Ζιλ Ρενάρ (1864-1910), από τις Φυσικές ιστορίες (1894)
1. Το παγόνι
Ανυπερθέτως σήμερα θα παντρευτεί.
Έπρεπε χτες αυτό να είχε ήδη συμβεί. Είχε φορέσει γιορτινή στολή, είχε καλά ετοιμαστεί.
Έλειπε μόνο η μνηστή. Δεν ήρθε και αργοπορεί.
Περιδιαβάζει με μεγαλοπρέπεια ινδική πριγκιπική· τα πλούσια δώρα που είθισται επάνω του φορεί.
Ο έρωτας τα χρώματά του έκπαγλα αναλάμπει και το λοφίο του σαν λύρα πάλλεται και αναριγεί.
Μα σα να μην έρχεται η μνηστή.
Πετάει ως τη σκεπή και από κει ψηλά κοιτάει τον ήλιο ανατολικά και αναφωνεί με την κραυγή του τη δαιμονική:
Λεόν ! Λεόν !
Διότι έτσι την αποκαλεί. Μα κανείς δε λέει να φανεί και του αποκρίνεται η σιωπή. Συνηθισμένα τ’ άλλα τα πουλιά δεν νοιάζονται να δώσουν προσοχή. Να το αποθαυμάζουν έχουν βαρεθεί. Και ξανακατεβαίνει στην αυλή, σίγουρο τόσο για την απαράμιλλή του καλλονή αδυνατεί κακία να τους κρατεί.
Μα ανυπερθέτως αύριο θα παντρευτεί.
Μπροστά του μέρα ολάκερη ανοίγεται και ιδέαν μη έχοντας πώς να την περάσει, στρέφεται προς την πορτοσιά. Τα σκαλοπάτια ανεβαίνει με βήμα αργό και τελετουργικό σα να ‘τανε ναού αναβαθμοί, κι αυτό να λιτανεύεται σ’ επίσημη πομπή.
Ανασηκώνει την ποδήρη εσθήτα με τη βαρύτιμη ουρά βαριά από μάτια βλέμματα που απόμειναν για πάντα καρφωμένα εκεί.
Προβάρει άλλη μια φορά την ίδια τελετή.
2. Ο γρύλος
Τώρα είναι η ώρα
που το έντομο αραπάκι
από τις περιπλανήσεις του επιστρέφει,
tόσο σεργιάνι το έχει βαρεθεί,
και σπεύδει των κτημάτων του να επιμεληθεί.
Πρώτα σαρώνει τις στενές αμμουδερές αλέες.
Φτιάχνει πριονίδι που κουβαλάει
στο κατώφλι του καταφυγίου του.
Λιμάρει τη ρίζα εκείνου του μεγάλου βότανου
που ενδεχομένως το παρενοχλεί.
Ξεκουράζεται.
Μετά κουρδίζει το ρολόι του.
Κουρδίστηκε; μην έσπασε;
Ακόμα λίγο ξεκουράζεται.
Γυρίζει σπίτι του. Την πόρτα κλείνει.
Ώρα πολλή γυρνάει το κλειδί
στην κλειδωνιά του τη λεπτή πολύ.
Και ακούει:
Έξω ηρεμία επικρατεί.
Αλλά δεν νιώθει ασφάλεια.
Και σαν με αλυσιδούλα
που η τροχαλία της τρίζει,
στα βάθη της γης κατεβαίνει και σταλίζει.
Τίποτα πια δεν ακούγεται.
Στην άφωνη την εξοχή,
οι λεύκες δάχτυλα υψώνουνε
και ζωγραφίζουν το φεγγάρι.
3. Ο κύκνος
Γλιστράει στη λίμνη σαν έλκηθρο λευκό,
από σύννεφο σε σύννεφο.
Γιατί μόνο για τολύπες σύννεφων πεινάει
όπως βλέπει να γεννιούνται, να κινούνται, και να χάνονται μες στο νερό.
Ένα απ’ αυτά το επιθύμησε πολύ. Σκοπεύει με το ράμφος,
και ξαφνικά βυθίζει το λαιμό του που ντύθηκε στο χιόνι.
Μετά, σαν χέρι γυναικός που βγήκε απ’ το μανίκι, τον αποτραβάει.
Τίποτα δεν κρατάει.
Παρατηρεί: τα σύννεφα κατατρομαγμένα έχουν χαθεί.
Η ψευδαίσθηση διαρκεί μόνο μια στιγμή,
γιατί τα σύννεφα λιγάκι μόνο αργοπορούν να ξαναρθούν, και,
κάτω εκεί, όπου πεθαίνουν του νερού οι κυματισμοί,
να κιόλας ένα που πάει να σχηματιστεί.
Σιγά σιγά, πάνω στο πουπουλένιο προσκεφάλι του
ο κύκνος κωπηλατεί και πλησιάζει …
Μάταιες ανταύγειες να ψαρεύει έχει εξαντληθεί,
και ίσως πεθάνει, θύμα της ψευδαίσθησης αυτής,
προτού αρπάξει έστω και μια συννεφομπουκιά.
Όμως τι λέω;
Κάθε που το ράμφος του βουτά,
τη θρεπτική τη λάσπη του βυθού σκαλίζει
κι ένα σκουλήκι αποκομίζει.
Παχύνεται και σα χήνα γίνεται.
4. Το ψαροπούλι
Απόψε δεν τσιμπούσαν,
μα έχω μια σπάνια συγκίνηση να διηγηθώ.
Καθώς κρατούσα το καλάμι με τ’ αρμίδι τεντωμένο,
ήρθε και στάθηκε επάνω του ένα ψαροπούλι.
Πουλί πιο εκθαμβωτικό τα μάτια μας δεν έχουν ξαναδεί.
Έμοιαζε μεγάλο γαλαζολούλουδο
στην άκρη λεπτού μίσχου.
Το καλάμι λύγιζε απ’ το βάρος.
Κρατούσα την ανάσα μου, καταπερήφανος
που ένα ψαροπούλι με πέρασε για δέντρο.
Και είμαι σίγουρος πως δεν πέταξε μακριά από φόβο, παρά
επειδή πίστεψε πως πετούσε από ένα κλαδί σ’ ένα άλλο.
5. Η φραγκόκοτα
Είναι ο καμπούρης της αυλής μου.
Μονάχα τραύματα ονειρεύεται λόγω καμπούρας.
Οι κότες δεν της είπαν τίποτα: ξάφνου χυμάει και τους επιτίθεται.
Ύστερα σκύβει το κεφάλι, γέρνει το σώμα,
και ολοταχώς όσο τα ποδαράκια της το επιτρέπουν,
τρέχει να χτυπήσει με το σκληρό της ράμφος,
καταμεσής το κέντρο στην ανοιχτή βεντάλια της ουράς του γάλου.
Οι πόζες του την ενοχλούσαν.
Έτσι, με το κεφάλι μπλε, και τα λειριά της κόκκινα,
πολεμόχαρη, μαίνεται απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Δίνει μια μάχη αναίτια, ίσως γιατί φαντάζεται πάντοτε πώς όλοι
την κοροϊδεύουν για το παράστημά της, το φαλακρό κρανίο της, τη χαμηλή ουρά της.
Και ασταμάτητα βγάζει μια διάτορη κραυγή
που τρυπάει τον αέρα σαν καρφί.
Κατά καιρούς εγκαταλείπει την αυλή κι εξαφανίζεται. Επιτρέπει
στα φιλήσυχα πουλερικά μια στιγμή ανάπαυλας.
Όμως επιστρέφει πιο ταραξίας και πιο φωνακλάς.
Και, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, κυλιέται καταγής.
Μα τι να έπαθε;
Με κοροϊδεύει η πονηρή.
Πήγε το αβγό της να γεννήσει στα χωράφια.
Μπορώ αν μου κάνει κέφι να πάω να το ψάξω.
Και κυλιέται μες στη σκόνη σαν καμπούρης.
(*) Όλες οι άμεσες αναφορές όσο και οι πλήθιες αφανέρωτες παραπέμπουν στην ελληνική μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου, του αυτοβιογραφικού, με μορφή διαλόγου με την Μπεατρίς Μπερλοβίτς, βιβλίου του Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς Κάπου στο ανολοκλήρωτο (Πόλις, 2021, Gallimard, 1978). Αυτό το «μουρμουρητό μιας σκέψης που ψάχνεται» (αυτ., σ. 9)—γιατί παρά τις επιφυλάξεις της Μπερλοβίτς στον σύντομο πρόλογο, αυτό είναι τελικά το αποκλειστικό μουσικότροπο κατόρθωμα της μουσικής απορίας του σπουδαίου αυτού βιβλίου—με μεταξωτή, λεπταίσθητη όσο και στιβαρή γέφυρα τα ελληνικά της Τσιριμώκου, μας περνάει σαν σε όνειρο στο άλυτο μουσικό αίνιγμα και, ανάμεσα σε άλλους, τον εξέχοντα θαυματοποιό του, Μορίς Ραβέλ.