Θυμάσαι τότε που παιδί ακόμα δεν ήξερες τίποτα για την ζωή, όταν ο πατέρας σου άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα στην μάνα σου και στον κολλητό του φίλο που τις νύχτες, όταν ο ίδιος έλειπε, τρύπωνε σαν σκιά στο σπίτι σας, θυμάσαι που τους άκουγες από το παιδικό σου δωμάτιο να τσουγκρίζουν ποτήρια μόνοι μέσα στο ημίφως, να γελούν ειρωνικά σαρκάζοντας με ακατανόητες μισοκουβέντες τον πατέρα σου ή άλλες στιγμές ξαπλωμένοι στον μεγάλο καναπέ του καθιστικού ή στο διπλό κρεβάτι να ψιθυρίζουν κάτι, να σιωπούν για ώρα με την πόρτα κλειστή και μετά να βγαίνουν έξω και να σου χαμογελούν σαν να μην συνέβη τίποτα, θυμάσαι την φασαρία ανάμεσα στους γονείς σου που ενώ είχε ανάψει και έκαιγε σαν υπόγεια φωτιά για καιρό φούντωσε αναπάντεχα εκείνο το βρόμικο χειμωνιάτικο βράδυ όταν καβγάδισαν και ο πατέρας σου απειλώντας με τρελό θυμό πως θα πάει να πέσει από τον γκρεμό έσπρωξε και στρίμωξε την μάνα σου στον τοίχο ουρλιάζοντας εξοργισμένος πάλι και πάλι «πες μου τι νταραβέρια έχεις με αυτόν τον μπάσταρδο που όλη την νύχτα ήσουν μαζί του» και εκείνη του απάντησε κοφτά και ψύχραιμα «δεν είμαι υποχρεωμένη να δώσω εξηγήσεις», και τότε αυτός την χαστούκισε με δύναμη στο πρόσωπο, το κορμί της ταλαντεύθηκε έτοιμο να πέσει προς τα πίσω, σταγόνες αίμα κόκκινες πιτσιλιές πετάχτηκαν από την μύτη και το στόμα της και έβαψαν τον διπλανό τοίχο και τον καναπέ, τότε που εσύ μικρός και βουτηγμένος στην άγνοια ζαλισμένος από την έξαψη και τον άγριο παλμό που δονούσε την νυχτερινή ατμόσφαιρα, με το αυτί κολλημένο στην πόρτα ανοιγόκλεινες τα μισοκοιμισμένα μάτια σου στην κλειδαρότρυπα, φορώντας τις λευκές σου πιζάμες, με τα πόδια σου ξυπόλητα, τις μικρές σου παλάμες σφιγμένες να τρέμουν με πανικό «τι θα γίνει μ΄ εμένα» έλεγες στον εαυτό σου αναριγώντας, με την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά, χωρίς να μπορείς να μάθεις ποιος από τους δυο είχε δίκιο, όση ώρα η μάνα σου με εκείνο το διάφανο πιτσιλισμένο δαντελωτό ροζ νυχτικό, με βλέμμα τρομαγμένου ζώου και την αδρεναλίνη να ορμά στις φλέβες της φώναζε με βραχνή φωνή από το κλάμα «φύγε, πάρε δρόμο, με αηδιάζεις», καπνίζοντας, ρουφώντας γουλιές από το μπουκάλι ουίσκι που της είχε φέρει τις προάλλες ο κολλητός φίλος, ενώ την ίδια στιγμή με το πρόσωπο γεμάτο αίματα βάλθηκε να γελά υστερικά λέγοντας του ξελιγωμένη «όλα είναι ένα ψέμα ανάμεσα μας, ένα πελώριο ψέμα» κλείνοντας με τα χέρια τα αυτιά της στον καταιγισμό από τις κοφτερές σαν λάμα μαχαιριού φράσεις που πεταγόντουσαν αχνιστές από το στόμα του πατέρα σου, που κάποια στιγμή ξέπνοος και κατακόκκινος σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα της σκουπίζοντας με το μουσκεμένο μαντίλι του τις αστραφτερές σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο του, έγειρε επάνω της και την αγκάλιασε, χωρίς να υπολογίσει ότι εκείνη θα τον έσπρωχνε στην άκρη απότομα, θα άνοιγε την πόρτα φορώντας βιαστικά το πανωφόρι της και ψελλίζοντας με αποστροφή, «είναι πράγματι γελοίο», θα έφευγε τυλιγμένη στις ριπές του ανέμου που στο μεταξύ είχαν δυναμώσει.