Ξεκίνησα την ανάγνωση του βιβλίου της Βίκυς Κατσαρού από το τελευταίο ποίημα και συνέχισα στα επόμενα. Αποφάσισα να διαβάσω τα ποιήματα δυνατά, γιατί ήθελα να δώσω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να απολαύσει όχι μόνο την ανάγνωση, αλλά και τη μουσική που τη συνοδεύει.
Πρώτα, λοιπόν, το ομώνυμο και μακροσκελές ποίημα «Χαρακίδες». Εκεί βρήκα και εγώ μια δική μου πληγή καθώς «τα μαλλιά μου συνέτριψε το κίτρινο του φανοστάτη» και «ο μεγάλος έρωτας της ένδοξής μου νιότης / να επιστρέψει πλέον δεν μπορεί». Στις «Χαρακίδες» βρήκα μισά κομμάτια ενός γυναικείου σώματος που παλεύει να υπάρξει ολόκληρο μέσα στα χρόνια. Μαλλιά, χέρια, σαρκώδη χείλη, νύχια, φλέβες και τρυφεροί λαιμοί ζωντάνεψαν εικόνες οικείες και ακόμα πιο οικείους δαίμονες, μέσα από την ερεβώδη και ακτινοβολούσα περιγραφή της ποιήτριας. Και σε αυτό το βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού η ποίηση έχει μια δύναμη θεϊκή που την κυοφορεί γυναίκα, αλλά όχι απαραίτητα κάποια συγκεκριμένη. Μιλά για μια γυναικεία ολότητα, η οποία, όσο και να υπέφερε μέσα στα χρόνια, όσο και να υποφέρει ακόμα, καταφέρνει τελικά να αναστηθεί και υπερούσια να υψωθεί στον Παράδεισο. Διαβάζοντας, βρίσκομαι ξαφνικά στη θάλασσα και μπορώ να δω καθαρά —όσο καθαρά μπορεί να δει κάνεις μέσα στη θάλασσα των άλλων— την απόγνωση που ελλοχεύει πίσω από το ανεκπλήρωτο του έρωτα, τα άρρητα αισθήματα που θάφτηκαν άδοξα κάτω από το βρεγμένο χώμα. Στο ποίημα Κωνσταντινάτο, ο Κωνσταντίνος δεν μαθαίνει ποτέ πως η Φαύστα δεν ήταν τελικά αυτοκράτειρα. Η Φαύστα, που βρίσκει φριχτό θάνατο από τα λατρεμένα του δάχτυλα μέσα στο καυτό νερό, ήταν τελικά ποιήτρια. Στο ποίημα «Ποιήτρια» τώρα, κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα μούσα αλλά και η γυναίκα δημιουργός. Η γυναίκα που ως μούσα απέχει από την καθημερινή συναναστροφή με το αντικείμενο του πόθου της και η γυναίκα που ως δημιουργός είναι πάμφτωχη, με τη μεταφορική έννοια, αφού το μόνο που έχει δικό της είναι τα ποιήματα.
Στην Αγιοσύνη, στην Ανάβαση και σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της αρχής του βιβλίου, φέρνω στο νου μου τη Μάτση Χατζηλαζάρου και την Joyce Mansour. Η ένταση των ποιημάτων της συλλογής, που κατοπτρίζει εν πολλοίς τον ερωτισμό και το βάθος των συναισθημάτων της ίδιας της ποιήτριας, συνομιλεί με στίχους της Χατζηλαζάρου όπως Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή / Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι / Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει / μες στα πλεμόνια του το δειλινό τον μπάτη. Και η Κατσαρού στις «Γάτες» γράφει: Τους τοίχους σου στοιχειώνω / τις γάτες σου ξεσκίζω. Ή με στίχους της Mansour, όπως άσε με να σ' αγαπώ / αγαπώ την γεύση απ' το παχύ σου αίμα / άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια. Αυτή η σχεδόν ανθρωποφάγα επιθυμία της γυναικείας ύπαρξης ξεχειλίζει και στις «Χαρακίδες». Να σηκώσεις το λιωμένο φουστανάκι μου / να με δαγκώσεις στο στομάχι. Και αλλού: Στον καθρέφτη σου απέναντι με στήνεις / με πρόκες τα μάτια, το στόμα μου / καρφώνεις.
Όλες οι λέξεις της Κατσαρού μοιάζουν να είναι βγαλμένες από την κοιλιά μιας γυναίκας που ακούει σε ποικίλα ονόματα και στα σπλάχνα της κρύβει το Θεό. Άλλοτε τη φωνάζουν Ξανθή κι άλλοτε Ινάννα ή Ιστάρ, Ερεσκιγκάλ, Κυβέλη. Μιας γυναίκας που όλα της τα μέλη είναι γεμάτα πληγές που έμελλε να γίνουν τραύματα. Ή μιας γυναίκας που γεννήθηκε ήδη σημαδεμένη. «Σημάδι γενετήσιο» μας επαναλαμβάνει η ποιήτρια και εγώ, κοιτώντας το στο χαρτί, νιώθω κάτι να σκιρτά μέσα μου, κάτι που με κάνει να σκέφτομαι όλες εκείνες τις φορές που ως γυναίκα κι εγώ ένιωσα καταραμένη, φοβισμένη αλλά στο τέλος δυνατή. Γεννήθηκα κομμάτια / είμαι σώμα που κατέκτησε ζωή με δόσεις / αλλά ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ, λέει ο τίτλος, δίνοντάς μας με έναν τρόπο ιδιαίτερα γάργαρο την εικόνα μιας γυναικείας μορφής που διαρκώς καταστρέφει τον εαυτό της γιατί κυνηγά Χίμαιρες, αλλά που μπορεί κιόλας να ορίσει και να τιθασεύσει τον πόνο της.
Μέσα στα ποιήματα της συλλογής, τα τόσο σωματικά και οργασμικά, μπορούμε σχεδόν να δούμε τις γυναικείες φλέβες να χορεύουν, να καίγονται, ν' απλώνονται στη γη σαν τον κισσό. Και δεν είναι μόνο η γυναίκα. Είναι και το κορίτσι ετών επτά «που μαζεύει τα μαλλιά του απ' το πιάτο σου» και προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη του τις μάχες που χρειάστηκε να δώσει ενώ ήταν ακόμα παιδί. Η ηλικία μάλιστα των επτά είναι ένα χρονικό ορόσημο θα μπορούσε να πει κανείς για την ποιήτρια, καθώς διαρκώς επανέρχεται και με μια νοσταλγία αργοσβήνει στο σήμερα. Στην ενηλικότητα, στην πραγματική ζωή, σε ένα παρόν που λυμαίνεται τη γυναικεία μας φύση και αντιμετωπίζει πολλές φορές την τρυφερότητα ως αδυναμία. Οι Χαρακίδες είναι γυναίκες που έλκουν την καταγωγή τους από μάνα και πατέρα ή από τα ίδια τα έγκατα της γης.
Μέσα από την περιπέτεια της ανάγνωσης, πολλές φορές ένιωσα σαν να βρίσκομαι ταυτόχρονα σε έναν τόπο οδύνης και ηδονής. Και τι είναι άλλωστε η ποίηση, αν όχι εκείνη η μικρή περιοχή που μέσα της ανθούν και μαραίνονται με λέξεις τ’ ανώτερα των αισθημάτων;
Στην αρχή αυτής της μικρής τοποθέτησης, σας είπα πως ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο από το τέλος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαβάσω τελευταίο και το εισαγωγικό σημείωμα της ποιήτριας, το οποίο είναι αρκετά κατατοπιστικό και, εν πολλοίς, προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Η Βίκυ Κατσαρού μας λέει ποιες ήταν οι Χαρακίδες στην πραγματικότητα ή μάλλον ποιες αποκαλούσαν Χαρακίδες, εξηγώντας μας πως οι κάτοικοι της Λευκάδας συνέδεαν την ομορφιά με τα σημάδια. Χαίρομαι που δεν το γνώριζα εξαρχής γιατί έτσι μπόρεσα να ταξιδέψω ελεύθερη μέσα στην ποίησή της και να αισθανθώ με τη σειρά μου τον έρωτα να καταλύει τον θάνατο, την ιερότητα του σώματος, τη ρίζα όλων των πληγών που όχι μόνο οι γυναίκες μα και η ανθρωπότητα ολόκληρη φέρει μαζί της από τη στιγμή της πρώτης ανάσας. Κατάφερα να ταυτιστώ με την καθαρότητα της αγάπης και του πόνου που πηγάζει μέσα από τις λέξεις και αυτό είναι μια συνθήκη που καθιστά αυτήν εδώ την ανάγνωση αληθινά απολαυστική. Η γυναίκα, όπως και η γάτα, όπως και ο άνθρωπος, έχουν πολλές ζωές και σε αυτό συνηγορεί η ανάσταση που στο βιβλίο άλλοτε κατονομάζεται ρητά και άλλοτε λανθάνει ως κέρδος.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ακουστούν τα ονόματα των γυναικών στα οποία η Κατσαρού αποτίνει φόρο τιμής:
Στη Μαρία, που πάλεψε την αρρώστια, μέχρι που τίποτε άλλο πια δεν είχε μείνει.
Στην Αγγελική, ήταν μόλις 32 ετών, και κατά τη νοσηλεία της διάβαζε ακάματα Ρίτσο.
Στην κυρία Μαίρη, που αγαπούσε από το πιο μικρό λουλούδι μέχρι τον πιο τραχύ άνθρωπο, και έφυγε πλήρης ημερών, αλλά μόνη, γιατί για την εποχή της μια γυναίκα
άτεκνη θεωρούνταν ελαττωματική.
Στην 64χρονη Ελένη, στην 26χρονη Γαρυφαλλιά, στην εικοσάχρονη Καρολάιν, στην 31χρονη Αννίσα, στη 43χρονη Μαρία, στη 47χρονη Σταυρούλα, στη 42χρονη Μόνικα, στη 32χρονη Δώρα, στη 48χρονη Νεκταρία, στην 36χρονη Ελιόνα, στην 29χρονη Τζεβριέ.
Μα και σε γυναίκες που ζουν, στην Ίρμα, που εργάζεται εσωτερική σε σπίτια, για
να μεγαλώνει το παιδί της.
Στην Αγνή, στη Φένια, στη Βασιλική, στη Βίλλυ, στην Αλεξάνδρα, στη Φαιδώρα, στην Άννα, στην Κάλλια, σε όλες εκείνες που οι παραδοσιακοί θεσμοί δεν αποτελούν
δρόμο και προσπαθούμε να ανοίξουμε τον δικό μας υπό αντίξοες συνθήκες, αλλά πάντοτε γενναίες.
Kαι να σας θυμίσω πως, το ερώτημα είναι: Αν θα περάσει πρώτη τον δρόμο / η γάτα / ή εγώ. / Ηλιοπάτητοι δρόμοι / με βάγιες στρωμένη / η έξοδος.