Δεν άρεσε στον πατέρα μου η όπερα. Όποτε άκουγε στο ραδιόφωνο τότε, μάλλον τον ενοχλούσε, αφύσικη πολύ τού φαινόταν, καθόλου δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Ένα απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τον βρήκα να ακούει όπερα, την Κάλλας στο μεγάλο ραδιόφωνο, στη μέση του καθιστικού που είχαν τότε τα σπίτια μας.
Τρέχανε τα μάτια του.

—Μπαμπά; Εσύ δεν μου ’λεγες..
—Ναι. Αλλά αυτή είναι αηδόνι, μου είπε.

Τότε, το αηδόνι για την Κάλλας το πήρα για απλώς υπερθετικό βαθμό περιγραφής τής φωνής της. Αρκετά χρόνια μετά άκουσα κι εγώ αηδόνι προσεκτικά, όπως θ’ άκουγε κι ο πατέρας μου στο Βαριμπόπι, το χωριό του, στην Κυπαρισσία. Κατάλαβα το εύρος του κελαηδήματός του, το γιατί υπερέχει από τα πουλιά όλα.
Ο πατέρας μου, δηλαδή, έκανε και μια τεχνική παρατήρηση, σκέφτηκα, έναν ακριβή, πέραν της γοητείας των δύο ήχων, παραλληλισμό.

(Δεν θυμάμαι ποιος μου είχε πει κι αυτή την άλλη μικρή ιστορία: μια Αθηναία, φεύγοντας από το νησί που παραθέριζε ένα φθινόπωρο, χάρισε μια κασέτα μαγνητοφώνου με την Κάλλας, λέει, σ’ έναν φίλο της ψαρά, ντόπιο.

—Άκουσέ την, να μου πεις τη γνώμη σου όταν ξανά 'ρθω, τoυ είπε.

Το επόμενο καλοκαίρι που γύρισε τον ρώτησε:

—Την άκουσες;
—Ναι, είπε αυτός.
—Και;
—Να σου πω. Αυτή, τελικά, δίκιο έχει που φωνάζει.)

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )