Γενέθλια



Οι ετοιμασίες στο αρχοντικό των Γρυπάρηδων είχαν ξεκινήσει απ’ τα χαράματα. Η Ανθή συντόνιζε τις τελευταίες εκκρεμότητες. Στην κουζίνα πλένονταν οι σαλάτες, τα κοκόρια σιγοβράζανε στα τσουκάλια, η σάλτσα ήθελε καμιά ώρα να δέσει. Οι μακαρούνες θα μπαίνανε αργότερα. Το ζυμωτό ψωμί όπου να ‘ναι έβγαινε απ’ τον ξυλόφουρνο της αυλής, η μυρωδιά του ξεχείλιζε απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο. Στην τεράστια σαλοτραπεζαρία, το ανατολικό δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα που βλέπανε στη θάλασσα, το τραπέζι ήταν στρωμένο με το καλό λινό τραπεζομάντιλο, η Ζωζώ στοίχιζε τα μαχαιροπήρουνα δίπλα στα σερβίτσια από φίνα εγγλέζικη πορσελάνη.

Η κυρία Νίκη δεν είχε σηκωθεί ακόμα. Αποκοιμήθηκε όταν πια πήρε να χαράζει, αφότου είπε όσα είχε να πει κι ησύχασε η ψυχή της. Τότε η Μαρίνα γύρισε κι αυτή στο δωμάτιό της. Όλο το βράδυ στην πολυθρόνα δίπλα στο προσκέφαλο της γιαγιάς, άκουγε αμίλητη την εξομολόγηση μιας ζωής.

Ξημέρωνε η δέκατη μέρα του Σεπτέμβρη. Τα γενέθλια της κυρίας Νίκης, η γιορτή που συζητούσε και περίμενε όλο το νησί. Φέτος έκλεινε τα ενενήντα κι ήταν όλοι καλεσμένοι, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, φίλοι, γείτονες. Τελευταίο σαββατοκύριακο προτού ανοίξουν τα σχολεία, ευτυχώς θα προλάβαιναν τη γιορτή οι συγγενείς από Αθήνα.

"Καλημερούδια. Τί να σου ετοιμάσω, ψυχούλα μου;"

Φωτίστηκε το πρόσωπο της Ευτυχίας με το που είδε τη Μαρίνα μπροστά στην πόρτα της κουζίνας. Χρόνια στην υπηρεσία της κυρίας Νίκης, την καμάρωνε κάθε καλοκαίρι που ερχότανε με τον Διονύση και τους γονείς για διακοπές στο νησί. Τώρα πια, το στερνοπούλι του Γιώργου, πρωτότοκου γιου της Νίκης, είχε πατήσει τα εικοστρία.

"Καλημέρα. Μόνο έναν καφέ, σε παρακαλώ." Ένα βιαστικό χαμόγελο και βγήκε στη βεράντα προσπερνώντας ένα κατεβατό νοστιμιές που αράδιαζε η Ευτυχία.

Τα τζιτζίκια είχαν ξυπνήσει από νωρίς, το καλοκαίρι δεν έλεγε να δώσει θέση στις δροσιές. Η Μαρίνα στηρίχτηκε στο στηθαίο, σήκωσε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια, ο ήλιος της ζέστανε το πρόσωπο. Και την ψυχή. Δυο χρόνια τώρα στην Αγγλία, αυτός ίσως της είχε λείψει περισσότερο. Έψαξε τα τσιγάρα στην κωλότσεπη, τα είχε ξεχάσει επάνω. Βρήκε έναν αναπτήρα που είχε ξεμείνει στο τραπέζι κι έκατσε στη φερ φορζέ παίζοντας με το τσακμάκι. Να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Αφουγκράστηκε τη θάλασσα και το νησί που ξυπνούσε. Η κίνηση άρχιζε στην οδό Κοσμά Γρυπάρη, τον δρόμο που κατέβαινε στο λιμάνι κι έφερε τ' όνομα του παππού της. Του παρασημοφορημένου ήρωα του αλβανικού. Του πρώτου προέδρου της κοινότητας στο νησί.

"Έτοιμος κι ο καφές!" Η Ευτυχία κοντοστάθηκε ελπίζοντας σε μια πρόσκληση για κουβέντα. Κατάλαβε ότι η Μαρίνα ήθελε να μείνει μόνη κι αποσύρθηκε διακριτικά.

Κρατούσε τη ζεστή κούπα στα χέρια και τις κουβέντες της γιαγιάς της στο μυαλό. Χθες βράδυ, κάτω απ' το φως της λάμπας του κομοδίνου ξύπνησαν μυστικά καλά κρυμμένα. Όταν η κυρία Νίκη τής ζήτησε να έρθει στην κάμαρά της όταν όλοι θα είχαν κοιμηθεί, η Μαρίνα χαμογέλασε γυρνώντας νοσταλγικά στα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων, όταν μετά τον θάνατο του παππού, αυτή κι ο Διονύσης αποκοιμιόντουσαν στην αγκαλιά της γιαγιάς, ακούγοντας παραμύθια. Τώρα ο αδερφός της είχε μπαρκάρει με γκαζάδικο. Κι αντί για παραμύθια ήρθε η ώρα για μεγάλες αλήθειες.

"Γεννήθηκα στον αστερισμό της Παρθένου, σαν σήμερα πριν ενενήντα χρόνους", ξεκίνησε η Νίκη κρατώντας το χέρι της εγγόνας της. "Κι όσο σιμώνω στο τέλος και σώνεται το λαδάκι μου, τόσο σιγουρεύομαι ότι πορεύτηκα σωστά. Σσσς... σώπασε κι άκουσέ με, Μαρίνα μου. Ίσαμε το τέλος. Άσε με να σου τα πω ίσαμε το τέλος."

Και ξετύλιξε το νήμα της ζωής της. Το γάμο στα δεκαεφτά, τα τρία παιδιά της, τον Γιώργη, την Ανθή και το ζαβό, τον Λευτεράκη. Τον αγώνα να τ' αναστήσει μέσα στη μπόρα του πολέμου, μόνη, ο Κοσμάς στο μέτωπο, μετά κατοχή, φτώχεια, πείνα, "να βράζεις γαϊδουράγκαθα, να πίνεις το ζουμί τους." Ξεχασμένη από θεούς κι ανθρώπους, στράγγιζε τα βυζιά της να στάξει μια στάλα να γελάσουν την πείνα τους τα μωρά. Μάτωσε τα χέρια της να καρπίσει η χέρσα γη. Πορεύτηκε άξια, εμπορεύτηκε. Γύρισε κι ο Κοσμάς, γύρισε η ζωή τους. Γεύτηκαν γλυκό ψωμί, στήσανε το σπιτικό τους.

"Το φίδι, όμως, το 'τρεφα στον κόρφο μου. Δίπλα στα εικονίσματα τα φύλαγα τα στέφανα. Κάτω απ' τα στέφανα, πάνω στο κρεβάτι μας, τον έπιασα ανοίγοντας την πόρτα, όρθιο με τα σώβρακα κατεβασμένα να βατεύει το ζαβό. Ήτανε σαν σήμερα, στα γενέθλιά μου. Πίεζε με τη χερούκλα του το σβέρκο του παιδιού, μην τυχόν και σκούξει."

Για λίγο σώπασε. Ζήτησε απ' τη Μαρίνα μια γουλιά νερό.

"Ο Λευτεράκης μου έπιασε να μαραζώνει, χρόνο με το χρόνο, έλιωνε το πουλάκι μου. Μέχρι που λυτρώθηκε και πέταξε στον ουρανό." Η Μαρίνα θυμήθηκε αφηγήσεις του πατέρα της, ότι ο πρόωρος θάνατος του αδερφού του σχετιζόταν με τη νοητική υστέρηση.

"Εγώ τον έσπρωξα τον παππού σου και γκρεμίστηκε απ' το Κάστρο. Δεν γλίστρησε. Εγώ τον έστειλα στο διάολο. Με τα ίδια μου τα χέρια."

Η ώρα κόντευε τέσσερις, τα πιάτα μαζεύτηκαν, η Νίκη είχε πάρει θέση μπροστά στην ορθογώνια τούρτα κρέμα με ξηρούς καρπούς και κομμάτια φρέσκου ανανά. Πάνω της καβουρντισμένα αμύγδαλα σχημάτιζαν τον αριθμό ενενήντα. Ο Γιώργος και η Ανθή πάσχιζαν ν’ ανάψουν τα εννέα κεράκια, το βοριαδάκι έκανε τις φλογίτσες να παίζουν και τα πιτσιρίκια πλησίαζαν κρυφά τα δάχτυλά τους στη σαντιγί. Ο Σπύρος είχε αναλάβει ν’ απαθανατίσει τις στιγμές.

Η Ζωζώ άρχισε να τραγουδά Να ζήσεις Νίκη και χρόνια πολλά, τρέχαν οι άλλοι να την προλάβουν, αντί για Νίκη κάποιοι έλεγαν μαμά, γιαγιά, κυρία Νίκη, ο μαέστρος, ο κύριος Λεωνίδας δεν πρόλαβε να συντονίσει κι έμεινε να κρατάει την ανάσα του με σηκωμένα τα φρύδια.

Η Μαρίνα, στηριγμένη στο κάσωμα της πόρτας, τα μάτια της, υγρά, συνάντησαν τα μάτια της γιαγιάς της, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της.

"Μαρίνα μου, όταν πια εγώ θα έχω κλείσει τα μάτια μου, να τα γράψεις τα χαΐρια μας. Να τα μάθει ο κόσμος. Όλα να τα γράψεις."

Ανατρίχιασε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: