Να ξέρεις όμως και κάτι άλλο. Όταν περάσει μέσα μας η ομίχλη βλέπουμε καλύτερα. Ακόμα και πρόσωπα χωρίς όνομα, ή γνωστά πρόσωπα με άλλο όνομα. Μια εικονική πραγματικότητα. Κι εμένα το Πέτρος δεν είναι πραγματικό μου όνομα. Το υιοθέτησα τότε που έχασα το δεξί μου μάτι. Κι από καμιά φορά το χρησιμοποιώ για λόγους ανωνυμίας και ...ασφαλείας όταν νιώθω μοναξιά και τηλεφωνώ σ’ ένα «γραφείο συνοδών κυρίων» να στείλουν καμιά υπάλληλό τους. Ξέρεις ... κάποια κυρία εμφανίσιμη, παστρικιά και προκομμένη.
Αρκετοί από ’μας, κι ας το κρύβουμε, φοβόμαστε αυτή την ομίχλη. Το μεγάλο ερώτημα για το άγνωστο. Εκείνο το “Certus quam incertus quando”.
Ο Γιώργος Ιωάννου είπε «πολλή ομίχλη πέφτει απόψε πάνω μου... Ό,τι φοβήθηκα με βρήκε με το παραπάνω».
Μέχρι και ο … Sinatra το ένιωθε και τελικά «τα είπε όλα» στο “Yesterday”.
Τέλος πάντων, εκείνο που θέλω να σου εξομολογηθώ είναι πώς πέρασα τη φετινή, ζοφερή, επέτειο των γενεθλίων μου, που εσύ τα ξέχασες. Μερικές ημερομηνίες δεν γράφονται στην «ατζέντα» αλλά στην καρδιά μας.
Το πρωί δε βγήκα έξω. Δέχθηκα μερικά τηλέφωνα και ευχές από κάποιους συγγενείς και γνωστούς. Τίποτε το ιδιαίτερο.
Αργά πια μεσημέρι έβγαλα τον Λάμπρο βόλτα, παίρνοντας τα απαραίτητα για τις ανάγκες του. Να κάνουμε ένα περίπατο. Τα πόδια μου ήταν βαριά κι ασήκωτα όπως κι η ζέστα. Θυμήθηκα κάτι παλιές γελοιογραφίες, που ζωγράφιζαν τους φυλακισμένους με κάτι ‘ραβδωτά’ παντελόνια σαν πιτζάμες και στο πόδι τους δεμένη με αλυσίδα μια βαριά σιδερένια μπάλα. Μήπως και το τολμήσουν. Να δραπετεύσουν.
Έτσι, δεν πήγαμε μέχρι το πάρκο της Μάρκου Μουσούρου. Είπα να γλιτώσω την ανηφόρα της επιστροφής και τους στριμωγμένους νεκρούς του Α΄ Νεκροταφείου.
Προτίμησα ένα γειτονικό μικρό στενό πίσω από την οδό Πύρρωνος. Το κάναμε μπρος-πίσω, τρεις-τέσσερις φορές, τα έκανε κι ο Λάμπρος, κι ύστερα έκατσα σ’ ένα περβάζι κλειστού παράθυρου ( καρφωμένου μάλιστα χιαστί με χοντρά μαδέρια ) της ερειπωμένης πια ‘παλιάς μαρκίζας’. Κάποτε χόρεψα εκεί ένα ζεϊμπέκικο με τον Μητροπάνο. Το «Λούνα Παρκ».
Έβαλα του πιστού μου φίλου να πιει νερό γιατί του είχε βγει η γλώσσα . Έγλειψε και την τελευταία σταγόνα στο κουπάκι μπρος στα πόδια μου και ύστερα πανευτυχής έκατσε πλάι μου.
Αυτό το στενάκι, που όλο ξεχνώ το όνομά του, είναι ήσυχο και γραφικό. Σα να βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο. Σπάνια βλέπεις περαστικούς πολύ περισσότερο κάποιο αυτοκίνητο. Μόνο οι λιγοστοί περίοικοι.
Μια απρόσμενη, ευεργετική ησυχία και θαμπωτική αντηλιά με βύθισαν θαρρείς σε λήθαργο. Με κλειστά τα βλέφαρα αντί μαύρο σκοτάδι εγώ τα έβλεπα όλα άσπρα.
Απ’ τη γωνιά είδα να πλησιάζει ένας ψηλός άνδρας. Στάθηκε επιτιμητικά μπροστά μου. Ο Λάμπρος μούγκρισε και με κοίταζε ερωτηματικά... Ήτανε ο Σαχτούρης. Μ’ ένα θαλασσί ριγέ πουκάμισο, ευθυτενής και θαλερός όπως το ’92. Άσε επιτέλους αυτό το μαύρο το σκυλί. Να βγαίνεις βόλτα με τον Πατισάχ, το άσπρο άλογο που σου ’δωσα. Πάντα λιγόλογος απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα.
Προτού συνέλθω, θαρρείς και ήταν συνεννοημένοι, βλέπω τον Χειμωνά. Χωρίς την μπέρτα και τα μαύρα τα γυαλιά. Τώρα πια τα φορούσα εγώ, να προστατεύσω το ένα μάτι που μ’ απόμεινε από το «άσπρο κόκαλο» του ήλιου. Φορούσε ένα λευκό λινό κοστούμι και ψαθάκι σαν τον Sebastian. Χάιδευε τον σκύλο, περιμένοντας να του μιλήσω. Βρε Γιώργο... πού χάθηκες ; — Έχεις δίκιο, έφυγα τόσο βιαστικά και δεν προλάβαμε. Ήρθα για λίγο και πάλι πίσω, στο Παρίσι. Τώρα δεν γράφω. Ζωγραφίζω. Μόλις τελειώσω μια σειρά από pietá, που πρέπει να παραδώσω, θα σου τηλεφωνήσω για το Καστελόριζο. Δώσαμε λόγο και θα τον τηρήσουμε. Θα πάμε οπωσδήποτε μες στη χρονιά, ακόμα και Δεκέμβριο. Εκεί ακόμα και τον Δεκέμβρη έχει μέχρι και 28 - 30 βαθμούς. Με φίλησε στο στόμα βιαστικά. Au revoir. Να τον χαίρεσαι. Είναι καλό σκυλί.
Ξαφνικά από το απέναντι ροζ σπιτάκι με τα κόκκινα γεράνια, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει τρεχάτος ο Γιώργος Κακουλίδης μ’ ένα γκρίζο κασκόλ. Πώς το φοράς αυτό, του λέω, θα σκάσεις. – Δεν κρυώνω πια. Το έχω γι’ άλλο λόγο. Χάθηκες μου λέει και είσαι αδικαιολόγητος. Προχθές είχαμε την κουβέντα σου με το Νίκο το Ζαχαριάδη. Θα σου τα πω άλλη φορά... τώρα είμαι βιαστικός. Πάντως, όσο βρίσκεσαι στη ζούγκλα να προσέχεις την αίρεση της τίγρης και ιδιαίτερα τα μάτια της. Και μην κωλώνεις με «καθώς πρέπει σκέψεις». Και προπαντός: μην αφήσεις να σε βάψουνε πάλι Ινδιάνο...
Με ξύπνησε ένας μεταλλικός ήχος. Μια περαστική έριξε στο κουπάκι του Λάμπρου δύο ευρώ. Έτσι σκυφτό, ατημέλητο και μαύρα γυαλιά με πήρε για τυφλό.