Τη χρονιά που πέρασε εκδόθηκαν δύο διαφορετικές μεταξύ τους Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, από τις οποίες η μία εστιάζει σε ένα είδος και η άλλη σε ένα χρονικό διάστημα. Η πρώτη (Φίλιππος Φιλίππου, Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι, Πατάκης 2018) διερευνά την πορεία του ελληνικού αστυνομικού αφηγήματος και η δεύτερη (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη μεταπολιτευτική πεζογραφία 1974-2017, Πόλις 2018) χαρτογραφεί τη μεταπολιτευτική πεζογραφία.
Αυτές οι Ιστορίες έρχονται να συνεχίσουν μια μεγάλη σειρά Ιστοριών Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (ΙΝΕΛ), που διήθησαν, κατέγραψαν, οργάνωσαν και αξιολόγησαν τη λογοτεχνική παραγωγή μας. Σημειώνω ενδεικτικά τις σημαντικότερες από αυτές, όσες δηλαδή έχουν αντέξει στον χρόνο, και οι ενδιαφερόμενοι εξακολουθούν να τις συμβουλεύονται: Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος 1947-1948· Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ 1978 (ιταλική έκδοση 1975)· Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας 1978 (ιταλική έκδοση 1971) και 2003 (αναθεωρημένη έκδοση)· Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη 1996· Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της, 8 τόμοι, Καστανιώτη 2001-2007.
Εδώ σκοπεύω να καταθέσω κάποιες αποσπασματικές σκέψεις για το πώς γράφεται και ποια κατεύθυνση πρέπει να πάρει ένα τέτοιο φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα τον 21ο αιώνα. Τα αυτονόητα δεδομένα της πληρότητας (με τα κριτήρια του καθενός), της αξιολόγησης των έργων, της πρόσληψης του βιβλίου τόσο στην εποχή του όσο και στις επόμενες δεκαετίες, της εκτίμησης της επίδρασής του στις επόμενες γενιές, της κατατόπισης για τον συγγραφέα και την εποχή, της κατάταξης των λογοτεχνών σε γενιές, σε ρεύματα κ.λπ. συχνά είναι θέματα που συζητιούνται και ανά περίπτωση εξετάζονται και κρίνονται.
Ας δούμε μερικές άλλες πλευρές που σταδιακά γίνονται κατανοητές ως αναγκαίες προϋποθέσεις μιας ΙΝΕΛ, ειδικά τον 21ο αιώνα, όταν μιλάμε πιο πολύ για θεωρία της πρόσληψης, κοινωνική ανάλυση της ιστορίας, πολιτισμικές σπουδές και διεπιστημονική ανάλυση κάθε αντικειμένου.
1.
ΙΝΕΛ δεν σημαίνει απλώς καταγραφή των λογοτεχνικών έργων σε λίστες ή καταλόγους και βιβλιογραφική παρουσίαση κειμένων και συγγραφέων. Αυτό το κάνει κι ένα Λεξικό [όπως λ.χ. Μιχάλης Μερακλής – Κάρολος Μητσάκης – Βάλτερ Πούχνερ (1988-1991), Αλέξης Ζήρας (1992-1996) και Λαμπρινή Κουζέλη (1997-2007) (επιμ.), Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα – έργα – ρεύματα – όροι, Πατάκης 2007], όπως και μια θεματική ή συγγραφική βιβλιογραφία, ενώ μια Ιστορία είναι ανάγκη να οργανώνει και να επεξηγεί το υλικό της, να το εντάσσει σε κατηγορίες, να το διαρθρώνει σε άξονες που να είναι κατατοπιστικοί αλλά συνάμα και ερμηνευτικοί.
Κάθε ιστοριογραφικό έργο –με συνειδητά ή όχι κριτήρια– χαράζει μια γραμμή σύνδεσης των γεγονότων, η οποία τα ξεχωρίζει από τα απειράριθμα συμβάντα. Πρόκειται για ερμηνευτική γραμμή –την οποία και οι επιστήμονες ιστοριογράφοι θεωρούν σημαντικό να υπάρχει– που θα διαμορφώνει, με βάση φυσικά το υλικό της, το συνολικό σχήμα το οποίο θα εξηγεί τη θέση της.
2.
Με βάση τα προηγούμενα, σημαντικό είναι όχι μόνο να καταγράφονται τα βιβλία και τα ρεύματα, αλλά να εξηγούνται κιόλας. Ο ιστορικός (της λογοτεχνίας) δεν είναι απλώς ιστοριοδίφης, ειδικότερα όταν καθορίζει το υλικό και δεν το επιλέγει απλώς, επιδρά στο λογοτεχνικό πεδίο και δεν το καταγράφει ξερά, αλλά και λειτουργεί επαγωγικά με βάση το υλικό του, τα έργα, τις μορφές και τα θέματα, επιχειρεί συσχετισμούς και συνομαδώσεις που θα εξηγήσουν αυτό το υλικό και θα το ερμηνεύσουν, θα αιτιολογήσουν την ανάπτυξή του, την πρόσληψή του και την καθιέρωσή του. Με άλλα λόγια, θα το αξιολογήσει αισθητικά και ιδεολογικά, ώστε να καταστεί δυνατό να εκτιμηθεί η συγχρονία και η διαχρονία του.
3.
Για να γίνει αυτό, υπάρχουν δύο τρόποι, οι οποίοι καταγράφουν –ο καθένας με άλλον τρόπο– το στίγμα της λογοτεχνίας.
Από τη μία, έχουμε την εξέταση των έργων σε ενδολογοτεχνικές γραμμές στο πλαίσιο της γενιάς, της σχολής ή του ρεύματος, σε διακειμενικές σχέσεις στο πλαίσιο των προγόνων και των απογόνων, στο πλαίσιο των κοινών θεμάτων ή μορφών, στην εξέταση της συνέχειας και της ασυνέχειας, των μεταιχμίων και των μεταβάσεων από τη μια εποχή στην άλλη… Επίσης, αυτή η πραγμάτευση αφορά στη συν-ανάλυση των έργων, ανάλογα με το είδος τους, πώς δηλαδή μέσα σε αυτό είτε συμμορφώνονται με τα βασικά του χαρακτηριστικά, είτε διαφοροποιούνται καινοτομώντας ή ερωτοτροπούν με άλλα είδη (η απαρίθμηση θα μπορούσε να μην τελειώσει ποτέ). Και συνάμα μπορεί να δούμε τη συγκριτική ανάλυση της ελληνικής παραγωγής μέσα στο διεθνές σκηνικό, όχι μόνο στις αμοιβαίες επιδράσεις αλλά και στην απήχηση-αναγνώριση των ελληνικών έργων σε ένα σύγχρονο εξελισσόμενο γίγνεσθαι.
Από την άλλη, ζούμε στην εποχή των διεπιστημονικών και διατομεακών προσεγγίσεων, και δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε ότι κάθε σύστημα είναι κλειστό και αποκομμένο από τα υπόλοιπα. Όταν, δηλαδή, ένας ιστορικός μελετά λ.χ. τη στρατιωτική ιστορία ενός έθνους, δεν μπορεί να αγνοήσει τα πολιτικά και κοινωνικά περικείμενα ζητήματα, τις διεθνείς σχέσεις και άλλα ανάλογα φαινόμενα που διασταυρώνονται και επηρεάζουν το βασικό του θέμα.
Επομένως, μια ΙΝΕΛ είναι «μισή», αν δεν εξετάσει τέτοιες διασταυρώσεις, κατά τις οποίες το εκάστοτε λογοτεχνικό έργο αναφύεται μέσα στο κοινωνικό, πολιτικό, πνευματικό και εν γένει πολιτισμικό περιβάλλον, σχετίζεται με τις αλλαγές στη νοοτροπία και τις ιδέες, συνδιαλέγεται με τις άλλες τέχνες, γεννά το ίδιο ερωτήματα και ωθεί σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις είτε άμεσα είτε έμμεσα… Τα έργα δηλαδή εκτιμώνται και αξιολογούνται στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες της εποχής. Επιμένω ιδιαίτερα στη γένεση της λογοτεχνίας σε ένα διευρυμένο πλαίσιο ζυμώσεων, προβληματισμών, ιδεολογιών, μετακινήσεων, που καθιστούν επιτακτική και μια κοινωνιολογικού και πολιτισμικού τύπου προσέγγιση.
4.
Οι περισσότερες ΙΝΕΛ θέτουν στο κέντρο της ανάλυσής τους τον συγγραφέα και πάνω στο πρόσωπό του συν-αρθρώνουν τα έργα του. Θα θεωρούσα, ωστόσο, πιο σκόπιμο να αναθεωρηθεί αυτή η αντίληψη και να τεθούν στο επίκεντρο της προσέγγισής μας τα ίδια τα κείμενα. Γνωρίζω καλά ότι είναι πρακτικά βολικότερο να ορθώνεται ως άξονας το συγγραφικό υποκείμενο, παράγωγα του οποίου είναι τα έργα του, τόσο επειδή αποτελεί κοινό τους παρονομαστή, όσο και διότι μπορεί να αποτελέσει βιογραφικό πόλο, ο οποίος έχει συγκεκριμένη ιδεολογία και συνδέεται πολλαπλά και εξωλογοτεχνικά με την εποχή.
Ωστόσο, κάθε συγγραφέας δεν είναι μια συμπαγής γραμμή, που παραμένει ο ίδιος όταν γράφει στα είκοσι χρόνια του και όταν συγγράφει στα εβδομήντα. Δεν είναι μία σαφώς καθορισμένη, αναλλοίωτη, μονολιθική προσωπικότητα, αλλά ένα σύνολο εαυτών και ταυτοτήτων που (εξ)ελίσσεται από κείμενο σε κείμενο, χωρίς να υποχρεούται να δείχνει πάντα το ίδιο πρόσωπο, με όλες τις αλλαγές αλλά και τις αντιφάσεις του. Με αυτό το σκεπτικό, τα έργα του δεν είναι πάντα ομοειδή, ούτε στις ιδεολογικές και μορφικές αναζητήσεις τους. Ακόμα περισσότερο, δεν είναι όλα της ίδιας στάθμης, δεν αξιολογούνται όλα ως ποιοτική λογοτεχνία, δεν καθόρισαν την εποχή τους στον ίδιο βαθμό. Καθένα απ’ αυτά έχει το δικό του στίγμα, άλλο ισχυρότερο και άλλο ασθενέστερο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να γίνει διύλιση της συγγραφικής βιβλιοπαραγωγής, ώστε αφενός να μη συμπεριληφθούν όλα τα κείμενα κάθε δημιουργού στην ΙΝΕΛ και αφετέρου καθένα από αυτά να τεθεί σε άλλο πλαίσιο, ειδολογικό, ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό. Καθένα από αυτά θα συνδεθεί ναι μεν με τον συγγραφέα και τα άλλα του γραπτά του (λογοτεχνικά και μη), αλλά και με το είδος στο οποίο ανήκει, την κοινωνία, τις ιδέες της, την κριτική που το προσέλαβε και το ερμήνευσε, την επίδρασή του και τη μεταφραστική του τύχη κ.λπ.
Πιθανόν πρέπει να περάσουμε σε πολυπρόσωπες συνθέσεις, ώστε κάθε κριτικός ή ακαδημαϊκός να αναλάβει ένα μέρος το οποίο γνωρίζει καλύτερα και να συν-εργαστεί σε έναν κοινό παρονομαστή με άλλους ειδικούς. Έτσι, θα μπορέσουμε να έχουμε ένα ευρύ, πολυεπίπεδο και ουσιαστικό έργο –πιθανόν πολύτομο– που θα καλύψει όλη τη νεοελληνική περίοδο ή ένα μέρος της, θα χρησιμοποιήσει νέα εργαλεία και μεθόδους και θα εστιάσει στην ουσία και όχι στην ποσότητα, αφού θα συνδυάζει την Ιστορία, την κριτική και τις πολιτισμικές σπουδές. Μια ΙΝΕΛ προφανώς σχετίζεται με την εικόνα που έχει κάθε εποχή για τον Κανόνα ή την Παράδοση, επιλέγει και αξιολογεί το υλικό και, μετατρέποντάς το σε ιστορικό κείμενο, ορίζει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, ομαδοποιεί και συσχετίζει, εξηγεί μεμονωμένα αλλά και συνολικά τα έργα, εστιάζει στα μεταίχμια που δείχνουν την αλλαγή στον τρόπο σκέψης. Κάθε ΙΝΕΛ είναι μια επαν-οργάνωση του λογοτεχνικού παρελθόντος μέσα από το πρίσμα ενός ρευστού παρόντος.