Η Κυριακή Χατζηιωαννίδου επιστρέφει στο ποιητικό σύμπαν, με την πρόσφατη ποιητική της σύνθεση με τίτλο Μονόπρακτο. Πρόκειται για το δεύτερο της βιβλίο, αφού προηγείται η συλλογή Στον Άλφα του Κενταύρου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη (2014). Αν λάβουμε υπόψιν μας κάπως κυριολεκτικά τον τίτλο του βιβλίου, ας μου επιτραπεί αλληγορικά να αναφέρω πως, για τους λόγους δημιουργίας αυτού του μικρο-δοκιμίου, θα προτιμήσω να μείνω εντός του “χώρου” και μετά το πέρας της παράστασης του Μονόπρακτου (ίσως και με κάποιες επισκέψεις στα παρασκήνια), και μέσω ενός φακού που κρατώ στα χέρια μου (άλλοτε σκονισμένου, άλλοτε λίγο πιο καθαρού) να κοιτάξω τις ραβδώσεις, του αρμούς, τα ρήγματα και τις ενώσεις των σκελετών του έργου, όχι για να το αποδομήσω αλλά για να μπορέσω να κατανοήσω βαθύτερα τους όρους με τους οποίους η Χατζηιωαννίδου τοποθετεί το ποιητικό της υποκείμενο (και τοποθετείται η ίδια) στο συγκεκριμένο έργο, στην ποιητική αυτή σύνθεση.
Αν ξεκινήσουμε κάπως οντολογικά ως προς τα χαρακτηριστικά της σύνθεσης (χρησιμοποιώντας ένα πρίσμα οικεία αφαιρετικό), η Κ.Χ. τοποθετεί με το Μονόπρακτο ένα σύνολο ευγενικών χειρονομιών που μετα-δομούν τη σύνθεση της (Α΄, Β΄ και Γ΄ μέρος και 52 + 1 αριθμημένα και άτιτλα ποιήματα -εκτός το τελευταίο έντιτλο ποίημα), θα τολμήσω να πω με προσήνεια ως προς την αντιμετώπιση της φόρμας και την αρχική δομή του βιβλίου (παρόλη την αφαιρετική και συνθετική δεινότητα υπάρχει και μια «συγκράτηση» της θερμοκρασίας του υποκειμένου στα επιμέρους). Και για να το εξηγήσω, η προσήνεια αυτή της Χατζηιωαννίδου σε τούτη τη μετα-δόμηση και στον τρόπο χειρισμού της φόρμας προκαλεί έντονο ενδιαφέρον, μιας και συγκρατεί
μια σύνθεση που δεν προσεγγίζει κάποια «μεγάλη αφήγηση», αφού και εδώ το Μονόπρακτο
(πάλι ευγενικά) αποστασιοποιείται από υπέρμετρες αφηγηματικές φιλοδοξίες. Προσωπικά θεωρώ πως ίσως υπάρχει συνθετικά ένα «μουσικό ανάλογο» μιας και ιμπρεσιονιστικά θα αναφέρω πως στο τέλος του βιβλίου υπάρχει αυτή η χάραξη, ειδικά όταν εμφανίζεται στο τέλος το «Τίναγμα», ένα φινάλε - coda). Ένα σημαντικό ζήτημα όμως, είναι πως πολλές φορές, όταν το σημαίνον της αφαίρεσης «διογκώνεται» ως γεγονός και συνυπάρχει με μια ιδιάζουσα δομική δεινότητα (ή επιθυμία) τότε εύκολα όλα αυτά μπορούν να ταυτοποιηθούν ως μια εμπρηστική διάθεση για ατελέσφορες αποδομήσεις.
Στο Μονόπρακτο
όμως δεν συμβαίνει αυτό, αφού η Χατζηιωαννίδου προσέχει με εγγενή προσήλωση τη δομή της και την αφαιρετική δεινότητα της, με θέληση, η οποία δεν γίνεται ερμητικά αυτοαναφορική. Αυτό, αυτόματα μας υποδηλώνει ωριμότητα. Ξεκινάμε λοιπόν με ένα βιβλίο ώριμο ως προς διαχείριση της δομής του, μια ωριμότητα που κληρονομείται ως συμπέρασμα και στη φόρμα των επιμέρους ποιημάτων (και εδώ με προσήνεια η Χατζηιωαννίδου αποφεύγει τις ακροβασίες), ιστάμενη σε έναν ισορροπημένο φορμαλιστικό ενδιάμεσο, υποδηλώνοντας την πλήρη γνώση των προσταγμάτων του ποιητικού συγκειμένου της εποχής, παίζοντας (ναι, παίζοντας) -χωρίς όμως να συμβιβάζεται- με τα προστάγματα αυτά και χωρίς φυσικά να αποζητά κέρδος από αυτό το παιχνίδι. Και πολλές φορές μάλιστα θεωρώ ως αρχική αλληγορία πως το Μονόπρακτο μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα δοχείο βρασμού, με τον αφρό του να μένει πάντοτε σε ισορροπία μιας και με δεινή ικανότητα, η Χατζηιωαννίδου τοποθετεί στον σκελετό της ρυθμισμένα τα μνημονεύματα: Από το πολιτικό υποκείμενο: Στο σκάκι / προτιμώ / να χάνω / κερδισμένη. / Πιόνι ελεύθερο / χωρίς βασίλισσα και
Μοναχοπαίδια ήμασταν όλοι. / Φιλελεύθεροι / ο ένας για τον ένα ή Θυσιάζουμε εν Αυλίδι / στο βωμό των τραπεζών / το στερνοκούνι μας. Έπειτα, στη γυναικεία συνθήκη: Δεν είμαι όμορφη / ούτε άσχημη / απλώς υπάρχω και στην ώσμωση της φυγής: Ξενιτιά δεν είναι / να μιλώ στη γλώσσα σου / Είναι να ξεχνάω / τη δική μου. Και τέλος, επιστροφή στην οικογένεια: Ο μπαμπάς η μαμά / ο αδερφός / με τηλεόραση σβηστή / και μισή μερίδα χρόνου / ο καθένας.
Η Χατζηιωαννίδου ξετυλίγει όλα τα παραπάνω με τους δικούς της όρους (κάτι που δηλώνει εξ αρχής μέσω του τίτλου Μονόπρακτο - με επίγνωση της δήλωσης αυτής). Και θα έλεγα να μείνουμε σε αυτό το ξετύλιγμα. Ξεκινώντας λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι από τα πρώτα ποιήματα -και έπειτα στην πορεία- υπάρχει μια ρητορική αναδρομής του υποκειμένου σε πρότερα σημεία του χρονικού και χωρικού ορίζοντα (π.χ. Είναι που περπατώ / στον χρόνο / το μυαλό μου / διογκώνεται / διαπερνώ τον τοίχο / μου φαίνεσαι λίγος [...]) σημεία που τη στιγμή που συνέβαιναν έμοιαζαν, είτε φυσιολογικά, είτε, αναγκαία. Σημεία που ετεροχρονισμένα, το ποιητικό υποκείμενο ανασύρει, αποσαφηνίζει, ξορκίζει και τέλος αποζητά, κάνοντας τα ποίηση. Και θα μπορούσε να πει κανείς πως διακρίνονται κάποια μοτίβα κέντρων από όπου τα σημεία καθορίζονται ως τέλματα τα οποία οδηγούν με τη σειρά τους σε εξομολογητικές μαρτυρίες (π.χ. Δε γιατρεύεται / αυτή η βροχή / η εκ των έσω ορμώμενη). Όποτε, θα μπορούσε να πει κάποιος εδώ πως εισερχόμαστε σε μια λακανική αναλυτική γραμμή προσδιορισμού του υποκειμένου στους άξονες οικογένεια -φυγή από την οικογενειακή εστία- ενήλικη συντροφική ζωή κ.ο.κ.
Όμως, θα πάμε κι ένα βήμα παραπέρα. Κρατώντας την ψυχαναλυτική ορμή και προσθέτοντας έναν ακόμη δρόμο. Αυτό που διακρίνω λοιπόν σχεδόν στο σύνολο των ποιημάτων της Χατζηιωαννίδου, είναι το δίπολο «στάση» - «κίνηση». Νομίζω σε κάθε αμυχή των ποιημάτων της κρύβεται από πίσω μια συνεχόμενη κίνηση, μια μετακίνηση ή ακόμα καλύτερα μια ανάμνηση μετακίνησης. Έχουμε δηλαδή ένα υποκείμενο που αναστοχάζεται όπως είπαμε πριν, σε απόλυτη στάση, και δημιουργεί ποίηση από ρευστές αναμνήσεις κίνησης. Εδώ, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε πως για ένα μεγάλο μέρος ποιημάτων, η Χατζηιωαννίδου απευθύνεται με έντονο ύφος και σε πολλά ποιήματα σε δεύτερο πρόσωπο, οπότε μας πηγαίνει στον Άλλο, μετατρέποντας τον πολλές φορές σε κέντρο. Επιστρέφοντας λοιπόν στην ψυχαναλυτική διακύμανση, θα τολμήσω να υποστηρίξω πως στα ποιήματα της Χατζηιωαννίδου, ο Άλλος δεν είναι άνθρωπος. Είναι τόπος. Και συγκεκριμένα είναι ο τόπος φυγής και ο τόπος κατοικίας ταυτόχρονα. Έτσι το υποκείμενο έρχεται δίπλα και απέναντι σε καθέναν από τους δύο τόπους, συνδιαλέγεται μαζί τους, προσπαθεί διακαώς μέσω των ποιημάτων να φύγει και από τους δύο (και από ότι τους απαρτίζει, εξού και το πολιτικό υποκείμενο, η γυναικεία συνθήκη κ.ο.κ.), αλλά μέσα από μια σπείρα ταυτίσεων επιστρέφει και στους δύο, για να ξαναφύγει μέχρι να ξανά-επιστρέψει. Ίσως λοιπόν η σπείρα να γίνεται τελικά κουβάρι. Τι έχει ξετυλιχτεί μετά από όλα όσα είπαμε; Δεν μπορώ να φύγω από αυτή τη λέξη εύκολα όταν πρόκειται για το Μονόπρακτο.
Ξετυλίγω, εκτυλίσσω, διαδραματίζομαι. Γιατί για μένα τούτο το βιβλίο, όταν το διαβάζω γραμμικά με κάνει να νιώθω πως ακολουθώ με ευλάβεια τη διαδικασία μιας εκτύλιξης. Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι, τι ξετυλίγεται
στο Μονόπρακτο; Ήδη λοιπόν από τα πρώτα ποιήματα το υποκείμενο δηλώνει το άτοπο ως πατρίδα (ή έναν έτερο τόπο από αυτόν που θα ήθελε: “Εξόριστη / θα γράψω”) και δημιουργείται έτσι το μοτίβο του υποκειμένου που είδαμε προηγουμένως. Νομίζω πως έχουμε εντοπίσει εδώ τον κεντρικό άξονα του βιβλίου. Το λάκτισμα που πυροδοτεί τις ποιητικές χειρονομίες λοιπόν της Χατζηιωαννίδου, ίσως να εντοπίζεται στη φυγή. Φυγή αρχικά από τον οικογενειακό τόπο, φυγή από τον χωρικό τόπο. Και μετακίνηση. Μιας και ξέρουμε πως φυγή χωρίς μετακίνηση δεν υφίσταται. Έτσι, σχεδόν σε όλο το βιβλίο το υποκείμενο σε στάση αναστοχάζεται, το ποίημα συνεχώς μετακινείται, από τόπο σε τόπο, από μνήμη σε μνήμη από χρονικότητα σε χρονικότητα και σε ορισμούς, αφορισμούς και αποφθέγματα. Οπότε, έχουμε βρει τους αρμούς του έργου: Φυγή, μετακίνηση, αναμνήσεις μετακίνησης, συνδιαλλαγή με τον τόπο ως Άλλο. Και τελικά, νομίζω πως ξέρω τι εκτυλίσσει η Χατζηιωαννίδου στο Μονόπρακτο. Εκτυλίσσει και διαδραματίζει το παπούτσι της γόνιμης φυγής της.
Το υπόδημα αυτό λοιπόν με το οποίο έφυγε, και το οποίο έχει κρατήσει στη ραφή του, όλες αυτές τις αρχειοθετημένες χειρονομίες, μνήμες και επιθυμίες όλων των τόπων, όλων των χρόνων που επισκέφτηκε. Pointure λοιπόν, είναι οι στίξεις των παπουτσιών στις οποίες εισέρχεται η ραφή για δεθεί το υπόδημα. Και εδώ, το Μονόπρακτο, το βιβλίο, συμβολοποιείται ως όλον, και γίνεται αλληγορικά τούτο το υπόδημα, και εμείς, ακολουθούμε την εκτύλιξή του υποδήματος αυτού, παρακολουθώντας την Χατζηιωαννίδου να αναστοχάζεται γύρω από τη ραφή του υποδήματος τούτης της φυγής, και να εμφανίζει τις στίξεις αυτές καθώς και τα ποιημάτων που αυτές κρύβουν.
52 ποιήματα — 52 στίξεις, Παρακολουθώντας την Χατζηιωαννίδου να εκτυλίσει αυτό το σύμβολο τις περισσότερες φορές βρισκόμαστε σε μια αναδρομική περιδίνηση, κρατώντας τούτη τη ραφή του παπουτσιού σφιχτά για να μη χαθούμε, και πηγαίνουμε σε όλες εκείνες τις αρχειοθετημένες μνήμες. Εγώ θα πω και αρχειοθετημένες επιθυμίες. Μήπως τελικά η φυγή είναι επιθυμία και ή επιθυμία φυγή;
Από την διαπραγμάτευση με την ίδια τη φυγή ως ξενιτιά όπως τη γνωρίζουμε και απολήξεις που αφορούν τον νόστο, την ψυχαναλυτική διακύμανση και τους οικογενειακούς δεσμούς, το πολιτικό υποκείμενο και την γυναικεία συνθήκη, η Χατζηιωαννίδου σε κάθε εκτύλιξη σηκώνει και διαδραματίζει μπροστά μας, ότι δεν μπόρεσε να ειπωθεί ως καθαρή επιθυμία, συνομιλεί με τον Άλλο, όπου ο Άλλος για την ιδιά είναι και τόπος -όχι μόνο ανθρώπινο υποκείμενο-, καταλήγει χωρίς να υποδεικνύει, ορμά χωρίς να κατασπαράζει, αφομοιώνει και με ποιητικό τρόπο στοχάζεται. Όλο αυτό, για τα 52 ποιήματα του υποδήματος της γόνιμης φυγής της που μπροστά μας, εκτυλίσσει με τόλμη. Μέχρι να φτάσει στο τελευταίο σημείο της ραφής, που συγκρατεί τη κλωστή λίγο παραπάνω. Εκεί, δεν θα μας αποκαλύψει τι θα γίνει στο τέλος, απλώς μένουμε να κοιτάμε εάν θα κάνει ακόμα περισσότερα βήματα. Κάτι που με τρόπο μας δηλώνει μέσω ενός «Τινάγματος», όπως τιτλοφορεί το τελευταίο ποίημα - coda της:
Μη φοβάσαι
Όσο θα γράφονται
Τραγούδια
Ο Ορφέας θα σε ψάχνει
Ευρυδίκη.
Εμείς.
Σκουπίσαμε παρέα
Τα αίματα στο χιόνι.
Σε βρήκα
Κι έχω ζήσει τόσους κόσμους
Για να φτάσω στο χέρι
Που πιπίλιζα.
Στο βάζο με το μέλι
Είσαι η σταγόνα
Η τελευταία.
Κλείσε τα μάτια.
Τζα και
Φτου
ξελευθερία.
_________________
Ο τίτλος (όπως και το αλληγορικό σχήμα του δοκιμίου) αποτελεί δάνειο από το δοκίμιο του Ζακ Ντεριντά «Αποκαταστάσεις της αλήθειας en
pointure» (“Restitutions
de
la
vérité en
pointure”), μτφ. Νίκος Δασκαλοθανάσης, από το βιβλίο Τα παπούτσια του Van Gogh, εκδ. Άγρα σελ. 61, ανατύπωση 2014). Από τη μετάφραση του βιβλίου: “Pointure: (λατ. punctura), ουσ. Θηλ., αρχ. συνών. της λέξης κέντρισμα (piqûre) [...], όρος της υποδηματοποιίας και της γαντοποιίας. Ο αριθμός από τα τρυπώματα (points) που φέρει ένα παπούτσι ή ένα ζευγάρι γάντια.