Όπου ο Μίμης Σουλιώτης, συμβουλεύων, από μακριά μοιάζει απλά με Δάσκαλο, από κοντά όμως είναι πολλά περισσότερα.
Ο Μίμης Σουλιώτης, ως αυθεντικός λάτρης της ειρωνείας, ήρθε σχετικά αργά στη ζωή μου, όταν σχεδόν μεσήλικη πια ανέβαινα ΚΤΕΛίζουσα και αγκομαχητί στη Φλώρινα για τις εξετάσεις του μεταπτυχιακού της Δημιουργικής Γραφής. Είχα ταξιδέψει όλο το βράδυ για να φτάσω εγκαίρως τι θα μας εξέταζαν ιδέα δεν είχα. Ελάτε για εξετάσεις είχαν πει, προφορικές και γραπτές.
Στο προαύλιο της Σχολής κόσμος και λαός: χίππιδες, ξεχασμένα φρικιά, δασκαλίτσες καθωσπρέπει και νηπιαγωγίνες φρέσκες, τακτοποιημένες και ντροπαλές, όλοι χύμα στην αυλή, στους διαδρόμους και στο κυλικείο. Μπήκαμε και πήραμε τα θέματα. Ένας άλλος κόσμος. Περιγράψτε μία φάση ποδοσφαιρικού αγώνα. (Τότε ακόμα δεν ήξερα το πάθος του Σουλιώτη για το ποδόσφαιρο). Γράψτε το αγαπημένο σας δίστιχο από ποίημα ή τραγούδι, ή από τραγούδι σαν ποίημα (είχα διαλέξει τις Βεργούλες). Τα δυο σου χέρια πήρανε. Και άλλα κοσμοκωμικά. Κατά το μεσημέρι εμφανίστηκε ο Σουλιώτης στην κορφή της σκάλας. Έγκριτες, έγκριτοι. Παρακαλώ προετοιμαστείτε για τις προφορικές εξετάσεις. Θα ερωτηθείτε όλοι τα ίδια. Η πρώτη ερώτηση θα είναι: Πώς από δω.
Πώς από εδώ; Τότε δούλευα ακόμα στην Πάρο. Με αεροπλάνα και βαπόρια, να πώς από εκεί. Και με τρένα, λεωφορεία, Ι.Χ. Πάνω από όλα όμως, με χαρά. Πάρο – Φλώρινα κάθε Σαββατοκύριακο. Ο πρώτος χάρτης της Ελλάδας που κατάπια σε αμφίπλευρες χωροχρονικές διαδρομές, χάρτης αχαρτογράφητος, επιθετικές συρράξεις χιλιομέτρων από λεύκα σε ποτάμι και από ύφος σε ύφος. Το ταξίδι στο χώρο ως ταξίδι πρωτίστως, σε παράλληλα γλωσσικά σύμπαντα.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Σουλιώτης, ένας παράταιρος, μια contra tempo μουσική, το σατανικό τριπόδισμα του Μεφιστοφελή, ένας μόνος, που τολμούσε να αξιολογεί και πεισματικά αναζητούσε όχι το να ξέρεις, αλλά το να είσαι- ένας που, για να παραλλάξω τα λόγια του, από μακριά έμοιαζε απλά με Δάσκαλο, από κοντά όμως ήταν πολλά περισσότερα. Αυτήν ήταν η εμπειρία που άλλαξε τη ζωή μου σα χείμαρρος, που χώρεσε ολάκερος από τη τρύπα μιας βελόνας για να ξεχυθεί μετά με εκατονταπλάσια ορμή, και να τα παρασύρει όλα στο διάβα του: σφιχτόκωλο ακαδημαϊσμό, ελληνική πανεπιστημιακή τυπολατρεία και δηθενιά, όλα τα πήρε παραμάζωμα η σαρωτική, καθηλωτική και αυθεντικά ποιητική προσωπικότητα του Σουλιώτη.
Μισός μέσα μισός έξω από την τάξη, αρειμάνιος καπνιστής παρέδιδε μαθήματα όχι μόνο γραφής αλλά και ζωής. Δε θα πω ήθους, η λέξη μοιάζει στενός κορσές για το μπόι του. Ήταν εκείνος που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Με την πλαγιοκοπική ματιά του γάζωνε τα πάντα, με τρόπο περιπαικτικό, παιγνιώδη και σχετλιαστικό, με κρυφή αδυναμία εις τας αδυναμίας, το τσίπουρο άνευ γλυκανίσου, το ποδόσφαιρο, το τσιγάρο, το χιόνι, την τυπογραφία, τα κακά στιχάκια, τον Κάτουλο, τον Καβάφη, τον Μόντη, τον Βαλτινό. Κι όλα αυτά με κανάκεψη, με διάθεση αφέσεως ομού και μεγαλοθυμία, όχι εξ ανικανότητος να είναι κάτι άλλο, το αντίθετο, από άποψη, με βαθειά κατανόηση για το ανθρώπινο ανέκδοτο.
Τα πρωινά μιλά για την στίξη στον Καβάφη – δυο ώρες μάθημα για τις διπλές παύλες. Τα απογεύματα κάνει εμφάνιση στο κυλικείο της σχολής και μαζί με τη Σοφία Νικολαΐδου- τη δικιά μας Σοφία, όπως την αποκαλεί- στέκονται κάτω από την φοιτητική αφίσα με το σύνθημα «Απειθαρχία». Μας έχει από κοντά. Δεν κρατά αποστάσεις. Το βράδυ μάς παίρνει μαζί του στην ταβέρνα για τσίπουρα. Μας δουλεύει, σχεδόν πατρικά, με υπομουστάκειο καμάρι: Τους βλέπεις αυτούς; λέει στον Θανάση Βαλτινό. Νομίζουν όλοι τους ότι είναι φτασμένοι συγγραφείς. Μας αφήνει να κρυφακούμε έκθαμβοι από μία χαραμάδα μέσα στο χρόνο τις κουβέντες του με τον Τίτο Πατρίκιο, μας αφηγείται ιστορίες για την εγγόνα του τη Βασιλική: συχνά κόβουν δρόμο οι δυο τους μέσα στο χιόνι να ταΐσουν τα αγάλματα. Και τώρα παππού που χιονίζει, δεν κρυώνουν τα καημένα τα αγάλματα; Πνιχτά γελάκια ο Σουλιώτης. Γίνεται όλος μια αγάπη. Δε μας αφήνει σε χλωρό κλαρί: στιχάκια, πειράγματα και άλλα τινα στα προσωπικά μας μέιλ. Κυρίες και - κατά κάποιον τρόπο - κύριοι... Το διαβόητο ευχετήριο μήνυμα μία 21η Απριλίου, μέρα πασχαλιάτικη υπό τον τίτλο Πασχάζουμε με δυσκολίες. Και στις προφορικές εξετάσεις των 150 βιβλίων που ένας λογοτεχνικάριος δε νοείται να μην παίζει στα δάχτυλα – Βίβλο και άλλα αριστουργήματα της επιστημονικής φαντασίας - μας υποδέχεται ειρωνικά, τι ήρθατε να δώσετε, αφού δεν έχετε διαβάσει. Στο τέλος μας περνά όλους, γιατί αυτός μόνο αντιλαμβάνεται τη σχετικότητα των πάντων κι ανέχεται με τρόπο βαθύ κι ανθρώπινο τις ατέλειές μας.
Όσο πασχάζω με τη διπλωματική μου κονταροχτυπούμενη με τον Ίταλο Καλβίνο ο Σουλιώτης διακριτικά κρατάει τα μπόσικα, δεν πιέζει, δεν καταπιέζει, δεν εγκαταλείπει. Συντροφεύει σε όλη τη διαδρομή σε θέση μπακ, άγρυπνο τσομπανόσκυλο αντρεύεται στο σκοτάδι. Το κοπάδι παραπέρα δουλεύει αμέριμνο. Πού και πού, σε ανύποπτο χρόνο πλησιάζει και μου χαρίζει γενναιόδωρα μια ρωγμή αιωνιότητας:
Να χρησιμοποιείς τις λέξεις σου σα να τις έχεις πολύ ακριβά αγορασμένες.