Αυτό είναι από τ’ άγραφα.
Προσπέκτους της γενίκευσης.
Αναγγελία επετείου κατοπινών συνταράξεων,
βάραθρο που μέσα του κατέπεσε
προδικασμένη αναπτέρωση.
Χρήματα που θ’ απαιτηθούν γι’ αυτού του παραναλώματος
την αγορά, το αφιλότιμο σήκωμά του από το ράφι.
Θ’ αρκέσει συνεπώς την αγορά του για να υποστεί.
Το ποίημα σκοπεύει να ξεπεράσει
την κυριαρχία της σκέψης,
το πως η σκέψη έπρεπε να ’ναι κάτι που οφείλει να προστεθεί
ως κάτι που πρέπει να γραφτεί,
όχι όπως θα ’ναι γραμμένο
μα κάτι που ενδείκνυται ψευδώς,
αποφασιστικά προχωρημένο πέρα απ’ αυτό που ξέρω,
έτσι ώστε κάποια αφορμή
ανεπίλυτων εμπλοκών
να παραμείνει
εγκλωβισμένη ανάμεσα και μέσα
σε προτελευταία ασυμμετρία:
εισχωρημένη σε άστοχη συνδήλωση του ενίσταμαι
προσκείμενη στού χρόνου τη νεκροσκελετική γαλιφιά.
Μετά απ’ αυτή την οδηγία μια εύκολη λύση
σου δένει τα χέρια,
χαλά τον συγχρονισμό των φαναριών,
σηκώνει διαγραμμίσεις και βήματα στο ύψος όπου αποκτούν
λεκέδες οι βωμοί.
Γεμίζει ψαροκασέλες τα βιβλιοπωλεία.
Υγρό χρυσάφι τα ρείθρα.
Τους μισθούς λύτρα.
Για κάθε λέξη ενός ποιήματος υπάρχει κι ένας ηλίθιος.
Σε καθετί μέσα σ’ ένα ποίημα,
έξω απ’ ένα ποίημα,
αντιστοιχεί κι ένα υιοθετημένο φρονούμενο.
Αυτή η βουβή παρτίτα συντίθεται σε όργανο
τζούφιο, αποσυντεθειμένο,
εν αποσυνθέσει, αλλοιώσιμα προσφερόμενη
για αλλοιωμένη ανάγνωση.
Μετρημένοι σοβάδες αναληπτόμενης κατανόησης.
Ληγμένη έγκριση αποφευχθέντος.
Παντοτινό κράτημα αναπνοής.
Ανακαλύπτεται εκ νέου προ χρονικότητας,
προ οποιασδήποτε κίνησης, παρέχοντας πληροφορίες
στο υποδηλωθέν
μεταξύ επιρροής και σκέψης μα υποτίθεται
πως διαμορφώνεται εις βάρος του.
Αδρανείς εξορμήσεις του αναπόφευκτου (βλ. Κεφ. 0).
Προσφέρω ετούτη την κωμική κι ανούσια μεριά:
μάτσα μακρύκλωνα
κατατεθειμένα σε κοιμητήρια –
κι ούτε ένα ευχαριστώ από τους γνήσιους
που μας δείχνουν τι θα πει
άσε τα λόγια.
Από παραστάτης της μοναξιάς μου
παραστάτης της απουσίας μου,
της μοναξιάς του
της απουσίας του:
του παραστάτη μου
του παραστάτη του:
απαράδεκτος φτωχοδιάβολος
από την αλήθεια και κάτω
από την πραγματικότητα και πάνω:
η βουβαμάρα στις πτέρυγες των αφημένων
επικρέμεται όπως η ματαιολογία στους νάρθηκες
των ευημερούντων·
ενορώμενο ως φυσική ηρεμία, έναντι συνεπειών,
το κίνητρο λεκτικής δράσης,
ικανοποιείται μέσω κινδύνου,
θυσιάζεται: αποστροφή προς το δημόσιο όφελος.
Αναγνωρίζω απολύτως το αίνιγμα
που δεν υφίσταται
παρά στην αναγνώριση της απολυτότητας,
είπα κάποτε ψυχαγωγώντας το σκάμμα,
δεν είπα άλλοτε το αναγνωρισμένο
της υπόστασης: δεν είπα ξανά τίποτα προτού
ανακαλύψω τι είπα.
Βερσιόν φατάλ.
Η αλήθεια δεν είναι απ’ εδώ.
Αυνανίζεται σε διαγραφές λεξιλογίου,
τυχοδιωκτικές προσθήκες, απαρχές,
που εκτελούνται επί τόπου σε μετέωρες παλαίστρες·
δεν με γνώριζε δα κι από χθες
(η αλήθεια)
μα κάποιες αναλαμπές από τη στιγμή
που κάποτε θα μ’ έχει ολότελα γνωρίσει
προϋπάρχουν στο σάστισμα που μόλις μ’ έκανε να ριγήσω
υπό την έννοια ενός συνδυασμού κινήσεων
εν μέσω παντελούς απουσίας συνεννόησης.
Το διατρέξαν εδώ, μια ακαταλληλότητα·
θυμάμαι σχεδόν αυτολεξεί εκείνο
που είπα, εικοσάρης, ξέφωτος,
στον εαυτό μου απέξω απ’ ένα
ανταλλακτήριο στο Μαργκάο:
η επόμενη αράδα
μολονότι –διακρίνεται σαν μαύρη τρύπα
αυτό το μολονότι–
δεν τίθεται εναντίον,
καθώς δεν είναι πολιτικό ψέμα,
δημόσια σχέση· εμφορείται από ένα μεγαλείο
ακαταλληλότητας που τα φέρνει όλα βόλτα.
Αυτής της ατέρμονης μεταστροφής
το κενοκαβαλίκεμα,
δοκεί επάξια, τον λόγο του υποφέρει.
Σέλατα από μη αφέσιμη καταδήλωση
στον θόλο ενός ποιητικού κουμπαρά.
Ενόντος εκ των μη ενόντων.
Μονάδα αναμέτρησης.
Δήλος χρόνος σε λεκτικές δεσμίδες
που περνιούνται γι’ αναγνώσιμες:
το άπαν ανεύρετο ωσεί στιγματισμένο.
Σημείο σύντομης ατέλειας
όπου η ευγλωττία της πεποίθησης
πηγαίνει προς νερού της στη λεκάνη
ενός επιβαλλόμενου πένθους.
Μάτι που αποστρέφεται ένα οριακό φως
μα εξακολουθεί να βλέπει
το αποτύπωμα της εξασθένισής του πάνω σε ο,τι εστιάζει.
Το απροάσπιστο ιδεώδες του ανεπιτυχούς,
του αθεώρητου, γονιμοποιημένο στο σουλάτσο ενός έρμου,
σε μοίρα ασυγκάλυπτη:
όφειλα να έχω φανταστεί, να έχω νομίσει κάτι:
μεταξύ χαμού και πόνου:
μια δύναμη συσχετισμού ικανή σ’ αυτή να επενδύσεις:
αλαμπρατσέτα με το μειδίαμα μιας
αδαούς ματαιότητας:
επίμαχα που προσάπτουν στις φορμόλες των παραιτήσεων.
Ευτυχής με την ισχύ του απολύτου
έρχομαι σε κέφι.
Ίχνος που έχει πάψει να με εκπλήσσει.
Πρακτορείο δαιδαλμάτων.
Γέλασμα ανυπόληπτο.
Εκείνη η σοφή ακαταλληλότητα δεν έχει να κάνει,
τελικά, με το μη στοχευμένο μα με το άστοχο.
Αδιαχώρητο πήγμα που εξελίσσεται κατά διάνοια,
μέγγενη συλλογισμού.
Αφετήριον έρμα, είδος: διεγερμένος άκμων.
Ακατάληκτο,
δύσχρηστο φινάλε υπεσχημένο.
Παρίσι, 9/1/2016 – 5/4/2021