Στο πρόσφατο πόνημά της, Η σχεδία του λόγου. Μελέτες για την κινητικότητα των λογοτεχνικών έργων, η ερευνήτρια-καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, παρουσιάζει, στο καλαίσθητο πυκνογραμμένο έργο της, δεκαοκτώ μελέτες για αντίστοιχα θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, που εξετάζονται από τη σκοπιά του γνωστικού αντικειμένου της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Μελετώνται λογοτεχνικά φαινόμενα που άπτονται της Νεοελληνικής λογοτεχνίας με αντίστοιχα ξένα ή διαχρονικά, ή ακόμη και ζητήματα που σχετίζονται με άλλες μορφές της Τέχνης, προσεγγίζοντας την ιστορία, τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας, μέσω της σύγκρισης. Η «σύγκριση» δεν εκλαμβάνεται από τη συγγραφέα, ως ένα απλό μέσο για να δικαιολογηθεί η λογική του αιτίου-αιτιατού ενός λογοτεχνικού φαινομένου και να επιβεβαιωθεί κατά συνέπεια η «στείρα» μεθοδολογία της ιστορικής προσέγγισης, που οδηγεί τις περισσότερες φορές στη σχολαστική και αδιέξοδη μελέτη προτύπων, πηγών και επιδράσεων, υποβαθμίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο συχνά τα λογοτεχνικά κείμενα, σε «τεκμήρια» νομιμοποίησης της σύγκρισης· η Α. Μ. Κατσιγιάννη χρησιμοποιεί τη συγκριτική μελέτη προκειμένου να διερευνήσει:
α) τις αναλογίες που παρουσιάζουν τα κείμενα που μελετά με άλλες τέχνες ή τεχνικές, με διαπιστωμένες ιστορικές σχέσεις· ασχολείται δηλαδή με κείμενα που παρουσιάζουν αναλογίες, θεματικές, μορφολογικές, αφηγηματικές, ρητορικές, υφολογικές, χωρίς να έχουν μεταξύ τους ιστορικά στενές διαπιστωμένες σχέσεις, ή –σε ευρύτερη κλίμακα– που ανήκουν σε εθνικές ή μη παραδόσεις, ασύμπτωτες μέσα στο χρόνο·
β) το φαινόμενο της «μίμησης» ή της επίδρασης, σύμφωνα με την κριτική προσέγγιση των απόψεων των E. Auerbach και E.R. Curtius που προσδιόρισαν τις σχέσεις πρόσληψης στα νέα λογοτεχνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, με βάση την έννοια της «τύχης» ή του αποτελέσματος ενός λογοτεχνικού φαινομένου, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, πότε και πως δηλαδή αναδεικνύεται η «επιτυχία» ενός λογοτεχνικού φαινομένου·
γ) τη συμβολή της θεωρίας της λογοτεχνίας που ενισχύει τον προσανατολισμό της συγκριτικής έρευνας, προσδίδοντάς μια άλλη διάσταση, αυτή του τρόπου συγκρότησης ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνει κι εμπλουτίζει τη Συγκριτική Γραμματολογία.
Με βάση αυτές τις αρχές ή τα δεδομένα, η Α. Μ. Κατσιγιάννη εξετάζει πολλά κείμενα νεοελληνικής και κυπριακής λογοτεχνικής σύνθεσης, θέτοντάς τα σε διαλογική προοπτική προκειμένου να τα «ερμηνεύσει», αποφεύγοντας κάθε γενίκευση ή κατηγοριοποίησή τους, προβάλλοντας κυρίως συγκρινόμενα δεδομένα, που αναδεικνύουν τις μεθοδολογικές σημερινές απαιτήσεις στις λογοτεχνικές σπουδές. H συγγραφέας ακολουθεί την αντίληψη του Bakhtin για τη «διαλογικότητα», δηλαδή ότι η γλώσσα εγγράφεται σ’ ένα ευρύ και δυναμικό πεδίο «ανταλλαγών», που αξιολογικά και ιδεολογικά είναι ήδη φορτισμένες με στοιχεία του παρελθόντος. Συνεπώς όλες οι χρησιμοποιούμενες λέξεις-έννοιες αποκτούν τη στιγμή της πραγμάτωσής τους μια νέα σημασία, σηματοδοτούν ένα γεγονός που επαναδραστηριοποιεί το παλαιό σημασιολογικό του φορτίο και διατυπώνει νέα συμφραζόμενα, δημιουργώντας καινούργια δεδομένα, ανοίγοντας άλλους προσανατολισμούς. Οι λέξεις που πάντα μεταφέρουν σημασίες του παρελθόντος που έχουν εγκιβωτισθεί, ανανεώνονται κι εμπλουτίζονται όπως και οι εικόνες που προκύπτουν, εκφράζοντας νέες αξίες και καινούργιους ιδεολογικούς ορίζοντες. Συνεπώς η τέχνη του λόγου, η λογοτεχνία, εμφανίζεται να είναι μια «σχεδία λόγου», που διαρκώς κινείται μες στο χρόνο, συνομιλώντας διαρκώς με τη νέα πραγματικότητα που εμφανίζεται κι ως καινούρια «ετερότητα». Στην ουσία έχουμε ένα συνεχή «διακειμενικό» διάλογο όπου συμφύονται σ’ αυτό ετερογενείς φωνές, γλώσσες, πολιτισμικές εικόνες, λόγοι, μορφές, δημιουργείται ένα είδος «διακειμενικότητας» που σε τελική ανάλυση διευκολύνει και επιτρέπει, τόσο τη διαδικασία της απορρόφησής όσο κι αυτή του μετασχηματισμού των κειμένων σε ανανεωτικά πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα.
Στις δεκαοκτώ λοιπόν μελέτες της, που χωρίζονται σε πέντε ειδικές ενότητες (Καλλιτεχνικοί υβριδισμοί – Η συναίρεση των τεχνών, Όψεις του λυρισμού – Μούσα πεζόμορφη, Εκλεκτικές συγγένειες, Διαπολιτιστικές σχέσεις. Τόποι της διχοτόμησης και γέφυρες της γραφής, Ιστορική ποιητική: λογοτεχνία και τρέλα), η Α. Μ. Κατσιγιάννη μελετά διάφορα θέματα του 19ου και 20ού αιώνα της εθνικής μας λογοτεχνίας. Πρόκειται για εργασίες που γράφτηκαν από τη δεκαετία του ’80 μέχρι και πρόσφατα, δημοσιεύθηκαν ή αναδημοσιεύθηκαν σε διάφορους τόμους ή περιοδικά, με αφορμή εξειδικευμένες επιστημονικές εκδηλώσεις (συνέδρια ή αφιερώματα τις πιο πολλές φορές), όπως προκύπτει από την παράθεση, «Οι πρώτες παρουσιάσεις των μελετών» στο τέλος του τόμου.
Η Α. Μ. Κατσιγιάννη έχοντας ποικίλα θεωρητικά συγκριτικά εργαλεία, κυρίως όμως, αυτό της θεωρίας της λογοτεχνίας, επιχειρεί να δώσει ή μάλλον να αναδείξει τη δική της κριτική ματιά σε διάφορα θέματα που σχετίζονται με ζητήματα ερμηνειών νεοελληνικών κειμένων, ανιχνεύοντάς τα υπό την σκιά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Γνωρίζει πολύ καλά –εδώ της αξίζουν έπαινοι γιατί το επισημαίνει έμμεσα συνεχώς, σε όλες τις μελέτες της– πως κάθε λογοτεχνικό κείμενο είναι «διακείμενο» ενός άλλου λογοτεχνικού κειμένου, και συνεπώς προσπαθεί να δει, να διακρίνει, να ανιχνεύσει, όχι τόσο το αρχικό, το πρωτογενές «υλικό», όσο με ποιο τρόπο διαμορφώνεται το νέο και κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην προκειμένη περίπτωση εξετάζει πως στοιχεία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ή τέχνης υιοθετήθηκαν, ή αφομοιώθηκαν, από τη νεοελληνική λογοτεχνία σε μια δεδομένη στιγμή. Αυτή η αποδεδειγμένη πληροφόρηση συμβάλλει στην έρευνα ώστε να κατανοηθούν καλύτερα πολλά θέματα της λογοτεχνικής μας ιστορίας.
Έχοντας αυτά τα εφόδια-κίνητρα, η Α. Μ. Κατσιγιάννη ασχολείται με το φαινόμενο του «βαγκνερισμού» στην νεοελληνική λογοτεχνία, δηλαδή ποιοι συγγραφείς ασχολήθηκαν και γιατί, πως και γιατί ο υπερρεαλιστής Εμπειρίκος καταπιάστηκε με το μύθο της «Ρωσίας» σε ορισμένα χαρακτηριστικά του έργα, πως εμφανίστηκε κι αντιμετωπίστηκε η «πεζόμορφη μούσα», δηλαδή ο πεζός λυρισμός ακόμη και στον κατ’ εξοχή λυρικό Παλαμά ή Καβάφη, αλλά κι άλλων Ελλήνων ποιητών στα τέλη του 19ου
ή στις απαρχές του 20ού αιώνα.
Η Α. Μ. Κατσιγιάννη αναζητά πάντα τις ευρωπαϊκές επιρροές με όσα κείμενα ασχολείται ή μελετά, ακόμη και της ποίησης του «εθνικού» Άγγελου Σικελιανού, κι εύστοχα επισημαίνει την υβριδική (;) τάση του προς την συμβολική ποίηση του Μορίς ντε Γκερέν αλλά και της έννοιας του μυστικισμού που άντλησε από το ποιητικό έργο του Πολ Κλοντέλ, όπως και τις διάφορες φάσεις των αντιστοιχιών (σύγκλιση/απόκλιση) μεταξύ του Κυπρίου Νίκου Νικολαΐδη και του Ιρλανδού Όσκαρ Ουάιλντ, καθώς και τις πολλαπλές μεταπλάσεις ή εκδοχές του μύθου του Ίκαρου στη νεοελληνική ποίηση. Εξετάζει επίσης, και κατά τη γνώμη μας είναι εξαιρετικά σημαντική και πρωτότυπη η προσφορά της, στην υβριδική τουρκοκυπριακή ποίηση, μελετώντας την εμφάνισή της ενώ περιπλανάται διερευνητικά στην ανίχνευση της θεματικής των Τουρκοκυπρίων ποιητών που ζουν στην ελεύθερη Κύπρο ή στη διασπορά, κυρίως στην Ευρώπη. Μελετά επιπλέον και τα ποιητικά στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν γέφυρες προσέγγισης των βαλκανικών λογοτεχνιών, αναδεικνύοντάς τα, «δείκτες της κοινής κληρονομιάς και ταυτότητας», κάτι σαν προέκταση της βαλκανικής ιδέας του Ρήγα και του οικουμενικού οράματος της Δελφικής Ιδέας του Άγγελου Σικελιανού. Τέλος η Α. Μ. Κατσιγιάννη εξετάζει το θέμα της τρέλας στη νεοελληνική λογοτεχνία –άλλη μια πρωτοτυπία– σε δύο καίριους συγγραφείς: στον Κωστή Παλαμά με αφορμή ένα σχεδιάγραμμά του για μια σατιρική μυθιστορηματική εποποιία, Το Γένος των Λοξών, που έμεινε άγραφη και τη «γλωσσική διατάραξη» στο ποιητικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, που καταλήγει να μετατραπεί σε μέσο δημιουργικής παρέμβασης με «υπονομευτικά νοήματα».
Κοινός παρονομαστής των δεκαοκτώ αυτών εργασιών είναι η τάση της Α. Μ. Κατσιγιάννη να διακρίνει τη σύνδεση της νεοελληνικής ή κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής με την ευρωπαϊκή πολυπολιτισμικότητα, τονίζοντας κι αποδεικνύοντας ότι η παράλληλη ανάπτυξη των τεχνών συμβάλλει στην «επιμειξία» των ειδών και στο μετασχηματισμό εννοιών, τύπων και ταυτοτήτων, θέση που ενισχύει τη σύγχρονη τάση ότι η λογοτεχνία, όπως κι άλλες μορφές της Τέχνης, πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα ιστορικά μεταβλητό φαινόμενο. Και οι δεκαοκτώ εργασίες της Α. Μ. Κατσιγιάννη εγγράφονται ως μια σημαντική συμβολή στην ανάλυση κι ερμηνεία ειδικών θεμάτων της νεοελληνικής και κυπριακής λογοτεχνίας, αφού φωτίζονται με νέα στοιχεία, συχνά λεπτομερή, που δίνουν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι τελικά το νόημα είναι κάτι που παραμένει σταθερό κατά την πρόσληψη ενός λογοτεχνικού έργου ενώ η δομή του, είναι κάτι που μεταβάλλεται.