Αύριο

«Αναρωτιέμαι που ακριβώς στο νυχτερινό ουρανό βρίσκεται ο αστερισμός του Σκορπιού» (Σχέδιο του Αυστριακού Josef Gabriel Frey, 1878)
«Αναρωτιέμαι που ακριβώς στο νυχτερινό ουρανό βρίσκεται ο αστερισμός του Σκορπιού» (Σχέδιο του Αυστριακού Josef Gabriel Frey, 1878)




Έχω προ­πλη­ρώ­σει την αιώ­ρα. Αλ­λά αυ­τή δεν έρ­χε­ται. Δύο μύ­γες γύ­ρω από τη λά­μπα στο τα­βά­νι του δω­μα­τί­ου μου σχη­μα­τί­ζουν μια συ­νω­μο­τι­κή χο­ρο­γρα­φία και κα­λά τυ­χαία, κί­νη­ση Μπρά­ουν και δεν συμ­μα­ζεύ­ε­ται, αλ­λά εγώ ξέ­ρω πο­λύ κα­λά τι ση­μαί­νουν αυ­τοί οι σχη­μα­τι­σμοί.

Εί­ναι βρά­δυ. Αύ­γου­στος. Έχει την πιο απο­πνι­κτι­κή ζέ­στη που έχω νιώ­σει πο­τέ μου. Με­τα­νιώ­νω την κά­θε μου κί­νη­ση. Ση­κώ­νο­μαι με πολ­λή προ­σπά­θεια, σαν γέ­ρος που ασθμαί­νει στα τε­λευ­ταία του, να πάω μέ­χρι το μι­κρο­σκο­πι­κό μου μπαλ­κό­νι μή­πως εκεί εί­ναι κα­λύ­τε­ρα. Όχι, εί­ναι το ίδιο. Απλά εδώ μυ­ρί­ζω και τις κου­τσου­λιές από τα πε­ρι­στέ­ρια και έχει και αυ­τόν τον ήχο. Έναν ήχο που μοιά­ζει με πολ­τό. Οι ζω­ές όλων αυ­τών των αν­θρώ­πων που ζουν δί­πλα μου – σχε­δόν πά­νω μου - αλ­λά δεν έχω δει πο­τέ τα πρό­σω­πά τους ή και να τα έχω δει τα έχω ξε­χά­σει. Οι ζω­ές τους σχη­μα­τί­ζουν έναν ήχο από­η­χο που φτά­νει σε μέ­να μια απε­γνω­σμέ­νη Πα­ρα­σκευή βρά­δυ. Ένας από­η­χος πολ­τός. Μία κα­τσα­ρό­λα ακου­μπά­ει το μάρ­μα­ρο ενός πά­γκου, κά­ποιος πα­ρα­κο­λου­θεί ένα βι­ντε­ά­κι στο YouTube, ένα μω­ρό κλαί­ει, τα κλι­μα­τι­στι­κά, κά­ποιος αφή­νει τα κλει­διά του στο τρα­πέ­ζι, μια γυ­ναί­κα στο σα­λό­νι της μι­λά­ει στο κι­νη­τό, ο βόμ­βος, ο βόμ­βος του ακά­λυ­πτου, ο βόμ­βος αυ­τής της πό­λης, ο βόμ­βος μέ­σα στο κε­φά­λι μου και την κοι­λιά μου. Ξα­να­μπαί­νω μέ­σα.

Τι ώρα εί­ναι;

Που εί­ναι αυ­τή η γα­μη­μέ­νη αιώ­ρα που έχω προ­πλη­ρώ­σει εδώ και δύο εβδο­μά­δες; Τώ­ρα θα έπρε­πε να εί­μαι ξα­πλω­μέ­νος πά­νω της ανά­με­σα σε δύο πεύ­κα, το βρα­δι­νό αε­ρά­κι να μου χαϊ­δεύ­ει το πρό­σω­πο κι εγω να ανα­ρω­τιέ­μαι που ακρι­βώς στον νυ­χτε­ρι­νό ου­ρα­νό βρί­σκε­ται ο αστε­ρι­σμός του Σκορ­πιού. Μου τον εί­χε δεί­ξει κά­πο­τε ένα με­λα­χρι­νό κο­ρί­τσι που μου άρε­σε πο­λύ και με ρώ­τη­σε τον βλέ­πεις τώ­ρα; Κι εγω έγνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά αλ­λά προ­φα­νώς δεν μπο­ρού­σα να τον δω, πως να τον δω όταν μυ­ρί­ζει έτσι το λακ­κά­κι που έχεις στην κλεί­δα σου; Αλ­λά αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία.

Προ­πλή­ρω­σα αυ­τήν την πα­νά­κρι­βη αιώ­ρα εδώ και δύο εβδο­μά­δες. Την έψα­ξα εξο­νυ­χι­στι­κά. Έχει κου­νου­πιέ­ρα από πά­νω για­τί τα κου­νού­πια τρέ­φουν ιδιαί­τε­ρη αδυ­να­μία στο δι­κό μου αί­μα. Στο αί­μα μου. Γκρι­νιά­ζω συ­νέ­χεια γι’ αυ­τό, αλ­λά κα­τά βά­θος μου προ­κα­λεί μια πε­ρη­φά­νια και μια μι­κρή αυ­το­α­γά­πη. Πό­σο κα­κός άν­θρω­πος μπο­ρεί να εί­μαι όταν κά­ποια φτε­ρω­τά ζώα τρε­λαί­νο­νται τό­σο για το αί­μα μου; Πό­σο ξι­νό ή γε­μά­το χο­λή μπο­ρεί να εί­ναι αυ­τό το αί­μα; Σί­γου­ρα έχει μέ­σα του μια παι­δι­κή γλυ­κύ­τη­τα, κά­τι το ακίν­δυ­νο, όσες σκέ­ψεις κι αν κά­νω να λιώ­σω με βα­ριο­πού­λα κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­να κρα­νία που κυ­κλο­φο­ρούν ανά­με­σά μας. Με βα­ριο­πού­λα.

Την προ­πλή­ρω­σα, λοι­πόν ναι, εμπι­στεύ­τη­κα αυ­τή τη γερ­μα­νι­κή εται­ρεία, εί­χα και μία μι­κρή έκ­πτω­ση αφού την πα­ρήγ­γει­λα και την πλή­ρω­σα δια­δι­κτυα­κά και άρ­χι­σα να ψά­χνω συ­γκε­κρι­μέ­νους και δια­σταυ­ρω­μέ­νους προ­ο­ρι­σμούς προς τους οποί­ους θα ορ­μού­σα με το που ερ­χό­ταν η πο­λυ­πό­θη­τη αιώ­ρα στα χέ­ρια μου. Για­τί, επί­σης, υπήρ­χε συ­γκε­κρι­μέ­νος προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός για τις δια­κο­πές μου. Εί­χα ακρι­βώς δια­κό­σια πε­νή­ντα ευ­ρώ να δια­θέ­σω για μία εβδο­μά­δα.

Ε, λοι­πόν, επέ­λε­ξα να δώ­σω τα εξή­ντα πέ­ντε ευ­ρώ για μια αιώ­ρα. Μία πο­λύ κα­λή αιώ­ρα όμως. Με το σω­στό ύφα­σμα, την σω­στή υφή στο ύφα­σμα, την κου­νου­πιέ­ρα της, ελα­φριά, αν­θε­κτι­κή, την κρε­μάς λέ­ει σε λι­γό­τε­ρο από ένα λε­πτό, έχει χει­ρο­ποί­η­τη ποιό­τη­τα κ.λπ., κ.λπ. Δια­κό­σια πε­νή­ντα ευ­ρώ πλην εξή­ντα πέ­ντε μας κά­νει εκα­τόν ογδό­ντα πέ­ντε ευ­ρώ. Τα έχω υπο­λο­γί­σει όλα. Πά­ντα έτρε­φα μια μι­κρή πε­ρι­φρό­νη­ση για αυ­τούς που αγα­πά­νε τα μα­θη­μα­τι­κά. Εί­μαι σί­γου­ρος ότι δεν μπο­ρούν να δουν όλα τα χρώ­μα­τα που υπάρ­χουν γύ­ρω μας. Ωστό­σο, εδώ έπρε­πε να μην κά­νω κά­ποιο λά­θος με τους αριθ­μούς. Όχι αυ­τή τη φο­ρά. Εδώ οι αριθ­μοί χρειά­ζο­νται. Οι δια­κο­πές αυ­τές εί­ναι ιε­ρές και εί­χα δια­κό­σια πε­νή­ντα ευ­ρώ να δια­θέ­σω για αυ­τές και τις εί­χα —ακό­μα τις έχω— τε­ρά­στια ανά­γκη, για την ακρί­βεια, ήταν ζή­τη­μα από το οποίο κρε­μό­ταν η ψυ­χι­κή μου υγεία.

Μου έμε­ναν εκα­τόν ογδό­ντα πέ­ντε ευ­ρώ λοι­πόν για τα ακτο­πλοϊ­κά και για να τρώω. Μια χα­ρά. Αν πή­γαι­να από τον Πει­ραιά στο Αγκί­στρι —προ­ο­ρι­σμός που νί­κη­σε για πολ­λούς και διά­φο­ρους λό­γους— θα χά­λα­γα εί­κο­σι επτά ευ­ρώ στο σύ­νο­λο πη­γαι­νέ­λα που ση­μαί­νει ότι μου έμε­ναν εί­κο­σι δύο κόμ­μα πέ­ντε ευ­ρώ να χα­λάω την ημέ­ρα σε φα­γη­τό και κα­φέ. Εφι­κτό. Ού­τως ή άλ­λως, από τον χει­μώ­να που μας πέ­ρα­σε και με­τά απο­φά­σι­σα πως το φα­γη­τό δεν με εν­δια­φέ­ρει και τό­σο και πως αν πε­ριο­ρί­σω το φα­γη­τό μου στο μι­σό, σκέ­φτο­μαι κα­λύ­τε­ρα και παίρ­νω την ευ­θεία οδό προς κά­ποιες πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες σκέ­ψεις. Σκέ­ψεις που πα­λιό­τε­ρα έπρε­πε να ση­κώ­σω βου­νά για να τις βρω από κά­τω ή να πιω τό­σο πο­λύ, που αφού τις κά­νω για λί­γα λε­πτά, με­τά να ξερ­νάω και να κλαίω στην τουα­λέ­τα ενός μπαρ στο οποίο θα ανα­γκα­ζό­μουν να μην ξα­να­πα­τή­σω πο­τέ.

Αλ­λά, ας επα­νέλ­θω για­τί θα χα­θώ και η ζέ­στη εί­ναι αφό­ρη­τη και ού­τε να κου­νη­θώ δεν μπο­ρώ. Ας με βοη­θή­σω ξα­πλω­τός.

Η αιώ­ρα ήταν να έρ­θει πριν δύο εβδο­μά­δες. Στις 29 Ιου­λί­ου. Με το που θα ερ­χό­ταν θα έφευ­γα την άλ­λη μέ­ρα. Δεν ήρ­θε όμως. Σή­με­ρα έχου­με 12 Αυ­γού­στου. Έχω ακό­μα πε­ρι­θώ­ριο να φύ­γω για μια εβδο­μά­δα. Αλ­λά δεν θα το έχω για πο­λύ ακό­μα. Στις 20 Αυ­γού­στου θα πρέ­πει να εί­μαι στην Αθή­να ξα­νά – πό­σο λά­θος έχω ζή­σει τη ζωή μου; Tί εί­ναι αυ­τό που έχω να κά­νω δη­λα­δή — το τό­σο ση­μα­ντι­κό, το πά­νω από την ξε­κού­ρα­σή μου, ξε­κού­ρα­ση που επεί­γει σαν πα­γω­τό έξω από το ψυ­γείο — που μου απα­γο­ρεύ­ει δη­λα­δή άμα θέ­λω και μου τη σβου­ρί­ξει να φύ­γω στις 23 Αυ­γού­στου; Αλ­λά κι αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία.

Κοί­τα να δεις που τε­λι­κά έχω πολ­λές ιστο­ρί­ες, εγώ, που νό­μι­ζα ότι με­τα­μορ­φώ­νο­μαι σι­γά σι­γά σε ένα γκρι ζω­ντα­νό με ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα και σκε­βρω­μέ­νους ώμους, ένα ζω­ντα­νό που στο δρό­μο οι άν­θρω­ποι πέ­φτουν πά­νω του για­τί δεν το βλέ­πουν καν, ένα ζω­ντα­νό τε­λεί­ως αζώ­ντα­νο που ού­τε στον κα­θρέ­φτη πια δεν κοι­τά­ζε­ται για­τί θα βα­ρε­θεί απί­στευ­τα. Αυ­τά τα δευ­τε­ρό­λε­πτα κοι­τάγ­μα­τος του ει­δώ­λου του θα εί­ναι κε­νός χρό­νος. Ναι, κε­νός χρό­νος, τό­σο κε­νός όσο το να πε­ρι­μέ­νεις να μπεις στον οδο­ντί­α­τρο ή να πε­ρι­μέ­νεις στην πόρ­τα του δια­με­ρί­σμα­τος σου τον ντε­λι­βε­ρά να ανέ­βει με τα πό­δια – ένας θε­ός ξέ­ρει για­τί με τα πό­δια- και τους πέ­ντε ορό­φους.

Ναι. Πε­ρι­μέ­νω δύο εβδο­μά­δες μια αιώ­ρα που έχω προ­πλη­ρώ­σει και επει­δή δεν έρ­χε­ται – ενώ έχω κά­νει τα απαι­τού­με­να τη­λέ­φω­να και έχω στεί­λει τό­σα μέιλ δια­μαρ­τυ­ρί­ας σε αυ­τούς τους κω­λο­γερ­μα­νούς, που υπο­τί­θε­ται ότι κά­νουν τα πράγ­μα­τα λί­γο κα­λύ­τε­ρα από ότι γί­νο­νται στην Ελ­λά­δα, γε­γο­νός που δεν θα ντρα­πώ, θα πω ότι το πί­στευα και γω πριν πα­ραγ­γεί­λω αυ­τή την ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη αιώ­ρα, που πια με πιά­νει ναυ­τία και μό­νο που την σκέ­φτο­μαι, σκέ­ψου να κά­τσω και πά­νω της δη­λα­δή – έχω ξε­μεί­νει στην Αθή­να. Έχει τον πιο με­γά­λο καύ­σω­να των τε­λευ­ταί­ων πε­νή­ντα ετών λέ­νε στις ει­δή­σεις. Και γω εί­μαι στο κέ­ντρο αυ­τού του καύ­σω­να, στο κέ­ντρο της πό­λης.

Μή­πως να φύ­γω;

Και πού να μεί­νω στο Αγκί­στρι; Κι αν όσο λεί­πω αυ­τή έρ­θει; Μή­πως να πε­ρι­μέ­νω άλ­λες λί­γες μέ­ρες και με­τά ναι, ας φύ­γω. Ας κοι­μη­θώ με το κόκ­κι­νο σλί­πι μπαγκ μου σε κά­ποια αμ­μου­διά. Ναι, θα με δια­λύ­σουν τα κου­νού­πια, αλ­λά κα­λύ­τε­ρα δεν θα εί­ναι να εί­μαι σαν δε­κά­χρο­νος με ανε­μο­βλο­γιά αλ­λά ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος και με μια σω­στή μέ­ση θερ­μο­κρα­σία να κοι­τά­ζω τον μπλε ορί­ζο­ντα και να σχε­διά­ζω την αλ­λα­γή στη ζωή μου; Ή έστω, να σκέ­φτο­μαι αν θα φάω σου­βλά­κι ή μό­νο φρού­τα ή αν υπάρ­χει πε­ρί­πτω­ση να ξε­ντρα­πώ και να ζη­τή­σω από κά­ποιον πα­ρα­λιάρ­χη λί­γο LSD που θέ­λω επι­τέ­λους πο­λύ να δο­κι­μά­σω. Ναι, κα­λύ­τε­ρα θα εί­ναι.

Συγ­γνώ­μη, κα­λη­μέ­ρα, μή­πως σας πε­ρισ­σεύ­ει λί­γο LSD; Μία στα­γο­νί­τσα ίσως; Ένα χαρ­τά­κι; Έτσι θα πω. Έτσι. Με ένα χα­μό­γε­λο τό­σο όσο, ού­τε πιο πο­λύ —ψυ­χά­κιας— ού­τε πιο λί­γο—κα­κο­μοί­ρης. Τό­σο όσο. Και θα τους κοι­τάω ευ­θεία στα μά­τια. Ευ­θεία. Αλ­λά και μα­λα­κά.

Και τα εξή­ντα πέ­ντε μου ευ­ρώ; Αν ήταν να φύ­γω έτσι, τε­λεί­ως εκτε­θει­μέ­νος στα κου­νού­πια και τους πα­ρα­λιάρ­χες, τι την αγό­ρα­σα την αιώ­ρα; Θα έφευ­γα έτσι. Και θα εί­χα δια­κό­σια πε­νή­ντα ευ­ρώ μεί­ον εί­κο­σι επτά σε ακτο­πλοϊ­κά ίσον δια­κό­σια εί­κο­σι τρία ευ­ρώ να χα­λά­σω σε φα­γη­τό και πι­θα­νό LSD. Ευ­λο­γη­μέ­να μα­θη­μα­τι­κά εί­στε ένας τοί­χος απ’ τον οποίο κρα­τιέ­μαι αυ­τή τη στιγ­μή, το κά­γκε­λο για να μην πέ­σω στον γκρε­μό, υπέ­ρο­χοι πραγ­μα­τι­κοί αριθ­μοί μου.

Ναι, αν ήταν να φύ­γω έτσι, αυ­θόρ­μη­τα, ακά­λυ­πτα, πε­ρι­πε­τειω­δώς, δεν θα αγό­ρα­ζα μία πα­νά­κρι­βη γερ­μα­νι­κή αιώ­ρα. Όχι. Θα πα­ρα­δι­νό­μουν εξαρ­χής και ηθε­λη­μέ­να στα κου­νού­πια. Θα έλε­γα φεύ­γω κι ό, τι γί­νει. Στον ηλε­κτρι­κό για τον Πει­ραιά θα γύ­ρι­ζα ξαφ­νι­κά το κε­φά­λι προς τον δι­πλα­νό μου και θα του έλε­γα πριν καν το κα­τα­λά­βω σή­με­ρα το πρωί ξύ­πνη­σα για άλ­λη μια φο­ρά στο κρε­βά­τι μου και μέ­σα σε μία ώρα εί­χα πά­ρει την από­φα­ση να φύ­γω, ετοι­μά­στη­κα αστρα­πιαία και τώ­ρα να ‘μαι, εδώ, δί­πλα σας, μό­λις μία ώρα και εί­κο­σι λε­πτά αρ­γό­τε­ρα, κα­θ’ οδόν προς το νη­σί. Εί­ναι σπά­νια πια αυ­τά τα πράγ­μα­τα, δεν συμ­φω­νεί­τε; (παύ­ση) Ο αυ­θορ­μη­τι­σμός, εν­νοώ. Έτσι θα έλε­γα. Ναι. Κι ας έπαιρ­νε έκ­φρα­ση δυ­σκοί­λιου αρου­ραί­ου. Δεν θα με ένοια­ζε. Η θά­λασ­σα θα έγλει­φε ήδη τις φτέρ­νες μου.

Αλ­λά τώ­ρα;

Τώ­ρα, εί­μαι ένα θύ­μα αυ­τής της γερ­μα­νι­κής κω­λο­ε­ται­ρί­ας που μου κα­τέ­στρε­ψε τις δια­κο­πές, το κα­λο­καί­ρι και ναι, λί­γο πα­ρα­πά­νω την ψυ­χι­κή μου υγεία. Ανα­ρω­τιέ­μαι μή­πως οι κα­κο­τυ­χί­ες μα­ζεύ­ο­νται πά­νω μου και γύ­ρω μου σαν μύ­γες γύ­ρω από ένα κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νο τε­ρά­στιο κό­πρα­νο. Εί­μαι κό­πρα­νο; Μπο­ρεί.

Για­τί όμως;

Εδώ ίσως χρειά­ζε­ται μια ανα­δρο­μή. Όχι χρο­νο­λο­γι­κή. Μια ανα­δρο­μή που θα ακου­μπά­ει την αλυ­σί­δα των συμ­βά­ντων σαν χέ­ρι αν­θρώ­που που κρα­τά­ει ένα κο­μπο­σκοί­νι και προ­σεύ­χε­ται. Προ­σε­κτι­κά, πιά­νει μία μία τις χά­ντρες του κα­θώς το γυρ­νά αρ­γά μέ­σα στην πα­λά­μη του. Με την μα­λα­κό­τη­τα που κρα­τά­ει κά­ποιος στο χέ­ρι του ένα μι­κρό κί­τρι­νο κο­το­που­λά­κι. Έτσι δεν κά­νουν αυ­τοί που προ­σεύ­χο­νται; Αυ­τό έχω κα­τα­λά­βει. Εγώ όμως δεν ξέ­ρω κα­θό­λου να προ­σεύ­χο­μαι.

Ποια ανα­δρο­μή; Άλ­λο ήθε­λα να πω.

Ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη αιώ­ρα, ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη ζωή, ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη Πα­ρα­σκευή βρά­δυ, κί­τρι­νοι τοί­χοι, μύ­γες κα­τά­σκο­ποι, μια δυ­στυ­χία.

Να πά­ρω κά­ποιον τη­λέ­φω­νο. Να πά­ρω κά­ποιον τη­λέ­φω­νο. Να πά­ρω κά­ποιον τη­λέ­φω­νο; Δεν θέ­λω. Να βγω και για πο­τό και να χα­λά­σω κι άλ­λα λε­φτά; Να ζε­στα­θώ κι άλ­λο; Και να κά­νω να συ­νέλ­θω κα­νέ­να μή­να; Το να βγαί­νεις για «πο­τό» ή για «κα­φέ» εί­ναι επι­κίν­δυ­νο. Πο­λύ. Τους απο­φεύ­γω όλους και κα­λά κά­νω, δεν έχουν να μου πουν τί­πο­τα ση­μα­ντι­κό. Μό­νο άστο­χες λέ­ξεις, άστο­χες φρά­σεις που κολ­λά­νε πά­νω μου σαν τσι­μπού­ρια και μου πί­νουν το αί­μα για μέ­ρες με­τά. Κα­μιά ωραία σκέ­ψη, κά­τι που διά­βα­σαν, μία ει­κό­να που εί­δαν κα­θώς περ­πα­τού­σαν. Να μου πει κά­ποιος ας πού­με, διέ­σχι­ζα την Ακα­δη­μί­ας σή­με­ρα το με­ση­μέ­ρι και ένας μα­τα­τζής μπρο­στά μου έβγα­λε με­γα­λο­πρε­πώς το βρα­κί του που του εί­χε χω­θεί απ’ ό,τι φαί­νε­ται στον κώ­λο. Αυ­τό μά­λι­στα. Να το ακού­σω. Αλ­λά όχι. Δεν θέ­λω να ακού­σω για τη δου­λειά σου, ού­τε να σου πω για τη δι­κή μου. Δεν θέ­λω να ακού­σω για το πώς πέ­ρα­σες σ’ αυ­τό το τα­ξί­δι και ποια εί­ναι η ρυ­μο­το­μία της Μασ­σα­λί­ας. Δεν θέ­λω να μου πεις κα­κί­ες κρυμ­μέ­νες προ­σε­κτι­κά κά­τω από κου­βερ­τού­λες χιού­μορ. Βρω­μά­νε αυ­τές οι κου­βερ­τού­λες σου. Δέρ­μα σα­πι­σμέ­νο. Το δέρ­μα σου.

Το να βγαί­νω για πο­τό κο­στί­ζει. Πο­λύ. Κο­στί­ζει σε λε­φτά και κυ­ρί­ως σε συ­ναι­σθή­μα­τα. Όταν μου μι­λά­ει κά­ποιος πρέ­πει να κά­νω ότι με εν­δια­φέ­ρουν τα όσα λέ­ει, πρέ­πει να τον κοι­τά­ζω στα μά­τια και να κου­νάω που και που το κε­φά­λι. Πρέ­πει να με­ταλ­λάσ­σο­μαι σε κά­τι που δεν εί­μαι.

Όταν γυ­ρί­ζω σπί­τι με­τά από κά­τι τέ­τοιο μου παίρ­νει πά­ρα πο­λύ να με ξα­να­βρώ. Έχω πει τό­σα ψέ­μα­τα άθε­λά μου σε έναν κα­φέ μία Τρί­τη από­γευ­μα στην Κο­λο­κο­τρώ­νη. Πρέ­πει να κά­τσω έπει­τα στο σπί­τι μου, ακί­νη­τος, κο­ντά στην μπαλ­κο­νό­πορ­τα -σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη γω­νία, την μό­νη με ωραίο φως – και να κοι­τά­ζω έξω. Πρέ­πει να έχει ησυ­χία. Αλ­λιώς μπερ­δεύ­ο­μαι. Πρέ­πει με­τά να δια­βά­σω κά­τι ωραίο. Κά­ποιες ωραί­ες φρά­σεις λει­τουρ­γούν σαν επί­δε­σμος. Με­τά πρέ­πει να μου δώ­σω κου­ρά­γιο ηχο­γρα­φώ­ντας την φω­νή μου στο κι­νη­τό μου.

Σε πεί­ρα­ξε τώ­ρα αυ­τό κι αυ­τό και εί­ναι κα­τα­νοη­τό, εί­ναι κα­τα­νοη­τό και πο­λύ λο­γι­κό να σε ενό­χλη­σαν αυ­τά τα πράγ­μα­τα αλ­λά όλα μπο­ρούν να αλ­λά­ξουν, στο χέ­ρι σου εί­ναι, την επό­με­νη φο­ρά δεν θα κά­νεις κά­τι που δεν θέ­λεις, όχι δεν θα κά­νεις κά­τι που δεν θέ­λεις ή αν δια­φω­νείς θα το λες ήρε­μα κι ωραία και ας μεί­νει όποιος εί­ναι να μεί­νει, ας μην μεί­νει και κα­νέ­νας στην τε­λι­κή αλ­λά που ξέ­ρεις μπο­ρεί να μεί­νει και κά­ποιος κι αυ­τός ο κά­ποιος θα με­τρά­ει για δέ­κα,

έτσι θα μου λέω και θα αρ­χί­ζω να νιώ­θω λί­γο κα­λύ­τε­ρα, το αί­μα μου θα αρ­χί­σει να κυ­λά­ει και πά­λι, μα θέ­λω να ρω­τή­σω πια το τα­βά­νι του δω­μα­τί­ου μου και αυ­τές τις δύο μύ­γες που έχουν δώ­σει ρε­σι­τάλ Πί­να Μπά­ους πά­νω από το κε­φά­λι μου, θέ­λω να ρω­τή­σω, εί­ναι ζωή αυ­τή;

Μή­πως να φύ­γω; Γά­μα την αιώ­ρα. Πού με οδή­γη­σε η τε­λευ­ταία; Σε ένα κα­τε­στραμ­μέ­νο κα­λο­καί­ρι. Σε άλ­λο ένα αδιέ­ξο­δο. Και το χει­ρό­τε­ρο όλων εί­ναι ότι κα­τά βά­θος πι­στεύω ότι φταίω εγώ. Φταίω εγώ που απο­φά­σι­σα να δώ­σω τό­σα λε­φτά για μία αιώ­ρα. Φταίω εγώ που η αιώ­ρα έχει αρ­γή­σει. Φταίω εγώ που ίσως δεν θα έρ­θει πο­τέ. Κά­τι με την μά­να μου εί­ναι αυ­τό και δεν χρειά­ζε­ται να πάω να τα σκά­σω σε κά­ποιον ψυ­χο­λό­γο για να μου πει με­τά από μή­νες και χρό­νια το ίδιο. Το λέω τώ­ρα εγώ σε μέ­να. Κά­τι με την μά­να μου εί­ναι αυ­τό. Που όλο φταίω εγώ.

Τώ­ρα όμως τι κά­νω;

Ση­κώ­νο­μαι να πιω λί­γο νε­ρό.

Το στό­μα μου έχει στε­γνώ­σει. Εί­ναι σαν πα­λιό δερ­μά­τι­νο πα­πού­τσι.

Οι ήχοι του νε­ρού που κυ­λά­νε στους σω­λή­νες. Οι ήχοι του νε­ρού στους σω­λή­νες του τοί­χου μου. Ό,τι πιο κο­ντι­νό σε θά­λασ­σα έχω ακού­σει αυ­τό το κα­λο­καί­ρι. Βα­ριέ­μαι να περ­πα­τή­σω ξα­νά μέ­χρι το δω­μά­τιο μου. Κά­θο­μαι στα πλα­κά­κια της κου­ζί­νας. Κά­θο­μαι εδώ. Το κε­φά­λι μου εί­ναι βα­ρύ. Σκάω. Ξα­πλώ­νω εδώ, εί­ναι πιο δρο­σε­ρά. Ανά­με­σα στους αρ­μούς με τα λι­πά­κια και τα μι­κρά πρά­σι­να απο­κόμ­μα­τα από μα­ρού­λι με πιά­νει γέ­λιο. Εδώ σί­γου­ρα εί­ναι πιο ει­λι­κρι­νά από ότι στο κρε­βά­τι. Εδώ εί­ναι πιο ωραία. Σκλη­ρά και δρο­σε­ρά. Αύ­ριο θα φύ­γω. Θα ετοι­μά­σω το ξη­μέ­ρω­μα το μι­κρό μπλε μου σα­κί­διο με ελά­χι­στα πράγ­μα­τα, θα χώ­σω μέ­σα και το κόκ­κι­νο σλί­πι μου και θα φύ­γω. Κι ας έρ­θει η αιώ­ρα πέ­ντε λε­πτά αφού βγω από την πο­λυ­κα­τοι­κία. Δεν πει­ρά­ζει. Εξή­ντα πέ­ντε ευ­ρώ θα μου χτυ­πή­σουν την πόρ­τα αύ­ριο το πρωί αλ­λά εγώ δεν θα εί­μαι εκεί. Θα κα­τευ­θύ­νο­μαι με­γα­λο­πρε­πής και ανα­ντίρ­ρη­τος προς τον ηλε­κτρι­κό της Βι­κτό­ριας, προς τον Πει­ραιά, προς το Αγκί­στρι, προς το Κα­λο­καί­ρι.

Κλαίω.

Για­τί;

Έξω ακού­γε­ται ένα αφ­γα­νι­κό τσι­φτε­τέ­λι και ένα αγο­ρά­κι που λέ­ει κά­τι στη μα­μά του. Το τα­βά­νι της κου­ζί­νας έχει θο­λώ­σει. Να σου πά­λι η θά­λασ­σα. Στα μά­τια μου αυ­τή τη φο­ρά. Ορί­στε. Άλ­λα­ξα απλά ένα δω­μά­τιο και όλα εί­ναι λί­γο κα­λύ­τε­ρα. Από το υπνο­δω­μά­τιο στην κου­ζί­να. Από την απελ­πι­σία στην εμ­φά­νι­ση μιας μι­κρο­σκο­πι­κής ακτί­νας φω­τός.

Βρω­μά­ει. Η κου­ζί­να μου βρω­μά­ει. Ναι, δεν μπο­ρώ να τα κά­νω όλα όσα απαι­τού­νται από έναν άν­θρω­πο. Δεν μπο­ρώ. Δια­λέ­γω. Ναι, δεν κα­θα­ρί­ζω την κου­ζί­να μου τα­κτι­κά, δεν πη­γαί­νω για άλ­λους κα­φέ­δες, δεν βλέ­πω κό­σμο, δεν πε­ρι­μέ­νω άλ­λο για μια αιώ­ρα που δεν θα έρ­θει πο­τέ. Δια­λέ­γω.

Πού πή­γαν αυ­τές οι χο­ρευ­τα­ρού­δες μύ­γες; Πού πή­γαν τα χέ­ρια μου; Τα ση­κώ­νω αλ­λά δεν τα βλέ­πω. Για­τί εί­ναι όλα άσπρα εδώ μέ­σα, πού εί­ναι το Αγκί­στρι; Τα δα­χτυ­λά­κια των πο­διών μου κου­νιού­νται στον ρυθ­μό του αφ­γα­νι­κού τσι­φτε­τε­λιού κι εγω κλαίω.

Αύ­ριο θα φύ­γω.

Αύ­ριο.

Θα φύ­γω.

Αύ­ριο.



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: