Το πορφυρογέννητο χάος των λέξεων

Το πορφυρογέννητο χάος των λέξεων

Σταύρος Σταυράκης, «Aχλύς», εκδ. Βακχικόν 2023

Κρα­τώ τα χρή­σι­μα χέ­ρια
Ένας ακρο­βά­της της κά­θε λέ­ξης που εκ­σπά­ει στα χεί­λη σου.
Φέγ­γει, Υγραί­νε­ται, γλι­στρά­ει στα Τάρ­τα­ρα των Βο­ών,
μέ­σα στους Βόμ­βους των χρό­νων που σπα­τά­λη­σα.
Θα σου έπλε­να τα μαλ­λιά αιώ­νες, πα­τώ­ντας τις θη­λιές που σκόρ­πι­σα
στο σώ­μα μου.
Μια, δυο, τρεις στιγ­μές,
λα­ξεύω ένα κορ­μί ζω­σμέ­νο με το άγιο φως, τον οδυρ­μό
του νε­ρο­χύ­τη σου.
Μια εκ­κλη­σία για τις στοί­βες του πό­νου σου.

(«Κρα­τώ τα χρή­σι­μα χέ­ρια»)

Ο Σταύ­ρος Σταυ­ρά­κης ανή­κει στους ποι­η­τές οι οποί­οι, με την πρώ­τη συλ­λο­γή τους, κα­μπυ­λώ­νουν ένα ση­μείο του λο­γο­τε­χνι­κού σύ­μπα­ντος, χά­ρη στη προ­σω­πι­κή τους βα­ρύ­τη­τα. Στην αχλύ κά­νει εντύ­πω­ση αυ­τό το οποίο θα μπο­ρού­σε να ονο­μα­στεί «η ηδο­νή του συ­ντάγ­μα­τος»: Η από­λαυ­ση της ανά­πτυ­ξης του στί­χου –ανά­πτυ­ξης συ­χνά εκτε­νούς– κα­θώς η κά­θε λέ­ξη ή φρά­ση που ακο­λου­θεί εί­ναι συ­νή­θως απροσ­δό­κη­τη. Το ίδιο συμ­βαί­νει και κα­τά τη δια­δο­χή του ενός στί­χου από τον άλ­λο: Ο επό­με­νος ανα­τρέ­πει τις προσ­δο­κί­ες που αφή­νει ο προη­γού­με­νος. Έτσι, δια­γρά­φο­νται ορι­ζό­ντιες και κά­θε­τες δια­δρο­μές, οι οποί­ες δη­μιουρ­γούν ένα ανοί­κειο αλ­λά γό­νι­μο απο­τέ­λε­σμα, επει­δή όλα λει­τουρ­γούν μέ­σα σε ένα λυ­ρι­κό σύ­στη­μα. Ένας ανοι­κειω­τι­κός λυ­ρι­σμός, ο οποί­ος, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, δεν απο­βαί­νει πα­ρά­ται­ρος, ενώ γί­νε­ται δια­κρι­τός, χά­ρη στη μου­σι­κή και την υπνω­τι­στι­κή ροή του.

Ωστό­σο, δεν πρό­κει­ται εδώ για κα­θα­ρή ποί­η­ση. Ο στό­χος δεν εί­ναι να πε­ρι­χα­ρα­κω­θεί η ποι­η­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, απο­κλει­στι­κά, στην πε­ριο­χή της γλώσ­σας. Αντί­θε­τα από τις πρα­κτι­κές της poésie pure, η συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από πλη­θω­ρι­κή ανα­φο­ρι­κό­τη­τα. Η πλη­θω­ρι­κό­τη­τα οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι ο κό­σμος προ­σλαμ­βά­νε­ται μέ­σα από μια δια­δι­κα­σία λε­πτο­με­ρέ­στα­της, αλ­λά, συγ­χρό­νως, μη συ­στη­μα­τι­κής ανά­λυ­σης. Οι λέ­ξεις και οι φρά­σεις πα­ρα­πέ­μπουν σε τυ­χαία μι­κρά και μι­κρό­τα­τα στοι­χεία από τα οποία απαρ­τί­ζε­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυ­τό κα­θο­ρί­ζει και το πρό­γραμ­μα που εφαρ­μό­ζε­ται: Τα ποι­ή­μα­τα με­τα­τί­θε­νται ένα βή­μα πριν από το στά­διο στο οποίο θα βρί­σκο­νταν κα­νο­νι­κά, εφό­σον εί­χαν αρ­τιω­θεί. Εμ­φα­νί­ζο­νται, δη­λα­δή, σε ένα προ­στά­διο, όπου δεν έχουν ακό­μη ολο­κλη­ρω­θεί φά­σεις, όπως το ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα και η ορι­στι­κο­ποί­η­ση της μορ­φής. Επο­μέ­νως, ο Σταυ­ρά­κης επι­λέ­γει την πρα­κτι­κή της πα­ρου­σί­α­σης του ποι­ή­μα­τος πριν από την τε­λι­κή του επε­ξερ­γα­σία, προ­κει­μέ­νου οι ανοί­κειες συ­να­ντή­σεις των λέ­ξε­ων στους στί­χους και η απροσ­δό­κη­τη επαλ­λη­λία των τε­λευ­ταί­ων να πε­ρι­γρά­φουν με έναν σχε­δόν χα­ο­τι­κό τρό­πο την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συ­γκρο­τη­μέ­νη από πο­λυά­ριθ­μα θραύ­σμα­τα.

Φαί­νε­ται, άρα, ο κό­σμος να προ­σεγ­γί­ζε­ται, εδώ, χω­ρίς τη συν­δρο­μή αντι­λη­πτι­κών και ερ­μη­νευ­τι­κών κα­τη­γο­ριών. Κι όμως χρη­σι­μο­ποιού­νται δύο κα­τη­γο­ρί­ες, οι οποί­ες θέ­τουν ένα μέ­τρο στο ετε­ρό­κλι­το ξε­τύ­λιγ­μα των συ­νταγ­μά­των και των στί­χων, και πρι­μο­δο­τούν μια ορι­σμέ­νη διά­στα­ση, αντί­στοι­χα. Η πρώ­τη κα­τη­γο­ρία αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από τον εν­δο­κει­με­νι­κό ποι­η­τή: Ένα εγώ το οποίο ορί­ζε­ται μέ­σω του πε­ριο­ρι­σμού της ατα­ξί­ας: Ο χα­ρα­κτή­ρας και η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του κα­τά­στα­ση δη­λώ­νο­νται με βά­ση τα συ­γκε­κρι­μέ­να όρια που επι­βάλ­λο­νται στο κά­θε ποί­η­μα. Με άλ­λα λό­για, το εν­δο­κει­με­νι­κό εγώ ανα­δει­κνύ­ε­ται από τον βαθ­μό στον οποίο μειώ­νει, στην εκά­στο­τε πε­ρί­πτω­ση, το χά­ος. Η δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία αφο­ρά μια προ­βλη­μα­τι­κή χρο­νι­κό­τη­τα. Για­τί η αχλύ έχει ως βα­σι­κό θέ­μα τη μη ταύ­τι­ση με τον αυ­θε­ντι­κό χρό­νο. Την αδυ­να­μία, δη­λα­δή, του αν­θρώ­που να δια­χει­ρι­στεί τον χρό­νο ως μια σύμ­φυ­τή του ιδιό­τη­τα, με συ­νέ­πεια να τον με­τρά ως ένα εξω­τε­ρι­κό μέ­γε­θος. Ιδω­μέ­νη όμως η χρο­νι­κό­τη­τα από από­στα­ση λαμ­βά­νει ανα­γκα­στι­κά τη μορ­φή του πα­ρελ­θό­ντος. Έτσι, το πα­ρελ­θόν ανά­γε­ται σε κύ­ρια διά­στα­ση των ποι­η­μά­των. Το προη­γού­με­νο έχει μια πε­ραι­τέ­ρω συ­νέ­πεια: Εφό­σον η κύ­ρια διά­στα­ση, στην οποία απλώ­νο­νται τα ποι­ή­μα­τα, εί­ναι το πα­ρελ­θόν, όλες αυ­τές οι μι­κρές και μη συ­στη­μα­τι­κές λε­πτο­μέ­ρειες, όλα τα τυ­χαία στοι­χεία που απαρ­τί­ζουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υφί­στα­νται ως θραύ­σμα­τα ανα­μνή­σε­ων. Ο κό­σμος με­τα­βάλ­λε­ται σε πε­δίο μνη­μο­νι­κών ευ­ρη­μά­των.

Η γυ­ναί­κα απο­τε­λεί μια στα­θε­ρά της συλ­λο­γής. Δεν απο­κτά όμως πο­τέ ένα συ­γκρο­τη­μέ­νο πρό­σω­πο, για­τί κά­τι τέ­τοιο αντί­κει­ται στο εφαρ­μο­ζό­με­νο, εδώ, πρό­γραμ­μα. Όπως ο κό­σμος, έτσι και αυ­τή προ­σεγ­γί­ζε­ται ως ένα νέ­φος από άτα­κτες λε­πτο­μέ­ρειες. Επι­πλέ­ον, αφού όλα με­τα­βάλ­λο­νται σε μνη­μο­νι­κά ευ­ρή­μα­τα, και η γυ­ναί­κα υπό­κει­ται στην ίδια μοί­ρα: Το νέ­φος από τα άτα­κτα στοι­χεία που πα­ρα­πέ­μπουν σε αυ­τήν με­τα­τρέ­πε­ται σε ένα αμαλ­γα­μα­τι­κό σύ­νο­λο απο­σπα­σμα­τι­κών ανα­μνή­σε­ων. Γε­γο­νός το οποίο βα­θαί­νει εκ­θε­τι­κά την αί­σθη­ση της απου­σί­ας της.

Στο πλαί­σιο, τώ­ρα, μιας πρό­βλε­ψης για την εξέ­λι­ξη του Σταύ­ρου Σταυ­ρά­κη, ας ση­μειω­θούν τα εξής: Η ποί­η­σή του εί­ναι, σί­γου­ρα, ιδιό­τυ­πη. Στα κα­τα­στα­τι­κά στοι­χεία της ανή­κουν η κρυ­πτι­κή γλώσ­σα, ο ανα­χω­ρη­τι­σμός, η με­τα­φυ­σι­κή υπο­δο­μή και, συ­να­κό­λου­θα, ο συν­δυα­σμός της θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας με τη φι­λο­σο­φία. Μια τέ­τοια ποί­η­ση κιν­δυ­νεύ­ει, εάν πα­ρε­κτρα­πεί στις ακραί­ες εκ­φάν­σεις της, εάν, δη­λα­δή, πα­ρα­συρ­θεί στην υπερ­βο­λή των ιδιό­μορ­φών της στοι­χεί­ων. Μπο­ρεί, για πα­ρά­δειγ­μα, να οδη­γη­θεί στην υφο­λο­γι­κή πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, η οποία θα προ­κα­λεί την αμη­χα­νία, ή στον ερ­μη­τι­σμό, ο οποί­ος θα απο­κλεί­ει τη νοη­μα­το­δό­τη­ση, ή και στην πνευ­μα­τι­κή απο­μό­νω­ση, μα­κριά από τα επί­και­ρα ρεύ­μα­τα και τις ιδέ­ες. Από την άλ­λη, ο Σταυ­ρά­κης δεν αρ­κεί­ται στο αι­σθη­τι­κό του πρό­ταγ­μα, αλ­λά απο­βλέ­πει στο να κα­τα­στεί η γρα­φή του ένα δια­με­σο­λα­βη­τι­κό όρ­γα­νο για την ολι­στι­κή επα­φή με τον κό­σμο. Επι­διώ­κει, έτσι, τη δια­μόρ­φω­ση ενός λό­γου ο οποί­ος θα οδη­γεί­ται στην πλή­ρη εκτό­νω­σή του, προ­κει­μέ­νου να πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση του στα ίδια τα πράγ­μα­τα. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη επι­δί­ω­ξη συ­νι­στά εχέγ­γυο για μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­νέ­χεια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: