[ Δημήτρης Σουλιώτης: ] Συννεφώδης οθόνη
Η πάλη των ηλιακών ακτίδων της ημέρας εκείνης με την έκπαγλον σύμφυρσιν των κορμών μας ήτο γεωμετρικώς ευγενεστάτη: Οριακαί γωνίαι, προσπτώσεις, διαθλάσεις ευρίσκοντο επί της θέρμης των μετώπων και των ποδών μας, τα οποία ως θυρεοί ανασηκώνονταν και αμέσως με διαύγειαν επλατάγιζαν εις το έδαφος – ατέχνως μεν, εντέχνως δε λόγω των προθέσεων. Ήμεθα μία αμοιβάς που διεμελίζετο εις άπειρα τεμάχια, πλην όμως πάραυτα επανασυνετίθετο ένεκα της εν γένει περιοδικώς ενωτικής ορμής των εορταστικών μας οργάνων. Και η αύρα –ακολούθως προς τον οδηγόν ευρέσεως ερωτικού περιβάλλοντος– συνέβαλλε, διά της φωτοπρασίνης αμφιδρόμου ταλαντώσεως των φύλλων από θέσεως εις θέσιν, εις την οριακήν σύνθεσιν και υπόταξιν του πνεύματος εν τη καμπύλη εννοία της συνουσίας.
Ίσως ήτο αντικειμενικώς ιλαρόν το θέαμα. Πλην εγώ ήμην πανευτυχής και στίλβων – ασπίς μαχητού εκκινήσαντος. Τολμώ να πω και ότι υπήρχα ολόκληρος.
Και ιδού η κάθαρσις: Εις χλωμός –λαμπτήρ δέκα κηρίων– ταφόλιθος φέρων μανδύα ακατεργάστου χρώματος ανεφύη εις ισχνήν απόστασιν.
Αχνοί μυστηριωδών κωδωνοκρουσιών ανέδιδαν το σχήμα του, που έπλεε με τους οφθαλμούς καθέτους επί του συνδετικού μας χώρου,
Μετά την άστοχον διαδοχικήν επιτέλεσιν επτά νοερών διαδηλώσεων εσωτερικού καταποντισμού έπαυσα ν’ αντιστέκομαι εις τον επελαύνοντα κίνδυνον.
Ο ταφόλιθος προσήραξε και με χαιρέτησε δι’ υποθετικής ανακυκλήσεως της κεφαλής. Εγώ έκαμψα προς τα μέσα τους δακτύλους των ποδών μου διά να μπορέσω ν’ αντιμετωπίσω αξιοπρεπώς την όψιν του. Την συνέχειαν δεν γνωρίζω προς το παρόν. Αγνοούμαι και απαλλάττομαι έως την επομένην σκιαγράφησιν.
(από τον συλλογικό τόμο Διήγημα ’70 των εκδόσεων Κάλβος, 1971)