Το [πρό]πλασμα
Ζυμώνω τρυφερά νερό με χώμα.
Άμα το θέλω αρτιμελές
φυσώ απάνω του αγάπη.
Αν δεν μου περισσεύει αγάπη,
το βλέπω μέσα στο μυαλό μου
να κουτσαίνει.
Επαρκής σύγχυση
Όταν κάτι πεθαίνει –μέσα μου–
του προσφέρω ένα λουλούδι.
Θέλω να κλείσω τρυφερά τον κύκλο
παρότι νιώθω ένα βάρος στο στήθος
σαν κάποιος ν’ ακούμπησε πάνω του
μια συμπαγή πλάκα μαρμάρου.
Έτσι μπερδεύω επαρκώς το μυαλό μου
μοιάζω ψυχρή σαν λατομείο
και δεν αφήνω να κυλήσει δάκρυ
μέχρι ν’ αποκαλυφθεί τ’ όνομα του νεκρού.
Η αρχή είναι ένα σημείο
Αν έβλεπα καλά
–όπως όλος ο κόσμος–
θα έκανα ένα βήμα πίσω
κάθε φορά
που τα μαύρα νερά
έρχονται να με σκεπάσουν.
Αν έκανα ένα βήμα πίσω
κάθε φορά
που τα μαύρα νερά
έρχονται να με σκεπάσουν,
θα μπορούσα να ασκηθώ
–και στο τέλος να καταφέρω–
να βλέπω καλά
–όπως όλος ο κόσμος.
Θα ’θελα να υφάνω το δίχτυ
απ’ την αρχή
μ’ άλλη πλέξη·
να μπορώ να ξεφεύγω.
Μοιάζω με υδρόβιο χελωνάκι
που περιστρέφεται γύρω απ΄ το καβούκι του
ψάχνοντας για φεγγάρι.
Και πώς να βρω το φεγγάρι
όταν το κέλυφος γίνεται δίχτυ
κι ο ουρανός με πλακώνει σαν άμμος;