Θα χρειαστεί άλλη ευκαιρία για να εορτάσουμε πιο γενναιόδωρα την Ποιητική του Μίμη Σουλιώτη – όχι μόνο την Ποιητική των στίχων του αλλά και του βίου του. Εδώ θα δοκιμάσω μόνο μια λακωνική προκαταβολή.
Αν έπρεπε να βάλω τίτλο σε αυτά που θα πω, θα έλεγα ίσως κάτι σαν Η Ποιητική του Μίμη Σουλιώτη: Το συναρπαστικό μεγαλείο μιας ψευδοαντίφασης. Τα συνθετικά αυτής της αντίφασης (θα αφαιρέσω για την ώρα το ψευδο-) φωσφορίζουν στα δύο συνθέματα που παρέθεσα. Στο πρώτο η Ποίηση που αξίζει, ορίζεται ως βιοτικό και βιωματικό ίζημα, ως λάλον ίχνος συντελεσμένης ζωής, ως τύπος, τουτέστιν αποτύπωμα, πεπερασμένου χώρου και χρόνου, καλύτερα, ως τύπος χωροχρονικής στιγμής με γόμωση οικείας ανθρώπινης ύλης (εδώ, την τάδε Πέμπτη, ανάπνεαν, πονούσαν, γελούσαν, μιλούσαν) – εν τέλει ως Μνήμη που είναι άπελπις επειδή μπορεί μόνο να ανα-παραστήσει και που είναι ταυτόχρονα ευφρόσυνη γιατί η ανα-παράσταση είναι το μόνο που κατέχουμε και μπορούμε και το μόνο
που κάνει το πρωταρχικό βίωμα να αξίζει, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν είναι ποιητές. Άλλωστε Τι μένει είναι ο τίτλος που έδωσε ο ίδιος ο Ποιητής. Δεν θα εκλάβετε, ελπίζω, όσα λέω τώρα ως αυτομολία στη λεγόμενη «βιογραφική πλάνη». Δεν με ενδιαφέρει, και πολύ περισσότερο δεν θα ενδιέφερε τον ποιητή, αυτό το μορμολύκειο. Στην Ποιητική που ομολογεί το ποίημα η ποίηση αξίζει γιατί το αναφερόμενό της είναι, τελικά, αυτό που ονόμασα ανθρώπινη ύλη. Και στην Ποιητική αυτή, οι λέξεις, χωρίς να χάσουν τη συνειρμική, τη συνδηλωτική αλλά και τη φορμαλιστική αυτοδιάθεσή τους, διακονούν τη Μνήμη, το Τι μένει, της βιωματικής ύλης. Ατίθασες οι λέξεις, αλλά θα έλεγα ότι τελικά, εκούσες άκουσες, στοιχίζονται με τη βιωματική ύλη.
Αν με κάποιον τρόπο όλα αυτά ηχούν αυτονόητα είναι γιατί και σήμερα, όπως πάντοτε, το πρώτο ένστικτό μας (και εδώ έχει σημασία και ο όρος πρώτο και ο όρος ένστικτο) είναι να ζητήσουμε από την ποίηση, ό,τι άλλο κι αν η Ποίηση κάνει ή μας κάνει, και ένα αναγνωρίσιμο ποσοστό αναφορικότητας ως προς το βίωμα, με την έννοια ότι της ζητάμε να επιβεβαιώσει, έστω με τον λοξό ή τεθλασμένο τρόπο της, τη στοίχισή της με την οικεία βιωματική ύλη.
Όμως, στο δεύτερο από τα κομμάτια που διάβασα ένα ξεστόμισμα, την κρίσιμη στιγμή, / της κατάλληλης λέξης, ζουρλαίνει την εικόνα του κόσμου. Ναι, το έχει πει και ο Ελύτης: η ποίηση μού ξέμαθε τον κόσμο. Το λέει, και το λέω με αμετακίνητη πεποίθηση, το λέει πολύ πιο συναρπαστικά, αληθινά, σχεδόν αρπαχτικά ο στίχος του Σουλιώτη με αυτό το απροσμάχητο «ζουρλαίνει». Όσοι άκουσαν για την περιβόητη «ανοικείωση» των Ρώσων Φορμαλιστών, έχουν εδώ ένα απαράμιλλο παράδειγμα. Η λέξη δεν στοιχίζεται με τον κόσμο, τον ανοικειώνει – κάτωχρος και άνευρος όρος μπροστά στο «ζουρλαίνει». Στο δεύτερο από τα κομμάτια που παρέθεσα, οι λέξεις δεν διακονούν ούτε επιβεβαιώνουν. Η «κατάλληλη λέξη», «σπειρί της άμμου που αστράφτει εξαιρετικά» δεν αναφέρεται στον οικείο ανθρώπινο κόσμο, αντίθετα διεκδικεί απόλυτη αυτονομία, διεκδικεί προτεραιότητα απέναντι στον κόσμο.
Ο Μίμης Σουλιώτης δεν θα μας αποκαλύψει ποτέ –και αυτό, άλλωστε, είναι το σωστό– αν τα δύο ποιήματα βρίσκονται σκόπιμα ή τυχαία το ένα πλάι στο άλλο. Αλλά σε αυτήν τη γειτνίαση μοιάζει να αντικρίζονται δύο είδη Ποιητικής: μια που γέρνει προς την πλευρά ενός βιωματικού εξπρεσιονισμού και μια που παραχωρεί προτεραιότητα στις αυτονομιστικές εξάρσεις του λεκτικού φορμαλισμού. Για τη Θεωρία της Λογοτεχνίας, οι δύο Ποιητικές ανήκουν σε ξεχωριστά κεφάλαια, έχουν διαφορές μεταξύ τους, μοιάζουν να βρίσκονται σε διάσταση – και εδώ, στην άμεση γειτνίαση, μάλλον στη συμπαράθεσή τους, δημιουργούν ή, αν προτιμάτε, μοιάζει να φιλοτεχνούν, μιαν αντίφαση. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι η ποίηση του Μίμη Σουλιώτη είναι αυτή η συγκλονιστική αντίφαση (συνεχίζω να αφαιρώ το ψευδο-).
Και δεν θα γινόταν να είναι αλλιώς, γιατί ο Μίμης ήταν εραστής του «αίφνης» ως βιωματικής στιγμής και εν ταυτώ λάτρευε το «αίφνης» της «κατάλληλης» λέξης. Θησαύριζε τους αισθητηριακούς και συγκινησιακούς απόηχους του βιώματος και εν ταυτώ το «σπειρί της λέξης που άστραφτε εξαιρετικά» – στο ίδιο λεξικό, στο ενιαίο λεξικό του βίου του και της ποιητικής του Πολιτείας. Και σε προσωπικό πάλι τόνο, θα σας εξομολογηθώ ότι είναι κάτι στιγμές που νιώθω ότι ο ηδονικός φιλόλογος, κάποτε ηδονικά σχολαστικός, άλλοτε σχολαστικά ηδονικός, ο αεί παίζων λεξιτέχνης Σουλιώτης, παίρνει το απάνω χέρι, όχι με τη δυσκαμψία της ακαδημαϊκής λογιότητας, αλλά με την αυτοσυνείδητη ειρωνικότητα εκείνου που ξέρει και να αυτονομεί τις λέξεις από τα πράγματα και να στοιχίζει τις λέξεις με τα πράγματα. Πιθανότατα επειδή κατάλαβε και ήξερε, περισσότερο από κάθε άλλον, ότι αυτό το παιχνίδι είναι ταυτόχρονα και της Ποίησης και της Ζωής – και αν το καλοσκεφτείς, και του Θανάτου: Γλώσσα ανάερη, γητεύτρα, θνητή, / ναύλο για τον άλλο κόσμο.
Το προξενιό μας με τον Μίμη οι λέξεις το έκαναν. Κλώσαγε εκείνες τις μέρες τα Μάταια Αυγά του, με ρώτησε αν ήθελα να τα κάνω μάρκετινγκ, αλλά σε δυο μέρες έφευγα για τη Σκοτία (θα περιπατούσα στη Σκοτία, όχι στην Αχρίδα και τη Μολδαβία του). Μου τα έστειλε όταν παλιννόστησα – υπομνηματισμένα και καρυκευμένα λατινιστί. Δαιμονικά ευφυής παρωδία, πίσω από την οποία παραμόνευε υπομειδιώντας ο πιο εύχαρις dilettante της λατινικής φιλολογίας που γνώρισα στη ζωή μου. Και θαρρώ πως το συμβόλαιο της φιλίας μου με τον Σουλιώτη γράφτηκε ένα βράδυ, στην αριστερή όχθη του Σακουλέβα, στα λατινικά. Στην παρέα μας ήταν και ο Κάτουλλος, το λατινικό amore του Μίμη. Και ο Σακουλέβας άκουγε, υποθέτω για πρώτη φορά στη ροή του, λέξεις λατινικές. Ο έρωτας του Μίμη για τις λέξεις ήταν ανεξίθρησκος, πάνδημος, λόγιος, λαϊκός, κοσμοπολίτικος. Και ολοκληρωτικός, γιατί εκείνος ήταν φιλόλογος και
ποιητής.
Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον… Ο Μίμης Σουλιώτης ήταν φκιαγμένος με πολύτροπη ευαισθησία. Ή, μάλλον, με αυτό που θα προτιμούσα να ορίσω ως πολύτροπη διαθεσιμότητα. Απολαυστικά ελλόγιμος, πλην με ανεπιτήδευτη συναίνεση στα απλά πρόσωπα και πράγματα του καθ’ ημέραν βίου. Συνεργούσε στη ραφιναρισμένη φλυαρία της καλής παρέας, πλην με γαλήνιο τέμπο και νοήμονες σιωπές. Ήταν τεχνικά και διπλωματικά υπερεπαρκής αλλά χωρίς σπουδή και αυτοσυγχαρητήρια έπαρση. Παραδοξολογούσε τερπνά και εγκαιροφλεγώς, εντρυφούσε στο παρά προσδοκίαν, αλλά παρέμενε ευγενικός, φιλέταιρος και ευπροσήγορος. Έρρεπε στην αποφθεγματική ανακεφαλαίωση, αλλά με συνετή λιτότητα και χωρίς ρητορίζουσα υπεραξία. Ήταν υπολογισμένα μειλίχιος αλλά, όταν το καλούσε ο καιρός και η περίσταση, έσφιγγε αποφασιστικά τη γροθιά μέσα στο βελούδινο γάντι. Ήταν προικισμένος με διεισδυτική συναισθηματική νοημοσύνη, λειτουργούσε εξ επαφής, πλην χωρίς περιττό μελόδραμα και προαίρεση χειραγώγησης. Διέθετε ανθρώπινη, όχι ρητορική πειθώ. Και είχε τούτο το δυσπερίγραπτο χάρισμα: να προλογίζει με ειρωνική σοβαροφάνεια και επιτηδευμένα βαρύτονη επισημότητα τα απλά πράγματα που ήθελε να μοιραστείς μαζί του.
Δυο χειμώνες πριν, και, μετά τον γνωστό μαραθώνιο μαθημάτων, είμαστε καθ’ οδόν από Φλώρινα προς Θεσσαλονίκη ο ομιλών με την Κατερίνα, τη Σοφία Νικολαϊδου και τον Σάκη Σερέφα. Στο κινητό ο Μίμης, χωρίς τυπικές εισαγωγές και καλησπερίσματα, αναγγέλλει, σε τονική κλίμακα ανάλογη με αυτή του διάσημου «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», ότι την επαύριον διεξάγεται πανηγυρικώς το ετήσιο καζάνι στον Αετό, όπου το κορυφαίο δρώμενο θα είναι το αργεντίνικο τανγκό που θα χορέψει ο ίδιος με τον ιερέα της κώμης άμα και ιδιοκτήτη του καζανίου. Άρχισα να ψελλίζω κάτι για ανειλημμένες υποχρεώσεις στο Πανεπιστήμιο. Η απάντηση ήταν: «είναι ανυπέρθετον, οφείλετε να είστε εκεί». Δεν περιπτωσιολογώ ακριβώς, μηδέ ανεκδοτολογώ. Η αντίστιξη της παρωδίας, η ψιλοβελονιά της σοβαροφάνειας, ο σχεδόν σκαμπρόζικος φορμαλισμός της διατύπωσης αλλά (και έχει σημασία τούτο το αλλά) και η πεποίθηση για το απολαύσιμο της βιωματικής περίστασης – όλα αυτά μαζί ήταν αναγνωρίσιμο μέρος της Ποιητικής του Σουλιώτη. Το επόμενο βράδυ ήμασταν πράγματι εκεί. Δεκέμβρης του 2011. Το τελευταίο τσίπουρο με τον Μίμη. Οι μέρες της ευτυχίας είχαν περάσει και δεν το ξέραμε.
Ελπίζω να δείξετε συμπάθεια και υπομονή αν νιώθετε ότι η έγκλιση και ο επιτονισμός μου ηχούν πολύ προσωπικά. Αν έτσι ηχούν, είναι εξ επιλογής, επιλογής, πάντως, για την οποία δεν θα απολογηθώ, αφού συνεχίζω να πιστεύω ότι το προσωπικό στην περίπτωση αυτή μού επιτρέπει να περιγράψω πιο άμεσα το ανθρώπινο και ποιητικό πρόσωπο του Μίμη Σουλιώτη.
Εν μέρει δυτικομακεδόνας και γείτονας από την Κοζάνη ελόγου μου, τη χειμωνιάτικη δυτική Μακεδονία, τον νιφετό στις γυμνές οξιές της, το τραγανό χιόνι κάτω από την παγετώδη ξαστεριά της, τα αγαπούσα πάντα και τα αγαπώ. Και αφότου ενηλικιώθηκα, μπορεί και λίγο νωρίτερα, έμαθα να τα συνοδεύω με κρασί και τσίπουρο. Βορειοδυτικά έδειχνε, και δείχνει ακόμη, η πυξίδα μου, άρα ήταν πεπρωμένο να συναντηθώ με τον πιο μόνιμο θαμώνα του Βορειοδυτικά. Η συνάντησή μας πήγε έξοχα, συζητήσαμε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως οι λέξεις που έλεγα πριν, αλλά στο κοινό ανακοινωθέν έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην ακόλουθη σύμπτωση απόψεων: αμφότερες οι πλευρές θεωρούν ότι το βορειοδυτικό τοπίο, και ό,τι αυτό συνεπάγεται σε συνολική αίσθηση και ποιότητα αέρα, είναι μέρος ενός ενιαίου και οργανικού βαλκανικού συνόλου, που πρέπει να εορτάζεται πάντα με τσίπουρο και ποίηση. Και αυτό το τοπίο έμαθα να το βιώνω με πολλαπλή ένταση μέσα από τη βορειοδυτική ποίηση του Σουλιώτη. Και νιώθω, πιο πολύ τώρα, αφότου εκείνος έφυγε, ότι διαβάζοντάς τον επαναπατρίζομαι, παλιννοστώ στις βορειοδυτικές μου συντεταγμένες: δεν περπατώ στη Σκοτία, μα στην Αχρίδα και τη Μολδαβία, και σεργιανάω μαζί του στο δάσος χαϊδεύοντας τις γενικές φυλλωσιές, ξεπερνώντας τα δέντρα. Και του λέω: Σου έχω διπλή αγάπη και θαυμασμό, γιατί είσαι ωραίος Βορειοδυτικός και Ποιητής.
Η Ποιητική του Μίμη Σουλιώτη διακυβεύθηκε ανάμεσα στις στιγμές και τις λέξεις που αγάπησε. Χρησιμοποίησε τις λέξεις για χάρη αυτών των στιγμών αλλά και τις στιγμές για χάρη των λέξεων, και το έκανε αυτό με ευγένεια, ισορροπία, αλήθεια, και συχνά με ιδιοφυώς υπολογισμένη ειρωνική απόσταση. Ήρθε η ώρα να ξαναπροσθέσω το συνθετικό ψευδο- στον όρο αντίφαση. Η αντίφαση ανάμεσα στον εξπρεσιονισμό και τον φορμαλισμό είναι χρήσιμη για τους κριτικούς και τους θεωρητικούς της Λογοτεχνίας, αλλά οι έχοντες νουν νοείν ξέρουν ότι οι αληθινοί ποιητές φκιάχνονται και από τα δύο. Απλώς, άλλοτε επιλέγουν να ζουν με τη γλώσσα και άλλοτε, σε διαφορετικό κέφι, να ζουν για τη γλώσσα. Αυτή η δημιουργική γραφή του Μίμη Σουλιώτη προηγήθηκε της άλλης, αλλά ήταν με πολλούς τρόπους και η προϋπόθεσή της. Εξ ου και το διπλό κληροδότημά του.
Δεν υπάρχει παραμυθία για την ολική έκλειψη της ζωντανής παρουσίας του, αλλά μας αρέσει και μας παρηγορεί που έχουμε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «το δημόσιο υλικό του». Τους αρέσει από τώρα, φαντάσου όταν θα πέθανα, όπως θα έλεγε παικτικά, βαρύτονα και ο ίδιος ο Μίμης.