
Με το έργο του Σκαμπαρδώνη έχω ασχοληθεί ελάχιστα. Κάτι διηγήματα είχα διαβάσει στο παρελθόν, από δω και από κει. Από διαίσθηση όμως, αλλά και με αφορμή ένα άλλο κείμενο —των αρχών της εμφυλιακής όμως περιόδου— το οποίο με αφορούσε, άρχιζα να διαβάζω και κατόπιν καταβρόχθιζα το μυθιστόρημά του αυτό, πιο πολύ για να καλύψω κάτι από τα πάσης φύσεως κενά που έχω για τα του μεσοπολέμου, ειδικά βέβαια της Θεσσαλονίκης. Ύστερα όμως παραδόθηκα στη μαγεία του γραπτού του λόγου που απλώθηκε —τουλάχιστο για μένα, μακάρι και στις γενιές μετά δεκαετίες— στους εξής αφηγηματικούς πυρήνες με ένα συνειδητά επιλεγμένο λεξιλογικό πλούτο που σίγουρα χρειάζεται υπομνηματισμό, ιδίως για τους νεότερους : Ανασύνθεση γεγονότων του 1930/31 ή, καλύτερα, γεγονότος που συνέβη στην πόλη μέσω της ανασύνθεσης της ζωής συγκεκριμένων ανθρώπων. Συμβολή, ίσως και διαχρονική, στην κοινωνική ανθρωπολογία, στην κοινωνιολογία, στην ιστορία των συμπεριφορών (αναφέρεται σε υπόκοσμο, λούμπεν, ασφαλίτες, στρατιωτικούς, πολιτικούς, επαγγελματίες, υψηλή κοινωνία, πάμφτωχους, πόρνες). Ανασύνθεση της τοπογραφίας οικοδομικών συνόλων και περιοχών που έχουν αλλάξει σήμερα τελείως όψη. Ουσιαστική συμβολή, μέσω της δράσης των ανθρώπων του μυθιστορήματος, για την ερμηνεία της γένεσης και της διεύρυνσης των θεμελιωδών ιδεολογιών της εποχής —και όχι μόνο!— δηλαδή του εθνικισμού που οδηγεί στο φασισμό και του κομουνισμού. Περιγραφές με μεγάλη παραστατικότητα, δυναμισμό —όπως π.χ. εκείνη της αυτοκτονίας του ξενοδόχου ή του παρ΄ ολίγον λιντσαρίσματος της Ντανιέλ— και με πρωτόγνωρη πρωτοτυπία των ερωτικών σκηνών. Συστηματική προσέγγιση της αστάθειας των ανθρωπίνων σχέσεων και της ψυχολογίας του έρωτα. Ξαφνικές, όχι αναπάντεχες, παραθέσεις στίχων υψηλής ποιητικής του Μποντλέρ και μίας αριστουργηματικής του Μαγιακόφσκι. Απρόσμενες εκφράσεις όπως «…καρχαρίες σκορπούν χαμόγελα…» ή «η ομορφιά της διαφεύγουσα». Το εντυπωσιακότερο ίσως: Η υπέροχη εμμονή στην περιγραφή του υλικού πολιτισμού. Χαμοκέλες, περιγραφές επίσημων δείπνων, ρούχων, τσιγάρων, ποτών, αυτοκινήτων… Η εξαντλητική περιγραφή ποδιών, ιδιαίτερα των ποδιών της, που φθάνει τα όρια, επιτρέψτε μου, της υποκατάστασης του… εσωτερικού μονολόγου που ούτως ή άλλως ο Σκαμπαρδώνης τον έχει παρακάμψει, και αγγίζει τα όρια της ψυχανάλυσης! Αναφορά στα κομμένα νύχια των ποδιών της, που είναι μέσα στα όρια του φετιχισμού. Ο Σκαμπαρδώνης θα πρέπει να το σκέφτηκε καλά: καλός και ο εσωτερικός μονόλογος, αλλά, εκτός από τον ρεαλισμό, η εμμονική περιγραφή του υλικού πολιτισμού είναι εκείνη κυρίως που δίνει αναπαραστατική διάσταση του χώρου και της ατμόσφαιράς του μέσω του λόγου. Άριστος μαθητής, των αρίστων από τους πρώτους διδάξαντες, του Προυστ. Αυτό συναρπάζει τόσο τον ίδιο, ηδονίζεται θα έλεγε κανείς, όσο και τον αναγνώστη και βέβαια, φαντάζομαι, τους όποιους επίδοξους σεναριογράφους, σκηνοθέτες κ.λπ. Είναι, και λόγω επαγγέλματος, του κόσμου αυτού και ξέρει πολύ καλά, με την καλή έννοια, το «πεδίο» του γούστου ενός ευρύτατου κοινού. Η ανακάλυψη βέβαια και η χρησιμοποίηση/περιγραφή του υλικού πολιτισμού είναι σίγουρα πολύμοχθη εργασία, ας αφήσουμε το γεγονός ότι για να ασχοληθείς με αυτή την εποχή της πόλης χρειάζονται, εκτός από την συστηματική έρευνα για τα πάντα, και ψυχικές αντοχές. Να βάλεις το χέρι στα σκ… Και στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω ο υλικός πολιτισμός ελάχιστα έχει απασχολήσει τους πεζογράφους μας και βέβαια όχι με αυτή την ένταση. Ίσως ο πιο πειστικός να είναι ο Παπαδιαμάντης, αλλά μάλλον το θέμα θα απαιτούσε ιδιαίτερη προσέγγιση. Πάντως φαίνεται ότι είναι βασικός τροφοδότης του ρεαλισμού του Σκαμπαρδώνη. Για την έρευνα του συγγραφέα μια ιδέα παίρνει κανείς από το μικρό βιβλιογραφικό σημείωμα στην ουσία τεράστιο αφού αναφέρεται και στη χρήση της βιβλιοθήκης για τα της Θεσσαλονίκης του Χρίστου Ζαφείρη— που παραθέτει στο τέλος. Εν τέλει όλο το έργο αποτελείται από μικροενότητες που δένουν εξαιρετικά μεταξύ τους, σα μέρη ενός παζλ και όλα καταλήγουν σε μία περίεργη ερωτική ευτυχία η οποία, υποτίθεται, έρχεται να καλύψει το ζόφο που προηγήθηκε. Κάτι σα «μαγικός ρεαλισμός». Ή αποθέωση —με την αναπαραστατική έννοια του όρου, π.χ. «Θεόφιλος» του Παπαστάθη, ή έργα του Καραγκιόζη— του ερωτευμένου ζευγαριού, ανεβαίνοντας προς το Αρσακλί (Πανόραμα).