Το γράδο



Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της Ατλαντίδας. Έφυγα νωρίς μα να που τα ‘φερε έτσι η τύχη και ο κόβιντ και ξαναγύρισα σχεδόν δυο χρόνια στο χωριό μου. Στην καραντίνα έμαθα πολλά. Ανάμεσά τους μια ιστορία για μια γριά. Μου την είπε ένα καλό παιδί που καθώς έμαθα πέθανε, αφού έτσι γίνεται με τα καλά παιδιά, κάτι κακό τους συμβαίνει στο τέλος. Αυτή η γριά λοιπόν, καλή γυναίκα, μόνο που έπινε κρυφά γι’ αυτό και τα σαῒνια του χωριού της κόλλησαν το παρατσούκλι. Εγώ δεν την θυμάμαι, θυμάμαι όμως μία άλλη γριά. Ήτανε χήρα μαυροφορεμένη, με μαντήλι στο κεφάλι κι όλο μιλούσε για τον άντρα της, το μακαρίτη. «Έχασα το στύλο του σπιθιού μου, απόμεινα έρημη και μοναχή» και άλλα τέτοια. Ο μακαρίτης εντωμεταξύ, καθώς μου λέγαν οι γονείς μου, ήτανε μεγάλο κάθαρμα. Την είχε αποπλανήσει κοριτσάκι ακόμη κι ύστερα την έφερε στο χωριό και την έριξε στις βαριές δουλειές. Κι από πάνω την ξυλοφόρτωνε σχεδόν καθημερινά. Άκουγε ολόκληρη η κοιλάδα τις κραυγές της αλλά κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει με το μακαρίτη. Αφού όπως προείπα ο μακαρίτης ήτανε μεγάλη λέρα. Έκανε κι άλλα χειρότερα όπως καταλάβαινα απ’ τους υπαινιγμούς των γονιών μου μα όταν τους ρωτούσα δε μιλούσαν, μόνο έδειχναν τον αποτροπιασμό τους για το «στύλο του σπιθιού». Η γριά αυτή η άλλη, όχι το γράδο, ήτανε ψυχή αγία. Έπινε βέβαια κι κείνη, αν και χωρίς το παρατσούκλι. Έβηχε κιόλας και γενικά είχε κακή υγεία οπότε της μάνας μου της κόλλησε ότι είχε κάποια μεταδοτική αρρώστια. Κάθε που ερχόταν σπίτι μας και τρώγαμε όλοι μαζί την έβαζε να κάθεται μακριά από μένα, μη με πλησιάσουν τα μικρόβια. Ύστερα αφού μάζευε τα πιάτα ξεχώριζε το δικό της μαζί και το ποτήρι της και τους έχυνε καυτό νερό με σαπουνάδα. Τέλος, αποφάσισε πως ούτε αυτή η μέθοδος δεν ήταν αρκετά εγγυημένη οπότε της είχε πάντα το ίδιο πιάτο και το ίδιο ποτήρι που τα κρατούσε σε ειδικό σημείο στο ντουλάπι. Η γριά, όπως προείπα, ήτανε ψυχή αγία. Με αγαπούσε και όλο με συμβούλευε. Έλεγε για μένα τα καλύτερα λόγια σ’ ολόκληρο το χωριό. Πίστευε πως μου άξιζε μια καλή τύχη και όλο σχεδίαζε μέσα της κι έξω της πώς θα ’πρεπε να είναι ο άνθρωπος που θα με πάρει, πόσο άξιος και καλός, πόσο όμορφα θα ’πρεπε να μου φέρεται. Αφού έφυγα, εκείνη, καθώς μάθαινα, ακόμη αγωνιούσε προσπαθώντας να βρει τον καλύτερο συνδυασμό χαρακτηριστικών του υποψήφιου συζύγου μου.

Όταν την είδα τελευταία φορά θα ’μουνα γύρω στα 25, μου ’πε με αγάπη στοργική «αργομοίρα-καλομοίρα». Και μου ’δωσε κι άλλες πολλές ευχές. Δεν έπιασαν τελικά, μάλλον γιατί τις στοίχειωσε το φάντασμα του μακαρίτη. Αφού πέθανε την είδα άλλες δυο φορές, στο χωματόδρομο, κοντά στο σπίτι μας. Τότε την έλεγαν Λίλα. Ήταν η ίδια παραδείσια πονεμένη ψυχή κι εγώ θα ήμουν τότε γύρω στα 35. Μου ’πε «εσύ αναγεννιέσαι απ’ τις στάχτες σου», είσαι ακόμη όμορφη, να βιαστείς να κάνεις ένα παιδάκι, έχεις χρόνο, να δες η τάδε που είστε και στην ίδια ηλικία. Η Λίλα έμαθα είχε τέλος κακό κλεισμένη σ’ ένα ίδρυμα. Και η δική της ιστορία πολύ λυπητερή, τόσο που δεν την έλεγε κανείς εκτός από κάτι μισόλογα και κάτι ειρωνείες απ’ τα τσόκαρα για την κατάντια της. Πανέμορφη στα νιάτα της, την είδα σε παλιές φωτογραφίες, τότε, στην καραντίνα. Μια μέρα στην πρωτεύουσα τη θυμήθηκα. Καθόμασταν μεγάλη παρέα, τρώγαμε και πίναμε. Δίπλα μου αυτός, παραδίπλα η γυναίκα του και απέναντι μια απ’ τις φιλενάδες. Ήτανε βλέπεις τέτοια η «ιδεολογία» του. Σεβαστόν. Με περιποιούνταν χωρίς να το ζητήσω. Τους καλύτερους μεζέδες, το ποτήρι μου πάντα μισογεμάτο. Κάποτε άπλωνε το χέρι του και μου ακουμπούσε το γόνατο έτσι που οι φίλοι του να βλέπουνε. Αποφάσισα να φύγω μετανάστις να μη βλέπω τουλάχιστον εγώ. Είχα μια φίλη από τη Χιο και μου βρήκε βαπόρι που ετοιμάζονταν να σαλπάρει για Νότιο Αμερική. Το λέγανε «Láyos». Πάντα έλεγα στη μάνα μου πως ήθελα να πάω στη Γη του Πυρός. Αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα. Μπάρκαρα το λοιπόν. Το βαπόρι κουβαλούσε τόνους παλιά ρούχα που προορίζονταν για θάψιμο στην έρημο Ατακάμα. Εκεί, τετρακόσια χρόνια δεν έχει πέσει ούτε στάλα βροχή. Στο βαπόρι γνώρισα και μια ινδιάνα Χιλιανή που πήγαινε να μελετήσει την ξεχασμένη γλώσσα Kunza. Δεν το μετάνιωσα καθόλου που έφυγα μετανάστις. Θυμάμαι και τον συχωρεμένο τον Χριστιανόπουλο που έλεγε αυτά περί σπόρων και θάψιμου και νιώθω θαλπωρή. Πάντως στην Ατακάμα και να θαφτεί ο σπόρος δε φυτρώνει, φταίει βλέπεις το έδαφος που είναι εντελώς ξηρό. Η ξεχασμένη γλώσσα Kunza όμως υπάρχει ελπίδα να αναβιώσει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: