Το ενδιαφέρον μου για τη Δημιουργική Γραφή ποιητικού κειμένου με οδήγησε στην πληροφορία ότι ο Μίμης Σουλιώτης στη Φλώρινα είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να στεγάσει το ερευνητικό μου ενδιαφέρον. Του έστειλα, τρέμοντας, το πρώτο μέιλ «Αξιότιμε κ. καθηγητά...» Πολύ σύντομα κατάλαβα (ευτυχώς!) ότι με τον Μίμη θα μιλούμε μιαν άλλη γλώσσα, ποιητική, λακωνική, χιουμοριστική.
Την τελείωσα τη διατριβή και είμαι χαρούμενη γι’ αυτό. Την επόπτευσε σε όλη τη διάρκειά της και με άφησε μόνη λίγο πριν την υποστήριξη. Ακόμη και στο νοσοκομείο, όπου σχεδόν καθημερινά βρισκόμασταν, υπήρχαν στιγμές που συζητούσαμε τον κατάλογο των περιεχομένων, την τελική διάρθρωση των κεφαλαίων, τη βιβλιογραφία. Συζητούσαμε τι θα φορέσουμε στην παρουσίαση και αν είναι ωραίο ή όχι το μικρό σοφιστικέ μουσάκι που ήθελε να αφήνει. Πολλές άλλες φορές δεν μιλούσαμε. Μου έσφιγγε το χέρι ή με κοιτούσε στα μάτια, αναφωνώντας σιωπηλά αυτό που μου έγραψε σε μέιλ το Πάσχα του ’12. Ως έκδικα πάσχω, ως άλλος Προμηθέας. Εγώ τον αποκαλούσα πάντοτε αφεντικό.
Πρόσφατα διάβασα πάλι όλα τα ποιήματα του Μίμη για να δημιουργηθούν θέματα για τον Αˊ μαθητικό διαγωνισμό δημιουργικής γραφής, αφιερωμένο στην ποίηση και τη μνήμη του, έναν διαγωνισμό που οργανώσαμε με μιαν άλλη συνεργάτιδα του Μίμη, τη Σοφία Νικολαΐδου, έναν διαγωνισμό στον οποίο μετείχαν 485 μαθητές από την ανατολική Θεσσαλονίκη. Ήταν για εμάς ένα ιδιαίτερο μνημόσυνο.
Η απόφασή μου, όμως, να έρθω σήμερα εδώ μού έδωσε το κουράγιο, που μέχρι τώρα ποτέ δεν βρήκα, να διαβάσω πάλι όλα τα μέιλ που ανταλλάξαμε. Μέιλ πολλά σκληρής, αλλά κεφάτης εργασίας, όταν γράφαμε το Εγχειρίδιο Δημιουργικής Γραφής για το κυπριακό Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, μέιλ που έλυναν απορίες διευθύνοντας μια διατριβή, μέιλ πειραχτικά, φιλικά, ποιητικά, μέιλ ανθρώπινα.
Ήταν ποιητής, ακόμη και όταν σχολίαζε τον καιρό: 6η ημέρα με βαριά, όμορφη σα ραφτό παλτό συρτή ομίχλη... Καλημέρα με χιονάκι καλό... Μην ξεχάσετε να δείτε τον ήλιο, του γράφω, και απαντά: Χε χε... Τον βόλταρα προ τινος... Θα μας ξυπνήσουν τα πάθη της βροχής, τον προειδοποιώ, και απαντά: ας είναι...
Πάντα με μάλωνε ότι δεν τρώω αρκετά και προσπαθούσε να με φροντίσει: Έλα ένα γρήγορο αυθήμερο στην Φλώρινα για συνεννόηση... Θα φάμε και πίτσα!
Επιστρέφοντας κάποιαν άλλη φορά χειμώνα, άνοιξα τον υπολογιστή αμέσως μόλις μπήκα στο σπίτι και βρήκα το μήνυμα: Έφτασες καλά; Μα φάε κάτι και μετά ανοίγεις το λάπτοπ. Και όταν δουλεύαμε ώρες ατέλειωτες για το εγχειρίδιο, ο Μίμης έφερνε πάντα ένα κιλό παγωτό (μία γεύση) και τρώγαμε με δύο κουταλάκια, καμιά φορά στάζοντας πάνω στα χαρτιά μας. Εσύ φταις που το αφήνεις και λιώνει...
Αν σας είχα μπροστά μου –του γράφω κάποια στιγμή, πολύ κουρασμένη– και μου λέγατε πάλι «Αντέχεις!» θα σας κοίταζα στραβά. Ευτυχώς που αυτό δεν το αντέχεις, μου απάντησε. Όχι δεν το αντέχω και δεν αντέχω και που έφυγες.
Παρηγοριά και τιμή είναι αυτό που μου έγραψες σε ένα άλλο μέιλ: Θα μείνουμε συνεργάτες ες αεί ευελπιστώ.
Σε ευχαριστώ για όλα αφεντικό μου, ες αεί
Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού τίμησε το ιδρυτικό μέλος του Μίμη Σουλιώτη με μια εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του (Σάββατο 26 Απριλίου 2014 στο Polis Art Café, Αθήνα). Με αφορμή την έκδοση της πρώτης μεταθανάτιας ποιητικής συλλογής του, Αθήνηθεν (Ερμής 2014), παρουσιάστηκε το βιβλίο, αλλά και το αρχείο του ποιητή, ενώ φίλοι και συνεργάτες μίλησαν για τον άνθρωπο που γνώρισαν. Στο κείμενο αυτό καταγράφονται οι σκέψεις που μοιράστηκα με τους φίλους του Μίμη Σουλιώτη το συγκεκριμένο Σαββατόβραδο στην Αθήνα, καλεσμένη του Μανόλη Σαββίδη.