Για την ώρα νικάει αυτός / αλλά θα τον ισοφαρίσω / όταν θα του έχω πεθάνει […] θα είμαι ολόνεκρος σταυροκούμπωτος ή δίπετος, / παστεριωμένος στους στίχους / που για την ώρα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα / σαν γύρη από φτερά / τιναγμένα σαν μικρά χαλιά / στην τύχη.
«Ο Χάρος», Παλιές Ηλικίες
Αντί εισαγωγικών
Ο θάνατος, ως η ακραία έκφραση διαχωρισμού και διάκρισης, συνιστά το απευκταίο και αναπότρεπτο εμπειρικό φαινόμενο. Μοναδικό και αναμφισβήτητο, πανανθρώπινο και καθολικό, μα και συνάμα ανερμήνευτο, επιδρά πάνω στον εφήμερο άνθρωπο, τον συγκινεί, τον συγκλονίζει και τον πληγώνει όσο κανένα άλλο γεγονός της ζωής του, από το οποίο όμως καμία ενδοκόσμια δύναμη δεν μπορεί να τον απαλλάξει. Η φθορά του χρόνου και ο θάνατος, μυστήρια άλυτα για την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική, αντιμετωπίζονται ως έννοιες, τις περισσότερες φορές μη προσφιλείς, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ο άνθρωπος της τέχνης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή τους, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να αντισταθεί στο χρονικό γίγνεσθαι, να στίξει τον χρόνο, να τον σημαδέψει με τις πράξεις του. Η πρόσληψη της έννοιας και της σημασίας του θανάτου από την πλευρά τόσο της λογοτεχνικής παραγωγής όσο και του αναγνωστικού κοινού διαφέρουν από εποχή σε εποχή και αντανακλούν τις απόψεις, τις προσδοκίες και το γενικότερο ιστορικό, κοινωνικό και πνευματικό κλίμα σε ένα πεδίο όπου διασταυρώνονται η λαϊκή, η λόγια και η θρησκευτική σκέψη και παράδοση. Η ιδέα του θανάτου απαντά σε όλα τα λογοτεχνικά είδη και έχει απασχολήσει τους συγγραφείς όλων των εποχών, από τον Όμηρο και τους Έλληνες τραγικούς, τον Σαίξπηρ, ως τον Γκαρσία Μάρκες, τον Mαν και τους νεότερους συγγραφείς. Εμφανίζεται με πολλές μορφές, όπως ο ηρωικός θάνατος, η θυσία για ένα ανώτερο ιδανικό, το ερωτικό πάθος, η δολοφονία, η αυτοκτονία, ο ξαφνικός επώδυνος αποχωρισμός κ.τ.λ. Από τον 19ο αιώνα και μετά καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση της παρουσίας ενός λογοτεχνικού λόγου για τον θάνατο, ενώ στη σύγχρονη εποχή διαφοροποιείται εντυπωσιακά ο τρόπος έκφρασης του συλλογικού φαντασιακού απέναντί του, καθώς το τραγούδι, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι ταινίες, τα βιβλία, τα κινούμενα σχέδια, η διαφήμιση, ολόκληρο το περιβάλλον υπενθυμίζουν στο άτομο την περιορισμένη χρονική διάρκεια της ύπαρξής του.
Ο ποιητής και η γενιά του
Η ποιητική γενιά του ’70, με δημιουργική αφετηρία τα τέλη της δεκαετίας του ’60, χαρακτηρίζεται από πολυφωνία αλλά και εκτεταμένη ενσωμάτωση προγενέστερων φωνών (Ζήρας, 2001). Οι εκπρόσωποί της εκφράζονται τις περισσότερες φορές με γλώσσα καθημερινή σε πεζολογικό ύφος και αντιδρούν στην κυριαρχική παρουσία, την υψηλόφωνη ποίηση αλλά και στην ελληνοκεντρική ρητορική της γενιάς του ’30, (κυρίως των Ελύτη, Σεφέρη και Ρίτσου). Αντικομφορμιστές, αρθρώνουν έναν δημόσιο πολιτικό λόγο ανατρεπτικό, εικονοκλαστικό, που στρέφεται ενάντια σε κάθε ορθοδοξία, με βασικό ιδεολογικό και πολιτικό τους στίγμα την άρνηση και την αμφισβήτηση δογμάτων, ιδεολογιών, πολιτικών, θεσμών, θεών και πατρίδων. Διεθνιστές, αρνητές του κατεστημένου, οργίζονται και αντιδρούν στην αλλοτριωτική πραγματικότητα της εποχής τους και νιώθουν πιο οικείο τον ειρωνικό Καβάφη και τον αυτοσαρκαστικό, σατιρικό Καρυωτάκη. Αρκετοί από αυτούς επηρεάζονται από την αμερικανική beat ποίηση (Λ. Πούλιος, Β. Στεριάδης, Ν. Χατζιδάκι, Γ. Χρονάς), ενώ άλλοι διασταυρώνονται με τις φωνές των Ευρωπαίων (Έλιοτ, Πάουντ, Ρεμπώ, Βαλερύ, Μπονφουά, Ουγκαρέτι, Μαγιακόφσκι κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι σημαντικότερες επιρροές τους προέρχονται από την ελληνική ποιητική παράδοση.
Ο Μίμης Σουλιώτης (1949-2012) εντάσσεται οργανικά στη γενιά του ’70, άλλοτε συγκλίνοντας στον «σκληρό» μορφολογικό, αισθητικό και ιδεολογικό πυρήνα της και άλλοτε αποκλίνοντας∙ πάντοτε, όμως, παραμένοντας φυγόκεντρα στην τροχιά της. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Σβούρα εκδίδεται το 1972 και έναν χρόνο αργότερα ακολουθεί η συλλογή Ποιήματα εν Παρόδω. Θα χρειαστεί να περάσουν περίπου 20 χρόνια εκδοτικής σιωπής μέχρι την επανεμφάνισή του με τη συλλογή Βαθιά Επιφάνεια το 1992. Η μακρόχρονη αυτή απουσία, τη στιγμή μάλιστα που η ποιητική παραγωγή των υπολοίπων της γενιάς τους είναι σχεδόν πληθωριστική, σε συνδυασμό με την επιλογή του να διαμείνει στη Φλώρινα, μακριά δηλαδή από τα λογοτεχνικά κέντρα της εποχής, ερμηνεύει τους λόγους για τους οποίους πολύ λίγες αναφορές και στοιχεία, που δεν εμβαθύνουν ουσιαστικά στην ποίησή του, βρίσκουμε για το έργο του, τουλάχιστον μέχρι τον θάνατό του, στις διάφορες γραμματολογικές αποτυπώσεις (αφιερώματα λογοτεχνικά, βιβλιοκρισίες, δοκίμια, περιοδικά, συνεντεύξεις κ.τ.λ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διδακτορική διατριβή της Μαρίας Ψάχου για την ποιητική γενιά του ’70 σε κεφάλαιο με τίτλο «Ο Χρόνος και ο Θάνατος» δεν συναντάμε ούτε μία νύξη στο έργο του Σουλιώτη για την έννοια του θανάτου… (Ψάχου, 2011: 504-511) Ο Σουλιώτης εξέδωσε στη συνέχεια τις ποιητικές συλλογές: Αβγά Μάταια (1998), Περί Ποιητικής (1999), Υγρά (2000), Ήλιος στην Σκοτία (2001), Παλιές Ηλικίες (2002), Κύπρον, ιν ντηντ (2011), ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν οι συλλογές Βορειοδυτικά (2013) και Αθήνηθεν
(2014).
Η ιδιοτυπία του Σουλιώτη συγκροτείται από την ειρωνεία γύρω από την οποία αναπτύσσεται και περιστρέφεται το ποιητικό του σύμπαν. Η χρήση της ειρωνικής χρήσης της γλώσσας, που δεν συνιστά απλά ένα προεξάρχον στοιχείο του ποιητικού του ύφους αλλά ένα ιδιοσυγκρασιακό γνώρισμα, υπαρξιακή επιλογή και βιοθεωρία, αποθεώνεται. Ο ποιητής επιλέγει την πρόζα (λόγο που ενίοτε αγγίζει τον δοκιμιακού τύπου εκτεταμένο σχολιασμό για διάφορα θέματα κοινωνικού ή και φιλολογικού ενδιαφέροντος – ένα είδος ποιητικής ή ποιητικοφανούς μεταγλώσσας), εμμένει φωτογραφικά στην καθημερινότητα και στα πραγματολογικά στοιχεία, τη μεθοριακή ανθρωπογεωγραφία του και την παρουσία της ιστορίας ως απόηχου και ως πυξίδας ατομικών διαδρομών και πεπρωμένων (είναι χαρακτηριστική η ποιητική πραγμάτευση του Κυπριακού στη συλλογή του Κύπρον, ιν ντηντ). Η συχνή σημειολογική χρήση του ποδοσφαιρικού κόσμου, οι ευρηματικές και ανοίκειες παρομοιώσεις του, και κυρίως η πλατιά, πανθεϊστική γλώσσα και ο δημόσιος, πολλάκις αρθρογραφικός του λόγος (αθυρόστομος και καταγγελτικός στις πρώτες νεανικές του συλλογές, υπαινικτικότερος και ιδιότροπα λυρικός στη συνέχεια που αποτυπώνει την ποιητική ωρίμανση) αποτελούν ειδολογικά στοιχεία της ποίησής του. Η γλώσσα του, αν και δομημένη σε καθημερινά, απλά υλικά, διεγείρεται από παρεμβολές λέξεων λόγιων «χλιδανός, διαπιδύονται, υψιπετής», αρχαίων «φάος, σέσωκέ σε», λαϊκών «αμολάν, μιζάρουν, σιάχνεστε, βλακέντια, απαυτωθούν», σλαβικών «οντέφορμε, λιούμπα, πικτσιορίνες», λατινικών «nox, noctis, tactum, scripta», ιδιωματικών από τη Βόρεια Ελλάδα «σινιάκι» και από την Κύπρο «άσιλα, τζιαί, αφκά, επήεν, αγρίνι», ελληνοποιημένων αγγλικών «ιν ντηντ, άφτερνουν, ινγκλιτέρ, νιου γουέιβ, ουάν πάουντ, θέκκιου», ξένων «try again, strawberry, Schreiben», ακόμα και σωσσυριανών όρων «παρόλ, λανγκ». Επιπλέον, η συχνή συντακτική απειθαρχία ψάλλω ένα κεκραγάρι που μου άφησε ο παππούς αλλά άθεος, η γαμιαία σχέση ανακουφίζει και αναπαυτική, η παρέκκλιση από την καθιερωμένη χρήση των γραμματικών χρόνων για να τις μύριζα καθώς θα ψήνονταν, κι αν παντρεύτηκαν πριν, τους αρέσουν από τώρα, / φαντάσου όταν θα πέθανα, εμείς θα φύγαμε από τις επαρχίες μας, οι παρηχήσεις, οι ομοηχίες και τα ακουστικά παίγνια κατουρούσα ούριος, μέχρι που γίνηκε από Σουηδέζα Σουηδεία, καουμπόινγκ 707, ενδοδημήτρια κύηση, βυθίστηκες και συ μαζί μου αύτανδρη-και φολέγανδρη, Ήλιος, γαμήλιος / κειμήλιος, εμφύλιος, Σ’ έχω δική μου, αρμόδια και αριστογείτονη αναδεικνύουν έναν ευφάνταστο και βαθύ γνώστη των δυνητικά απεριόριστων εκφορών της ποιητικής γλώσσας.