[ Το κείμενο που ακολουθεί είχε διαβαστεί στο «Σπίτι της Κύπρου» (Αθήνα, 28-11-2011) και έχει δημοσιευτεί στη Νέα Εστία το 2012 (Φεβρουάριος-Μάρτιος, τεύχος 1852), πριν από τον θάνατο του Μίμη Σουλιώτη. Παρακάλεσα, ωστόσο, τον Δημήτρη Καλοκύρη να το περιλάμβανε, αν δεν είχε αντίρρηση, στο παρόν αφιέρωμα του Χάρτη – αφιέρωμα που ελπίζει κανείς ότι θα επαναφέρει στην προσοχή το έργο ενός σπουδαίου ποιητή, που έχει εκτοπιστεί στο λογοτεχνικό περιθώριο από την πλημμυρίδα της σημερινής ποιητικής ασημαντότητας και ακρισίας. ]
Άσιλα, όντως, ιν ντηντ
Ευχαριστώ τον Μίμη Σουλιώτη που δέχτηκε την πρότασή μου να συμμετάσχω στην αποψινή παρουσίαση του νέου ποιητικού βιβλίου του. Στην πραγματικότητα αυτοπροσκλήθηκα. Κι αυτό γιατί έχω άποψη τόσο για τα ποιήματα της συλλογής του όσο και για τις ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων στην Αθήνα. Σε ό,τι αφορά τις παρουσιάσεις, πιστεύω ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι περιττές. Πρώτον, διότι είναι τόσες πολλές, που δεν έχουν πλέον νόημα. Οι ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων, αν συμφωνήσουμε ότι έχουν κάποιο νόημα πέρα από εκείνο μιας κοινωνικής σύναξης λογίων, θα πρέπει να γίνονται μόνο για σημαντικά βιβλία. Και δεύτερον, γιατί εδώ στην Αθήνα γνωριζόμαστε όλοι, και έτσι είναι δύσκολο να κάνει κάποιος ουσιώδη παρουσίαση, δηλαδή παρουσίαση κριτική, των εν λόγω βιβλίων – να αποφύγει τους συμβατικούς επαίνους.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι παρουσιάσεις εδώ στην Αθήνα πρέπει να γίνονται μόνο για σημαντικά βιβλία συγγραφέων που ζουν στην επαρχία, οι οποίοι δεν έχουν τον κύκλο γνωριμιών που έχουν οι συγγραφείς που ζουν στην Αθήνα, καθώς και για σημαντικά βιβλία Ελληνοκυπρίων συγγραφέων, αφού τα ελληνοκυπριακά γράμματα, παρά τις διαφορές της κυπριακής πραγματικότητας από την ελλαδική, οι οποίες απορρέουν από την ιστορική μοίρα της νήσου, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών γραμμάτων.
Το βιβλίο του Σουλιώτη ικανοποιεί πλήρως αυτή την προϋπόθεση: είναι ένα σημαντικό βιβλίο ποιητή που ζει στη Φλώρινα (και μάλιστα ένα βιβλίο που μιλάει για την Κύπρο).
Δεν θα πω ότι ο Σουλιώτης είναι «ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70», γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός δεν έχει νόημα. Έχω μετρήσει τριάντα δύο ποιητές της γενιάς του ’70 (σίγουρα θα μου έχουν διαφύγει κάποιοι) που έχουν χαρακτηριστεί –είτε σε γραπτές κριτικές, είτε σε προφορικές παρουσιάσεις βιβλίων τους– ως «από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70». Αν τριάντα δύο είναι «από τους σημαντικότερους», φανταστείτε πόσοι θα πρέπει να είναι οι σημαντικοί. Θα πω ότι ο Σουλιώτης είναι ένας από τους καλύτερους ποιητές που γράφουν σήμερα στον τόπο μας (ανεξαρτήτως γενεών)· για τους εξής λόγους:
1) Γιατί τα ποιήματά του τέρπουν (τέρπουν ποιητικά). Δεν ευχαριστούν απλώς αλλά παρέχουν ποιητικής τάξεως απόλαυση.
2) Διότι ο Σουλιώτης είναι μάστορας του στίχου. Αυτός είναι ένας κύριος λόγος που τα ποιήματά του τέρπουν. Ξέρει να δίνει στο γλωσσικό υλικό του οργανική μορφή, να το οργανώνει σε αρμονικό (δηλαδή πραγματικό) ποιητικό ρυθμό χωρίς να πεζολογεί (παρότι χρησιμοποιεί πλήθος πεζολογικών στοιχείων), να γράφει δηλαδή σε αρμονικό λόγο.
3) Διότι ο Σουλιώτης είναι ποιητικά ευφυής. Κοιτάζει τα πράγματα από μια λοξή ματιά, που η λοξότητά της έγκειται στο γεγονός ότι τα βλέπει από ένα σημείο συνεχώς μετακινούμενο, που του επιτρέπει να βρίσκεται έξω από την εικόνα που περιγράφει και, συγχρόνως, μέσα σε αυτήν. Κι αυτό γιατί έχει χιούμορ, που δεν διστάζει να το εφαρμόσει και στον εαυτό του, μια λεπτή ειρωνεία που γίνεται και αυτοειρωνεία, η οποία του εξασφαλίζει ένα άλλοθι, όχι μόνο ηθικό αλλά και αισθητικό.
Αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Σουλιώτη θα τα βρούμε όλα, σε μια ευτυχισμένη στιγμή της, στην τελευταία συλλογή του, Κύπρον, ιν ντηντ (2011).
Όμως τι σημαίνει ο τίτλος της συλλογής: η λέξη Κύπρος στην αιτιατική και το μεταγραμμένο στα ελληνικά αγγλικό επίρρημα indeed με όχι ενωμένα τα δύο συνθετικά του; Για το επίρρημα μας λέει τα εξής ο ίδιος ο Σουλιώτης με το ποίημα «Άσιλα», που περιέχεται στη συλλογή:
Ας καταχωρίσω κι ένα τετραστιχάκι
για το κυπραίικο επίρρημα άσιλα
όπως το μετέφρασε η Λαφίτη: ιν ντηντ,
και πράγματι, ιν ντηντ είναι, όντως.
Με άλλα λόγια: το ιν ντηντ είναι μετάφραση της λέξης άσιλα από την κυπριακή διάλεκτο στη σημερινή ομιλούμενη ελληνική των Κυπρίων· στην οποία, παρά τα διατηρούμενα ακόμη έντονα στοιχεία της επιμιξίας της με την αγγλική, επιβιώνει, όπως το δείχνει η λέξη Κύπρον του τίτλου, το αρχαιοελληνικό και καθαρεύον ν
της αιτιατικής.
Όμως ο τίτλος δεν αποτελεί ένα σχόλιο μόνο για τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα της Κύπρου. Είναι, πιστεύω, και μια αναφορά στον αρχικό τίτλο –«… Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…»– της συλλογής των “κυπριακών” ποιημάτων του Σεφέρη, και ως εκ τούτου και στα ίδια τα ποιήματά της (τη συλλογή ο Σεφέρης μετονόμασε αργότερα σε Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄
μετατοπίζοντας τον πρώτο τίτλο της σε θέση υπότιτλου). Κατά τη γνώμη μου, η έμφαση με την οποία ο Σουλιώτης χρησιμοποιεί στον τίτλο του βιβλίου του το πολιτογραφημένο στην κυπριακή ελληνική αγγλικό επίρρημα φωτίζει ειρωνικά τη λέξη Κύπρον και μας προτρέπει να διαβάσουμε τα ποιήματα του βιβλίου –τα “κυπριακά” ποιήματα του Σουλιώτη– με φόντο τα κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη.
Τη σκέψη αυτή δεν υποβάλλει μόνο το γεγονός ότι και ο υπότιτλος της συλλογής του Σουλιώτη –«περιηγητικές αρπαχτές σε στίχους»– μπορεί να διαβαστεί ως μετάπλαση του οριστικού τίτλου της συλλογής του Σεφέρη (μεταφράζοντας το περιηγητικές
σε ταξιδιωτικές και το αρπαχτές σε γρήγορες, βιαστικές καταγραφές ή σημειώσεις είμαστε πολύ κοντά στη σεφερική έννοια του ποιητικού ημερολογίου καταστρώματος)· την καθιστούν εύλογη και οι, όχι λίγες, άμεσες ή υπαινικτικές, αναφορές ποιημάτων του Κύπρον, ιν ντηντ σε ποιήματα του Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄, από τις οποίες, επίσης, η πρόθεση του Σουλιώτη να προσληφθεί η κυπριακή εμπειρία του και ως ένα είδος ποιητικού σχολιασμού της κυπριακής εμπειρίας του Σεφέρη γίνεται αισθητή. Στίχοι, λ.χ., όπως «στη Λευκωσία όπου δεν μ’ εθέσπισε καμμία χάρη» ή «αντί για κολόκες αρπαχτές απ’ την παράδοση» ή «Νήσος τις άφιλτρος εστί» παραπέμπουν εμφανώς με ειρωνική διάθεση στη συλλογή του Σεφέρη (ο πρώτος στο ου μ’ εθέσπισεν του υποτίτλου της, ο δεύτερος στο νόημα της πλουμιστής κολόκας του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», ο τρίτος στο αισχύλειο «Νήσος τις έστι» του «Σαλαμίνα της Κύπρος»)· η αισθησιακή, λ.χ., περιγραφή της ωραίας γυναίκας, που οδηγεί στην εκστατική «παραδείσια» στιγμή του «Εικόνα καθιστής», αναπαράγει, με σουλιώτειους όρους, τη θεοφανειακή στιγμή του «Έγκωμη»: την εικόνα της [όρθιας] ανερχόμενης στους ουρανούς πανέμορφης νέας· αλλά και τα ξένα παραθέματα που εμφανίζονται αρκετές φορές στα ποιήματα της συλλογής του Σουλιώτη υποδηλώνουν την σεφερικώ τω τρόπω χρήση τους.
Αλλά δεν είναι μόνο ο Σεφέρης που γίνεται αισθητός ως φόντο αυτών των ποιημάτων. Είναι και ο Καβάφης που, όταν δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως, χρησιμοποιείται όπως τον χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στα κυπριακά του ποιήματα. Ως προς την εφαρμογή από τον Σουλιώτη της σεφερικής χρήσης του, ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το ποίημα «Στην ελαφριά κατηφόρα της Λήδρας», που με τον τίτλο του παραπέμπει στον καβαφικό τίτλο του σεφερικού «Στα περίχωρα της Κερύνειας» και που ως προς το θέμα και τη μορφή του είναι γραμμένο πάνω στο σχήμα των ομοιοκατάληκτων δίστιχων του «Πραματευτής από τη Σιδώνα» του Σεφέρη, το οποίο αναπαράγει το σχήμα του καβαφικού «Το 31 π. Χ. στην Αλεξάνδρεια».
Όλα δείχνουν ότι η κυπριακή συλλογή του Σεφέρη αποτέλεσε όχι μόνο την αφορμή αλλά και τη βάση για την ιδέα του Σουλιώτη να καταγράψει ποιητικά την εμπειρία του από τη διαμονή του στην Κύπρο, μισόν αιώνα μετά το ταξίδι του Σεφέρη στο πολύπαθο νησί. Πενήντα χρόνια μετά η Κύπρος είναι, βέβαια, ένας τόπος διαφορετικός από εκείνον που ενέπνευσε στον Σεφέρη τα κυπριακά του ποιήματα. Ο κόσμος της Κύπρου των αρχών της δεκαετίας του 1950, ο κόσμος μιας αυθεντικής Ελλάδας, τον οποίο ανακάλυπτε ο Σεφέρης και στον οποίο «το θαύμα λειτουργούσε ακόμη», στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, που τον επισκέφτηκε ο Σουλιώτης, δεν υπάρχει. Έχουν διαδραματιστεί τα γεγονότα του 1974, με τα επακόλουθά τους. Η Κύπρος βρίσκεται κατά το ένα τρίτο της υπό τουρκική κατοχή. Η εθνοκάθαρση, με το πλήθος των Τούρκων εποίκων, που είναι περισσότεροι από τους Τουρκοκύπριους, έχει αλλοιώσει την πληθυσμική σύσταση του βόρειου μέρους του νησιού, αλλά και ενισχύσει την πυκνότητα της υπόλοιπης Κύπρου, η αντίδραση της οποίας στο εθνικό τραύμα είχε ως αποτέλεσμα μια συσπείρωση που, ελαυνόμενη από την επιθυμία αναπλήρωσης της τραυματικής απώλειας αλλά και βοηθούμενη, χάρη στη γεωγραφική θέση του νησιού, από τη διεθνή οικονομική συγκυρία, οδήγησε σε μια ταχεία οικονομική ανάκαμψη και σε μια απροσδόκητη ευμάρεια, που ήταν ένας από τους κύριους λόγους (αν όχι ο κύριος) για τους οποίους η Κύπρος έγινε δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά οδήγησε και σε μιαν αλλοτρίωση (την οποία δεν ξέρω πως ακριβώς να χαρακτηρίσω), που έκανε την Κύπρο διαφορετική από εκείνη που είχε γνωρίσει ο Σεφέρης.
Την ατμόσφαιρα αυτής της κατάστασης απεικονίζουν τα ποιήματα του Κύπρον, ιν ντηντ, σε έναν εν πολλοίς αντιθετικό διάλογο με την εξιδανικευμένη περιγραφή του κυπριακού κόσμου του Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄. Και την απεικονίζουν με διεισδυτική ματιά, και με χιούμορ που δεν απαξιώνει τον υγιή λυρισμό αλλά και ούτε αποστρέφει το πρόσωπο από τη δραματικότητα. Ο Σουλιώτης αναπαριστά καίρια τη σημερινή ελληνοκυπριακή αντιφατικότητα: τον κοσμοπολίτικο επαρχιωτισμό τον παραγόμενο από το μπλέξιμο της επιβίωσης του βρετανικού διοικητικού εκσυγχρονισμού με τις ρίζες της ιθαγένειας (από τη σύζευξη του άσιλα
με το ιν ντηντ)· εικονογράφηση που δεν γίνεται με το αποστασιοποιημένο μάτι του επισκέπτη αλλά με το αίσθημα του συμπάσχοντος, αφού από το περιεχόμενό της ο Σουλιώτης δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Διότι δεν αισθάνεται τον ελληνισμό της Κύπρου διαφορετικό από τον ελλαδικό και θεωρεί το κυπριακό πρόβλημα μέρος του ευρύτερου (και βαθύτερου) ελληνικού προβλήματος, όπως το δείχνει και το ποίημά του με τίτλο «Το Κυπριακό στα ίσια»:
Όπως το 1821 ή το Μακεδονικό, έτσι και το Κυπριακό
είναι ζόρικο να κουβεντιαστεί στα ίσια
χωρίς αυτονόητα, εμμονές και παπαριές.
Η τακτική της παραίσθησης αντί της αίσθησης
αξίζει όσο η μονόχειρη ενασχόληση αντί για συνουσία:
για να τα λέγαμε φάτσα φόρα και σταράτα
έπρεπε να είχαμε το ήθος του Καραϊσκάκη
ή του Καπετάν Κώττα, που δεν το έχουμε.
Δεν το διαθέτουμε
επειδή έχουν προηγηθεί οι ενδόμυχες απεμπολήσεις,
οι αποφάσεις,
επειδή τρομπάρουμε τα μυαλά μας με «μειοδότες» και
«προδότες»
αντί να κατανοήσουμε με πραγματικούς όρους
και να επιδοθούμε σε συμφέροντα έργα.
Ή αλλιώς, έστω και τριτευόντως,
επειδή στήσαμε την προτομή του Τόκα κολλητά στου Μόντη
λες και είναι καλλιτεχνικά ισάξιοι, δύο δύο σαν τους Χιώτες,
καλά που δεν τους βάλαμε κι αντικριστούς
να κοιτιούνται στο διηνεκές· ή, επίσης,
εκείνο το δυσεξήγητο μνημείο κοντά στο Χίλτον.
Και όταν γράφω «Εμείς» υπονοώ «Εσείς»,
εμείς δηλαδή και εσείς,
εμσείς.
Με το Κύπρον, ιν ντηντ ο Σουλιώτης αναμετριέται με τον Σεφέρη, ποιητή με τον οποίο τον συνδέει μια περίπλοκη σχέση έλξης-απώθησης (αν όχι αγάπης-μίσους). Και δεν ηττάται. Αυτή η μη ήττα είναι συγχρόνως και μια απότιση φόρου τιμής στον Σεφέρη, ανεπίγνωστη ίσως (ίσως και ακούσια): η εξόφληση σε είδος μιας ποιητικής οφειλής, αφού είναι φανερό ότι ο Σουλιώτης κατόρθωσε να κινητοποιήσει –ασύνειδα– πιστεύω όλη την ποιητική του δεξιότητα χάρη στις απαιτήσεις αυτής της αναμέτρησης. Και την κινητοποίησε ολόκληρη, γιατί η αναμέτρησή του δεν ήταν μετωπική αλλά πλαγιοκοπική. Ο Σουλιώτης αναπτύσσει εδώ στο έπακρο μιαν “έλλειψη”, που είναι, κατά τη γνώμη μου, μία από τις κύριες αρετές της ποίησής του: την έλλειψη σοβαροφάνειας, από την οποία (σοβαροφάνεια) πάσχει το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ποιητικής μας παραγωγής. Αισθάνεται κανείς ότι τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι γραμμένα με έναν από τους κύριους τρόπους με τους οποίους γράφονται τα καλύτερα ποιήματα: χωρίς το άγχος της σύνθεσης ενός φιλόδοξου έργου. Αισθάνεται κανείς ότι ο Σουλιώτης ξεκίνησε, με αφορμή το «…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…», να γράφει το Κύπρον, ιν ντηντ στ’ αστεία· ότι αφέθηκε σε ένα ανέμελο ποιητικό παιχνίδι, που του επέτρεψε να εκφραστεί απολύτως ελεύθερα, χωρίς τους αυτοπεριορισμούς τους οποίους επιβάλλουν, ηθελημένα ή αθέλητα, οι μεγαλόσχημοι ποιητικοί σχεδιασμοί που παράγουν τις περισσότερες φορές αφόρητους ποιητικισμούς ή εγκεφαλικά κατασκευάσματα.
Η συλλογή του Σουλιώτη είναι ένα βιβλίο σοβαρό παρά την παιγνιώδη επιφάνειά του. Διότι είναι ένα βιβλίο που στο βάθος του εκφράζει μια θλίψη· μια θλίψη που πηγάζει από μια βαθειά απώλεια παρόμοια μ’ εκείνη που έκανε τον Σεφέρη να ανακαλύπτει στον κόσμο της Κύπρου των αρχών της δεκαετίας του 1950 έναν εδεμικό τόπο-σύμβολο. Σ’ αυτό το βαθύτερο επίπεδο ο κυπριακός αντίλογος του Σουλιώτη με τον Σεφέρη διεξάγεται ως ομόλογος διάλογος και η ιλαρότητα της επιφάνειας διαθλάται ως ελεγειακή μελαγχολία για έναν τόπο στον οποίο βλέπει κανείς από το αίσθημα του κυπριακού “θαύματος” του Σεφέρη να μην έχουν σήμερα απομείνει παρά μόνο ψήγματα· κι αυτά όχι ως ψηφίδες άμεσης ζωής αλλά υπό μορφήν ορισμένων κρυσταλλωμάτων ποιητικού λόγου. Αυτή την αίσθηση αναδίδουν οι νοσταλγικές αναφορές, μέσα στα ποιήματα στης συλλογής, στίχων, στην κυπριακή διάλεκτο, του Μόντη του Χαραλαμπίδη, και του Πασιαρδή – αίσθηση που ο Σουλιώτης συνοψίζει επιγραμματικά με τους στίχους:
«Να πίνω τον καμό σου» του Λιπέρτη, τι ωραίο
δημώδες στην ουσία, μα του Λιπέρτη,
που όπως ακουγόταν επηρέαζε τα πρόσωπα
κι έλαμπε η αθέατη όψη των πραγμάτων,
εντεινόταν η ομορφιά των πάντων.