Αντανακλάσεις ~ Κούκουνας και Κόντογλου

Αντανακλάσεις ~  Κούκουνας και Κόντογλου

Στην πραγ­μα­τι­κο­́τ­ητα, η τε­́χνη κα­θρε­φτί­ζει το θε­α­τή κι όχι τη ζω­ή.
ΟΣΚΑΡ  ΟΥΑΪΛΝΤ
Το πορ­τρέ­το του Ντό­ριαν Γκρέι


__________
Κων­στα­ντί­νος Κού­κου­νας : Δι­ή­με­ρον ἐν Θεσ­σα­λο­νίκῃ, εκδ. Historia, 2022
_____________





Το πε­ζο­γρά­φη­μα που αυ­το­συ­στή­νε­ται ως «σύγ­χρο­νο τα­ξι­διω­τι­κό αφή­γη­μα» έχει θε­ω­ρη­τι­κά τον στό­χο να αφη­γη­θεί μία δι­ή­με­ρη επί­σκε­ψη του αφη­γη­τή στη Νύμ­φη του Θερ­μαϊ­κού. Πρα­κτι­κά όμως ο τί­τλος εξα­πα­τά. Δεν πρό­κει­ται για δι­ή­με­ρο και φυ­σι­κά δεν εί­ναι άλ­λο ένα τα­ξι­διω­τι­κό αφή­γη­μα.
Ο συγ­γρα­φέ­ας ξε­κι­νά όντως από ένα τα­ξί­δι επ’ αφορ­μή κά­ποιας ερω­τι­κής ιστο­ρί­ας, δί­νει κι ένα τρό­πον τι­νά πορ­φυ­ρό ύφος στο βι­βλίο του με το εξώ­φυλ­λο, δη­μιουρ­γώ­ντας στον ανα­γνώ­στη την προσ­δο­κία μί­ας ακό­μη ερω­τι­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης. Όμως το κλι­σέ ανα­τρέ­πε­ται σχε­δόν εμ­μο­νι­κά. Δια­βά­ζο­ντας το Δι­ή­με­ρον ψά­χνει ο ανα­γνώ­στης να βρει τα ερω­τι­κά ψήγ­μα­τα. Κα­θώς δια­βά­ζει, χά­νε­ται όμως στον ρεμ­βα­σμό του αφη­γη­τή και στην ιστο­ρι­κή πε­ρι­διά­βα­ση αιώ­νων μιας πό­λης πα­λαιάς.
Το βι­βλίο που πα­ρου­σιά­ζου­με εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα αφή­γη­μα σα­γή­νης πα­ρά ένα απλό τα­ξι­διω­τι­κό. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­ναι που σα­γη­νεύ­ει, η ιστο­ρία της, το πα­ρελ­θόν της πό­λης, όχι η Σα­λο­νι­κιά που υπο­τί­θε­ται πως ο αφη­γη­τής τα­ξι­δεύ­ει για να συ­να­ντή­σει. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη που έχει γί­νει υπο­συ­νεί­δη­το πα­ρελ­θόν του αφη­γη­τή. Ο ασκη­τι­σμός αλ­λά και η ιστο­ρι­κή αυ­το­γνω­σία οχυ­ρώ­νουν το πε­ζό θυ­μί­ζο­ντας ευ­χά­ρι­στα τα Τα­ξι­δεύ­ο­ντας του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη. Ο αφη­γη­τής εμπλέ­κε­ται σε όσα αφη­γεί­ται, ξέ­νος στην πό­λη που επι­σκέ­πτε­ται, αλ­λά και θα­μώ­νας της. Γνω­ρί­ζει το πα­ρελ­θόν της, το βλέ­πει να ανα­δύ­ε­ται σαν από τις ανα­σκα­φές του με­τρό, ο ίδιος ανα­σκά­πτει και μας το προ­σφέ­ρει σε ει­κό­νες που μέ­νουν στην μνή­μη και την κι­νη­το­ποιούν. Η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, καί­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του βι­βλί­ου, ωθεί τον ανα­γνώ­στη σε νέα δια­βά­σμα­τα. Το Κί­νη­μα των Ζη­λω­τών ανα­δί­δει τις ια­χές του σε μία ονει­ρώ­δη πε­ρι­γρα­φή που δεν ξέ­ρεις αν πε­ρι­γρά­φει τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες στο Συ­νέ­δριο των G20 του 2003 ή την επτά­χρο­νη κα­τά­λη­ψη της εξου­σί­ας από τους Επα­να­στά­τες ενά­ντι στον Ιω­άν­νη Κα­ντα­κου­ζη­νό.
Το αφη­γη­μα­τι­κό πα­ρόν του βι­βλί­ου; Ακό­μα και αυ­τό μέ­σω του πα­ρελ­θό­ντος πραγ­μα­τώ­νε­ται. Ο νε­α­ρός επι­σκέ­πτης της Συμ­βα­σι­λεύ­ου­σας πη­γαί­νει εκεί για να συ­να­ντή­σει μία φί­λη του, της οποί­ας το όνο­μα δεν μα­θαί­νου­με. Την συ­να­ντά, αλ­λά τε­λι­κά αυ­τή η φί­λη του εί­ναι η Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο ανα­χρο­νι­σμός εντός ανα­χρο­νι­σμού γί­νε­ται το μέ­σον έκ­φρα­σης της ψυ­χής του αφη­γη­τή, αλ­λά η ψυ­χή του αφη­γη­τή εί­ναι όσα εί­δε, όσα έμα­θε, η ιστο­ρία του.
Θα λέ­γα­με πως ο Αι­σθη­τι­σμός του Πλά­τω­νος Ρο­δο­κα­νά­κη δεν τε­λεί­ω­σε το 1910, αλ­λά συ­νε­χί­ζει τη σή­με­ρον ημέ­ρα με το πό­νη­μα που πα­ρου­σιά­ζου­με. Το βι­βλίο εί­ναι μι­κρό, αλ­λά πυ­κνό σαν τα πρω­τό­λεια πε­ζά του De Profundis. Η γε­νέ­τει­ρα του Να­ζίμ Χικ­μέτ ερε­θί­ζει την μνή­μη των αγώ­νων που έκα­νε η πό­λη κα­θώς ο αφη­γη­τής δια­βά­της την πε­ρι­η­γεί­ται, αλ­λά όσα ανα­δύ­ο­νται από τα νε­ρά της μνή­μης αντα­να­κλούν κεί­με­να επί κει­μέ­νων. Ένας ιε­ρο­φά­ντης διωγ­μέ­νος με­τα­νά­στης, “από­γο­νος κά­ποιου νό­θου γιου του Απόλ­λω­νος” πε­ρι­γρά­φε­ται με λε­κτι­κό κο­ντι­νό σε εκεί­νο του Αι­σθη­τι­σμού

«Ο Φοί­βος εκ­δι­πλώ­νει τας ακτί­νας της ξαν­θής αυ­τού χαί­της, και εξυ­πνά. Το νυ­στα­λέ­ον του βλέμ­μα αντα­να­κλά­ται εις μί­αν σω­ρεί­αν πο­λυ­τί­μων λί­θων, οι οποί­οι σε­λα­γί­ζουν επί των πε­τά­λων και κυ­λί­ο­νται κα­τά γης, ως διάτ­το­ντες.Εί­ναι τα δά­κρυα, δι᾽ ων το πε­πρω­μέ­νον ερ­ρά­ντι­σε το με­γα­λεί­ον και την δό­ξαν».


Κα­θρε­πτι­ζό­με­να νυ­στα­λέο εί­ναι το βλέμ­μα του ιε­ρο­φά­ντη νό­θου απο­γό­νου του Απόλ­λω­νος, ο οποί­ος εν­δύ­ε­ται το προ­σω­πείο του ξέ­νου για να επι­βιώ­σει και βλέ­πει τον κό­σμο της Ύστε­ρης Αρ­χαιό­τη­τας να βου­λιά­ζει, τους πο­λυ­τί­μους λί­θους του αρ­χαί­ου μα­ντεί­ου να χά­νο­νται, να ξε­γυ­μνώ­νο­νται μέ­χρι και τα πλα­κά­κια της αυ­λής. Αλ­λού πά­λι, η μνή­μη της γε­νε­άς των Ηρα­κλει­δών δί­δει κου­ρά­γιο στους ναυ­σι­πλό­ους του πο­τα­μού

«… σαν πύ­λη των λε­ό­ντων. Λέ­γαν, αυ­τό εί­ναι το κα­τώ­φλι των Ηρα­κλει­δών, να κι οι πα­τη­μα­σιές τους. Άλ­λοι άν­θρω­ποι τό­τε, του πο­λέ­μου, με πλα­τείς ώμους. Ψη­λό­τε­ροι και δυ­να­τό­τε­ροι, σχε­δόν γί­γα­ντες. Οι από­γο­νοι του Ηρα­κλή, φύ­γα­νε κυ­νη­γη­μέ­νοι στον Βορ­ρά… Εί­χα­νε μέ­σα τους θυ­μό, τα­πει­νω­μέ­νοι και κου­ρα­σμέ­νοι…»

Ο Αι­σθη­τι­σμός και η αρ­χαιο­γνω­σία του Κού­κου­να βέ­βαια δια­φέ­ρει από εκεί­νη του Ρο­δο­κα­νά­κη, κα­θώς ενώ ο Ρο­δο­κα­νά­κης ασκεί την μέ­θο­δο της μυ­θο­κρι­τι­κής, δη­λα­δή ανα­πλά­θει τον μύ­θο πει­ρά­ζο­ντας κα­τά το δο­κούν τους αρ­χαί­ους μύ­θους, ο Κού­κου­νας ανα­γνω­ρί­ζει την κα­τα­σκευα­σμέ­νη φύ­ση του μύ­θου, το πώς ο μύ­θος φυ­τεύ­ε­ται στην γη σαν σπό­ρος, τα το­πία στέ­κο­νται ως μαρ­τυ­ρία του μυ­θι­κού πα­ρελ­θό­ντος και γί­νο­νται πα­ρα­μυ­θία για τους εκά­στο­τε ανά τους αιώ­νες κα­τα­τρεγ­μέ­νους. Ο Ρο­δο­κα­νά­κης έχει πε­ρισ­σό­τε­ρο αρι­στο­κρα­τι­κή πρό­σλη­ψη της μυ­θο­λο­γί­ας, ενώ ο Κού­κου­νας την αξιο­ποιεί για να εξη­γή­σει την ψυ­χο­λο­γία των κι­νη­μά­των που τά­ρα­ξαν ανά τους αιώ­νες την Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Ένα ιδιαι­τέ­ρως κοι­νό ση­μείο όμως των δύο εί­ναι η ονει­ρώ­δης γρα­φή. Στο Δι­ή­με­ρον υπο­τί­θε­ται πως ανα­γι­γνώ­σκου­με δύο όνει­ρα, αλ­λά το άπαν του κει­μέ­νου μοιά­ζει να εί­ναι δο­μη­μέ­νο σε ονει­ρι­κά πλαί­σια. Αντι­στοί­χως, οι μι­κρές ει­κο­νί­τσες που πλά­θει ο Ρο­δο­κα­νά­κης σε αυ­στη­ρή κα­θα­ρεύ­ου­σα, έχουν την συ­νειρ­μι­κό­τη­τα των ονεί­ρων, γε­γο­νός που οδή­γη­σε την κρι­τι­κή (ει­δι­κό­τε­ρα το Νά­σο Βα­γε­νά) να θε­ω­ρή­σει τον Αι­σθη­τι­σμό του Ρο­δο­κα­νά­κη ως δείγ­μα πρώ­ι­μου υπερ­ρε­α­λι­σμού.
Ο Αι­σθη­τι­σμός εί­ναι ένα λο­γο­τε­χνι­κό ρεύ­μα του 19ου αιώ­να με το κε­ντρι­κό έρ­γο το Πορ­τρέ­το του Ντό­ριαν Γκρέι. Ντό­ριαν, ο Δω­ριεύς. Αλ­λά ο Κού­κου­νας Αχαιός εί­ναι. Ο Αι­σθη­τι­σμός ως λο­γο­τε­χνι­κό ρεύ­μα έχει σχέ­ση με τη λα­τρεία του ωραί­ου, την ωραιο­λο­γία, την ηδυ­πά­θεια και την έντο­νη πε­ρι­γρα­φή των αι­σθή­σε­ων. Η λο­γο­τε­χνία του Κού­κου­να πρε­σβεύ­ει το δόγ­μα τέ­χνη για την τέ­χνη, ομορ­φιά Βυ­ζα­ντι­νή ανά τους αιώ­νες για χά­ρη της ομορ­φιάς. Όταν πια ο Αι­σθη­τι­σμός με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε Ντε­κα­ντάνς, η λα­τρεία του ωραί­ου σε πα­ρακ­μή, η αμαρ­τία εξω­ρα­ΐ­ζε­ται, η δια­φθο­ρά επι­βάλ­λε­ται και η δια­στρο­φή επι­κρα­τεί. Αλ­λά δια­στρο­φή σε ένα τα­ξι­διω­τι­κό αφή­γη­μα; Εί­ναι δυ­να­τόν;

Εί­ναι γε­γο­νός πως η Θεσ­σα­λο­νί­κη στο υπο­συ­νεί­δη­το των Νο­τί­ων έχει μεί­νει ως ερω­τι­κή πό­λη. Εί­ναι ερω­τι­κή στο Δι­ή­με­ρον; Εκ πρώ­της όψε­ως, ναι. Όμως ο αφη­γη­τής, ενώ υπο­τί­θε­ται πως ανε­βαί­νει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για να ερω­το­τρο­πή­σει, τα­ξι­δεύ­ει στο χώ­ρο και στον χρό­νο χω­ρίς να δί­νει την ελά­χι­στη ση­μα­σία στο κο­ρί­τσι που ανέ­βη­κε να συ­να­ντή­σει.

Ή ίσως της δί­νει μια κά­ποια ση­μα­σία, της δί­νει τον λό­γο, αλ­λά με μια ει­λι­κρί­νεια αφε­λούς κο­ρα­σί­δος:

«Να σε πω» τον ρω­τά­ει «πί­νεις τί­πο­τα κα­λό και δεν το λες;»

Ανα­φο­ρά δι­πλή, όπου υπάρ­χει μεν ο Μαρξ, υπάρ­χει δε και η σαρξ.

Η Έλ­λη Κοκ­κί­νου θα έλε­γε «Πες μας τι πί­νεις εσύ και δεν μας δί­νεις. Τα έχεις χα­μέ­να. Ανη­συ­χώ για σέ­να».

Το άλ­μα γί­νε­ται για να δεί­ξου­με πως στο Δι­ή­με­ρον συ­νυ­πάρ­χουν αντα­να­κλά­σεις υψη­λού αι­σθη­τι­σμού ομού με αντα­να­κλά­σεις τρα­γου­διών του συρ­μού. Για­τί; Εν­δε­χο­μέ­νως να έλε­γε κα­νείς πως η θέ­ση της γυ­ναί­κας στο συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ζό δεν εί­ναι και η κα­λύ­τε­ρη. Ή μάλ­λον, αν ο αφη­γη­τής επι­θυ­μεί μία περ­σό­να πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­λο­γε­ρι­κή, εύ­λο­γο φαί­νε­ται να μην έχει πο­λύ λό­γο η γυ­ναί­κα. Πά­ντως η εναλ­λα­γή ανά­με­σα στο υψη­λό και στο χα­μη­λό ύφος απο­τε­λεί και αυ­τή ένα τρό­πον τι­νά νε­ο­πα­ρακ­μια­κό στοι­χείο.

Το βι­βλίο εί­ναι εμπο­τι­σμέ­νο από το Όπιο των λα­ών. Την θρη­σκεία. Τον «στε­ναγ­μό του κα­τα­πιε­ζό­με­νου πλά­σμα­τος, την θαλ­πω­ρή ενός άκαρ­δου κό­σμου, το πνεύ­μα ενός κό­σμου απ’ όπου το πνεύ­μα έχει λεί­ψει. Η Θρη­σκεία εί­ναι το όπιο του λα­ού».1 Εξ ου και οι ανα­φο­ρές στις ανά τους αιώ­νες εξε­γέρ­σεις του λα­ού της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Συ­νε­χί­ζει λοι­πόν η συ­νο­δοι­πό­ρος του αφη­γη­τή απο­ρώ­ντας με τις ορα­μα­τι­κές πε­ρι­γρα­φές – μο­νο­λό­γους που της απευ­θύ­νει:

«Παι­δί μου, πού μά­ζε­ψες όλη αυ­τή τη φα­ντα­σία;» Το δέρ­μα της ήταν ωραίο, λευ­κό και το φρύ­δι της ξαν­θό, από αυ­τά της Ανα­γέν­νη­σης. Μια ανοι­χτό­χρω­μη κα­μά­ρα, έτοι­μη να ζω­γρα­φι­στεί.

Εί­ναι λοι­πόν αι­σθη­τι­σμός το αφή­γη­μα του Κώ­στα Κού­κου­να, αλ­λά αι­σθη­τι­σμός της σή­με­ρον. Η μνή­μη της πα­ρακ­μής πραγ­μα­τώ­νε­ται αφη­γη­μα­τι­κά με τον τρό­πο του Πλά­τω­νος Ρο­δο­κα­νά­κη, αλ­λά κα­θρε­φτί­ζο­ντας και την αν­θρω­πιά του Φώ­τη Κό­ντο­γλου. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη του Κού­κου­να εί­ναι εξω­τι­κή, ο κο­σμο­πο­λι­τι­σμός της μα­γι­κά ρε­α­λι­στι­κός, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να προ­σι­τός. Ο τό­νος εί­ναι υψη­λός, το ύφος δυ­να­μι­κό και δου­λε­μέ­νο και δεν θυ­μί­ζει ρε­πορ­τάζ. Η η δια­φο­ρά από τον Κό­ντο­γλου ευ­ρί­σκε­ται στο ύφος, η φω­νή δεν εί­ναι χα­μη­λή, αλ­λά ένα ιδιαί­τε­ρο

Κυ­ρία μου, Εκέ­κρα­ξα προς Σε, Ει­σά­κου­σόν μου.

Ο αφη­γη­τής ανα­πο­λεί την θη­τεία του ως ξέ­νος στην Δύ­ση, δια­πι­στώ­νο­ντας την κε­νή ανά­γνω­ση των κλα­σι­κών ελ­λη­νι­κών κει­μέ­νων εκεί, ενώ ο Κό­ντο­γλου απο­φαί­νε­ται:

Όλα αυ­τά προ­έρ­χο­νται από τον πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο Χρι­στια­νι­σμό που μα­θαί­νουν όσοι δα­σκα­λεύ­ο­νται στα πα­νε­πι­στή­μια της Δύ­σης, που εί­ναι η πα­τρί­δα του ορ­θο­λο­γι­σμού και του ου­μα­νι­σμού, κι ύστε­ρα τον φέρ­νου­νε αυ­τό τον ορ­θο­λο­γι­στι­κό Χρι­στια­νι­σμό σ᾿ εμάς. Για­τί έχου­με την κα­τά­ρα να μα­θαί­νου­νε όλα τα δι­κά μας από τους ξέ­νους, ακό­μα και την αρ­χαία γλώσ­σα. [...]
«Ποιος από τους σο­φούς του κό­σμου τού­του, από τους φι­λο­σό­φους και τους δει­νούς συ­ζη­τη­τάς, με τη δια­λε­κτι­κή τους, θα μπο­ρέ­σει να συ­ζη­τή­σει, ἢ καν να κα­τα­λά­βει αυ­τά που λέ­με εμείς οι μω­ροί, εμείς που δεν γνω­ρί­ζου­με τα μα­στο­ρι­κά γυ­ρί­σμα­τα της δια­λε­κτι­κής, εμείς οι απαί­δευ­τοι ανα­το­λί­τες, κι όχι κα­τά βά­θος εμείς, αλ­λά αυ­τά που λέ­γει το Πνεύ­μα το Άγιον με το στό­μα μας;»2

Πα­ρο­μοί­ως στο Δι­ή­με­ρον:

Στο προ­αύ­λιο, έχει γί­νει ήδη ένα ξε­διά­λεγ­μα: πορ­φύ­ρα, επί­ση­μες υπο­δο­χές και αση­μέ­νια εξα­πτέ­ρυ­γα. Πά­τα­γος από ξύ­λο και σί­δε­ρο, πα­νη­γυ­ρι­κοί ρυθ­μοί με σή­μα­ντρα και τά­λα­ντα. Δεν έχει αστεία, δεν παί­ζου­με. Έτσι, να εκ­φρα­στεί ξε­κά­θα­ρα ποιοι εί­μα­στε, από­γο­νοι Ρω­μαί­ων, η Ανα­το­λή η ίδια. Κυ­ρί­αρ­χοι και να μας τρέ­μουν. Ανε­βαί­νει μυ­ρω­διά από φύλ­λα βρεγ­μέ­νου βα­σι­λι­κού. Στο εσω­τε­ρι­κό: επά­νω στις τοι­χο­γρα­φί­ες τα άμ­φια των αγί­ων τρε­μο­λά­μπα­νε, χρυ­σα­φί και βυσ­σι­νί. Στην κο­ρυ­φή του τρού­λου ο Πα­ντο­κρά­τωρ, ρυθ­μι­στής του και­ρού και των ανέ­μων, κρα­τώ­ντας μο­χλούς. Ο κυ­ρί­ως να­ός σαν νι­κη­φό­ρο κα­ρά­βι, πλέ­ει και τσα­κί­ζει τα κύ­μα­τα. Αν κι εί­ναι πά­νω στην αβέ­βαιη θά­λασ­σα, έχει όμως γε­ρό το πη­δά­λιο και επι­στά­τη. Έχει και προ­ο­ρι­σμό, δεν τό κου­κου­λώ­νουν τα νε­ρά. Κου­βα­λά­ει στους ώμους μια αστα­μά­τη­τη συ­νέ­χεια. Κά­τι το χι­λιε­τές, τρα­γου­δι­σμέ­νο από θα­λάσ­σια μέ­λη. Πο­λυ­έ­λαιοι σά­λευαν αρ­γά και απα­λά, σε κο­σμι­κή τρο­χιά. Πολ­λή η δό­ξα, ομοί­ω­μα του ηλια­κού συ­στή­μα­τος.3

Αλ­λά και στο ύφος ομοιά­ζει θε­τι­κά στον Κό­ντο­γλου το Δι­ή­με­ρον. Όπως εκεί­νος χρη­σι­μο­ποιεί τον ζω­ντα­νό πα­ρα­τα­τι­κό χρό­νο:

«Τα ψη­φι­δω­τά ήταν γυα­λί με λο­γιώ λο­γιώ χρώ­μα­τα, σμάλ­το λε­γό­με­νο χο­ντρό ως μι­σό πό­ντο. Τις πλά­κες τις τσα­κί­ζα­νε με μυ­τε­ρό σφυ­ρί και τις κά­να­νε μι­κρά μι­κρά κομ­μά­τια, τα πιο πολ­λά τε­τρά­γω­να σα ζά­ρια. Το κά­θε χρώ­μα εί­ναι τριών τεσ­σά­ρων λο­γιών ψη­φί­δες, από το πιο σκού­ρο ως το πιο ανοι­κτό. Για τις χρυ­σές ψη­φί­δες χύ­να­νε μια πλά­κα γυα­λί άσπρο και, αφού κολ­λού­σα­νε πά­νω φύλ­λο χρυ­σά­φι, το σκε­πά­ζα­νε με σμάλ­το και το ψή­να­νε στο φούρ­νο. Ύστε­ρα το τσα­κί­ζα­νε σε μι­κρά κομ­μά­τια σαν τις άλ­λες τις ψη­φί­δες. Μυ­στρί­ζα­νε τον τοί­χο μ' ένα εί­δος τσι­μέ­ντο. Τό­τες ο αρ­χι­μά­στο­ρας έφερ­νε τα σχέ­δια που τα εί­χε έτοι­μα από πριν και τα στα­μπά­ρι­ζε επά­νω στο χλω­ρό σου­βά κι ύστε­ρα τα σχε­δί­α­ζε πρό­χει­ρα με λί­γο χρώ­μα και με­τά οι μα­στό­ροι κολ­λού­σαν τις ψη­φί­δες βλέ­πο­ντας τα σχέ­δια».4


Με τον ίδιο τρό­πο ο Κού­κου­νας πε­ρι­γρά­φει τον αγιο­γρά­φο Μα­νου­ήλ Παν­σέ­λη­νο και τους μα­θη­τές του:

Σ᾽ ό,τι έλε­γε παίρ­να­νε ση­μειώ­σεις, να φυ­λα­χτούν τα ακρι­βά λό­για του δι­δα­σκά­λου. Μέ­σα στην κα­σε­τί­να εί­χαν χρω­στή­ρες και γόμ­μες. Τα φια­λί­δια με το χρώ­μα ανή­καν στο κοι­νό τα­μείο και τά φυ­λά­γαν σαν τα μά­τια τους. Δυ­σεύ­ρε­τα, δεν έπρε­πε να χα­θεί ού­τε στα­γό­να. Κι οι μα­θη­τές λοι­πόν, κρέ­μο­νταν από τα χεί­λη του Παν­σέ­λη­νου, για­τί θέ­λα­νε να φτιά­χνουν ωραία σχέ­δια, να μην τά πα­λιώ­νει ο και­ρός. Θέ­λαν να γί­νου­νε σπου­δαί­οι, σχε­δόν ισό­τι­μοι. Με χά­ρα­κα ζω­γρα­φι­σμέ­νη πά­νω στο ξύ­λο, με­τέ­δι­δε το σε­μνό νό­η­μα. Μια κά­θε­τη μύ­τη, ένα μά­τι αυ­στη­ρό σαν αμύ­γδα­λο, πτυ­χώ­σεις στους μαν­δύ­ες. Ζω­μός από ξε­ρό κρεμ­μύ­δι, χρή­σι­μος για να φτια­χτεί μωβ κύ­μα.5

Το Δι­ή­με­ρον εί­ναι ένα μω­σαϊ­κό συμ­βό­λων, μία εραλ­δι­κή πα­ρά­θε­ση ει­κό­νων και αι­σθή­σε­ων, κα­θώς ο ανα­γνώ­στης χά­νε­ται στην άβυσ­σο του χρό­νου. Το Βυ­ζά­ντιο πα­τά στον πα­γα­νι­σμό, η Θεσ­σα­λο­νί­κη στο Βυ­ζά­ντιο, και η πα­ρού­σα – χα­μέ­νη ελ­λη­νο­ρω­μαϊ­κή αρ­χαιό­τη­τα γί­νε­ται μία χα­ο­τι­κή χο­ά­νη χα­ρα­κτή­ρων. Τα προ­σω­πεία του αφη­γη­τή πολ­λα­πλά, αλ­λά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συ­νειρ­μι­κά άλ­μα­τα του βι­βλί­ου κερ­δί­ζουν τον ανα­γνώ­στη. Το βα­θύ χρέ­ος του αφη­γη­τή στον Στρα­τή Τσίρ­κα και τις Ακυ­βέρ­νη­τες Πο­λι­τεί­ες εί­ναι κομ­ψά σμι­λε­μέ­νο, ώστε να μη γί­νε­ται αντι­λη­πτό. Επί­σης, ο Πα­να­γιώ­της Κα­νελ­λό­που­λος και το αρι­στούρ­γη­μα Γεν­νή­θη­κα στο 1402 ορί­ζουν τον τρό­πο, ενώ ο Κού­κου­νας ορί­ζει τον τό­πο.

Το Δι­ή­με­ρον δί­νει επι­τυ­χη­μέ­να και την εντύ­πω­ση της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας, αλ­λά δεν εί­ναι. Ο αφη­γη­τής δια­λύ­ει το εγώ του μέ­σα στα ποι­κί­λα προ­σω­πεία που εν­δύ­ε­ται, πεί­θει ότι υπάρ­χει, ότι έγι­νε όντως αυ­τό το τα­ξί­δι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ανα­λό­γως, στο κλεί­σι­μο των De Profundis, ο Ρο­δο­κα­νά­κης δια­λύ­ει το αφη­γη­μα­τι­κό εγώ σε ένα Ύμνο προς τον Σα­τα­νά. Στο Δι­ή­με­ρον μία εί­ναι η πρω­τα­γω­νί­στρια. Η ιστο­ρία, ακό­μα και μέ­σα στα δρα­μα­τι­κά στοι­χεία του εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου, ακό­μα και στις εν πρώ­τοις ψυ­χο­λο­γι­κές πα­ρεκ­βά­σεις, εί­ναι η ιστο­ρία που αφη­γεί­ται. Αφη­γεί­ται πε­ρι­γρά­φο­ντας, μυ­θο­γρα­φεί εξη­γώ­ντας, πα­ρε­ξη­γεί­ται αλα­λά­ζο­ντας. Δί­νει την εντύ­πω­ση αδιά­φο­ρου, θρυμ­μα­τί­ζει όμως το αφη­γη­μα­τι­κό εγώ και εντυ­πω­σιά­ζει τους συ­ντα­ξι­διώ­τες ανα­γνώ­στες του. Και στο τέ­λος; Πί­νει νε­ρό από μια μα­κε­δο­νι­κή κρή­νη.




______________
1. Μαρξ, Καρλ (1978) Κρι­τι­κή της Εγε­λια­νής Φι­λο­σο­φι­́ας του Κρα­́τους και του Δι­και­́ου. Μτ­φρ. Μπα­́μπης Λυ­κου­́δης. Εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση. σελ. 2.
2. Κό­ντο­γλου, Φώ­της (1996) Ἀσά­λευ­το Θε­μέ­λιο. Θεσ­σα­λο­νί­κη: Ακρί­τας. σελ. 74-75.
3. Κού­κου­νας, Κων­στα­ντί­νος (2022) Δι­ή­με­ρον ἐν Θεσ­σα­λο­νίκῃ. Εκ­δό­σεις Historia. σελ. 65-66.
4. ‘Το μο­να­στή­ρι τ' Οσί­ου Λου­κά’ στο Κό­ντο­γλου, Φώ­της (2023) Τα­ξεί­δια σε διά­φο­ρα μέ­ρη της Ελ­λά­δος.εκδ. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου. σελ. 135 κ.ε.
5. Κού­κου­νας, Κων­στα­ντί­νος (2022) σελ. 91-92.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: