Φυγή και Τόπος: En pointure

Agostino Carracci: Πορτρέτο του Giovanni Gabrielli
Agostino Carracci: Πορτρέτο του Giovanni Gabrielli

Κυριακή Χατζηιωαννίδου, «Μονόπρακτο», εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος 2023



Η Κυ­ρια­κή Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου επι­στρέ­φει στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν, με την πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή της σύν­θε­ση με τί­τλο Μο­νό­πρα­κτο. Πρό­κει­ται για το δεύ­τε­ρο της βι­βλίο, αφού προη­γεί­ται η συλ­λο­γή Στον Άλ­φα του Κε­νταύ­ρου από τις εκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δη (2014). Αν λά­βου­με υπό­ψιν μας κά­πως κυ­ριο­λε­κτι­κά τον τί­τλο του βι­βλί­ου, ας μου επι­τρα­πεί αλ­λη­γο­ρι­κά να ανα­φέ­ρω πως, για τους λό­γους δη­μιουρ­γί­ας αυ­τού του μι­κρο-δο­κι­μί­ου, θα προ­τι­μή­σω να μεί­νω εντός του “χώ­ρου” και με­τά το πέ­ρας της πα­ρά­στα­σης του Μο­νό­πρα­κτου (ίσως και με κά­ποιες επι­σκέ­ψεις στα πα­ρα­σκή­νια), και μέ­σω ενός φα­κού που κρα­τώ στα χέ­ρια μου (άλ­λο­τε σκο­νι­σμέ­νου, άλ­λο­τε λί­γο πιο κα­θα­ρού) να κοι­τά­ξω τις ρα­βδώ­σεις, του αρ­μούς, τα ρήγ­μα­τα και τις ενώ­σεις των σκε­λε­τών του έρ­γου, όχι για να το απο­δο­μή­σω αλ­λά για να μπο­ρέ­σω να κα­τα­νο­ή­σω βα­θύ­τε­ρα τους όρους με τους οποί­ους η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου το­πο­θε­τεί το ποι­η­τι­κό της υπο­κεί­με­νο (και το­πο­θε­τεί­ται η ίδια) στο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο, στην ποι­η­τι­κή αυ­τή σύν­θε­ση.

Αν ξε­κι­νή­σου­με κά­πως οντο­λο­γι­κά ως προς τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της σύν­θε­σης (χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα πρί­σμα οι­κεία αφαι­ρε­τι­κό), η Κ.Χ. το­πο­θε­τεί με το Μο­νό­πρα­κτο ένα σύ­νο­λο ευ­γε­νι­κών χει­ρο­νο­μιών που με­τα-δο­μούν τη σύν­θε­ση της (Α΄, Β΄ και Γ΄ μέ­ρος και 52 + 1 αριθ­μη­μέ­να και άτι­τλα ποι­ή­μα­τα -εκτός το τε­λευ­ταίο έντι­τλο ποί­η­μα), θα τολ­μή­σω να πω με προ­σή­νεια ως προς την αντι­με­τώ­πι­ση της φόρ­μας και την αρ­χι­κή δο­μή του βι­βλί­ου (πα­ρό­λη την αφαι­ρε­τι­κή και συν­θε­τι­κή δει­νό­τη­τα υπάρ­χει και μια «συ­γκρά­τη­ση» της θερ­μο­κρα­σί­ας του υπο­κει­μέ­νου στα επι­μέ­ρους). Και για να το εξη­γή­σω, η προ­σή­νεια αυ­τή της Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου σε τού­τη τη με­τα-δό­μη­ση και στον τρό­πο χει­ρι­σμού της φόρ­μας προ­κα­λεί έντο­νο εν­δια­φέ­ρον, μιας και συ­γκρα­τεί μια σύν­θε­ση που δεν προ­σεγ­γί­ζει κά­ποια «με­γά­λη αφή­γη­ση», αφού και εδώ το Μο­νό­πρα­κτο (πά­λι ευ­γε­νι­κά) απο­στα­σιο­ποιεί­ται από υπέρ­με­τρες αφη­γη­μα­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες. Προ­σω­πι­κά θε­ω­ρώ πως ίσως υπάρ­χει συν­θε­τι­κά ένα «μου­σι­κό ανά­λο­γο» μιας και ιμπρε­σιο­νι­στι­κά θα ανα­φέ­ρω πως στο τέ­λος του βι­βλί­ου υπάρ­χει αυ­τή η χά­ρα­ξη, ει­δι­κά όταν εμ­φα­νί­ζε­ται στο τέ­λος το «Τί­ναγ­μα», ένα φι­νά­λε - coda). Ένα ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα όμως, εί­ναι πως πολ­λές φο­ρές, όταν το ση­μαί­νον της αφαί­ρε­σης «διο­γκώ­νε­ται» ως γε­γο­νός και συ­νυ­πάρ­χει με μια ιδιά­ζου­σα δο­μι­κή δει­νό­τη­τα (ή επι­θυ­μία) τό­τε εύ­κο­λα όλα αυ­τά μπο­ρούν να ταυ­το­ποι­η­θούν ως μια εμπρη­στι­κή διά­θε­ση για ατε­λέ­σφο­ρες απο­δο­μή­σεις.
Στο Μο­νό­πρα­κτο όμως δεν συμ­βαί­νει αυ­τό, αφού η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου προ­σέ­χει με εγ­γε­νή προ­σή­λω­ση τη δο­μή της και την αφαι­ρε­τι­κή δει­νό­τη­τα της, με θέ­λη­ση, η οποία δεν γί­νε­ται ερ­μη­τι­κά αυ­το­α­να­φο­ρι­κή. Αυ­τό, αυ­τό­μα­τα μας υπο­δη­λώ­νει ωρι­μό­τη­τα. Ξε­κι­νά­με λοι­πόν με ένα βι­βλίο ώρι­μο ως προς δια­χεί­ρι­ση της δο­μής του, μια ωρι­μό­τη­τα που κλη­ρο­νο­μεί­ται ως συ­μπέ­ρα­σμα και στη φόρ­μα των επι­μέ­ρους ποι­η­μά­των (και εδώ με προ­σή­νεια η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου απο­φεύ­γει τις ακρο­βα­σί­ες), ιστά­με­νη σε έναν ισορ­ρο­πη­μέ­νο φορ­μα­λι­στι­κό εν­διά­με­σο, υπο­δη­λώ­νο­ντας την πλή­ρη γνώ­ση των προ­σταγ­μά­των του ποι­η­τι­κού συ­γκει­μέ­νου της επο­χής, παί­ζο­ντας (ναι, παί­ζο­ντας) -χω­ρίς όμως να συμ­βι­βά­ζε­ται- με τα προ­στάγ­μα­τα αυ­τά και χω­ρίς φυ­σι­κά να απο­ζη­τά κέρ­δος από αυ­τό το παι­χνί­δι. Και πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα θε­ω­ρώ ως αρ­χι­κή αλ­λη­γο­ρία πως το Μο­νό­πρα­κτο μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει σαν ένα δο­χείο βρα­σμού, με τον αφρό του να μέ­νει πά­ντο­τε σε ισορ­ρο­πία μιας και με δει­νή ικα­νό­τη­τα, η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου το­πο­θε­τεί στον σκε­λε­τό της ρυθ­μι­σμέ­να τα μνη­μο­νεύ­μα­τα: Από το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο: Στο σκά­κι / προ­τι­μώ / να χά­νω / κερ­δι­σμέ­νη. / Πιό­νι ελεύ­θε­ρο / χω­ρίς βα­σί­λισ­σα και Μο­να­χο­παί­δια ήμα­σταν όλοι. / Φι­λε­λεύ­θε­ροι / ο ένας για τον ένα ή Θυ­σιά­ζου­με εν Αυ­λί­δι / στο βω­μό των τρα­πε­ζών / το στερ­νο­κού­νι μας. Έπει­τα, στη γυ­ναι­κεία συν­θή­κη: Δεν εί­μαι όμορ­φη / ού­τε άσχη­μη / απλώς υπάρ­χω και στην ώσμω­ση της φυ­γής: Ξε­νι­τιά δεν εί­ναι / να μι­λώ στη γλώσ­σα σου / Εί­ναι να ξε­χνάω / τη δι­κή μου. Και τέ­λος, επι­στρο­φή στην οι­κο­γέ­νεια: Ο μπα­μπάς η μα­μά / ο αδερ­φός / με τη­λε­ό­ρα­ση σβη­στή / και μι­σή με­ρί­δα χρό­νου / ο κα­θέ­νας.
Η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου ξε­τυ­λί­γει όλα τα πα­ρα­πά­νω με τους δι­κούς της όρους (κά­τι που δη­λώ­νει εξ αρ­χής μέ­σω του τί­τλου Μο­νό­πρα­κτο - με επί­γνω­ση της δή­λω­σης αυ­τής). Και θα έλε­γα να μεί­νου­με σε αυ­τό το ξε­τύ­λιγ­μα. Ξε­κι­νώ­ντας λοι­πόν, θα έλε­γε κα­νείς ότι από τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα -και έπει­τα στην πο­ρεία- υπάρ­χει μια ρη­το­ρι­κή ανα­δρο­μής του υπο­κει­μέ­νου σε πρό­τε­ρα ση­μεία του χρο­νι­κού και χω­ρι­κού ορί­ζο­ντα (π.χ. Εί­ναι που περ­πα­τώ / στον χρό­νο / το μυα­λό μου / διο­γκώ­νε­ται / δια­περ­νώ τον τοί­χο / μου φαί­νε­σαι λί­γος [...]) ση­μεία που τη στιγ­μή που συ­νέ­βαι­ναν έμοια­ζαν, εί­τε φυ­σιο­λο­γι­κά, εί­τε, ανα­γκαία. Ση­μεία που ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­να, το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ανα­σύ­ρει, απο­σα­φη­νί­ζει, ξορ­κί­ζει και τέ­λος απο­ζη­τά, κά­νο­ντας τα ποί­η­ση. Και θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς πως δια­κρί­νο­νται κά­ποια μο­τί­βα κέ­ντρων από όπου τα ση­μεία κα­θο­ρί­ζο­νται ως τέλ­μα­τα τα οποία οδη­γούν με τη σει­ρά τους σε εξο­μο­λο­γη­τι­κές μαρ­τυ­ρί­ες (π.χ. Δε για­τρεύ­ε­ται / αυ­τή η βρο­χή / η εκ των έσω ορ­μώ­με­νη). Όπο­τε, θα μπο­ρού­σε να πει κά­ποιος εδώ πως ει­σερ­χό­μα­στε σε μια λα­κα­νι­κή ανα­λυ­τι­κή γραμ­μή προσ­διο­ρι­σμού του υπο­κει­μέ­νου στους άξο­νες οι­κο­γέ­νεια -φυ­γή από την οι­κο­γε­νεια­κή εστία- ενή­λι­κη συ­ντρο­φι­κή ζωή κ.ο.κ.
Όμως, θα πά­με κι ένα βή­μα πα­ρα­πέ­ρα. Κρα­τώ­ντας την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ορ­μή και προ­σθέ­το­ντας έναν ακό­μη δρό­μο. Αυ­τό που δια­κρί­νω λοι­πόν σχε­δόν στο σύ­νο­λο των ποι­η­μά­των της Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου, εί­ναι το δί­πο­λο «στά­ση» - «κί­νη­ση». Νο­μί­ζω σε κά­θε αμυ­χή των ποι­η­μά­των της κρύ­βε­ται από πί­σω μια συ­νε­χό­με­νη κί­νη­ση, μια με­τα­κί­νη­ση ή ακό­μα κα­λύ­τε­ρα μια ανά­μνη­ση με­τα­κί­νη­σης. Έχου­με δη­λα­δή ένα υπο­κεί­με­νο που ανα­στο­χά­ζε­ται όπως εί­πα­με πριν, σε από­λυ­τη στά­ση, και δη­μιουρ­γεί ποί­η­ση από ρευ­στές ανα­μνή­σεις κί­νη­σης. Εδώ, δεν θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­βλέ­ψου­με πως για ένα με­γά­λο μέ­ρος ποι­η­μά­των, η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου απευ­θύ­νε­ται με έντο­νο ύφος και σε πολ­λά ποι­ή­μα­τα σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, οπό­τε μας πη­γαί­νει στον Άλ­λο, με­τα­τρέ­πο­ντας τον πολ­λές φο­ρές σε κέ­ντρο. Επι­στρέ­φο­ντας λοι­πόν στην ψυ­χα­να­λυ­τι­κή δια­κύ­μαν­ση, θα τολ­μή­σω να υπο­στη­ρί­ξω πως στα ποι­ή­μα­τα της Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου, ο Άλ­λος δεν εί­ναι άν­θρω­πος. Εί­ναι τό­πος. Και συ­γκε­κρι­μέ­να εί­ναι ο τό­πος φυ­γής και ο τό­πος κα­τοι­κί­ας ταυ­τό­χρο­να. Έτσι το υπο­κεί­με­νο έρ­χε­ται δί­πλα και απέ­να­ντι σε κα­θέ­ναν από τους δύο τό­πους, συν­δια­λέ­γε­ται μα­ζί τους, προ­σπα­θεί δια­κα­ώς μέ­σω των ποι­η­μά­των να φύ­γει και από τους δύο (και από ότι τους απαρ­τί­ζει, εξού και το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο, η γυ­ναι­κεία συν­θή­κη κ.ο.κ.), αλ­λά μέ­σα από μια σπεί­ρα ταυ­τί­σε­ων επι­στρέ­φει και στους δύο, για να ξα­να­φύ­γει μέ­χρι να ξα­νά-επι­στρέ­ψει. Ίσως λοι­πόν η σπεί­ρα να γί­νε­ται τε­λι­κά κου­βά­ρι. Τι έχει ξε­τυ­λι­χτεί με­τά από όλα όσα εί­πα­με; Δεν μπο­ρώ να φύ­γω από αυ­τή τη λέ­ξη εύ­κο­λα όταν πρό­κει­ται για το Μο­νό­πρα­κτο.
Ξε­τυ­λί­γω, εκτυ­λίσ­σω, δια­δρα­μα­τί­ζο­μαι. Για­τί για μέ­να τού­το το βι­βλίο, όταν το δια­βά­ζω γραμ­μι­κά με κά­νει να νιώ­θω πως ακο­λου­θώ με ευ­λά­βεια τη δια­δι­κα­σία μιας εκτύ­λι­ξης. Το ερώ­τη­μα που τί­θε­ται βέ­βαια εί­ναι, τι ξε­τυ­λί­γε­ται στο Μο­νό­πρα­κτο; Ήδη λοι­πόν από τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα το υπο­κεί­με­νο δη­λώ­νει το άτο­πο ως πα­τρί­δα (ή έναν έτε­ρο τό­πο από αυ­τόν που θα ήθε­λε: “Εξό­ρι­στη / θα γρά­ψω”) και δη­μιουρ­γεί­ται έτσι το μο­τί­βο του υπο­κει­μέ­νου που εί­δα­με προη­γου­μέ­νως. Νο­μί­ζω πως έχου­με εντο­πί­σει εδώ τον κε­ντρι­κό άξο­να του βι­βλί­ου. Το λά­κτι­σμα που πυ­ρο­δο­τεί τις ποι­η­τι­κές χει­ρο­νο­μί­ες λοι­πόν της Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου, ίσως να εντο­πί­ζε­ται στη φυ­γή. Φυ­γή αρ­χι­κά από τον οι­κο­γε­νεια­κό τό­πο, φυ­γή από τον χω­ρι­κό τό­πο. Και με­τα­κί­νη­ση. Μιας και ξέ­ρου­με πως φυ­γή χω­ρίς με­τα­κί­νη­ση δεν υφί­στα­ται. Έτσι, σχε­δόν σε όλο το βι­βλίο το υπο­κεί­με­νο σε στά­ση ανα­στο­χά­ζε­ται, το ποί­η­μα συ­νε­χώς με­τα­κι­νεί­ται, από τό­πο σε τό­πο, από μνή­μη σε μνή­μη από χρο­νι­κό­τη­τα σε χρο­νι­κό­τη­τα και σε ορι­σμούς, αφο­ρι­σμούς και απο­φθέγ­μα­τα. Οπό­τε, έχου­με βρει τους αρ­μούς του έρ­γου: Φυ­γή, με­τα­κί­νη­ση, ανα­μνή­σεις με­τα­κί­νη­σης, συν­διαλ­λα­γή με τον τό­πο ως Άλ­λο. Και τε­λι­κά, νο­μί­ζω πως ξέ­ρω τι εκτυ­λίσ­σει η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου στο Μο­νό­πρα­κτο. Εκτυ­λίσ­σει και δια­δρα­μα­τί­ζει το πα­πού­τσι της γό­νι­μης φυ­γής της.
Το υπό­δη­μα αυ­τό λοι­πόν με το οποίο έφυ­γε, και το οποίο έχει κρα­τή­σει στη ρα­φή του, όλες αυ­τές τις αρ­χειο­θε­τη­μέ­νες χει­ρο­νο­μί­ες, μνή­μες και επι­θυ­μί­ες όλων των τό­πων, όλων των χρό­νων που επι­σκέ­φτη­κε. Pointure λοι­πόν, εί­ναι οι στί­ξεις των πα­που­τσιών στις οποί­ες ει­σέρ­χε­ται η ρα­φή για δε­θεί το υπό­δη­μα. Και εδώ, το Μο­νό­πρα­κτο, το βι­βλίο, συμ­βο­λο­ποιεί­ται ως όλον, και γί­νε­ται αλ­λη­γο­ρι­κά τού­το το υπό­δη­μα, και εμείς, ακο­λου­θού­με την εκτύ­λι­ξή του υπο­δή­μα­τος αυ­τού, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου να ανα­στο­χά­ζε­ται γύ­ρω από τη ρα­φή του υπο­δή­μα­τος τού­της της φυ­γής, και να εμ­φα­νί­ζει τις στί­ξεις αυ­τές κα­θώς και τα ποι­η­μά­των που αυ­τές κρύ­βουν.

52 ποι­ή­μα­τα — 52 στί­ξεις, Πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου να εκτυ­λί­σει αυ­τό το σύμ­βο­λο τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές βρι­σκό­μα­στε σε μια ανα­δρο­μι­κή πε­ρι­δί­νη­ση, κρα­τώ­ντας τού­τη τη ρα­φή του πα­που­τσιού σφι­χτά για να μη χα­θού­με, και πη­γαί­νου­με σε όλες εκεί­νες τις αρ­χειο­θε­τη­μέ­νες μνή­μες. Εγώ θα πω και αρ­χειο­θε­τη­μέ­νες επι­θυ­μί­ες. Μή­πως τε­λι­κά η φυ­γή εί­ναι επι­θυ­μία και ή επι­θυ­μία φυ­γή;
Από την δια­πραγ­μά­τευ­ση με την ίδια τη φυ­γή ως ξε­νι­τιά όπως τη γνω­ρί­ζου­με και απο­λή­ξεις που αφο­ρούν τον νό­στο, την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή δια­κύ­μαν­ση και τους οι­κο­γε­νεια­κούς δε­σμούς, το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο και την γυ­ναι­κεία συν­θή­κη, η Χα­τζη­ιω­αν­νί­δου σε κά­θε εκτύ­λι­ξη ση­κώ­νει και δια­δρα­μα­τί­ζει μπρο­στά μας, ότι δεν μπό­ρε­σε να ει­πω­θεί ως κα­θα­ρή επι­θυ­μία, συ­νο­μι­λεί με τον Άλ­λο, όπου ο Άλ­λος για την ιδιά εί­ναι και τό­πος -όχι μό­νο αν­θρώ­πι­νο υπο­κεί­με­νο-, κα­τα­λή­γει χω­ρίς να υπο­δει­κνύ­ει, ορ­μά χω­ρίς να κα­τα­σπα­ρά­ζει, αφο­μοιώ­νει και με ποι­η­τι­κό τρό­πο στο­χά­ζε­ται. Όλο αυ­τό, για τα 52 ποι­ή­μα­τα του υπο­δή­μα­τος της γό­νι­μης φυ­γής της που μπρο­στά μας, εκτυ­λίσ­σει με τόλ­μη. Μέ­χρι να φτά­σει στο τε­λευ­ταίο ση­μείο της ρα­φής, που συ­γκρα­τεί τη κλω­στή λί­γο πα­ρα­πά­νω. Εκεί, δεν θα μας απο­κα­λύ­ψει τι θα γί­νει στο τέ­λος, απλώς μέ­νου­με να κοι­τά­με εάν θα κά­νει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρα βή­μα­τα. Κά­τι που με τρό­πο μας δη­λώ­νει μέ­σω ενός «Τι­νάγ­μα­τος», όπως τι­τλο­φο­ρεί το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα - coda της:

Μη φο­βά­σαι
Όσο θα γρά­φο­νται
Τρα­γού­δια
Ο Ορ­φέ­ας θα σε ψά­χνει
Ευ­ρυ­δί­κη.

Εμείς.
Σκου­πί­σα­με πα­ρέα
Τα αί­μα­τα στο χιό­νι.

Σε βρή­κα
Κι έχω ζή­σει τό­σους κό­σμους
Για να φτά­σω στο χέ­ρι
Που πι­πί­λι­ζα.

Στο βά­ζο με το μέ­λι
Εί­σαι η στα­γό­να
Η τε­λευ­ταία.

Κλεί­σε τα μά­τια.
Τζα και
Φτου
ξε­λευ­θε­ρία.


_________________
Ο τί­τλος (όπως και το αλ­λη­γο­ρι­κό σχή­μα του δο­κι­μί­ου) απο­τε­λεί δά­νειο από το δο­κί­μιο του Ζακ Ντε­ρι­ντά «Απο­κα­τα­στά­σεις της αλή­θειας en pointure» (“Restitutions de la vérité en pointure”), μτφ. Νί­κος Δα­σκα­λο­θα­νά­σης, από το βι­βλίο Τα πα­πού­τσια του Van Gogh, εκδ. Άγρα σελ. 61, ανα­τύ­πω­ση 2014). Από τη με­τά­φρα­ση του βι­βλί­ου: “Pointure: (λατ. punctura), ουσ. Θηλ., αρχ. συ­νών. της λέ­ξης κέ­ντρι­σμα (piqûre) [...], όρος της υπο­δη­μα­το­ποι­ί­ας και της γα­ντο­ποι­ί­ας. Ο αριθ­μός από τα τρυ­πώ­μα­τα (points) που φέ­ρει ένα πα­πού­τσι ή ένα ζευ­γά­ρι γά­ντια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: