νε με σα­γιο­νά­ρες στο φως του υγρού πρω­ι­νού. Η σάρ­κα των πο­διών της έκα­νε αντί­θε­ση με τις απο­χρώ­σεις που κοκ­κί­νι­ζαν τα ρού­χα της. Γλυ­κά­θη­κα κι έκα­να με­τα­βο­λή, για να την ακο­λου­θή­σω από πί­σω δε­ξιά, ώστε να προ­λα­βαί­νω στα δά­χτυ­λά της τα φω­το­ρυθ­μι­κά του ήλιου, έτσι όπως κρυ­βό­ταν και ξα­νά­βγαι­νε ανά­με­σα στα κτί­ρια. Η πε­ρί­χα­ρη δε­σποι­νίς επέ­στρε­φε κρα­τώ­ντας μια με­γά­λη σα­κού­λα με ψω­μιά χω­ρίς να βιά­ζε­ται και με πή­γαι­νε ακό­μα πιο βα­θιά, σε γει­το­νιές που τώ­ρα θα πρέ­πει να βρί­σκο­νταν δε­κά­δες μέ­τρα κά­τω από την πά­νω πό­λη. Αραιά και που έχα­σκαν λάκ­κοι από ξε­θε­με­λιω­μέ­να σπί­τια που προ­ο­ρί­ζο­νταν για νέ­ες εγκα­τα­στά­σεις εται­ρειών ή ξε­νο­δο­χεί­ων. Τό­τε δεν γνώ­ρι­ζα ότι το Ταρ­λά­μπα­σι, ανε­πι­θύ­μη­τη εθνι­κή ει­κό­να και εμπό­διο κερ­δο­φό­ρας ανά­πτυ­ξης, στα­δια­κά θα έμπαι­νε σε σχέ­διο ισο­πέ­δω­σης.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Σ’ έναν βα­θύ σκάμ­μα πρό­σφο­ρο για ιλίγ­γους αντί­στρο­φους των υψι­πε­τών εκ­κλη­σιών, εί­δα ένα σμά­ρι αν­θρώ­πων σε λα­σπό­νε­ρα ανά­με­σα σε αρ­χαία τοι­χία, ίσως δω­μά­τια κα­τοι­κη­μέ­να αιώ­νες πριν. Ήταν ακρι­βώς η στιγ­μή που δεν πε­ρί­με­να να δω την Ηλέ­κτρα. Αγνώ­ρι­στη στα μαλ­λιά απ’ τον αέ­ρα και στο πρό­σω­πο απ’ την σκό­νη, με χέ­ρια και πό­δια εξα­φα­νι­σμέ­να στα ρού­χα της ανα­σκα­φής, μου προ­δό­θη­κε χά­ρη στις πορ­το­κα­λί γα­λό­τσες που φο­ρού­σε σε κά­θε σκα­πά­νη, αγο­ρα­σμέ­νες σ’ ένα μα­γα­ζί της Λα­γκα­δά με αγρο­τι­κά εί­δη, όχι μα­κριά από τις Αγρο­τι­κές Συ­νε­ται­ρι­στι­κές Εκ­δό­σεις που έβγα­ζαν τα βι­βλία του Πεν­τζί­κη – ίσως και απ’ το γέ­λιο της. Προ­τού αγκα­λια­στού­με απο­χαι­ρέ­τη­σα σιω­πη­λά το κο­ρί­τσι και τους φω­τει­νούς του κά­τω ση­μα­το­δό­τες· ίσα που πρό­λα­βα να δω δυο κε­νά ανά­με­σα στα δό­ντια του, σαν πλή­κτρα ενός αρ­μο­νί­ου που μό­λις εί­χε παί­ξει ένα χα­ρού­με­νο με­λώ­δη­μα.

Ζού­σε κι εκεί­νη στο Ταρ­λά­μπα­σι, στοι­βαγ­μέ­νη με τους υπό­λοι­πους ανα­σκα­φείς σε δω­μά­τια με κου­κέ­τες. Αρ­γά το από­γευ­μα πε­ρά­σα­με ν’ αλ­λά­ξει κι εί­δα άντρες και γυ­ναί­κες να ξα­πλώ­νουν ο ένας πά­νω στον άλ­λο, ανά­μι­κτοι, μπρο­στά σε ανοιγ­μέ­να τά­περ και μι­σο­πιω­μέ­να μπου­κά­λια, μια διε­θνής ερ­γα­τών και αρ­χαιο­λό­γων ενώ από το κα­σε­τό­φω­νο ακου­γό­ταν ένας δια­πε­ρα­στι­κός Τούρ­κος ρό­κερ, ο Erkin Koray. Νό­μι­ζα πως αστειευό­ταν όταν με δια­βε­βαί­ω­νε πως όφει­λα να σε­βα­στώ την ερω­τι­κή της ελευ­θε­ρία. Σ’ εκεί­νο το αχού­ρι και στο δι­κό μου οκτά­κλι­νο του χό­στελ στε­γά­στη­καν οι με­σο­βυ­ζα­ντι­νές μας μέ­ρες.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η Ηλέ­κτρα απέ­να­ντι

Αρ­γά ένα από­γευ­μα κόλ­λη­σα στο τζά­μι της μπαλ­κο­νό­πορ­τας για να πα­ρα­τη­ρή­σω τον δρό­μο κά­τω. Επι­θυ­μού­σα να συ­ντά­ξω μια πλή­ρη έκ­θε­ση των εσπε­ρι­νών πο­διών που θα έδι­ναν για άλ­λη μια φο­ρά ζωή στο στε­νό. Το εν­δια­φέ­ρον ήταν αυ­ξη­μέ­νο, εφό­σον κά­θε εμ­φά­νι­σή τους θα αγνο­ού­σε επι­δει­κτι­κά τον κρύο ακό­μα Μάρ­τιο. Σύ­ντο­μα δυο νε­α­ρές γυ­ναί­κες βγή­καν να κα­θί­σουν σ’ ένα κα­τώ­φλι, με πο­λύ­χρω­μα ρού­χα και ανοι­χτά τσό­κα­ρα – τέσ­σε­ρις εύ­γλωτ­τες κο­ροϊ­δί­ες στην χει­μέ­ρια γκρι­ζά­δα. Βγή­κα και ξά­πλω­σα στο μι­κρο­σκο­πι­κό μπαλ­κό­νι ώστε να κρύ­ψω το σώ­μα μου και άρ­χι­σα να εστιά­ζω αφο­σιω­μέ­να.

Απέ­να­ντι και δε­ξιά έστε­κε μαυ­ρι­σμέ­νο ένα πα­λιό ξύ­λι­νο διώ­ρο­φο με τρί­πλευ­ρες προ­ε­ξο­χές. Χά­ρη στην πα­ρα­με­ρι­σμέ­νη κουρ­τί­να μπο­ρού­σα να δω έναν γα­λά­ζιο ξε­φτι­σμέ­νο τοί­χο και το αχνό φως μιας γυ­μνής λά­μπας. Το δω­μά­τιο μου θύ­μι­ζε κά­τι φτω­χι­κά σα­λό­νια γε­ρό­ντων συγ­γε­νών, απο­λι­θω­μέ­να στον παι­δι­κό χρό­νο. Από την ορι­ζό­ντια και πα­ράλ­λη­λη προς τον δρό­μο θέ­ση μου, εί­δα την Ηλέ­κτρα να μπαί­νει σ’ εκεί­νο το σχε­δόν ετοι­μόρ­ρο­πο κτί­σμα. Επέ­στρε­φε εμ­φα­νώς εξα­ντλη­μέ­νη από την ανα­σκα­φή και χά­θη­κε στην εξώ­πορ­τα που μο­νί­μως έχα­σκε ανοι­χτή. Σύ­ντο­μα την εί­δα κα­δρα­ρι­σμέ­νη στο δω­μά­τιο, να δέ­χε­ται όρ­θια την αγκα­λιά ενός θα­μπού άντρα. Τώ­ρα αντί για τα γυ­μνά πό­δια του δρό­μου μου προ­σφε­ρό­ταν η ει­κό­να των δι­κών της, ψη­λά στον αέ­ρα, πά­νω από έναν λε­ρό κα­να­πέ. Ανα­γκά­στη­κα να πα­ρα­δε­χτώ πως ο πα­λιός γα­λά­ζιος τοί­χος τους πή­γαι­νε ιδιαί­τε­ρα. Έτσι όπως ήμουν έναν όρο­φο ψη­λό­τε­ρα έβγα­λα την μη­χα­νή έξω από τα κά­γκε­λα, κρε­μα­στή κλέ­φτρα πά­νω από το σο­κά­κι, ελ­πί­ζο­ντας πως δεν θα με εντο­πί­σουν τα παι­διά που ξε­φώ­νι­ζαν στον δρό­μο. Κι έσπευ­σα να δω εκεί­νο που απευ­χό­μουν, λες και η πα­ρα­κο­λού­θη­ση θα το απέ­τρε­πε.

Πρώ­τα άφη­σα την ζή­λεια να με κά­ψει κι ύστε­ρα κι ύστε­ρα επι­χεί­ρη­σα να σβή­σω την ζή­λεια με σαρ­κα­σμό: του­λά­χι­στο ως θε­α­τής έβλε­πα εκεί­να που δεν μπο­ρού­σα να δω στην ερω­τι­κή πρά­ξη, πά­ντως όχι στην μορ­φή που τα έβλε­πα τώ­ρα. Πλη­σί­α­ζα τον τη­λε­φα­κό για να τα πα­ρα­τη­ρή­σω αλ­λά δεν τόλ­μη­σα να πα­τή­σω το κλικ, για­τί τό­τε η από­δει­ξη θα ήταν αδιά­σει­στη. Όσο διαρ­κού­σε ο έρω­τας εκ­παι­δευό­μουν στην ελευ­θε­ρία των ερα­στών. Όταν κα­τέ­βα­σε τα πό­δια της, αρ­γά κι εξα­ντλη­μέ­να, σω­ριά­στη­κα κι εγώ στη σκό­νη του μπαλ­κο­νιού, στε­γνός από το υδρο­φό­ρο συ­ναί­σθη­μα που μ’ έφε­ρε ως εδώ. Αλ­λά την ίδια στιγ­μή, μού­σκε­μα απ’ τον ίδιο ατμό, πρό­θυ­μος να την αγα­πή­σω με τους όρους της

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

H Μά­γδα απέ­να­ντι

Σε κρί­σι­μες στιγ­μές ανα­ζη­τού­σα ομοιο­πα­θείς στις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές πα­ραλ­λή­λους. Έσπευ­δα να συ­νο­μι­λή­σω με χα­ρα­κτή­ρες που εί­χαν ζή­σει κά­τι πα­ρό­μοιο  ή με τις γυ­ναί­κες που τους τα­λαι­πώ­ρη­σαν. Οι δι­κές τους ιστο­ρί­ες του­λά­χι­στον εί­χαν φτά­σει σ’ ένα τέ­λος – ανοι­χτό ή κλει­στό, δεν έχει ση­μα­σία. Ήταν ολο­κλη­ρω­μέ­νες, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες. Τρυ­γού­σα από την πεί­ρα τους, κα­τα­νο­ού­σα από τις δι­κές τους αντι­δρά­σεις, ως μέ­λος πλέ­ον μιας διευ­ρυ­μέ­νης κοι­νό­τη­τας πα­θια­σμέ­νων. Στην ται­νία του Κρι­στόφ Κι­σλόφ­σκι Μι­κρή ιστο­ρία για τον έρω­τα, ο νε­α­ρός Τό­μεκ πα­ρα­κο­λου­θεί γοη­τευ­μέ­νος με τη­λε­σκό­πιο την Μά­γδα στο απέ­να­ντι δια­μέ­ρι­σμα. Η γυ­ναί­κα δια­θέ­τει τρεις ιδιό­τη­τες που προ­κα­λούν ή εντεί­νουν τον πό­θο του – εί­ναι όμορ­φη, με­γα­λύ­τε­ρη, εν αγνοία της ορα­τή. Αμ­φό­τε­ροι βρί­σκο­νται πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νοι στο κτί­σμα τους, δυο τυ­πι­κές πο­λυ­κα­τοι­κί­ες «ανα­το­λι­κού μπλοκ».

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η τη­λε­σκο­πι­κή του εμ­μο­νή του αφο­ρά ακό­μα και τις κα­θη­με­ρι­νές της δρα­στη­ριό­τη­τες· όταν όμως πρό­κει­ται για το ερω­τι­κό τους μέ­ρος στρέ­φει το κε­φά­λι. (ντρο­πή, ζή­λεια, σε­βα­σμός, αδυ­να­μία;). Η Μά­γδα υπο­δέ­χε­ται διά­φο­ρους ερα­στές και μοιά­ζει να απο­λαμ­βά­νει την ερω­τι­κή της ζωή. Αυ­τός σκαρ­φί­ζε­ται διά­φο­ρους τρό­πους για να επι­κοι­νω­νεί μα­ζί της: τη­λε­φω­νεί για να ακού­σει την φω­νή της, στέλ­νει τα­χυ­δρο­μι­κές επι­τα­γές για να τη φέ­ρει στο τα­χυ­δρο­μείο όπου ερ­γά­ζε­ται, με­ταμ­φιέ­ζε­ται σε γα­λα­τά και της χτυ­πά την πόρ­τα, κά­πο­τε κα­λεί τους επι­διορ­θω­τές του γκα­ζιού για να την δια­κό­ψει από την ερω­τι­κή πρά­ξη. Στην ανα­πό­φευ­κτη συ­νά­ντη­σή τους ομο­λο­γεί πως αυ­τός εί­ναι που αφή­νει τα διά­φο­ρα ση­μειώ­μα­τα και πως την πα­ρα­κο­λου­θεί ανελ­λι­πώς.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Γνω­ρί­ζο­ντας πλέ­ον ότι θε­ά­ται, η Μά­γδα προ­σκα­λεί το βρά­δυ έναν ερα­στή της. Μια γνώ­ρι­μη ιστο­ρία: το αντι­κεί­με­νο του πό­θου αντι­λαμ­βά­νε­ται τι ση­μαί­νει για το υπο­κεί­με­νό του αλ­λά τη­ρεί τα προ­σχή­μα­τα· ακό­μα και τα βλέμ­μα­τα προς το πα­ρά­θυ­ρό του μπο­ρεί να εκλη­φθούν ως τυ­χαία. Η ύστα­τη πρό­κλη­ση που του επι­φυ­λάσ­σει δεν εί­ναι η γύ­μνια της αλ­λά η ίδια η ερω­τι­κή πρά­ξη. Κα­θώς υπο­δέ­χε­ται πε­ρι­χα­ρής τον ερα­στή της, ρί­χνει μια τε­λευ­ταία, εύ­γλωτ­τη μα­τιά προς το απέ­να­ντι πα­ρά­θυ­ρο· ο ερα­στής σβή­νει το φως αλ­λά εκεί­νη το ξα­να­νοί­γει, για να βα­σα­νί­σει στο έπα­κρο τον μα­κρι­νό της θε­α­τή.
Τό­τε συμ­βαί­νει το ανα­πά­ντε­χο: προ­τού πε­ρι­πλε­χθούν ορι­στι­κά τα κορ­μιά τους, η Μά­γδα ελα­φρώς ανα­μαλ­λια­σμέ­νη ση­κώ­νει το χέ­ρι και, με μια έκ­πλη­ξη που γνω­ρί­ζου­με πως εί­ναι υπο­κρι­τι­κή, δεί­χνει δή­θεν έκ­πλη­κτη προς το πα­ρά­θυ­ρο, «κα­τα­δί­δο­ντας» τον ηδο­νο­βλε­ψία. Ο ερα­στής ση­κώ­νε­ται και κλεί­νει την κουρ­τί­να, αφή­νο­ντας τον ηδο­νο­βλε­ψία στο σκο­τά­δι. Αυ­τό εί­ναι και το τε­λευ­ταίο στά­διο του μαρ­τυ­ρί­ου του: γνω­ρί­ζει τι γί­νε­ται πί­σω από το πα­ρα­πέ­τα­σμα αλ­λά δεν μπο­ρεί ού­τε να ακού­σει, ού­τε να δει. Σκέ­φτο­μαι μά­λι­στα πως, ακό­μα κι αν δεν ήθε­λε να υπο­φέ­ρει το θέ­α­μα της κλι­νο­πά­λης της, μπο­ρεί στον ελά­χι­στο χρό­νο του αναμ­μέ­νου φω­τός να του δη­μιουρ­γή­θη­κε η έντο­νη προσ­δο­κία να την πα­ρα­κο­λου­θή­σει, ακρι­βώς λό­γω της αδυ­να­μί­ας του να αρ­νη­θεί την προ­σφο­ρά.
Αρ­γό­τε­ρα ο ερα­στής της θα τον ανα­γκά­σει να κα­τέ­βει στον με­ταίχ­μιο, άδειο χώ­ρο ανά­με­σα στις δυο πο­λυ­κα­τοι­κί­ες και θα τον γρον­θο­κο­πή­σει. Η όποια συ­νε­νο­χή των «απέ­να­ντι» μοιά­ζει να συ­ντρί­βε­ται από την ει­σβο­λή του τρί­του προ­σώ­που και της κα­νο­νι­κό­τη­τας που εκ­προ­σω­πεί. Η οι­κεία σχέ­ση ηδο­νο­βλε­ψία και υπο­κει­μέ­νου της ηδο­νι­κής βλέ­ψης διαρ­ρη­γνύ­ε­ται. Από άλ­λη οπτι­κή όμως απλώς εμ­βα­θύ­νει, κα­θώς ανα­τα­ράσ­σει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την συ­ναι­σθη­μα­τι­κή τρι­κυ­μία, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας, άλ­λω­στε, ότι το θείο δώ­ρο της θέ­ας πλη­ρώ­νε­ται πο­λύ ακρι­βά. 
Η Μά­γδα έχει ενο­χές και προ­σκα­λεί τον Τό­μεκ σε μια κα­φε­τέ­ρια. Για τον κα­θέ­να τους η αγά­πη εί­ναι κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό· για εκεί­νη ση­μαί­νει την ερω­τι­κή πρά­ξη, ενώ για εκεί­νον εί­ναι μια αχα­νής έν­νοια, από την αθω­ό­τη­τα ως το πά­θος. Όταν προ­θυ­μο­ποι­η­θεί να τον μυ­ή­σει στην δι­κή της εκ­δο­χή, η συ­νεύ­ρε­ση απο­δει­κνύ­ε­ται φιά­σκο κι αυ­τός φεύ­γει τρέ­χο­ντας. Όμως πα­ρά το με­τα­ξύ τους χά­ος η Μά­γδα αντι­λαμ­βά­νε­ται τις με­τα­πλά­σεις της από το βλέμ­μα του· μέ­σα από την δι­κή του όρα­ση έγι­νε κά­ποια που δεν ήταν ή ήταν αλ­λά δεν το γνώ­ρι­ζε. Τώ­ρα εί­ναι η σει­ρά της να τον ανα­ζη­τή­σει με τα κιά­λια της στο απέ­να­ντι κτί­ριο – χω­ρίς επι­τυ­χία. Όταν ένας ερα­στής της χτυ­πά την πόρ­τα, του απα­ντά «εγώ δεν εί­μαι εδώ». Κι ίσως η φρά­ση της εί­ναι κυ­ριο­λε­κτι­κή: το πα­λιό της εγώ δεν εί­ναι εκεί· εί­ναι πλέ­ον μια άλ­λη.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Άρα­γε το δι­κό μου βλέμ­μα με­τα­μόρ­φω­νε την Ηλέ­κτρα σε κά­τι άλ­λο; Μή­πως η ίδια γι­νό­ταν κά­ποια άλ­λη χω­ρίς να το γνω­ρί­ζει; Γι­νό­ταν άλ­λη μό­νο για μέ­να; Ήταν ήδη άλ­λη που γι­νό­ταν μό­νο για μέ­να εκεί­νη που ήξε­ρα; Άρα­γε η δι­κή της εκ­δο­χή του έρω­τα, μια συ­νε­χής συ­νεύ­ρε­ση συ­χνών ερα­στών απο­γεί­ω­νε το σώ­μα­τα την στιγ­μή που εγώ ανα­ζη­τού­σα τις ασα­φείς εκ­δη­λώ­σεις γνω­στών απα­τη­λών συ­ναι­σθη­μά­των;

Τα πό­δια απέ­να­ντι

Πέ­ρα από το γε­γο­νός ότι οι σχε­τι­κές σκη­νές κα­τα­θέ­τουν μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη με­λέ­τη πε­ρί ηδο­νο­βλε­ψί­ας, για τον φι­λό­σο­φο των γυ­μνών πο­διών έχουν και μια άλ­λη ανά­γνω­ση. Ακρι­βώς την στιγ­μή που η Μά­γδα δια­κό­πτει αντα­ρια­σμέ­νη τα αγκα­λιά­σμα­τα για να μαρ­τυ­ρή­σει τον ηδο­νο­βλε­ψία, το γυ­μνό της πέλ­μα, μι­κρό και κομ­ψό, ξε­χω­ρί­ζει μέ­σα από το σύ­μπλεγ­μα των σω­μά­των μα­ζί με το πρό­σω­πό της. Κι έτσι αι­σθά­νο­μαι κι εγώ ένας ηδο­νο­βλε­ψί­ας του που με εντο­πί­ζει και με υπο­δει­κνύ­ει με το δά­χτυ­λο, εμέ­να που τόλ­μη­σα να εστιά­σω στο πέλ­μα της. Στο τέ­λος με τι­μω­ρεί, απο­κλεί­ο­ντάς μου την πρό­σβα­ση· σα να μου το­νί­ζει «αυ­τό ήταν, τα ελά­χι­στα δευ­τε­ρό­λε­πτα που τό­σο επί­μο­να ανα­ζη­τάς στις ται­νί­ες εδώ τε­λεί­ω­σαν, ψά­ξε τώ­ρα αλ­λού».

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Εί­ναι η ίδια αί­σθη­ση κά­θε φο­ρά που με συλ­λαμ­βά­νουν επ’ αυ­το­φώ­ρω οι γυ­ναί­κες που πα­ρα­τη­ρώ. Με κοι­τά­ζουν αυ­στη­ρά ή απο­δο­κι­μα­στι­κά, ενο­χλη­μέ­νες από την ανε­πί­τρε­πτη τρο­πή του βλέμ­μα­τός μου κι ύστε­ρα απο­σύ­ρουν τα πό­δια τους από το οπτι­κό μου πε­δίο. Κι εγώ, απο­δο­κι­μα­σμέ­νος θαυ­μα­στής, οφεί­λω να αι­σθαν­θώ ένο­χα για το αδιά­κρι­το ατό­πη­μα: την μα­τιά στο λά­θος ση­μείο. Ευ­τυ­χώς δεν ακο­λου­θεί κα­νείς υπο­ψή­φιος γρον­θο­κό­πος – κα­θα­ρί­ζουν μό­νες τους σκλη­ρά και σιω­πη­λά.

*

Υστε­ρό­γρα­φον υστε­ρό­φη­μον: Εσείς που αντι­λη­φθή­κα­τε το βλέμ­μα μου στα πό­δια σας αλ­λά δεν «κλεί­σα­τε τις κουρ­τί­νες», ού­τε τρα­πή­κα­τε σε γορ­γο­πό­δα­ρη φυ­γή, ανα­ζη­τεί­στε το βι­βλίο που ισχυ­ρί­ζο­μαι εδώ ότι θα γρά­ψω και τις δι­καιω­μα­τι­κές σας σε­λί­δες. Θα ανα­φέ­ρο­νται οι ακρι­βείς το­πο­θε­σί­ες, οι δρό­μοι και οι διά­λο­γοι που τυ­χόν υπήρ­ξαν.

*

Κρι­στόφ Κι­σλόφ­σκι, Μι­κρή ιστο­ρία για τον έρω­τα [Δε­κά­λο­γος VI], 1988 [Krzysztof Kieslowski, Dekalog, sześć / A short film about love]. Η έκτη ται­νία του τη­λε­ο­πτι­κού και αρ­γό­τε­ρα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού Δε­κα­λό­γου, βα­σι­σμέ­νη στην εντο­λή Ου μοι­χεύ­σεις. Μά­γδα: Grazyna Szapolowska. Οι φω­το­γρα­φί­ες από το Ταρ­λά­μπα­σι εί­ναι του συγ­γρα­φέα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: