Ο νυσταγμένος συγγραφέας

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, «Ο βιβλιοθηκάριος» (1566)
Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, «Ο βιβλιοθηκάριος» (1566)


“Has it ever struck you that life is all memory,
except for the one present moment that goes by you
so quick you hardly catch it going?”
TENESSEE WILLIAMS



Δεν εί­χε το κορ­μί που πε­ρί­με­να να δω σε τέ­τοιου εί­δους πε­ρι­βάλ­λον. Εκεί θα ταί­ρια­ζε κα­λύ­τε­ρα κά­ποια ξε­ρα­κια­νή, πι­θα­νό­τα­τα γε­ρο­ντο­κό­ρη, με γυα­λιά «πα­το­μπού­κα­λα» και κλα­σι­κό κο­λιέ μαρ­γα­ρι­τα­ριών, μο­νό, με μάλ­λι­νη ζα­κέ­τα anglaise πά­νω από που­κα­μι­σά­κι φλο­ράλ, πτι φλο­ράλ μά­λι­στα, κου­μπω­μέ­νο ώς επά­νω, ή μια πα­χου­λού­λα, κά­πως νε­ό­τε­ρη, με ζι­βά­γκο και βλέμ­μα κου­ρα­σμέ­νο απ’ την ανά­γνω­ση χι­λιά­δων σε­λί­δων, αλ­λά χα­ρού­με­νη και αστρα­φτε­ρή για­τί θα το ευ­χα­ρι­στιό­ταν. Το διά­βα­σμα. Μπρο­στά μου εί­χα μια κού­κλα αλη­θι­νή, με κα­μπύ­λες που δεν μπο­ρού­σα να μην κα­τα­τά­ξω στην κα­τη­γο­ρία «σέ­ξι», και ένα ζευ­γά­ρι πό­δια απ’ αυ­τά που οι άν­δρες συ­νή­θως λέ­νε «ατε­λεί­ω­τα», να προ­βάλ­λουν από μια εφαρ­μο­στή κο­ντή φού­στα και να κα­τα­λή­γουν σ’ ένα ζευ­γά­ρι γό­βες δω­δε­κά­πο­ντες, λες και εί­χε ανά­γκη να δεί­χνει ψη­λό­τε­ρη. Όσο την χά­ζευα, προ­σποιού­με­νος τον αφη­ρη­μέ­νο, αυ­τή συ­νέ­χι­σε να πλη­κτρο­λο­γεί, πλή­ρως αφο­σιω­μέ­νη στη δου­λειά της. Στο άκου­σμα ενός υπό­κω­φου βόμ­βου στα­μά­τη­σε, γύ­ρι­σε προς το μέ­ρος μου και εί­πε με φω­νή που μου θύ­μι­σε μια πα­λιά συ­νά­δελ­φο στο μάρ­κε­τινγκ την οποία απο­κα­λού­σα­με, κρυ­φά, «μό­λις-ση­κώ­θη­κα-από-σεξ», μου εί­πε λοι­πόν με ακρι­βώς τέ­τοια φω­νή και ύφος:

«Ώρα να μπεί­τε μέ­σα, κύ­ριε Τσί­μα. Ακο­λου­θή­στε με, πα­ρα­κα­λώ.»

Αυ­τό. Και αμέ­σως ση­κώ­θη­κε. Κα­τέ­βα­σα ακα­ριαία τα μά­τια μου να μη ρε­ζι­λευ­τώ για­τί τα βυ­ζιά της, έρ­χο­νταν μα­ζί με το υπό­λοι­πο σώ­μα της, προς το μέ­ρος μου. Ση­κώ­θη­κα κι εγώ. Έστρω­σα κά­πως το που­κά­μι­σό μου στη ζώ­νη και την ακο­λού­θη­σα προς την εν­διά­με­ση πόρ­τα. Επί­τη­δες κοί­τα­ζα χα­μη­λά, τις γό­βες της. Και λί­γο γά­μπα. Απί­στευ­τη γά­μπα. Πέ­ντε μέ­τρα ήταν όλη η δια­δρο­μή, αλ­λά με δυ­σκό­λε­ψε. Φο­βό­μουν ότι θα 'χα­να το δρό­μο. Τε­λι­κά, φτά­σα­με.
Η γραμ­μα­τέ­ας της Επι­τρο­πής Ακρο­ά­σε­ων της Ομο­σπον­δί­ας Συγ­γρα­φέ­ων τρα­βή­χτη­κε στο πλάι και κρά­τη­σε την πόρ­τα ανοι­χτή για να πε­ρά­σω. Την ευ­χα­ρί­στη­σα άτσα­λα με τα μά­τια και μπή­κα στο ψη­λο­τά­βα­νο, κα­λά φω­τι­σμέ­νο δω­μά­τιο ξε­ρο­κα­τα­πί­νο­ντας: ήθε­λα να εί­μαι έτοι­μος ν' απα­ντή­σω σε οποια­δή­πο­τε ερώ­τη­ση χω­ρίς να τους κά­νω να πε­ρι­μέ­νουν. Μου πέ­ρα­σε από το μυα­λό η σκέ­ψη πως ο λό­γος που εί­χαν επι­λέ­ξει μια τέ­τοια προ­κλη­τι­κά σέ­ξι γραμ­μα­τέα μπο­ρεί να ήταν ακρι­βώς ώστε να χά­σω την αυ­το­συ­γκέ­ντρω­ση και τα λό­για μου, αλ­λά δεν πρό­λα­βα να την πα­ρα­κο­λου­θή­σω, αφού η σκέ­ψη χά­θη­κε στρί­βο­ντας στους δαι­δα­λώ­δεις δια­δρό­μους του μυα­λού μου. Χα­ζή σκέ­ψη, κα­τέ­λη­ξα. Η πόρ­τα έκλει­σε πί­σω μου μ’ ένα απα­λό «κλακ». Η αί­θου­σα ήταν στε­νό­μα­κρη, χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρα. Στην άλ­λη άκρη της, σχε­δόν δέ­κα μέ­τρα από την εί­σο­δο, πί­σω από ένα ξύ­λι­νο, χο­ντρό τρα­πέ­ζι, τέσ­σε­ρα άτο­μα με πε­ρί­με­ναν κα­θι­σμέ­να, χω­ρίς να μι­λά­νε. Ένιω­σα λί­γο πως ήμουν ο Πουα­ρό κι έμπαι­να στο σα­λό­νι με τους υπό­πτους με­τά το φό­νο. Προ­χώ­ρη­σα με στα­θε­ρό, όχι ιδιαί­τε­ρα γρή­γο­ρο βη­μα­τι­σμό προς το μέ­ρος τους. Η γυ­ναί­κα στα δε­ξιά κά­τι έγρα­φε σ’ ένα κί­τρι­νο ση­μειω­μα­τά­ριο· κα­θώς πλη­σί­α­ζα στο τρα­πέ­ζι, στα­μά­τη­σε και σή­κω­σε το βλέμ­μα της. Δεν την εί­χα ξα­να­δεί. Η μα­τιά μου πε­ριερ­γά­στη­κε τα­χύ­τα­τα τα πρό­σω­πα των άλ­λων τριών: δεν ανα­γνώ­ρι­σα κα­νέ­ναν. Αυ­τός που κα­θό­ταν αρι­στε­ρά, μί­λη­σε πρώ­τος.

«Κα­λη­σπέ­ρα, κύ­ριε Τσί­μα». Εί­χε λε­πτή, σχε­δόν τσι­ρι­χτή φω­νή. Τό­νι­σε το επί­θε­τό μου κά­πως υπερ­βο­λι­κά. Ίσως να πε­ρί­με­νε κά­ποια αντί­δρα­ση σε πε­ρί­πτω­ση που εί­χε τρυ­πώ­σει στη θέ­ση μου κά­ποιος άλ­λος. Αλ­λά μπρο­στά του ήμουν όντως εγώ, οπό­τε δεν αντέ­δρα­σα. Αντα­πέ­δω­σα το βλέμ­μα νεύ­ο­ντας με το κε­φά­λι χω­ρίς καν να χα­μο­γε­λά­σω.

«Κα­λω­σο­ρί­σα­τε στην Επι­τρο­πή Ακρο­ά­σε­ων της Ομο­σπον­δί­ας Συγ­γρα­φέ­ων. Εί­μαι ο Σά­κης Σε­ρέ­φας, Γραμ­μα­τέ­ας της Επι­τρο­πής. Θα ξε­κι­νή­σου­με την εξέ­τα­ση της αί­τη­σής σας αμέ­σως.»

Ο Σε­ρέ­φας! Ήξε­ρα πο­λύ κα­λά ποιος εί­ναι. Σα­λο­νι­κιός όπως κι εγώ. Βα­ρύ πυ­ρο­βο­λι­κό της Ομο­σπον­δί­ας ― αλ­λά... ο Σε­ρέ­φας δεν ήταν ποι­η­τής; Δεν εν­θου­σιά­ζο­μαι με την ποί­η­ση, τη θε­ω­ρώ δη­μό­σια ψυ­χα­νά­λυ­ση χω­ρίς την πα­ρου­σία ψυ­χα­να­λυ­τή. Όλοι αυ­τοί που σου πλα­σά­ρουν τα στι­χά­κια τους θε­ω­ρούν ότι κα­τέ­χουν τις απα­ντή­σεις και πε­ρι­μέ­νουν εσύ, ο ανα­γνώ­στης, να μπο­ρείς να κα­τα­λά­βεις ποια εί­ναι η ερώ­τη­ση. Για κά­θε στί­χο. Άλ­λη δου­λειά δεν εί­χα­με! Μα να μου τύ­χει τέ­τοιος Γραμ­μα­τέ­ας, ποι­η­τής! Ανα­ρω­τή­θη­κα ποιος να ήταν ο Πρό­ε­δρος. Δί­πλα στον Σε­ρέ­φα κα­θό­ταν ένας φα­λα­κρός με πο­λύ έντο­να μά­τια. Κά­τι μου θύ­μι­ζε το πρό­σω­πό του όπως το έβλε­πα πια από κο­ντά, κά­τι δυ­σά­ρε­στο. Ή ίσως το βλέμ­μα του ήταν απλώς πο­λύ δια­πε­ρα­στι­κό. Στρά­φη­κα ελά­χι­στα ώστε να εστιά­σω στον επό­με­νο άν­δρα και τό­τε πρό­σε­ξα πως ανά­με­σα σ’ εκεί­νον και τον φα­λά­κρα υπήρ­χε μια κε­νή κα­ρέ­κλα! Ήταν ντυ­μέ­νη με σκού­ρο βε­λού­δο, λί­γο φα­γω­μέ­νο στην πλά­τη. Ο τρί­τος της Επι­τρο­πής αντι­λή­φθη­κε αμέ­σως ότι πα­ρα­τη­ρού­σα την άδεια θέ­ση και πή­ρε το λό­γο.

«Ο κύ­ριος Πρό­ε­δρος θα εί­ναι μα­ζί μας σε ελά­χι­στα λε­πτά, κύ­ριε Τσί­μα. Μας έχει εξου­σιο­δο­τή­σει να ξε­κι­νή­σου­με χω­ρίς αυ­τόν» εί­πε εντε­λώς ου­δέ­τε­ρα. Η φω­νή του εί­χε μια μπά­σα, ελα­φρώς ξε­νι­κή χροιά· έμοια­ζε σαν να εί­χε ζή­σει πολ­λά χρό­νια στο εξω­τε­ρι­κό. Δεν πρό­λα­βα να ρω­τή­σω καν τ’ όνο­μά του, για­τί εκεί­νος συ­νέ­χι­σε να μι­λά­ει κα­ται­γι­στι­κά.

«Αντώ­νης Βου­σβού­νης. Χαί­ρο­μαι που σας γνω­ρί­ζω, κύ­ριε Τσί­μα.» Τα­ρα­κου­νή­θη­κα. «Ο» Αντώ­νης Βου­σβού­νης; Ο αγα­πη­μέ­νος μου συγ­γρα­φέ­ας του Προ­μη­νύ­μα­τος; Μα, αυ­τός εί­χε πε­θά­νει πριν από σα­ρά­ντα χρό­νια! Μάλ­λον δεν θα εί­χα ακού­σει κα­λά ― εκτός αν επρό­κει­το για συ­νω­νυ­μία. Να 'ταν ο εγ­γο­νός του; Ο γιος του; Μπα, θυ­μό­μουν ότι ο γιος του ήταν τρα­πε­ζι­κός. Μυ­στή­ριο. Ο άν­δρας συ­νέ­χι­σε απτό­η­τος.

«Με­λε­τή­σα­με με προ­σο­χή την αί­τη­σή σας να συ­μπε­ρι­λη­φθεί­τε στις τά­ξεις της Ομο­σπον­δί­ας μας. Η κυ­ρία Φω­σκό­λου (έδει­ξε με το κε­φά­λι του τη νε­α­ρή γυ­ναί­κα που κα­θό­ταν στ’ αρι­στε­ρά του, τη μο­να­δι­κή, άλ­λω­στε, γυ­ναί­κα στην Επι­τρο­πή) έχει συλ­λέ­ξει το δειγ­μα­το­λη­πτι­κό corpus των γρα­πτών σας, όπως απαι­τεί ο Κα­νο­νι­σμός. Όλοι μας έχου­με με­λε­τή­σει το τεύ­χος που η κυ­ρία Φω­σκό­λου εί­χε την κα­λο­σύ­νη να ετοι­μά­σει. Και τις 127 σε­λί­δες. Ομο­λο­γώ, κύ­ριε Τσί­μα ότι εδώ ακρι­βώς ξε­κι­νούν κά­ποια θε­μα­τά­κια τα οποία θα κλη­θεί­τε να μας επε­ξη­γή­σε­τε»…

Μά­λι­στα. Αρ­χί­σα­με, σκέ­φτη­κα. Μ’ έλου­ζε σι­γά σι­γά ένας πε­ρί­ερ­γος ιδρώ­τας. Θε­μα­τά­κια; Τι υπο­νο­ού­σε ο κύ­ριος; Αν υπήρ­χε ένα θε­μα­τά­κι, αυ­τό αφο­ρού­σε την πα­ρου­σία του ίδιου στην Επι­τρο­πή: ο συγ­γρα­φέ­ας Αντώ­νης Βου­σβού­νης ήταν σί­γου­ρα νε­κρός! Ποιος ήταν αυ­τός που πα­ρί­στα­νε τον μάλ­λον «λι­γό­τε­ρο γνω­στό» κα­λό συγ­γρα­φέα και πώς δεν εί­χαν κα­τα­λά­βει τί­πο­τα οι υπό­λοι­ποι; Εί­χα την βε­βαιό­τη­τα ότι η έκ­φρα­ση «κρύ­ος ιδρώ­τας» έβρι­σκε εφαρ­μο­γή σε πε­ρι­στά­σεις όπως αυ­τή που βί­ω­να. Όμως, ο ιδρώ­τας που κυ­λού­σε στο μέ­τω­πο μου ήταν καυ­τός! Ανα­ρω­τή­θη­κα αν εί­χα μα­ζί μου κά­ποιο μα­ντί­λι ή χαρ­το­μά­ντι­λο. Η φω­νή της Φω­σκό­λου διέ­κο­ψε την αγω­νία μου.

«Ούρ­σου­λα Φω­σκό­λου, σας κα­λω­σο­ρί­ζω κι εγώ με τη σει­ρά μου, κύ­ριε Τσί­μα.» Πρό­φε­ρε το «Tσ» με εντε­λώς γερ­μα­νι­κό τρό­πο, σαν να έλε­γε τον γερ­μα­νι­κό φθόγ­γο “tsch”. «Οφεί­λω να σας δια­βε­βαιώ­σω ότι η Ομο­σπον­δία δια­θέ­τει όλον τον απα­ραί­τη­το τε­χνο­λο­γι­κό εξο­πλι­σμό, αλ­λά και τις απαι­τού­με­νες δια­συν­δέ­σεις, ώστε να εξα­ντλεί κά­θε εν­δε­χό­με­νο κα­τα­γρα­φής λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου των υπο­ψη­φί­ων που, όπως εσείς, υπο­βάλ­λουν Αί­τη­μα Εγ­γρα­φής. Εί­μα­στε σε θέ­ση να πι­στο­ποι­ή­σου­με ότι τα κεί­με­να τα οποία συ­νέ­λε­ξα και επε­ξερ­γά­στη­κα ώστε να κα­τα­στούν οι 127 σε­λί­δες το δυ­να­τόν εύ­χρη­στες στην Επι­τρο­πή, απο­τε­λούν το σύ­νο­λο του λο­γο­τε­χνι­κού σας έρ­γου, από το 1999 και με­τά.» Έκα­νε μια παύ­ση, ίσως για να κα­τα­νο­ή­σω τη βα­ρύ­τη­τα των λό­γων της. Δεν κού­νη­σα ού­τε βλέ­φα­ρο. Η μα­τιά μου ήταν καρ­φω­μέ­νη στα χεί­λη της Ούρ­σου­λας Φω­σκό­λου. Χεί­λη στε­νά, στε­γνά. Ιδα­νι­κά για λό­για πι­κρά. Δεν πε­ρί­με­να κά­τι κα­λύ­τε­ρο από μια γυ­ναί­κα με τέ­τοιο όνο­μα. Ούρ­σου­λα! Γερ­μα­νι­κής κα­τα­γω­γής θα ήταν, σί­γου­ρα. Τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι δεν υπήρ­χε ού­τε ένας ηλε­κτρο­νι­κός υπο­λο­γι­στής στο χώ­ρο! Ού­τε laptop, ού­τε οθό­νη, ού­τε τί­πο­τα. Μάλ­λον οι «δια­συν­δέ­σεις» που εί­χε ανα­φέ­ρει η Φω­σκό­λου έπαι­ζαν ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ρό­λο από την τε­χνο­λο­γία στο έρ­γο της Επι­τρο­πής. Δια­τή­ρη­σα την ψυ­χραι­μία μου. Συγ­χύ­ζο­μαι όταν σκέ­φτο­μαι δια­συν­δέ­σεις, κο­νέ, γνω­ρι­μί­ες, μέ­σα. Η Φω­σκό­λου ξα­να­πή­ρε μπρος.

«Στο 99% των αι­τή­σε­ων, το συ­νο­δευ­τι­κό τεύ­χος απαρ­τί­ζε­ται από του­λά­χι­στον 300 σε­λί­δες, κύ­ριε Τσί­μα. Και πρό­κει­ται, συ­νή­θως, για απάν­θι­σμα έρ­γων.»

Δεν εί­μαι ηλί­θιος. Κα­τα­νό­η­σα αμέ­σως ότι μου έλε­γε πως δεν εί­χα γρά­ψει αρ­κε­τές σε­λί­δες, πως το έρ­γο μου ήταν λί­γο. Ευ­χή­θη­κα να μην ήταν και ποιο­τι­κά λί­γο. Μα, αν ίσχυε αυ­τό το τε­λευ­ταίο, τι στο κα­λό με εί­χαν κα­λέ­σει στην Επι­τρο­πή; Να με πλη­ρο­φο­ρή­σουν πως ήμουν λί­γος για την Ομο­σπον­δία τους; Θα μπο­ρού­σαν να εί­χαν στεί­λει ένα e-mail. Να τε­λειώ­νου­με, πριν αρ­χί­σου­με. Α, ναι, δεν εί­χαν υπο­λο­γι­στές. Εί­χε βέ­βαια η γραμ­μα­τέ­ας, μπρο­στά. Η γραμ­μα­τέ­ας! Εκεί έπρε­πε να εί­χα μεί­νει, τι την ήθε­λα την Επι­τρο­πή και τη συ­νέ­ντευ­ξη; Γύ­ρι­σα αρ­γά το κε­φά­λι μου αρι­στε­ρά, να ξα­να­δώ έναν έναν και τους άλ­λους. Ο φα­λα­κρός κα­θά­ρι­ζε τα γυα­λιά του μ’ ένα πα­νά­κι. Ακό­μα δεν εί­χα ακού­σει τ’ όνο­μά του. Ο κα­τά δή­λω­σή του Γραμ­μα­τέ­ας, ο ποι­η­τής Σε­ρέ­φας δη­λα­δή, ο Σά­κης που εί­χα γνω­ρί­σει ως παι­δί κά­ποιο κα­λο­καί­ρι της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρί­ας, με κοί­τα­ζε σαν να ήμουν εξω­γή­ι­νος. Μάλ­λον κοί­τα­ζε κά­τι πί­σω απ’ τον ώμο μου. Ένα «κλακ» συ­νο­δευό­με­νο από ένα θρόι­σμα ρού­χων με πλη­ρο­φό­ρη­σε πως κά­ποιος εί­χε μό­λις μπει στην αί­θου­σα. Στρά­φη­κα αμέ­σως να δω.

Ένας μάλ­λον οστε­ώ­δης, γη­ρα­λέ­ος άν­δρας, ντυ­μέ­νος με γκρι-σιελ λι­νό κο­στού­μι και φα­ντε­ζί κόκ­κι­νες τι­ρά­ντες, όρ­μη­σε κυ­ριο­λε­κτι­κά μέ­σα στο δω­μά­τιο κρα­δαί­νο­ντας μια δερ­μά­τι­νη τσά­ντα πα­λαιού τύ­που, σαν αυ­τήν που εί­χαν όλοι οι δά­σκα­λοί μου στο Δη­μο­τι­κό, και μια σκού­ρα κα­μπαρ­ντί­να στο άλ­λο χέ­ρι. Μί­λη­σε ενώ διέ­σχι­ζε γρή­γο­ρα την από­στα­ση που τον χώ­ρι­ζε απ’ τη θέ­ση του στο τρα­πέ­ζι της Επι­τρο­πής.

«Συ­νε­χί­στε, συ­νε­χί­στε, μη δια­κό­πτε­τε εξαι­τί­ας μου! Κα­τα­ρα­μέ­να ρο­λό­για.. πά­ντα βρί­σκουν τρό­πο να στα­μα­τή­σουν την πλέ­ον ακα­τάλ­λη­λη ώρα… Άντε να βρεις τα­ξί τε­λευ­ταία στιγ­μή στα Μέ­θα­να… Εδώ εί­μα­στε, λοι­πόν!» Ακού­μπη­σε θριαμ­βευ­τι­κά την τσά­ντα του στο τρα­πέ­ζι, πέ­τα­ξε την κα­παρ­ντί­να του στο βε­λου­δο­ντυ­μέ­νο κά­θι­σμα και, ξε­φυ­σώ­ντας, με κοί­τα­ξε με εν­δια­φέ­ρον από πά­νω μέ­χρι κά­τω. Ένα διά­φα­νο, άτα­κτο και μάλ­λον απε­ρι­ποί­η­το κα­τά­λευ­κο μού­σι στε­φά­νω­νε το πρό­σω­πό του.

«Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Ηλί­ας Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος!» συ­στή­θη­κε χα­μο­γε­λώ­ντας. «Λυ­πά­μαι που κα­θυ­στέ­ρη­σα, κύ­ριε Τσί­μα.» Δεν πρό­λα­βε να πει πε­ρισ­σό­τε­ρα. Ο φα­λα­κρός, που ακό­μα δεν εί­χε συ­στη­θεί, πε­τά­χτη­κε όρ­θιος. Εί­χε μια έκ­φρα­ση φρί­κης στο πρό­σω­πο. Ξαφ­νι­κά, ήμουν όλος αυ­τιά.

«Κύ­ριε Πρό­ε­δρε» ξε­κί­νη­σε ο κα­ρά­φλας, ο οποί­ος, ση­μειω­τέ­ον, ήταν πα­νύ­ψη­λος. «Κύ­ριε Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λε, λυ­πά­μαι πο­λύ που τα­λαι­πω­ρη­θή­κα­τε αδί­κως!» Ο Πρό­ε­δρος τον κοί­τα­ξε μάλ­λον έκ­πλη­κτος και έπια­σε την τσά­ντα του, προ­σπα­θώ­ντας να την ανοί­ξει με το ένα χέ­ρι, πράγ­μα αδύ­να­τον: τα λου­ριά ήταν πο­λύ σφι­χτά. «Σας έστει­λα κα­τε­πεί­γον τη­λε­γρά­φη­μα προ οκτα­ώ­ρου! Εξε­δό­θη απαλ­λα­κτι­κό για την συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση λό­γω επα­πει­λού­με­νης συγ­γε­νι­κής dissensio! Το Γρα­φείο Δια­σφά­λι­σης Ποιό­τη­τας Δια­δι­κα­σιών έχει επι­λέ­ξει τον κύ­ριο Σου­ρού­νη ως αντι­κα­τα­στά­τη σας, τον ανα­μέ­νου­με από στιγ­μή σε στιγ­μή!» Ο Πρό­ε­δρος φαι­νό­ταν εξί­σου απο­σβο­λω­μέ­νος μ’ εμέ­να. Σχε­δόν ξέ­πνοα, απά­ντη­σε στον κα­ρά­φλα αφού εί­χε ξε­ρο­κα­τα­πιεί δυο-τρεις φο­ρές.

«Τι μου λέ­τε, κύ­ριε Φάις; Αντι­κα­τα­στά­θη­κα; Συγ­γε­νι­κή συ­γκυ­ρία; Συγ­γε­νής μου ο κύ­ριος Τσί­μας; Μα πώς;» Η απο­ρία του ήταν γνή­σια. Εί­χα κι εγώ ακρι­βώς την ίδια. Αλ­λά μέ­σα στο ήδη μπερ­δε­μέ­νο μυα­λό μου το όνο­μα του κα­ρά­φλα εί­χε σκαρ­φα­λώ­σει στην κο­ρυ­φή των προ­τε­ραιο­τή­των μου. Ώστε ο κα­ρα­φλός ήταν ο Φάις! Ο Φάις. Τι λες βρε παι­δί μου... Ο Φάις λοι­πόν φυλ­λο­μέ­τρη­σε τα χαρ­τιά του, ψά­χνο­ντας κά­τι. Δεν τον εί­χα ανα­γνω­ρί­σει, εί­χα­με όμως μια πο­λύ σύ­ντο­μη συ­νά­ντη­ση πολ­λά χρό­νια πριν, στο ΕΚΕ­ΒΙ. Και πά­λι ήμουν υπο­ψή­φιος, για ένα σε­μι­νά­ριο συγ­γρα­φής νου­βέ­λας ― το θυ­μή­θη­κα αμέ­σως. Τό­τε ο Φάις με εί­χε απορ­ρί­ψει. Στο με­τα­ξύ, το έγ­γρα­φο εί­χε βρε­θεί και ο Φάις άρ­χι­σε να το δια­βά­ζει.

«Κα­τό­πιν σχε­τι­κής εντο­λής μπλα μπλα… διε­ρεύ­νη­ση σχέ­σε­ων και δυ­νη­τι­κών… μά­λι­στα… μπλα... Ορί­στε! εδώ: η δε αδελ­φή της συ­ζύ­γου του, Νιό­βης, ονό­μα­τι Ελέ­νη Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, φαρ­μα­κο­ποιός εν Θεσ­σα­λο­νί­κη, υπήρ­ξε επί σει­ρά ετών στε­νό­τα­τη φί­λη του πα­τρός του αι­τού­ντος, Γε­ωρ­γί­ου»… Ο Φάις δεν πρό­λα­βε να ολο­κλη­ρώ­σει. Με κα­τα­κόκ­κι­νο πρό­σω­πο, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος τον διέ­κο­ψε, γουρ­λω­μέ­νος.

«Η κου­νιά­δα μου; Η κου­νιά­δα μου; Έχει απο­βιώ­σει προ τρια­κο­ντα­ε­τί­ας!» ούρ­λια­ξε.

Ξε­ρό­βη­ξα και πρό­σθε­σα, κά­πως αμή­χα­να εί­ναι αλή­θεια, πως και ο πα­τέ­ρας μου εί­χε απο­βιώ­σει προ ει­κο­σα­ε­τί­ας. Κα­νείς δεν μου έδω­σε ση­μα­σία. Ση­μα­σία εί­χε το πό­ρι­σμα της υπη­ρε­σί­ας Πο­λι­τι­κής Ορ­θό­τη­τας, διό­τι πε­ρί τέ­τοιας επρό­κει­το, αυ­τό κα­τά­λα­βα. Προ­σπά­θη­σα να θυ­μη­θώ την φαρ­μα­κο­ποιό που ήταν προ­φα­νώς η αι­τία να αντι­κα­τα­στα­θεί ο, συ­μπα­θής γέ­ρων Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος από τον Αντώ­νη Σου­ρού­νη. Διά­φο­ρες ει­κό­νες γυ­ναι­κών, φί­λων του πα­τέ­ρα μου, πέ­ρα­σαν από μπρο­στά μου. Εί­χε πολ­λές φί­λες ο μπα­γά­σας! Δεν ολο­κλή­ρω­σα την ταυ­το­ποί­η­ση, δεν μπο­ρού­σα να θυ­μη­θώ. Μα πού ήταν επι­τέ­λους κι αυ­τός ο κύ­ριος Σου­ρού­νης; Εί­χε πε­ρά­σει του­λά­χι­στον ένα ει­κο­σά­λε­πτο απ’ την ώρα έναρ­ξης που μου εί­χε κοι­νο­ποι­η­θεί. Το δε­ξί μου πό­δι κι­νή­θη­κε αυ­τό­νο­μα και το πα­πού­τσι μου χτύ­πη­σε το πά­τω­μα, τοκ-τοκ-τοκ, προ­δί­δο­ντας την αδη­μο­νία μου. Ο Φάις με κοί­τα­ξε επι­τι­μη­τι­κά.

«Εί­ναι απί­στευ­τα πράγ­μα­τα αυ­τά, απί­στευ­τα! Όχι μό­νο διέ­κο­ψα τα λου­τρά μου, έχω φρο­ντί­σει να κρα­τή­σω και ένα τρα­πέ­ζι για να συμ­φά­γου­με άπα­ντες, με­τά το πέ­ρας της δια­δι­κα­σί­ας, στο εστια­τό­ριο της Λέ­σχης! Και μου λέ­τε τώ­ρα, τώ­ρα, πως έχω αντι­κα­τα­στα­θεί; Και πρέ­πει να απο­χω­ρή­σω πά­ραυ­τα;» Ο πα­ρ' ολί­γον Πρό­ε­δρος έδει­χνε έξαλ­λος. Σκέ­φτη­κα ν' απο­φορ­τί­σω την ατμό­σφαι­ρα. Λά­θος σκέ­ψη, αλ­λά δεν το ήξε­ρα εκεί­νη τη στιγ­μή.

«Ε, δεν κλεί­σα­τε δα και στου Γκρι­μπο­γιέ­ντοφ» εί­πα υπο­μει­διώ­ντας, μάλ­λον άκομ­ψα.

Την ώρα που ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος ετοι­μα­ζό­ταν να ξα­να­νοί­ξει το στό­μα του, ο Φάις στρά­φη­κε στον Σε­ρέ­φα. Το «Γκρι­μπο­γιέ­ντοφ» ήταν η στα­γό­να που ξε­χεί­λι­σε το πο­τή­ρι, φαί­νε­ται.

«Κύ­ριε Γραμ­μα­τέα, δεν θα ήταν δε­ο­ντο­λο­γι­κά ορ­θό­τε­ρο να πε­ρι­μέ­νει ο κύ­ριος Τσί­μας στον προ­θά­λα­μο έως ότου ξε­κα­θα­ρί­σου­με τα της σύν­θε­σης της Επι­τρο­πής;» Η φω­νή του ήταν αυ­τό που λέ­με υπαι­νι­κτι­κή, μια λέ­ξη που δεν έχω χρη­σι­μο­ποι­ή­σει πο­τέ ακρι­βώς διό­τι δεν εί­χα πο­τέ ώς τό­τε ακού­σει μια υπαι­νι­κτι­κή φρά­ση. Τι υπαι­νισ­σό­ταν, όμως; Δεν επι­θυ­μού­σα να μα­ντέ­ψω. Ο Σε­ρέ­φας διέ­κο­ψε τη σύν­θε­ση ενός ακό­μα ποι­ή­μα­τος που, ώς εκεί­νη τη στιγ­μή, ήμουν σί­γου­ρος, ολο­κλή­ρω­νε στο μυα­λό του, και χα­μο­γέ­λα­σε ψυ­χρά. Πώς τολ­μού­σαν να του υπο­δεί­ξουν τη δου­λειά του; Δεν κα­τά­λα­βα τι ακρι­βώς εί­χε με­σο­λα­βή­σει, αλ­λά σε λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα η γραμ­μα­τέ­ας στε­κό­ταν μπρο­στά του.

«Δε­σποι­νίς Ιζα­μπώ, πα­ρα­κα­λώ φρο­ντί­στε τον κύ­ριο Τσί­μα στον προ­θά­λα­μο μέ­χρι να εί­μα­στε έτοι­μοι. Ευ­χα­ρι­στώ.» Εμ­βρό­ντη­τος με το όνο­μα της γραμ­μα­τέ­ως, την ακο­λού­θη­σα αμί­λη­τος προς την έξο­δο. Πρό­λα­βα να δω με την άκρη του μα­τιού μου το βλέμ­μα του Φάις (ήταν έξαλ­λος), ενώ ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος εί­χε εκ­με­ταλ­λευ­τεί τη δια­κο­πή και άδεια­ζε την τσά­ντα του: ένα σω­ρό χαρ­τιά βρί­σκο­νταν ήδη στην επι­φά­νεια του τρα­πε­ζιού, δί­πλα σε μια μπα­νά­να, κά­πως γι­νω­μέ­νη, και ένα δερ­μά­τι­νο ση­μειω­μα­τά­ριο, ένα filofax! Χρό­νια εί­χα να δω filofax. Όλος ο κό­σμος χρη­σι­μο­ποιού­σε tablets πλέ­ον. Με­τά, η πόρ­τα έκλει­σε πί­σω μου και ήμουν μό­νος με την γραμ­μα­τέα της Επι­τρο­πής, την δε­σποι­νί­δα Ιζα­μπώ.

Έκλει­σα τα μά­τια μου αρ­γά αρ­γά, όπως κά­νω όπο­τε προ­σπα­θώ να γί­νω φί­λος με κά­ποια κε­ρα­μι­δό­γα­τα, ψά­χνο­ντας να σκε­φτώ κά­τι έξυ­πνο ώστε ν' ανοί­ξω κου­βέ­ντα. Αυ­τό που αντί­κρι­σα όταν τα ξα­νά­νοι­ξα, εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα τα μά­τια μου να γουρ­λώ­σουν, ενώ τα αι­μο­φό­ρα αγ­γεία του προ­σώ­που μου γέ­μι­σαν τα­χύ­τα­τα, προ­κα­λώ­ντας μου ένα κοκ­κί­νι­σμα που ένιω­σα από μέ­σα σαν κα­ψά­λι­σμα. Μπρο­στά μου στε­κό­ταν μια κο­πέ­λα που δεν εί­χα ξα­να­δεί. Ήταν κο­ντή, με­λα­χρι­νή, με με­γά­λα, πο­λύ ανοι­χτό­χρω­μα μά­τια. Φο­ρού­σε κά­τι πρά­σι­νο, βε­λου­τέ, με­τα­ξύ φόρ­μας γυ­μνα­στι­κής και πι­τζά­μας. Τα χεί­λη της ήταν σαρ­κώ­δη. Πρέ­πει να έδει­χνα τό­σο αστεί­ος μπρο­στά της, με το πρό­σω­πό μου κα­τα­κόκ­κι­νο και το στό­μα μου ν’ ανοι­γο­κλεί­νει προ­σπα­θώ­ντας να βγά­λει μια σει­ρά λέ­ξεις που θα εί­χαν κά­ποιο νό­η­μα, που εκεί­νη γέ­λα­σε. Αμέ­σως, όμως, σο­βα­ρεύ­τη­κε και άκου­σα την πιο γλυ­κιά φω­νή που εί­χα ακού­σει από το 2007, όταν επι­σκέ­φθη­κα το Τό­κιο και βρέ­θη­κα κα­τά λά­θος σ' ένα κέ­ντρο πα­ρα­δο­σια­κού μα­σάζ.

«Κύ­ριε Τσί­μα, αι­σθά­νε­στε κα­λά; Θέ­λε­τε να κα­θί­σε­τε;»

Μά­ζε­ψα όλες τις δυ­νά­μεις μου, και το μό­νο που κα­τά­φε­ρα να αρ­θρώ­σω ήταν ένα «Ιζα­μπώ;» τό­σο αχνό και σκο­ρο­φα­γω­μέ­νο, ώστε θα νό­μι­ζε κα­νείς πως με εί­χαν ναρ­κώ­σει.

Η γυ­ναί­κα γέ­λα­σε ξα­νά. Το δέρ­μα της έλα­μπε σαν να το 'χε πε­ρά­σει με κά­ποιο λά­δι. Κάρ­φω­σα τα μά­τια μου στα δι­κά της, ερω­τη­μα­τι­κά. Δεν άντε­χα να μι­λή­σω αλ­λά έπρε­πε να κα­τα­λά­βω τι στο κα­λό συ­νέ­βαι­νε. Πού ήταν η Ιζα­μπώ; Ποια ήταν αυ­τή η κο­πέ­λα με το λα­μπε­ρό δέρ­μα; Τι γύ­ρευε ένα στο­λι­σμέ­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέ­ντρο στη γω­νία του γρα­φεί­ου, με φω­τά­κια που ανα­βό­σβη­ναν; Αυ­τό κι αν «μ' έστει­λε»! Το μό­νο που εί­χε απο­μεί­νει ήταν να τσι­μπη­θώ μή­πως ονει­ρευό­μουν. Ένιω­σα τα γό­να­τά μου να λυ­γί­ζουν αλ­λά δεν σω­ριά­στη­κα: η κο­πέ­λα-στη-θέ­ση-της-Ιζα­μπώς βρέ­θη­κε αστρα­πιαία πί­σω μου, με συ­γκρά­τη­σε πιά­νο­ντας στι­βα­ρά τους ώμους μου και με βο­ή­θη­σε να κα­θί­σω στην πο­λυ­θρό­να που ήταν ακρι­βώς δί­πλα. Πριν κα­λο­κα­τα­λά­βω τι και πώς, βρέ­θη­κα μ’ ένα πο­τή­ρι νε­ρό στο χέ­ρι. Ήπια μπό­λι­κες γου­λιές. Όταν κά­πως συ­νήλ­θα, εκεί­νη πή­ρε το πο­τή­ρι και το απί­θω­σε στο γρα­φείο.

«Ωραία. Πρέ­πει να αι­σθά­νε­στε κα­λύ­τε­ρα, το βλέ­πω στο πρό­σω­πό σας. Χα­λα­ρώ­στε, δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας λό­γος να εί­στε αγ­χω­μέ­νος, κύ­ριε Τσί­μα!» Εί­χε πο­λύ ευ­χά­ρι­στη και, θα έλε­γα, κα­τα­πραϋ­ντι­κή χροιά η φω­νή της. Πή­ρα μια βα­θιά ανά­σα. Για­τί εί­χα αγ­χω­θεί; Αφού ήξε­ρα πως για κά­θε ερώ­τη­μα υπάρ­χει και μία απά­ντη­ση. Σί­γου­ρα η κο­πέ­λα αυ­τή θα ήταν σε θέ­ση να μου λύ­σει όλες τις απο­ρί­ες. Αρ­κεί να τη ρω­τού­σα. Κι αυ­τό έκα­να.

«Εξη­γή­στε μου, πα­ρα­κα­λώ: Τι απέ­γι­νε η δε­σποι­νίς Ιζα­μπώ; Και ο Πρό­ε­δρος...; Έχει έρ­θει ο κύ­ριος Σου­ρού­νης; Μή­πως με πε­ρι­μέ­νουν μέ­σα;»

«Αχ, κύ­ριε Τσί­μα μου,» ξε­κί­νη­σε να μου απα­ντά ― κι αμέ­σως άλ­λα­ξε θέ­μα. «Αλή­θεια, πρέ­πει να σας πω ότι μου εί­στε ιδιαι­τέ­ρως συ­μπα­θής. Πρώ­τη φο­ρά ταυ­τί­στη­κα με κεί­με­νο υπο­ψη­φί­ου τό­σο πο­λύ. Ει­λι­κρι­νά.»

Κα­νο­νι­κά θα έπρε­πε να νιώ­σω υπε­ρη­φά­νεια που, μέ­σα στο κτή­ριο της Ομο­σπον­δί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, κά­ποιος, κά­ποια τέ­λος πά­ντων, μι­λού­σε επαι­νε­τι­κά για ένα γρα­πτό μου. Δεν τα κα­τά­φε­ρα, όμως, ίσως για­τί δεν ήξε­ρα ού­τε ποια ήταν η γυ­ναί­κα που μι­λού­σε έτσι, ού­τε καν σε ποιο κεί­με­νο ανα­φε­ρό­ταν. Ένιω­σα να ανα­κτώ τις δυ­νά­μεις μου, και προ­χώ­ρη­σα σε νέο κύ­κλο ερω­τή­σε­ων.

«Εσείς ποια εί­στε; Σε ποιο κεί­με­νο ανα­φέ­ρε­στε; Και για­τί βλέ­πω ένα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέ­ντρο; Δεν εί­ναι λί­γο νω­ρίς για στο­λι­σμούς; Πό­τε προ­έ­κυ­ψε αυ­τό; Δεν το θυ­μά­μαι εκεί πριν… πριν.»

«Συγ­χω­ρέ­σε­τε με, δεν συ­στη­θή­κα­με. Εί­μαι η Μαρ­γα­ρί­τα, γραμ­μα­τέ­ας της Επι­τρο­πής… Εγώ…» (κό­μπια­σε), «εγώ επι­με­λή­θη­κα το τεύ­χος των γρα­πτών σας, με τα κεί­με­να που μου πα­ρέ­δω­σε η κυ­ρία Φω­σκό­λου… κα­τα­λα­βαί­νε­τε, τα έχω δια­βά­σει όλα… και, βε­βαί­ως ανα­φε­ρό­μουν στο πρό­σφα­το δι­ή­γη­μά σας, με τί­τλο Αγκι­νά­ρες α-λα Πο­λί­τα!» Με κοί­τα­ξε σαν να ήθε­λε να μου ζη­τή­σει συγ­γνώ­μη. Μα για ποιο λό­γο;

«Βε­βαί­ως. Τις Αγκι­νά­ρες, λοι­πόν. Να υπο­θέ­σω ότι έχε­τε κι εσείς παι­διά στην εφη­βεία;» ρώ­τη­σα, κι αμέ­σως συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι εί­χα ξε­στο­μί­σει μα­λα­κία. Η κο­πέ­λα δεν έδει­χνε πά­νω από εί­κο­σι πέ­ντε, βία εί­κο­σι επτά! Τι παι­διά και εφη­βεί­ες; Πα­ρα­δό­ξως, δεν γέ­λα­σε.

«Όχι, όχι παι­διά.» Δά­γκω­σε τα χεί­λη της. «Αυ­να­νί­ζο­μαι. Συ­χνά. Και δεν έχω ξα­να­δια­βά­σει τέ­τοια πε­ρι­γρα­φή γυ­ναι­κεί­ου αυ­να­νι­σμού, και μά­λι­στα από άν­δρα! Θα έπρε­πε να σας δώ­σω συγ­χα­ρη­τή­ρια!» Με κοί­τα­ζε έντο­να. Κα­τέ­βα­σα τα μά­τια. Με­τά, την κοί­τα­ξα κι εγώ. Σοκ. Η σκη­νή του αυ­να­νι­σμού. Δεν το πε­ρί­με­να. Κα­θό­λου.

«Μό­λις το κά­να­τε. Σας ευ­χα­ρι­στώ. Μου βγή­κε φυ­σι­κά, βλέ­πε­τε, έχω μα­κρά πεί­ρα ― στον αυ­να­νι­σμό.» Μα, τι με εί­χε πιά­σει; Τι έλε­γα σ’ αυ­τή την αυ­νά­να γραμ­μα­τέα; Ήμουν στα κα­λά μου; Μπρο­στά στην πόρ­τα της Επι­τρο­πής που σε λί­γα λε­πτά θα έκρι­νε το μέλ­λον της αί­τη­σής μου και, υπό μία έν­νοια, της ζω­ής μου, εγώ χα­ριε­ντι­ζό­μουν με μιαν άγνω­στη;

Χα­μο­γε­λώ­ντας, έσκυ­ψε προς το μέ­ρος μου. Το βε­λου­τέ φορ­μά­κι που φο­ρού­σε μου απο­κά­λυ­ψε ότι εί­χε μυ­τε­ρό στή­θος. Χα­μη­λό­φω­να, λες και μοι­ρα­ζό­ταν ένα μυ­στι­κό μα­ζί μου, με απο­τε­λεί­ω­σε μ’ ένα «Λα­τρεύω το χιού­μορ σας, κύ­ριε Τσί­μα. Μα­κρά πεί­ρα στον αυ­να­νι­σμό! Εί­στε απί­στευ­τος. Πραγ­μα­τι­κός μετρ!» Ένιω­σα αμέ­σως πως τα λό­για της ήταν απο­λύ­τως ει­λι­κρι­νή. Να σε απο­κα­λεί μαιτρ μια Μαρ­γα­ρί­τα, έχει μιαν άλ­λη βα­ρύ­τη­τα, πώς να το κά­νου­με! Οι απο­ρί­ες μου, όμως, πα­ρέ­με­ναν ανα­πά­ντη­τες. Και η Επι­τρο­πή...; Πό­τε θα με εξέ­τα­ζε η Επι­τρο­πή; Επα­νέ­λα­βα με μια δό­ση στόμ­φου τις ερω­τή­σεις μου.

«Πεί­τε μου, Μαρ­γα­ρί­τα, πώς και εμ­φα­νι­στή­κα­τε στη θέ­ση της Ιζα­μπώς; Εσείς στή­σα­τε αυ­τό το… χα­ρι­τω­μέ­νο δε­ντρά­κι; Σε πό­ση ώρα θα με δει η Επι­τρο­πή;»

«Η Ιζα­μπώ ερ­γά­ζε­ται Δευ­τέ­ρα-Τε­τάρ­τη-Πα­ρα­σκευή. Σή­με­ρα εί­ναι Πέμ­πτη, δι­κή μου μέ­ρα. Το δε­ντρά­κι – χμμ… όλος ο στο­λι­σμός στο κτή­ριο εί­ναι ευ­θύ­νη του Τμή­μα­τος Δια­χεί­ρι­σης Υλι­κών, δεν χρειά­ζε­ται να κά­νου­με κά­τι. Μας το έφε­ραν πριν από δε­κα­πέ­ντε ημέ­ρες.»

«Σας το έφε­ραν Οκτώ­βρη μή­να;» την διέ­κο­ψα. Τό­τε μό­νο κα­τά­λα­βα αυ­τό που εί­χε πει για τις ημέ­ρες. Δεν ήταν δυ­να­τόν. Το ρα­ντε­βού μου ήταν για Τε­τάρ­τη, Τε­τάρ­τη πρωί. Με εί­χε υπο­δε­χθεί η Ιζα­μπώ. Με εί­χε «απο­βάλ­λει προ­σω­ρι­νά» από την αί­θου­σα της Επι­τρο­πής ο Φάις, εύ­σχη­μα μεν εφό­σον όντως υπήρ­χε ένα δια­δι­κα­στι­κό ζή­τη­μα που δεν με αφο­ρού­σε ― μα πώς δεν με αφο­ρού­σε; Εί­χαν εμπλέ­ξει τον πα­τέ­ρα μου! Και την κου­νιά­δα του Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου. Και στο με­τα­ξύ ήταν ήδη Πέμ­πτη; Μα τό­τε πρέ­πει να εί­χα χά­σει τις αι­σθή­σεις μου για του­λά­χι­στον 24 ώρες!

«Κύ­ριε Τσί­μα, ακού­στε με. Ανα­φέ­ρε­στε σε κά­τι που έλα­βε χώ­ρα προ δι­μή­νου. Σή­με­ρα εί­ναι Πα­ρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς. Η Επι­τρο­πή δεν συ­νε­δριά­ζει. Για την ακρί­βεια, η Επι­τρο­πή δεν υφί­στα­ται καν: η κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία ερ­γα­σιών της, υπό την σύν­θε­ση που γνω­ρί­σα­τε, ήταν η 24η Δε­κεμ­βρί­ου.»

Το στό­μα μου άνοι­ξε, αλ­λά το έκλει­σα προ­τού πά­θω εξάρ­θρω­ση σια­γό­νας, γνω­ρί­ζω πο­λύ κα­λά πό­σο επώ­δυ­νο εί­ναι. Δεν κα­τα­λά­βαι­να Χρι­στό. Η κο­πε­λιά με δού­λευε, πι­θα­νό­τα­τα ήθε­λε να τε­στά­ρει το χιού­μορ μου που τό­σο θαύ­μα­ζε.

«Σκε­φθεί­τε, κύ­ριε Τσί­μα. Σκε­φθεί­τε. Πό­τε ξε­κι­νή­σα­τε να γρά­φε­τε αυ­τή την ιστο­ρία; Τέ­λος Οκτω­βρί­ου. Την δια­βά­σα­τε, ημι­τε­λή, στο σε­μι­νά­ριο ψυ­χο­λο­γί­ας Αφή­γη­ση Ζω­ής. Υπο­σχε­θή­κα­τε στην κυ­ρία Πα­τού­λη να την ολο­κλη­ρώ­σε­τε. Σω­στά; Σω­στά. Και πό­τε την ξα­να­πιά­σα­τε; Με­τά τα Χρι­στού­γεν­να, κύ­ριε Τσί­μα. Με­τά τα Χρι­στού­γεν­να. Τι νο­μί­σα­τε; Πως ο χρό­νος μέ­σα στην ιστο­ρία σας, που εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κή, έτσι εί­ναι, ο χρό­νος θα σας πε­ρί­με­νε; Όχι, κύ­ριε Τσί­μα μου. Όχι. Όταν γρά­φε­τε ένα αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο στον πα­ρό­ντα χρό­νο, ο χρό­νος σάς πα­ρα­κο­λου­θεί, εί­ναι ενιαί­ος, ο ίδιος χρό­νος με της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής. Κλεί­σα­τε τα μά­τια σας τέ­λος Οκτω­βρί­ου και τα ξα­να­νοί­ξα­τε τέ­λος Δε­κεμ­βρί­ου. Δεν φα­ντα­ζό­σα­στε, βέ­βαια, πως η Επι­τρο­πή θα σας πε­ρί­με­νε δύο μή­νες, μέ­χρι να δε­ή­σε­τε να ξα­να­πιά­σε­τε την ιστο­ρία σας!»

Δεν μί­λη­σα. Δεν έβρι­σκα τί­πο­τε να πω. Η Μαρ­γα­ρί­τα με κοί­τα­ζε με τα τε­ρά­στια μά­τια της κι εγώ σκε­φτό­μουν ότι νύ­στα­ζα. Κι έκλει­σα αρ­γά αρ­γά τα δι­κά μου. Πρό­λα­βα ν’ ακού­σω ένα Κα­λή Χρο­νιά να στρο­βι­λί­ζε­ται στο σκο­τά­δι, ενώ πλη­κτρο­λο­γού­σα command-W και η ιστο­ρία μου εξα­φα­νι­ζό­ταν στις απο­θή­κες του Microsoft Word.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: