Μήδεια, Διόνυσος, Κόσμος

German Hernandez Amores: «Η Μήδεια φεύγει από την Κόρινθο με τα πεθαμένα παιδιά της σε χρυσό άρμα που σέρνουν φίδια». Περ. 1887. Μουσείο Πράδο
German Hernandez Amores: «Η Μήδεια φεύγει από την Κόρινθο με τα πεθαμένα παιδιά της σε χρυσό άρμα που σέρνουν φίδια». Περ. 1887. Μουσείο Πράδο


Ποια θα μπορούσε να είναι η λέξη που η Μήδεια θα απηύθυνε στον Ιάσονα και η οποία θα τον έριχνε κάτω, θα τον κατατρόπωνε, θα τον εξουδετέρωνε και ίσως ακόμη και θα τον σκότωνε; Αντιμετωπίζοντάς τον με δικαιολογημένη σφοδρότητα η Μήδεια του λέει, μάλιστα του το τονίζει, («ἦ», είναι η πρώτη της λέξη στην απειλητική της έκφραση, δηλαδή «στ’ αλήθεια» ή «είναι σίγουρο») ότι αυτή διαφέρει σε πολλά από πολλούς θνητούς: «ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν», 579. Το απευθύνει σ’ αυτόν τον οποίο κατηγορεί ότι νομίζει ότι είναι δεινός στο «λέγειν», ότι με τα λόγια του τολμά να γίνεται πανούργος («τολμᾷ πανουργεῖν», 583): «ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ’ ἔπος» (585, Euripides Medea: The text edited with introduction and commentary by Denys L. Page, Clarendon Press 1985). Ένας της μόνο λόγος, μια και μόνη λέξη της τον ρίχνει καταγής. Ή και τον σκοτώνει ακόμη. Η Μήδεια χρησιμοποιεί το ρήμα εκτείνω, που ήταν γνωστό ως όρος σε αγώνες πάλης. Μια και μόνη λέξη μου, μπορεί να του λέει, σε ξαπλώνει. Μπορεί όμως, σύμφωνα με άλλες κειμενικές πηγές, να του λέει «μια λέξη μου σε σκοτώνει», χρησιμοποιώντας ευθέως τον μέλλοντα του ρήματος κτείνω. Ή, πάλι, μπορεί να αφήνει επί τούτου την έννοια του κτείνω να παρεισφρέει και να ηχεί ευκρινώς μέσα στο ρήμα εκτείνω. Αυτό που δεν μαθαίνουμε ποτέ από την τραγωδία του Ευριπίδη είναι ποια είναι ή ποια θα μπορούσε να είναι η μοναδική, η τόσο αποτελεσματική και με διάφορους τρόπους ολέθρια αυτή λέξη. Πώς ακούγεται η έκφραση αυτή στα αφτιά του χορού, του Ιάσονα και του κοινού της παράστασης; Σε ποια συμπεράσματα οδηγεί ή θα μπορούσε να οδηγήσει; Γνωρίζοντας οπωσδήποτε τις πρωτοφανείς ικανότητες της Μήδειας το ερώτημα δεν είναι τόσο ποια είναι η λέξη καθαυτή, αλλά σε ποια στιγμή και με ποιο τρόπο η Μήδεια θα την εκστόμιζε. Ποια περίσταση θα διάλεγε και ποιος θα ήταν ο πρώτος που θα πληττόταν. Αυτό που ίσως δεν μπορούσε να γίνει άμεσα αντιληπτό ήταν σε ποιο βαθμό η λέξη αυτή θα εξέφραζε τον κόσμο της Μήδειας, κάποιες από τις ιδιότητες του κόσμου αυτού, καθώς ο κόσμος αυτός βρίσκεται σε ένα άγνωστο για τον ελληνικό λόγο επέκεινα, σε ένα «εκεί», όπως είναι η λέξη που η Μήδεια χρησιμοποιεί περιγράφοντας τη χώρα όπου τα παιδιά της θα μεταβούν και όπου θα είναι ευτυχισμένα: «ὦ φιλτάτη χείρ, φίλτατον δέ μοι / στόμα καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων. / εὐδαιμονοῖτον, ἀλλ᾽ ἐκεῖ·» (1073, «Ω, χέρια και στόματα πολυαγαπημένα, αγαπημένες μου μορφές, παιδιά μου με πρόσωπο ευγενικό, να είστε ευτυχισμένα, αλλά εκεί·»). Σ’ αυτό το «εκεί» τα παιδιά θα έχουν λάβει ένα άλλο «σχήμα», μια άλλη μορφή, όπως η Μήδεια ήδη έχει φανερώσει: «ἐς ἄλλο σχῆμ᾽ ἀποστάντες βίου» (1039). Και δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει άμεσα αντιληπτό και το ότι θα επρόκειτο για μια λέξη που αντλεί τη δύναμή της από έναν λόγο δίχως λόγο, δίχως τη συντεταγμένη λογική και αυθεντία του ελληνικού λόγου, αυτού που στηρίζει τους νόμους των Ελλήνων και την απεχθή στη Μήδεια πανουργία του Ιάσονα. Η Μήδεια ωστόσο αντλεί ανενδοίαστα από τον κόσμο της και στις κατάλληλες στιγμές αποφασίζει να φανερώσει την αντλημένη δύναμη του κόσμου αυτού: Στον χορό (787), στον Ιάσονα (951, 954) και στα παιδιά της μιλά για τον «κόσμο» που πρέπει να παραδοθεί στα χέρια της νέας γυναίκας του Ιάσονα: «ἀλλ᾽, ὦ τέκν᾽, εἰσελθόντε πλουσίους δόμους / πατρὸς νέαν γυναῖκα, δεσπότιν δ’ ἐμήν, / ἱκετεύετ’, ἐξαιτεῖσθε μἠ φυγεῖν χθόνα, / κόσμον διδόντες, τοῦδε γὰρ μἀλιστα δεῖ, / ἐς χεῖρ’ ἐκείνης δῶρα δέξασθαι τἀδε» («Όμως, παιδιά μου, μπείτε στα πλούσια δώματα, ικετέψτε τη νέα γυναίκα του πατέρα σας, την κυρία μου, παρακαλέστε να μη φύγετε από τη χώρα, δώστε τα στολίσματα, καθώς αυτό πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, να λάβει εκείνη τα δώρα στα χέρια της», 969-973). Ο κόσμος είναι μια λέξη της οποίας η εννοιολογική πολλαπλότητα και οι πολλαπλές δυνατότητες χρήσης η Μήδεια χειρίζεται αριστοτεχνικά. Καταφέρνει να επιτείνει τόσο τη δραματικότητα της δυσοίωνης πορείας προς ένα άλλο «σχήμα» σε ένα άγνωστο για τους αποδέκτες των λόγων της «εκεί», όσο και το προαίσθημα της τραγικής αποκάλυψης του δικού της κόσμου. Μια μόνο λέξη θα έφερνε το τέλος του Ιάσονα πριν καν το έργο και η ίδια η Μήδεια μπορέσουν να ξεδιπλώσουν την ασυμβατότητα δυο διαφορετικών τρόπων σκέψης και ζωής. Αν όμως μια λέξη εσωκλείει στον πυρήνα της τόσο τη διαφορετικότητα της Μήδειας που Ευριπίδης δραματοποιεί, όσο και την απροσπέλαστη εμμένεια που χαρακτηρίζει τη Μήδεια, αυτή είναι η λέξη κόσμος. Είναι ένα «έπος» ως υπόσχεση όχι απλά για κάτι άλλο, αλλά για αυτό που υπερβαίνει το όρια του λόγου. Από το έπος η Μήδεια περνά στο έργο, στην εκτέλεση του έργου που η λέξη «κόσμος» προϋποθέτει και στο οποίο σκοπεύει. Από τη μια ο κόσμος ως σύμπαν που ο νους θα προσπαθήσει να συλλάβει, να κατανοήσει, να εξηγήσει και να ορίσει, να περικλείσει ως μια ολότητα, όσο απέραντη και αν είναι αυτή, και από την άλλη ο κόσμος ως συνεχείς και απρόβλεπτες αναδιατάξεις και εναρμονίσεις, ως πέραν του λόγου μετακοσμήσεις, η ανοιχτή χώρα των άλλων, ανυπολόγιστων σχημάτων, η χώρα πέρα εκεί, επέκεινα της οντολογίας. Και αυτή η στοχαστική θέση του Ευριπίδη, αυτή η διαμαρτυρική στόχαση και δράση μέσω της αισθητικής, μέσω ενός κόσμου, ενός διάκοσμου, ενός κοσμήματος, μιας μετακοσμητικής διάταξης που μια τραγωδία επίσης είναι, επανέρχεται πολύ αργότερα στη ζωή του, ίσως σε ένα κάποιο εκεί για τον ίδιο, μακριά από την Αθήνα, στη Μακεδονία, στις Βάκχες του. Ο κόσμος της Μήδειας που καταστρέφει τον κόσμο του λόγου και των νόμων, τον κόσμο της εξουσίας, στις Βάκχες απολαμβάνει μια επιπλέον διάσταση: την ειρωνική. Ο Διόνυσος που ο δυσοίωνα ανίδεος Πενθέας βλέπει μόνο ως έναν «θηλύμορφον ξένον» (Euripides, Bacchae. Edited with introduction and commentary by E. R. Dodds, δεύτερη έκδοση, Oxford at the Clarendon Press 1977, 353) περιπαίζει επιδεικτικά και παρατεταμένα τον βασιλιά της Θήβας «κοσμώντας» τον ως βάκχη και οδηγώντας τον έτσι στον βίαιο θάνατό του. Ομολογεί ανοιχτά τον στόχο τους στις «γυναίκες» (848) που τον ακολουθούν: «Τώρα πηγαίνω να φορέσω στον Πενθέα τα στολίδια [«κόσμον»] που θα έχει για το ταξίδι του στον Άδη, σφαγμένος από τα χέρια της μητέρας του», (857–859). Και λίγο πριν ο Διόνυσος είχε προνοήσει να εναρμονίσει τον κόσμο με το σχήμα: «Πενθέας: Και τι φορεσιά λες να μου βάλεις; / Διόνυσος: Πρώτα μακριές πλεξούδες στο κεφάλι σου θα κρεμάσω. / Πενθέας: Και μετά τι άλλο [σχήμα] θα με κοσμήσει; Με τα ευκρινώς επιλεγμένα λόγια του Ευριπίδη λέει Πενθέας επακριβώς: «τὸ δεύτερον δὲ σχῆμα τοῦ κόσμου τί μοι;», 830-832.

Ποια είναι τότε η επιδίωξη του Ευριπίδη με αυτές τις συσχετίσεις, αναδιατάξεις και μετακοσμήσεις του μύθου και της δύναμης της Μήδειας την ίδια περίοδο που για τον Γοργία η γλώσσα δεν είναι σε θέση να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα ή την αλήθεια της και η αρετή είναι ανεξάρτητη από υπερβατικές έννοιες που θα μπορούσαν να την γενικεύσουν; Το ένα «έπος» της Μήδειας, ελεύθερο από υπερβατικότητα, διατηρεί την διαφορετικότητα και την εμμένειά του αποσυντονίζοντας τον λόγο, δεν εκπορεύεται από τον λόγο, αλλά εκπορεύει λόγο σε νέους πάντα εναρμονισμούς. Ο Πέτερ Χάντκε στο βιβλίο του Die Wiederholung μιλά για λέξεις που όταν βρίσκονται εκτός συμφραζομένων, έξω από την πρόταση ή την εξήγηση που τις εγκλωβίζει, αποκτούν μια άλω, ακτινοβολούν και φωτίζουν τον κόσμο γύρω τους. Μόνες τους έτσι, ξεκομμένες και ελεύθερες, μέρη ενός λόγου δίχως λόγο μας επιτρέπουν να κατασκευάσουμε τα σχήματα που θέλουμε εμείς και που φροντίζουν τη σχέση μας με άλλους ανθρώπους και τον κόσμο τους. Το τραγικό στον κόσμο αυτόν θα επέλθει όχι από τη σύγκρουση της τάξης με μια άλλη (Αριστοτέλης, Χέγκελ), ή της τάξης με την αταξία (Νίτσε), αλλά από τη βίαιη επιβολή τάξης στην ανοιχτότητα που γεννά και γεννιέται από τον λόγο δίχως λόγο. Σ’ έναν κόσμο πριν από τη μεταφυσική ή πέρα από αυτή (Ηράκλειτος, 30: ««κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα», δηλαδή με μέτρο ανάβει ο κόσμος και με μέτρο σβήνει, σαν σε αέναη εναρμόνιση, σε συνεχή αναδιάταξη και μετακόσμηση) η Μήδεια και ο Διόνυσος δεν θα χρειαζόταν να συγκρουστούν με κάποιον, δεν θα υπήρχαν οι όροι για κάτι τέτοιο, όλοι οι άνθρωποι εκεί θα είναι όλοι φιλοξενούμενοι και όλοι φιλόξενοι προς τους άλλους και προς κάθε άλλο. Ο κόσμος εκεί θα αποτελούνταν πριν απ’ όλα από την τυχαία διάταξη των όντων και μη όντων του. Και πάλι ο Ηράκλειτος, 124: «εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος ὁ κόσμος», «ο πιο ωραίος κόσμος στα τυχαία σκόρπια».



______________
Ομιλία στο διεθνές συνέδριο Αρχαίο δράμα, δίκαιο και πολιτική, Νομική Σχολή ΑΠΘ, 5-6 Μαΐου 2023.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: