MICHELANGELO BUONARROTI (1475-1564)
Ο Αγκοστίνο ντι Ντούτσο
ήταν αυτός που αποφάσισε
ότι για να φτιάξει ένα άγαλμα
στις διαστάσεις που ήθελαν
οι αρχές της Φλωρεντίας
–un gigante proprio–
θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει
ένα μόνο κομμάτι μάρμαρο.
Και πράγματι
πήγε ο ίδιος να το βρει
στα λατομεία της Καράρας.
Αυτό που επέλεξε
ήταν πελώριο,
στο μέγεθος σχεδόν ενός βράχου,
ζύγιζε οκτώμισι τόνους.
Για άγνωστη όμως αιτία
εγκατέλειψε το έργο
ένα χρόνο αργότερα,
μάλλον λόγω του θανάτου
τού δασκάλου του Ντονατέλο.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα
κλήθηκε να το ολοκληρώσει
ο νεαρός τότε Μιχαήλ Άγγελος.
Όταν ρωτήθηκε από τους Operai del Duomo
πώς σκόπευε να προχωρήσει,
εκείνος, ως ένθερμος νεοπλατωνιστής,
ισχυρίστηκε ότι το άγαλμα
ζούσε ήδη μέσα στο μάρμαρο.
Μπορούσε να το δει
με τα μάτια του μυαλού του.
Δουλειά του ήταν
να το απελευθερώσει από τα δεσμά του.
Συνέλαβε όντως την «ουσία»
του ανδρικού γυμνού σώματος.
Η μυώδης αρρενωπότητα
σε συνδυασμό με την contrapposto στάση
που έδωσε στο άγαλμα
(το υπερτροφικό δεξί χέρι
έτοιμο για τη μονομαχία)
εντυπωσίασε τους πάντες
ακόμη και τους εχθρούς του
που μια νύχτα
λίγες μέρες αφού είχε στηθεί
στην Piazza della Signoria
προσπάθησαν να το καταστρέψουν.
Κάποιοι βέβαια θορυβήθηκαν από το βλέμμα
του ωραιοπαθούς αυτού νέου –
είπαν ότι κοιτάζει τον δημιουργό του
με υπεροψία, μνησικακία,
λες και εκείνος, όχι ο Γολιάθ,
ήταν ο αληθινός εχθρός.
Ο Μιχαήλ Άγγελος πάντως
στο περιθώριο ενός προσχεδίου του αγάλματος,
προδικάζοντας την ήττα του, είχε σημειώσει:
«Davicte colla fromba e io coll’ arco».
Ο Δαβίδ με τη σφενδόνη κι εγώ με το τόξο.