— κι έτσι, λοιπόν, κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα στη μεζονέτα της ηδύτητας και της δημιουργικότητας, με την επαναφορά της θαυμάσιας και θαυμαστής, και τόσο μα τόσο σέξι και ερωτικής, προσφώνησης «ντάρλινγκ!», που, όπως έχει ειπωθεί τόσο λείπει από τα Γράμματα και τις Τέχνες σήμερα, κυλούσαν με τις καυτομονογαμικές ρουτίνες τους, ανοίγει παρένθεση: Έχεις δώσει στη λέξη «ρουτίνα», μια λέξη τόσο δυσφημισμένη στη γενιά μου, αν όχι και στη δική σου —και κυρίως δυσφημισμένη, αρνητική, στο λεγόμενο καλλιτεχνικό ή φιλότεχνο περιβάλλον— ένα θετικό πρόσημο. Μίλησέ μου για τη ρουτίνα ως έννοια, και για τη δική σου συγκροτημένη ρουτίνα, της είχε γράψει σε ένα post-it και το είχε κολλήσει στην πόρτα του τιρκουάζ ψυγείου ένα πρωί του Δεκεμβρίου του 2019, κλείνει η παράνθεση, Εκείνη να ξυπνάει και να απλώνει στο σύμπαν τη γαλάζια υπερδύναμη του βλέμματός της, να του λέει, ενόσω εκείνος της φιλούσε το κούτελο, απαλά τρυφερά γλυκά, άναψε το θερμοσίφωνο ετοίμασε καφέ και τοστ βάλε να παίζει το Double Fantasy εγώ θα κάνω τις ασκήσεις μου μετά θα μπούμε στην μπανιέρα μαζί θα διαβάσουμε Κρις Κράους θα πάμε για κρουασάν στον Ερωδιό θα περιπλανηθούμε από Καλλιδρομίου προς Κυψέλη κατόπιν Εξάρχεια πάλι θα καταλήξουμε στο Dolce που ποτέ δεν θα το λέμε Φίλιον θα σου δώσω ένα φιλί στο αυτί θα πάω να εργαστώ θα πας να εργαστείς το βράδυ θα πάμε να δούμε τον Ιρλανδό του Σκορσέζε θα φάμε λιτά θα μου κάνεις έρωτα θα σου κάνω έρωτα κουνήσου λοιπόν, ντάρλινγκ, κουνήσου —
— κι έτσι, λοιπόν, κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα, εκείνον τον μαγικό & μαγεμένο Νοέμβριο του έτους 2019, εικοσιτετράωρα ηλιοχαρή & ευωδιαστά, εικοσιτετράωρα αισθησιακά & παραγωγικά, εικοσιτετράωρα, στη μεζονέτα της ηδύτητας και της δημιουργικότητας, και εικοσιτετράωρα στο δικό του λεγόμενο γραφειόσπιτο, με την ίδια δίδυμη ρουτίνα (θερμοσίφωνο καφές τοστ φιλιά θωπείες γέλια περίπατος κρουασάν Κυψέλη Κολωνάκι Εξάρχεια το δικό τους ΚΚΕ) και, μάλιστα ναι, και άριστα δέκα, ο χρόνος γινόταν πλαστελίνη και με την πλαστελίνη του χρόνου έπλαθαν την Κάμαρα του Κήπου, & ο χρόνος γινόταν ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν, γινόταν δυικός αριθμός ο χρόνος, γινόταν ο χρόνος ένα σάντουιτς με σολομό αβοκάντο και κατίκι που το καταβρόχθιζαν και λέρωναν τα χείλη τους σαν παιδιά που τρώνε παγωτό πεσμελμπά και πασαλείβονται χαχανίζοντας, & ο χρόνος γινόταν ωκεανός και αεριωθούμενο μαζί, όπως σε δύο άσματα διακηρύσσει ο νομπελίστας Μπομπ Ντίλαν (για του λόγου το αληθές: Oh, Sister: Time is an ocean but it ends at the shore και You're a Big Girl Now: Time is a jet plane, it moves too fast / Oh, but what a shame if all we've shared can't last), ναι, ωκεανός και αεριωθούμενο ο χρόνος, όπως ωκεανός και αεριωθούμενο ήταν, κατ᾽ εκείνον, Εκείνη, καθόσον η κορύφωση πάντοτε ήταν πλημμύρα, τα πάντα κατέκλυζε η κορύφωση Εκείνης, τα σεντόνια γίνονταν λίμνη από την κορύφωσή Της, η λίμνη ποταμός, ο ποταμός ωκεανός, και μετά, αίφνης πυραυλοκίνητη, Εκείνη, με τις αισθήσεις, και τις έξι, σε επιφυλακή, με τον νου φλογοβόλο φλόγιστρο φλογοδίαιτο, ριχνόταν στην εργασία —
— κι έτσι, λοιπόν, κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα, κάτω από έναν ουρανό που παρέμενε, ακόμη, τότε, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2019, και τον Ιανουάριο του 2020, προστατευτικός, ηδύς, θελκτικός, θαλπερός, με σύννεφα μπωντλαιρικά όπως διάβασε εκείνος σε ένα μυθιστόρημα του χεγκελιανού χαλυβουργού, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, μάλιστα σύννεφα μπωντλαιρικά, επί λέξει, γράφει ο Χιλιανός Χατσατουριάν της γραφομηχανής, και σύγνεφα, έτσι με γάμμα και με νι, ναι, σύγνεφα που ήσαν πάλλευκα αραβουργήματα πάνω από την Κυψέλη, κι ο ουρανός, ο ακόμη προστατευτικός, ο ουρανός με τα σύννεφα και τα σύγνεφα, γινόταν, σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, ένας κήπος αχανής, κι ο κήπος μεταφερόταν σε μιαν ατμομηχανή, κι η ατμομηχανή έμπαινε στην κάμαρα, στις κάμαρες μάλλον, μια στην κάμαρα της μεζονέτας Εκείνης και μια στην κάμαρα του γραφειόσπιτου εκείνου, και γινόταν κήπος η κάμαρα, κήπος γινόταν, αγαπημένη, & ο χρόνος διαπερνούσε τον ορίζοντα, & ο χρόνος έτρεχε με χίλια χιλιόμετρα την ώρα και έσκιζε εδώ κι εκεί τον καμβά της πραγματικότητας, όπως στα έργα του Λούτσιο Φοντάνα, κι Εκείνη τότε του μιλούσε για τον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ που τόσο αγαπούσε και μες στις δεκαετίες, από τότε που τελείωσε την ΑΣΚΤ, πάντα μελετούσε, το έργο αυτό, του Μαγκρίτ τον πίνακα, & έλεγε, Εκείνη σ᾽ εκείνον, είναι πανίσχυρο έργο, μια ατμομηχανή εισβάλλει στη σάλα μέσα από το μαρμάρινο τζάκι, εδώ ο Μαγκρίτ κλείνει το μάτι, και τι μάτι!, στον ζωγράφο που έβλεπε τα τρένα να περνούν, στον Πολ Ντελβό, και ο τίτλος του Μαγκρίτ, ντάρλινγκ, είναι ιδιοφυής, άκου, ντάρλινγκ, ο τίτλος είναι La durée poignardé, που σημαίνει τον χρόνο που κυλάει ένα στιλέτο διαπερνάει, κι ο Μαγκρίτ είχε θυμώσει, αυτός ο τόσο μειλίχιος άνθρωπος είχε εκμανεί, διότι οι Αγγλοσάξονες, ποιοι άλλοι ντάρλινγκ;, αυτοί οι Αμερικανοτέτοιοι, είχαν μεταφράσει τον τίτλο ως Time Transfixed, πάει να πει καθηλωμένος, πάει να πει ακινητοποιημένος χρόνος, αλλά ο χρόνος δεν καθηλώνεται, δεν ακινητοποιείται ο χρόνος, κι ο λοχίας Γκαρθία δεν θα συλλάβει ποτέ τον Ζορό, έτσι δεν είναι, ντάρλινγκ; —
— κι έτσι, λοιπόν, κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα, κι εκείνος, εκείνον τον Νοέμβριο & τον Δεκέμβριο εκείνον του 2019, αλλά & τον Ιανουάριο του 2020, έκανε απλωτές στον ηδονικό ωκεανό Εκείνης, κι Εκείνη, που ήταν παγούρι και σακίδιο και πλάσμα εκστρατείας, έκοβε φέτες μ᾽ έναν δίκοπο σουγιά το καρβέλι της εγωλογίας εκείνου, κι εκείνος χανόταν ευκλεώς και ευπειθώς, why not, brothers;, στον κήπο της κάμαρας που γινόταν λαβύρινθος και σκακιέρα, χάος και διάταξη, άβυσσος και θάλαμος του μυθογράφφ (αιωνία σου η μνήμη, υπέροχε Πάνο Κουτρουμπούση!), κι Εκείνη, χθόνιο αερικό και ταξίαρχος του υπεραισθησιασμού, χωνόταν στην μπανιέρα, στους αφρούς και στα αιθέρια έλαια υπό τους ήχους πότε της Γιόκο Όνο και πότε των Sonic Youth, πάντα μ᾽ ένα βιβλίο, πάντα με κάποιο φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό πόνημα, συνήθως του Λιοτάρ ή του Αγκάμπεν, της Μάγκι Νέλσον ή της Ρόζαλιντ Κράους, και σε λίγο τον καλούσε, με τη φωνή Της, με τη φωνή βελούδινου βιολοντσέλου, ή οφείλουμε να πούμε: με τη βελούδινη φωνή βιολοντσέλου;, ντάρλινγκ, ντάρλινγκ, τον καλούσε, μα έλα επιτέλους ντάρλινγκ!, για να προβούν στα βεγγαλικά τους σμιξίματα και μετά να ντυθούν, να φορέσει Εκείνη το μπλουζάκι των Einstürzende Neubauten & τις μπορντό Doc Martens & το μαύρο δερμάτινο ημίπαλτο & το αδιανόητο μίνι με τις κεντημένες πεταλούδες, κατά τα φίνα και τσαχπίνικα ειωθότα, και να βγουν στους δρόμους του δικού τους ΚΚΕ, ήτοι, κι ας επαναληφθεί, δε βλάπτει να επαναληφθεί, Κυψέλη Κολωνάκι Εξάρχεια, και να πιούνε καπουτσίνο και να φάνε κρουασάν και να γλεντήσουνε την ύπαρξη και να βάλουνε τα γέλια και να εκθειάσουν τη ζωή γιατί, κι οι πέτρες το ξέρουν πια, έτσι κυλούσαν, για εκείνον και για Εκείνην, τα εικοσιτετράωρα της Πρώτης Ώρας, τα ενενήντα εικοσιτετράωρα ανάμεσα στις αρχές Νοεμβρίου του 2019 και στα τέλη Ιανουαρίου του 2020 —