Ένα βράδυ του περασμένου αιώνα, μιλούσαμε (ως συνήθως) με τον Μίμη Σουλιώτη στο τηλέφωνο. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η αφορμή, αλλά του είπα με στόμφο, «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». «Τι άθλιος στίχος», απάντησε. Κι αρχίσαμε τις παραλλαγές πάνω σ’ έναν ξένο στίχο. Διασκεδάσαμε, και μετά κλείσαμε το τηλέφωνο. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε πως δεν είχαμε εξαντλήσει ούτε το στίχο ούτε εαυτούς, και συνεχίσαμε. Κι αποφασίσαμε να κάνουμε μια επιλογή των περιπαικτικών παραλλαγών μας και να την τυπώσουμε, καθώς πλησίαζε το μιλένιουμ: αυτή θα ήταν η δική μας συνεισφορά, έστω και ανώνυμη και περιθωριακή, στο επαπειλούμενο Έτος Σεφέρη.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα οκτασέλιδο μετά εξωφύλλων, με τίτλο «Ειναιπαιδία», και τη γοργόνα-σήμα του Σεφέρη σε αρνητική εκδοχή. Όπως αρέζαμε το μυστήριο, δεν δώσαμε πληροφορίες για τους συγγραφείς, παρά ως εκδότης εμφανίστηκε ο φανταστικός «Σύλλογος Φίλων Έτους Σεφέρη & Σια», και στο οπισθόφυλλο είχαμε κάποιες σύντομες σημειώσεις για το Σύλλογο και τα δήθεν υποκαταστήματά του. Το φυλλάδιο δεν πουλιόταν, αλλά το δίναμε σε όσους μπορούσαν να το εκτιμήσουν.
Τον επόμενο χρόνο, είπαμε να τιμήσουμε με κάποιον τρόπο το Έτος Εμπειρίκου, αλλά ο Μίμης είχε αφόρητη δουλειά κι ελάχιστο χρόνο, και άφησε το δημιουργικό κομμάτι σε εμένα. Εγώ ξαναδιάβασα με χαρά ποιήματα και πεζά του Εμπειρίκου, απομόνωσα όσους δεκαπεντασύλλαβους μπόρεσα (και έναν δεκατρισύλλαβο), και τους αναδιάταξα σε μια νέα σύνθεση, με τίτλο «Ως Έργον Τελευτημένον». Τυπώθηκε σε τετρασέλιδο μετά εξωφύλλων και σήμα έναν αίγαγρο.
Φυσικά και υπέβαλα προηγουμένως τη σύνθεση στον Μίμη προς έγκριση του ετέρου μέλους του «Συλλόγου Φίλων Έτους Σεφέρη & Σια», και κάναμε μαζί το οπισθόφυλλο: αφού το σώμα το είχα κάνει μόνος, ο Μίμης επέμεινε να γράψουμε πως «μόνον οι συλλογικές προσπάθειες αποδίδουν». Όσο για τις ομάδες τοπωνυμίων όπου ο σύλλογος είχε υποκαταστήματα, αυτά ήσαν: 1. Ποικίλες ονομασίες της Μακεδονίας, 2. Ζαγοροχώρια, 3. Μαστιχοχώρια, 4. Η παραδοσιακή διαδρομή Αμμόχωστος-Λευκωσία, όπως την θυμόταν ο Ευάγγελος Λουίζος και την είχε καταγράψει η Νίκη Μαραγκού. Το φυλλάδιο δεν πουλιόταν, αλλά το δίναμε σε όσους μπορούσαν να το εκτιμήσουν.
Το 2007, ο «Σύλλογος Φίλων Έτους Σεφέρη & Σια» δεν θα μπορούσε να μην τιμήσει το Έτος Εγγονόπουλου. Δουλέψαμε μαζί με τον Μίμη, σκαρώνοντας παραλλαγές πάνω σε ποικίλους στίχους, τιμώντας ταυτόχρονα και τη μνήμη του φίλου μας Ηλία Λάγιου, που ήταν και ο μόνος που είχε επαινέσει δημοσίως το αρχικό «Ειναιπαιδία». Αυτή τη φορά, που θα ήταν η τελευταία, τυπώσαμε μονόφυλλο με διχρωμία και τίτλο ‘‘D’ailleurs, je suis poete’’, το οποίο δεν πουλιόταν, αλλά το δίναμε σε όσους μπορούσαν να το εκτιμήσουν.
Την επόμενη χρονιά, ο Μίμης άρχισε να δοκιμάζει παραλλαγές στο στίχο του Ελύτη «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι», και το παιδέψαμε για λίγο τηλεφωνικά, αλλά το έτερο μέλος του «Συλλόγου Φίλων Έτους Σεφέρη & Σια» δεν ενθουσιάστηκε από την επανάληψη του ευρήματος, και ο Σύλλογος έκλεισε την εκδοτική του πορεία. Ο ενθουσιώδης νέος Μίμης Σουλιώτης συνέχισε κατά μόνας, και δημοσίευσε το πόνημά του με τίτλο «Με την 1η σταγόνα της βροχής. Από την ανέκδοτη συλλογή: Τα ερωτύλα (δεύτερο μέρος)» στο περιοδικό Ποιητική, τχ. 2 (φθινόπωρο-χειμώνας 2008): 97-106. Απόρησα γιατί βιάστηκε, αφού το Έτος Ελύτη θα ήταν το 2011, αλλά δεν τον ρώτησα, και μετά από λίγο άρχισαν οι σοβαρές περιπέτειες της υγείας του, και το 2012 πέθανε.
Το 2013, ο εναπομείνας τίμησε το ετήσιο μνημόσυνο του φίλου του, τυπώνοντας ένα παιγνιώδες ποίημα που είχε εμπνευστεί ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης από μια κουβέντα μας. Ο τίτλος ήταν «Το χιόνι στον Καβάφη» και τυπώθηκε με διχρωμία σε τετρασέλιδο μετά εξωφύλλων και σήμα μια νιφάδα. Και αυτό το φυλλάδιο ήταν εκτός εμπορίου, και δόθηκε αντί συγχωρίου στους παρόντες του μνημοσύνου στη Φλώρινα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να το εκτιμήσουν.
Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές
ΕΙΝΑΙΠΑΙΔΙΆ
Αμ’ έπος, αμ’ έργον
πολλών ανθρώπων
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΕΤΟΥΣ ΣΕΦΕΡΗ & ΣΙΑ
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας –
(Τι άθλιος στίχος!) καθόλου δεν διστάζω.
Είναι papa’m πολλών papa’pam τα λόγα μας.
Είναι ανθρώποι πολλών λογιών τα παιδιά μας.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
Τα κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ήταν παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα του·
οι τρίχες της κεφαλής του
απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα.
Τραυματισμένα τα παιδιά, τραυματισμένοι
Οι άνθρωποι, τραυματισμένα τα λόγια μας –
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι –
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
του κ. Αηδόνη Ποιητάρη,
του κ. Φιλοποίμενα Παχυμέρη, και άλλων.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
Μην τα βλέπεις έτσι –
Στην πατρότητα των έργων κολλάμε.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας·
κι αλλάξαμε ζωή.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
Σκατά στα μούτρα σας, χαϊβάνια!
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας·
Μπορώ να πω, και περισσότερων.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
γιατί τα εκδίδουμε με ονοματεπώνυμο.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
– γιατί τα εκδίδουμε με ονοματεπώνυμο;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
μου εξαντλούν τους αγκώνες και δεν ξέρω
πού να τ’ απιθώσω,
τι να υποθέσω.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας –
τώρα που θα φύγεις, πάρε μαζί σου και το παιδί.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
και τα επήρα ψυχοπαίδια.
Είναι κάτι παιδιά, μαύρα παιδιά,
Παιδιά της δυστυχίας.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
μερικά μάλιστα βγάλαν και δοντάκια.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας;
Εσύ ό,τι πεις.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
κι ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας·
χατίρι του μιανού, χατίρι τ’ αλλουνού,
κανένα παιδί απ᾽ τον άντρα μου.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
των επωνύμων ολίγα.
Τα παιδιά άλλων ανθρώπων
Μου θυμίζουν κάθε πρωί πως δεν έχω
Τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου.
– Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας;
– Ε, άλλα βγάζουν, άλλα δε βγάζουν.
Ανάμεσα σε δυο πικρά παιδιά
Δεν έχεις καιρό ούτε ν’ ανασάνεις.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας,
τρία παιδιά Βολιώτικα.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας
– το ένα ελέγετο Πολυξένη,
το άλλο Πολυξένη επίσης.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας·
τρεις λέξεις δύο μόνον φτερά,
γιατί τις σκοτώσατε;
Με τα πρώτα παιδιά των πολλών ανθρώπων,
σκοτώθηκαν τα λόγια μας.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας.
Κανείς δεν τα θυμάται. Δικαιοσύνη.
Είναι γιουκαλίλια πολλών ανθρώπων τα λόγα μας·
– Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας.
– Εδώ είναι η βάρκα σας· εμπάτε!
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας.
Παραείναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγα μας.
Για όποιον δεν κατάλαβε,
τα λόγα μας είναι παιδιά πολλών ανθρώπων.
FIN
ΩΣ
ΕΡΓΟΝ
ΤΕΛΕΥΤΗΜΕΝΟΝ
Αντί
οκταποδοπιλάφου
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΕΤΟΥΣ ΣΕΦΕΡΗ & ΣΙΑ
Όταν μανίζει η θύελλα στην ανοιχτή σαβάννα
Όπως σε μια πυρέσσουσα ερωτικήν αγκάλη
Χειμών βαρύς επέρχεται σαν αμαξοστοιχία
Με στιλβηδόνα υφάσματος πονετικής κυρίας
Είναι η ώρα κάτασπρη· η έκστασις γαλάζια
Κατά του ολέθρου παίζεται τώρα μια κωμωδία
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
Δελφίνια που αναδύονται κι εισδύουν μεσ’ στο κύμα
Εν ώρα που το άτομο επιθυμεί εκ νέου
Όλον τον οίστρον της ζωής και την δροσιά της χλόης
Με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα
Στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Με αυτά καταγινόμαστε εμείς οι εγκλωβισμένοι
Βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο
Ως έλαφοι ευαίσθητοι ή τρυφεραί δορκάδες
Ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων
Πριν γίνει ακόμη βίωμα η περιπέτειά μας
Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ’ τον ήλιο
Σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι
Στην άσπιλη στην ακραιφνή μανία των αστέρων
Σήμερα πάντα σήμερα έρχονται τα παιδιά μας
Με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα
Μοιάζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση
Μεσ’ στην καρδιά των Αθηνών, μεσ’ στην καρδιά του θέρους
Ιστάμενος ακουμπηστός στην κουπαστή κοιτάζω
Αφρό δεξιά αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων
Μα τη φωνή σου σέγκωσε στην γαλανή αιθρία
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Επάνωθέ μου ήσπαιρον στον ουρανό τ’ αστέρια
Κι ενώ στ’ αυτιά μου έφταναν ριπαί πνιγμένων θρήνων
Στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια
Μια κόρη της πολύ μικρή παίζει με τους μαστούς της
Ήχοι στιλπνοί, ήχοι μουντοί, των ήχων πανσπερμία
Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.
Γρύλλοι και ζούδια της νυκτός και φύλλα που θροΐζουν
(Θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν
Βεγγαλικά συριστικά κι ουράνιες ανθοδέσμες
Ήχοι ξηροί σαν τρίξιμο ενός κλαριού στο δάσος
Όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες
Έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου
Α, πώς πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο!
Αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος
Και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι
Με παλληκάρια μοιάζανε του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Κι όλη τη νύχτα ψάχναμε με την ψυχή στα χείλη
Για την τιμή του αδελφού, για το κρασί που εχύθη
Ποιους κάβους θ’ απαντήσουμε, πόσα και ποια φανάρια
Με άσπρες και μαύρες συμφορές που τρίζουν στα δοκάρια
Όχι! Δεν βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνο!
Το φως αυτό χρειάζεται μια μέρα για να γίνει
Μια τελευταία Βενετιά κι ένα Κανάλε Γκράντε
Με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους
Κι ενώ οι φωνές του καμπαρέ ηκούοντο ακόμη
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Για να ξανάρθει η άνοιξη μεσ’ στον βαρύ χειμώνα
Με Σιτροέν, με Καντιλλάκ, με βέσπες και με κάρρα
Έτσι λοιπόν οι κόποι μας δεν πήγανε χαμένοι
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του προφήτη
Το πήρε και το σήκωσε κι αφού μετουσιώθη
Ως την Εδέμ ακούγεται ώς την Εδέμ πηγαίνει
Πουλί καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες
Αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος
Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης
Είπα κι ελάλησα Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
Μίμης Σουλιώτης
Το
ΧΙΟΝΙ
Στον
ΚΑΒΑΦΗ
Une idée poétique
Φλώρινα
Aέρινο χιόνι, από φούντωση του πηχτού ουρανού
ή σάπιο από βροχή ληγμένη, δεν πέφτει στον Καβάφη,
δεν το πολυδουλεύει στην ποίησή του–
εκτός όποτε «Όλο φυσά και βρέχει»
θα είχε μικρή πιθανότητα να πήξει–
κι ούτε ένας σκύλος, αδέσποτος και φτωχικός,
με χιόνια ψιχαλισμένα στην ανασασμένη ράχη
που νά ´χουν κρυσταλλιάσει στο τρίχωμα,
μήτε η δωδεκαρία ψωρόσκυλα,
μονάχα γάτες με πατήματα νιφάδας
αλλά γάτα και χιόνια είναι ασύμπτωτα
σα να χουφτώσει κεχριμπάρι με ολόμαλλα γάντια.
Κι όταν στο ίδιο ο καιρός το γύρισε σε βαρετό χιονόνερο
Η στεγνή νιφάδα ψιθύρισε «--Tη εξαιρέσει εμού»
Και πάτησε αέρινα σαν γάτα.
Η Αλεξάνδρεια με τ’ αργό κλίμα,
Η νωχελική παραλία με την άβουνη άπνοια,
Οι συμφύρσεις του καλοκαιριού με τον χειμώνα
πηδώντας τα φθινόπωρα,
η μαλακή θέρμη των μαλλιών και των προσώπων νύχτα,
το ύγραιναν όποτε έπεφτε, δεν το κρατούσαν.
Κάθεται ακροβολισμένο σαν πολλές γάτες έτοιμες να φύγουν
σε άκριες στίχων και στα μεσαία στελέχη
πάνω από φράσεις, παραχωμένο βαθιά μες στη στίξη,
χιονισματάκια ενδόμυχα στη λέξη «αλλοιωθεί» και «τύχη»
το ίδιο το «ανεπαισθήτως» είναι χιονισματάκι
άσπρο φλουρί στην πίτα, γουνάκι σε μαντό. Λόγου χάρη,
«επύρωνε θείος Ιούλιος» κι απέξω το ’στρωνε για Γενάρη (στραπάτσο)
ή Εν τω μηνί Αθύρ με μπορντούρα χιόνινη στο μάρμαρο (ντιμινουέντο)
και «με τη χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια»
όμως ολόγυρα να το παγώνει παντού (ντιβερτιμέντο).
Οι κάμποι που εκείνος όριζε άσπριζαν από στίβες και ντάνες
Που πατήκωσαν το χώμα και τις ρίζες (ρέκβιεμ πρόσκαιρο).
Και τα ρόδα που απέστειλαν στον Φίλιππο
μες στο καταχείμωνο, ή τα σταφύλια που του φέραν απ’ το υπόγειο
με τις παγωνίτσες που θηκάρωναν τους μίσχους (μα νον τρόπο)
και τα μισοθαμένα πράσα,
το καθένα είταν υπενθύμιση χιονιού.
Κι όταν διαβαστούν οι «νύκτιες ρήξεις στες οδούς»
Μπαίνει κι ο χιονοπόλεμος στο παιχνίδι,
Τα ξίφη από σπασμένο πάγο:
«το ψυχρόν τούτο ρήμα ερρήθη».
«Δώδεκα και μισή, πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή», πώς πάγωσαν τα χιόνια
«κι είν’ η καρδιά μου –σα νεκρός– παγοθαμένη»
σαν «Η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτεινή».
Η εβδομάς εκείνη, την έθαψε το χιόνι.
Ή το ποίημα Φωνές που πλακώθηκε από βαρύ χιόνι
και τα λειωσίματα γλείφουν από κάτω τις γκρεντιές.
«Στάσεως και ηλικίας εναρμόνιση» –
το χιόνι πέφτει σαν με αναστολή,
με την υψηλή ευκρίνεια της λύπης.
Ακόμη και στην στερνή περίπτωση
Ο δυνητικός τίτλος είναι:
ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ,
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΧΙΟΝΙ.
Κι άρα στον Καβάφη έχουν εντοπιστεί
Ελάχιστοι αχιόνιστοι στίχοι.
Σημείωση του ποιητού: Τον τίτλο τον είπε ο Μανόλης Σαββίδης, κι εγώ εμπνεύστηκα τους στίχους αμέσως. Πλην ο τίτλος εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος στίχος του ποιήματος, το οποίο γι’ αυτόν τον λόγο ας διαβαστεί ως περιττή, σε κάποια σημεία της, επεξήγηση.