Το πνεύμα του Καζαντζάκη. Απόηχοι του καζαντζακικού έργου στο μυθιστόρημα «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων» της Ρέας Γαλανάκη

Το πνεύμα του Καζαντζάκη. Απόηχοι του καζαντζακικού έργου στο μυθιστόρημα «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων» της Ρέας Γαλανάκη
B72417

Ξεκινώ με λίγες σκέψεις:

Πρέπει να ξαναδούμε σήμερα το έργο του Νίκου Καζαντζάκη με καθαρό, ανοιχτό και πολύ πιο υποψιασμένο βλέμμα. […] Χρειάζεται μια ευρύτερη και σύγχρονη φιλοσοφική και αισθητική διερεύνηση του τέλους του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, πέρα από τις αγκυλώσεις τόσο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όσο κι ενός αυταρχικού μοντερνισμού, των δυο ρευμάτων που κυριάρχησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα στην τέχνη περιορίζοντας, ή και πνίγοντας συχνά, κάθε απόπειρα διαφορετικής έκφρασης.
Θα χρειαστεί να τεθεί ξανά επί τάπητος το Γλωσσικό Ζήτημα, δηλαδή ο μαχόμενος γλωσσοπλαστικός δημοτικισμός, που διαμόρφωσε την εντελώς προσωπική γλωσσική αναζήτηση του συγγραφέα, καθώς και η άμεση σχέση του Γλωσσικού Ζητήματος με το αίτημα αστικής δημοκρατίας και η συναφής, σχεδόν σταθερή, πολιτική ταυτότητα του Νίκου Καζαντζάκη. […]
Θα χρειαστεί από τους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, δηλαδή την Αθήνα, περιορισμός του ναρκισσισμού, της έπαρσης, ή κάποιων ίσως συμφερόντων τους.
Θα χρειαστεί να συγκριθούν τα στερεότυπα που συνήθως του καταμαρτυρούνται (π.χ. η μειονεκτική θέση της γυναίκας, ο δυισμός του) με τα αντίστοιχα στερεότυπα άλλων συγγραφέων της δικής του εποχής, όσο –αλίμονον– και της δικής μας εποχής, που τόσο επαίρεται για την “απελευθέρωσή” της. […]
Θα χρειαστεί να παραμεριστεί το παραπέτασμα ύβρεων και συκοφαντιών, που εξαπολύθηκαν εναντίον του Νίκου Καζαντζάκη τόσο από θεσμούς όσο και από ιδιώτες, αφού όμως πρώτα κατονομαστεί, με θάρρος το, άσχετο με το ίδιο το έργο, παρασκήνιο που τις προκάλεσε. […]
Θα χρειαστούν πολλά ακόμη· δεν αποκλείεται και λίγη παραπάνω αγάπη για τον ακάματο δουλευτή και μάστορα των ελληνικών γραμμάτων, τον ταξιδευτή, […] τον αφοσιωμένο όσο ελάχιστοι κατά τον 20ο αιώνα σε μια και μόνο πίστη. Πίστη στον Θεό της λογοτεχνίας θα την έλεγα εγώ.[1]

Τις σκέψεις αυτές, που αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, και προβληματική του Συνεδρίου μας, διατύπωσε η Ρέα Γαλανάκη σε ομιλία της, το 2007, στο Επιστημονικό Συνέδριο «Νίκος Καζαντζάκης: παραμορφώσεις, παραλήψεις, μυθοποιήσεις» του Τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Στην εισήγησή της, με τίτλο «Ο Dominus εδώ είναι ο χρόνος», μίλησε για τον Καζαντζάκη και το έργο του με αφορμή και το μυθιστόρημά της Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων[2] που είχε κυκλοφορήσει πέντε χρόνια πριν, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί το κύριο πεδίο της μελέτης μου.
Η λέξη «πνεύμα» στον τίτλο της παρούσας εισήγησης έχει διττή σημασία. Από τη μια δηλώνει το σύνολο των αισθητικών, ιδεολογικών και φιλοσοφικών ιδεών του Καζαντζάκη, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο έργο του, και από την άλλη τη φασματική υπόσταση, με την οποία εμφανίζεται στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους φαντάσματος ή οράματος, αλλά με μια ενύπνια συνομιλία, την Πρωτοχρονιά του 1959, μεταξύ του Καζαντζάκη κι ενός εκ των κεντρικών ηρώων του μυθιστορήματος, του Ανδρέα Παπαουλάκη. Οι σκέψεις που διατυπώνει ο Καζαντζάκης αποδεικνύονται πολύτιμα ερμηνευτικά εργαλεία για το μυθιστόρημα: «Σε κάθε βίο, θέλω να πω σε κάθε ανθρώπινο λαβύρινθο, τα πάντα θα μπορούσαν ίσως να είχαν γίνει διαφορετικά. […] Πλην όμως τα πάντα γίνονται όπως ήταν το αναμενόμενο να γίνουν». Και παρακάτω: «Τέλος οριστικό ωστόσο δεν ξέρω αν υπάρχει, ακριβώς όπως ένα βιβλίο δεν τελειώνει με την τελευταία του λέξη – αν είναι βέβαια βιβλίο φλόγα, αν είναι η επί του θανάτου νίκη της ζωής».[3] Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης αναθυμάται τον γάμο του με τη Γαλάτεια στην εκκλησία του νεκροταφείου του Ηρακλείου κι έπειτα τη γνωριμία του με τον Σήφη, αδερφό του Ανδρέα, το ’45 στην Απάνω Ρίζα, κατά την τελευταία επίσκεψή του στον γενέθλιο τόπο, όταν με τον Ιωάννη Κακριδή, τον Ιωάννη Καλιτσουνάκη και τον Κωνσταντίνο Κουτουλάκη (29 Ιουνίου έως 6 Αυγούστου 1945) επισκέφτηκαν 76 πόλεις και χωριά του νησιού προκειμένου να συντάξουν μια έκθεση «προς διαπίστωσιν των υπό των Γερμανών και Ιταλών κατά την διάρκειαν της κατοχής διαπραχθείσων ωμοτήτων εν Κρήτη». Το κείμενο της έκθεσης παρέμεινε αναξιοποίητο στα συρτάρια της αρμόδιας υπηρεσίας, ωστόσο το ταξίδι αυτό, «τα χαλάσματα, […] το αίμα που είχαν ρουφήξει οι ασβεστωμένοι τοίχοι, […] οι μαυροφόρες που ζητιάνευαν ξυπόλυτες με τα κουτσούβελά τους»,[4] έγινε αφορμή για λογοτεχνικές αφηγήσεις, μεταξύ μύθου και ιστορίας, στον Ανήφορο, στην Αναφορά στον Γκρέκο καθώς και στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Για τη συναρμογή μύθου και ιστορίας, αυτονόητης διεργασίας σε κάθε λογοτεχνικό έργο, θα μιλήσουμε παρακάτω.



Ν. Κουτουλάκης, Ν. Καζαντζάκης, Ι. Καλιτσουνάκης, Ι.Θ. Κακριδής στο Πάνορμο της Κρήτης (1945)

Όταν κατά την ενύπνια αυτή συνομιλία, ο Καζαντζάκης αναθυμάται τη μέρα της ταφής του, η Γαλανάκη, τριτοπρόσωπη ως τότε αφηγήτρια της ιστορίας, μεταπηδά εντός της αφήγησης. Την ανάμνηση εκείνης της μέρας καταθέτει η συγγραφέας και στην εισήγησή της του 2007: «Κυριολεκτώ λέγοντας ότι από ’κείνη την ημέρα άρχισα να βλέπω αλλιώς τον κόσμο. Εκείνο που με τάραξε, εκείνο που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο παιδικό μυαλό μου […], ήταν η εκρηκτικότητα και η αμφισημία της μέρας. […] Συνειδητοποίησα με απλοϊκό τρόπο τότε, βαθιά και επεξεργασμένα αργότερα, την κοινωνική λειτουργία, άρα και τη δύναμη της λογοτεχνίας. Την άβυσσο, δηλαδή, που –από πάντα και για πάντα– χωρίζει τη σκέψη και την τέχνη από τον φανατισμό […]. Και τάχθηκα με τη μεριά της τέχνης, με τη μεριά του νεκρού συγγραφέα, τότε ασυνείδητα και απλοϊκά, συνειδητά και αμετακίνητα αργότερα».[5]
Την εικόνα της ταφής του ανακαλεί η Γαλανάκη και στο τελευταίο της μυθιστόρημα, το Εμμανουήλ και Αικατερίνη: Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, με αφορμή αυτή τη φορά και μια φωτογραφία του πατέρα της: «πέντε άντρες, σοβαροί και επίσημοι με το σκούρο τους κουστούμι, βαδίζουνε σε μια άδεια πλατεία, τριγυρισμένη όμως από κόσμο. Πρόκειται για την πλατεία που βρίσκεται μπροστά στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο, όπου εκείνη την ημέρα είχε εκτεθεί η σορός του Νίκου Καζαντζάκη για την εξόδιο ακολουθία. Προηγούνται τρεις, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Γεώργιος Μαύρος· τους ακολουθούν [ο πατέρας της κι ένας ακόμη Ηρακλειώτης]».[6] Η παρουσία του Καζαντζάκη, ορατή στο απόσπασμα αυτό, υπονοείται ή λανθάνει αλλού στο βιβλίο, αφού δεν μπορώ να μην υποθέσω ότι ο Ηρακλειώτης γιατρός και ο Γεώργιος Παπανδρέου θα συζητούσαν τακτικά για τον Καζαντζάκη, φίλο του δεύτερου και ξακουστό συντοπίτη του πρώτου, κι αντίστοιχες βέβαια κουβέντες θα αντάλλαξε ο Γαλανάκης, κατά τη νοσηλεία του στην Αθήνα, με τον θεράποντα ιατρό του, τον Νικόλαο Σμπαρούνη,[7] πιστό φίλο του Καζαντζάκη,[8] στον οποίον αφιέρωσε το κάντο «Σαιξπήρος» από τις Τερτσίνες του.[9]
Η επιλογή πάντως του κατά Γαλανάκη Καζαντζάκη, στον Αιώνα των Λαβυρίνθων, να ερμηνεύσει τα της ταφής του παραβάλλοντάς την με έναν πίνακα του Θεοτοκόπουλου,[10] την Ταφή του κόμητος Οργκάθ, γίνεται αφορμή για την τριπλή συνάντηση Γκρέκο-Καζαντζάκη-Γαλανάκη, η οποία αποχτά μια ιδιαίτερη σημασία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι και τη δεύτερη φορά που ο Καζαντζάκης κάνει την εμφάνισή του σε πεζογράφημα της Γαλανάκη, το 2018, στον συλλογικό τόμο Ο Πρώτος Σταθμός, παρουσιάζεται ξανά σε ένα όνειρο, όχι ο ίδιος αλλά η προτομή του αυτή τη φορά, στο διήγημα «Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη»: «Κόψανε λοιπόν την μπρούτζινη κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη από το μαρμάρινο σώμα της. Και τη στιγμή που την τυλίγανε μέσα σε πατσαβούρες για να μη φαίνεται ούτε εκείνη ούτε το χυμένο αίμα, τότε είναι που ανοίξαν τα ουράνια. Άστραψε και βρόντηξε, και φωτίστηκε με φως υπέρκοσμο, ασπρογάλανο, η σκηνή, σαν να συνέβαιναν αυτά σε κάποιον πίνακα της Αναγέννησης που απεικόνιζε μια μιαρή, μια δαιμονική Αποκαθήλωση […]».[11]
Η μορφή του Καζαντζάκη εντός των ονειρικών τοπίων φέρει βέβαια συμβολικές διαστάσεις. Ο συγγραφέας γίνεται ο δάσκαλος, ο συνομιλητής, ο ομότεχνος, οι εκδοχές και η προβληματική εντέλει της ίδιας της τέχνης της γραφής. Το όνειρο ωστόσο αποτελεί και μια υπενθύμιση για τη λειτουργία της μυθοπλασίας, αφού εντός του, όπως και εντός των μυθοπλαστικών έργων, ο χρόνος άλλοτε συμπτύσσεται κι άλλοτε διευρύνεται, η γραμμικότητα καταργείται, όπως και οι νόμοι του φυσικού κόσμου. Υπό την έννοια αυτή το όνειρο γίνεται υπόδειγμα Ποιητικής, εμπεριέχοντας μάλιστα διατυπωμένους κανόνες όπως τουλάχιστον αυτοί εκφράζονται από το πνεύμα του Καζαντζάκη.
Υπογραμμίζω ένα ακόμα απόσπασμα από το διήγημα, δηλωτικό για τη σχέση της Γαλανάκη με τον συντοπίτη της συγγραφέα: «[…] πολλές φορές μού είχε συμβεί, καθώς περνούσα δίπλα του [εννοεί βέβαια την προτομή], να έχω την αίσθηση ότι άκουγα την ανάσα του μεγάλου ανθρώπου των γραμμάτων, κάποτε δε και τη φωνή του […]. Άκουγα τη φωνή του κι έπαιρνα κουράγιο για να συνεχίσω, έλεγε ότι αν κάτι λίγα σώζονται από τη στάχτη, ανάμεσά τους είναι και η τέχνη της γραφής. Κάτι τέτοια μου ψιθύριζε, ή φανταζόμουν ότι μου ψιθύριζε, γιατί εγώ πάντα χρειάζομαι μια ενθάρρυνση, μια προτροπή, ένα φίλιο χέρι για να συνεχίσω. Κι εκείνος ασφαλώς το είχε καταλάβει, αφού στην ίδια πάνω κάτω γειτονιά μ’ εμένα είχε μεγαλώσει κάποτε, πολύ πριν από μένα βέβαια, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Γι’ αυτό και με ένιωθε, πιστεύω».[12]
Η τακτική παρουσία του Καζαντζάκη στο πεζογραφικό έργο της συγγραφέα, όπως και η τακτική παρουσία άλλων σημαντικών δασκάλων της (όπως ο Μενέλαος Παρλαμάς και ο Δημήτρης Πλάκας) φέρνουν στο νου ανάλογη πρακτική του Καζαντζάκη και δεν μπορούν παρά να αναγνωστούν ως φόροι τιμής στους προσφιλείς νεκρούς. Πρόχειρα θυμίζω την παρουσία του Αβά Αρτίρ Μυνιέ σε αρκετά κείμενα του Καζαντζάκη, στον Βραχόκηπο, στον Ανήφορο, στις Συνομιλίες του με τον Γάλλο δημοσιογράφο Πιέρ Σιπριό, στην Αναφορά στον Γκρέκο. Η συνάντησή τους στην Κνωσσό, όπως περιγράφεται στην Αναφορά, αποκτά εδώ ιδιαίτερη σημασία, αφού βάζει στο επίκεντρο τον αρχαιολογικό χώρο που αποτελεί πυρηνικό σημείο για το μυθιστόρημα της Γαλανάκη.

Ο Λαβύρινθος και κατ’ επέκταση η Κνωσός «φιλοδωρούσε το νησί της Κρήτης με τη φήμη ενός μεγάλου παρελθόντος [...] Τούτη λοιπόν η φαντασιακή Κρήτη, [η κατά Καζαντζάκη “Άγια Κρήτη”, που ξεθάφτηκε από τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού],[13] έπρεπε πάση θυσία να ξαναβρεθεί, να γίνει πραγματικότητα, για να υποστηρίξει πρώτα απ’ όλα την ιστορική συνέχεια και την εθνική συνείδηση της νήσου»,[14] αποτείνεται ο μυθιστορηματικός Μίνωας Καλοκαιρινός στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, απηχώντας την επιδίωξη της συγγραφέα να μπολιάσει την πραγματική ιστορία με τα γεγονότα του μύθου, επιδίωξη που θυμίζει βέβαια και την πεποίθηση Καζαντζάκη για την λογοτεχνία, πεποίθηση που βρίσκει την έκφρασή της τόσο στις τραγωδίες του, στον Πρωτομάστορα, τον Νικηφόρο Φωκά, τη Μέλισσα, τον Ιουλιανό ή τον Κούρο, όσο και στα πεζογραφικά έργα του, μπολιασμένα πάντα με μύθους και λαϊκές αφηγήσεις.
Ο λαβύρινθος βέβαια στο βιβλίο της Γαλανάκη, εκτός της μυθολογικής και της ιστορικής του διάστασης, έχει πολλαπλές συνδηλώσεις· λειτουργεί άλλοτε ως σύμβολο της δαιδαλώδους και αδιέξοδης εποχής, του 20ού αιώνα, των πολέμων, των καταστροφών των διαψεύσεων, άλλοτε ως το τοπογραφικό αποτύπωμα της πόλης, του Χάνδακα, της Κάντια, του Μεγάλου Κάστρου, του Ηρακλείου, μιας πόλης «παλίμψηστο πολέμων, κατακτήσεων, πολιτισμών και ονομάτων»,[15] όπως γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. «Στην πραγματικότητα, ο κύριος πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος είναι η πόλη του Ηρακλείου. Είναι η χωρική ταυτότητα της πόλης, οι ιδιομορφίες της, ο δομικός της ιστός, που εξυφαίνει την πλοκή του μύθου, σφυρηλατεί τους χαρακτήρες και καθορίζει την δράση των ηρώων», παρατηρεί η Μαρία Μοίρα.[16]
«Αλλά η μεταφορική χρήση του λαβυρίνθου δεν περιορίζεται στον χώρο. Αντίθετα επεκτείνεται σε όλο το μυθιστόρημα από τις γενικές έννοιες και καταστάσεις ως τα συναισθήματα και την ψυχολογική διάθεση των ηρώων», όπως ορθά διαπιστώνει η Έρη Σταυροπούλου.[17] 
Η Γαλανάκη οικοδομεί τον μυθοπλαστικό λαβύρινθό της επιδεικνύοντας αρχιτεκτονική ενδελέχεια, εναλλάσσοντας σοφά φωτεινές και σκοτεινές ζώνες, συνδυάζοντας διόδους, στενωπούς και αδιέξοδα· αξιοποιεί ντοκουμέντα ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα (πρακτική που εφαρμόζει συστηματικά στην πεζογραφία της), συνιστώντας έτσι αρχεία, τα οποία ενσωματώνει στη μυθοπλασία, διερευνώντας έτσι τόσο τη σημασία του περιεχομένου αυτών των αρχείων όσο και τις εντυπώσεις που προκαλούν στους αναγνώστες, τη συγκίνηση, δηλαδή, που προξενούν τα ίχνη του παρελθόντος όταν εντάσσονται στη ζώσα ζωή της λογοτεχνίας, υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή τον αμείλικτο χαρακτήρα του χρόνου, όπως διαπιστώνει και η Τζίνα Πολίτη: «μέλημά της [της Γαλανάκη] είναι, κάτω από τις διαφορές της επιφάνειας που ορίζουν τον κερματισμένο χρόνο του ιστορικού βίου των χαρακτήρων της, να οργανώσει μια ενοποιητική δομή η οποία να απαντά στο υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου με τον χρόνο, δηλαδή με το θάνατο, τη μνήμη και την ελπίδα».[18] 
Ο Αλέξης Ζήρας, σε σχετικό άρθρο του, υπογραμμίζει μια ακόμα λειτουργία που προκύπτει από την ανασημασιοδότηση των γεγονότων και των ντοκουμέντων κατά την ένταξή τους στο μυθοπλαστικό σύμπαν: «η Γαλανάκη αποσυναρμολόγησε κυριολεκτικά την ευθύγραμμη σειρά και την τυπική διαδοχή των γεγονότων. [...] δημιούργησε μια πολυεπίπεδη μυθοπλασία όπου τόσο τα μυθιστορηματικά πρόσωπα και οι σχέσεις τους όσο και οι τόποι αλλάζουν διαρκώς την εικόνα τους. Τα πάντα, όσο τείνει το μυθιστόρημα προς την ολοκλήρωσή του, γίνονται ολοένα και πιο επισφαλή. [...] Κι όμως, απέναντι σ’ αυτή την αινιγματικότητα και αβεβαιότητα του κόσμου, η έκλειψη των μεγάλων οραμάτων […] παίρνει στον Αιώνα των Λαβυρίνθων μια μορφή απελευθερωτική».[19]
Η εμφάνισή του Καζαντζάκη ως μυθιστορηματικού ήρωα, έστω και φασματικού, δεν είναι ωστόσο η μόνη ορατή «παρουσία» του στο βιβλίο.[20] Προηγείται στις σελίδες του η εμφάνιση του καπετάν Πολυξίγκη,[21] προσώπου ιστορικού, αλλά και μυθιστορηματικού αντεραστή τού Καπετάν Μιχάλη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.[22] Η δράση του Πολυξίγκη στον Αιώνα των Λαβυρίνθων ανακαλεί μάλιστα ένα ακόμα ιστορικό πρόσωπο των Κρητικών Επαναστάσεων, τον καπετάν Μιχαήλ Κόρακα,[23] του οποίου η ζωή και οι αγώνες ενέπνευσαν τον Καζαντζάκη για τη συγγραφή του Καπετάν Μιχάλη. Κατά τη συμμετοχή του στους Α' Βαλκανικούς πολέμους και στα Εθελοντικά Σώματα Ηπείρου ως Αρχηγός Εθελοντικών Σωμάτων, το 1912, ο Ιωάννης Πολυξίγκης, μαζί με τον Συνταγματάρχη Αριστοτέλη Κόρακα, έφτασε μέχρι την Χειμάρρα όπου και επέστρεψε λίγο αργότερα όταν ο Ανδρέας Καλοκαιρινός του ανέθεσε να αναζητήσει την αδελφή του Σκεύω, η τύχη της οποία αγνοείτο από το 1898 μετά τη σφαγή του Ηρακλείου. Το επεισόδιο μεταγράφεται και αξιοποιείται μυθοπλαστικά στον Αιώνα των Λαβυρίνθων. Η ιστορία της Σκεύως Tσαγκάκη, πρωτανιψιάς του Μίνωα Καλοκαιρινού, διατρέχει το μυθιστόρημα δημιουργώντας τον δικό της δαιδαλώδη ιστό, έναν μυθοπλαστικό μίτο κλωνιασμένο από τα πιο αταίριαχτα υλικά, μύθους, μνήμες, ιστορικά πρόσωπα και επεισόδια, φανταστικούς ήρωες και πραγματικούς τόπους, ανεξακρίβωτες φήμες και ανεπιβεβαίωτες διαδόσεις.
Η παρουσία του Πολυξίγκη δεν είναι μια ανώφελη απόδοση τιμής στον μυθιστορηματικό ήρωα ή τον συγγραφέα του, αλλά μια σαφής υπενθύμιση ότι η Ιστορία στο λογοτεχνικό έργο μετασχηματίζεται σε ένα πολυσημικό τόπο, ο οποίος επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, όχι γιατί αμφισβητείται ή αναθεωρείται η ίδια η πραγματικότητα, αλλά γιατί η πολυπρισματική δομή του έργου φωτίζει νέες ερμηνευτικές εκδοχές της. «Τα πραγματικά στοιχεία (πρόσωπα και γεγονότα) παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα […] παράλληλα με τα φανταστικά με τρόπο ώστε αυτή η συμπαρουσία να λειτουργεί όχι μόνο προς την κατεύθυνση της ιστορικής στήριξης του φανταστικού αλλά και προς εκείνη της μυθοποίησης του πραγματικού», σημειώνει η Σταυροπούλου.[24] Συμπληρωματική και η παρατήρηση της Άντειας Φραντζή: «Η ιστορία και ο μύθος λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και διαμορφώνουν το αξεδιάλυτο κράμα που είναι η ζωή».[25]
Στα παραπάνω συνηγορεί και η εξής επισήμανση: Ο κατά Γαλανάκη Πολιξύγκης συγκεράζει βιογραφικά στοιχεία του ιστορικού προσώπου με τη διαρκή οδύνη του καζαντζακικού ήρωα για την απώλεια της Εμινέ, τραγικής μυθιστορηματικής ηρωίδας του Καπετάν Μιχάλη.[26] 
Μια εξαντλητική μελέτη των συναφειών μεταξύ του καζαντζακικού έργου και του μυθιστορήματος της Γαλανάκη θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο από τα στενά περιθώρια που έχουμε σήμερα, για αυτό θα αρκεστώ σε μια σταχυολόγηση των πιο σημαντικών, των πιο εμβληματικών αν θέλετε, στοιχείων που τεκμηριώνουν τη «συνομιλία» του βιβλίου με το καζαντζακικό έργο, τη «συνομιλία» εντέλει των δυο συγγραφέων. Από τα εννιά μυθιστορήματά της Ρέας Γαλανάκη που έχουν δημοσιευθεί, τα πέντε διαδραματίζονται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος τους, στην Κρήτη [Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων (2002), τo Αμίλητα βαθιά νερά (2006), το Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (2009), και το πιο πρόσφατο, το Εμμανουήλ και Αικατερίνη: Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια (2022)]. Η διακριτή αυτή ενότητα, των «κρητικών» μυθιστορημάτων της συγγραφέα, μας φέρνει βέβαια στο νου τον Καζαντζάκη (με πέντε κι εκείνος «κρητικά» μυθιστορήματα στο σύνολο του πεζογραφικού έργου του, τα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο ανήφορος, το Καπετάν Μιχάλης, η Αναφορά στον Γκρέκο και το παιδικό, αλλά πάντως μυθιστόρημα, Στα παλάτια της Κνωσού). Η σύμπτωση του τόπου δράσης και του αριθμού δεν μπορεί βέβαια να προσμετρηθεί στις συνάφειες, όχι τουλάχιστον σε αυτές με κάποια καθοριστική σημασία, παρόλα αυτά την καταγράφω.
Η γλώσσα, και στις δυο περιπτώσεις, φέρει το δικό της ειδικό βάρος και τη δική της αξία και δεν αρκείται, ούτε εξαντλείται στην περιγραφική λειτουργία της. «Η σύζευξη του λόγιου με το λαϊκό συνιστά το κατεξοχήν, το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ύφους της Γαλανάκη, τη λογοτεχνική της ιδιαιτερότητα, αν και δεν είναι άσχετο να υπενθυμίσουμε εδώ ότι γενικότερα η κρητική ντοπιολαλιά, όπως και η κυπριακή, αλλά και κάθε ντοπιολαλιά που μιλήθηκε επί πολλά χρόνια από κοινωνίες κλειστές, έχει ένα μεγάλο μέρος της ριζωμένο σε αρχαϊκούς τύπους της ελληνικής. Κάτι που παλαιότερα το είχαμε δει και στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη»,[27] παρατηρεί ο Αλέξης Ζήρας διαπιστώνοντας μάλιστα μια σχετική συνάφεια μεταξύ των δύο συγγραφέων.
Αποτελεί πεποίθηση και των δυο ότι η οικουμενικότητα των κειμένων προκύπτει από τη βαθιά σπουδή του εθνικού, ενώ φαίνεται να συμφωνούν πως «στο εθνικό συνδυάζονται στοιχεία Ανατολής και Δύσης».[28] «Η εμμονή του Καζαντζάκη σε σύμβολα αντλημένα από τον απώτατο μινωικό πολιτισμό του επέτρεψαν να δώσει οικουμενικό χαρακτήρα στον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου»,[29] αποφαίνεται ο Μιχαήλ Πασχάλης και η διαπίστωσή του ταιριάζει αναμφίβολα και στο έργο της Ρέας Γαλανάκη
Το κάλεσμα της ευθύνης, βασικό καζαντζακικό αξίωμα, φαίνεται πως αποτελεί και αίτημα της Γαλανάκη, αφού όπως διαπιστώνει και η Τζίνα Πολίτη: «επαναστατημένο είναι εκείνο το υποκείμενο που ονειρεύεται και που μοιράζεται τουλάχιστον στα δύο τη στιγμή που υιοθετεί το αίτημα αλλά και την ευθύνη της ελευθερίας».[30] H διχοτόμηση αυτή, ή αν θέλετε, ο δυισμός αυτός μας φέρνει στο νου τα καζαντζακικά δίπολα[31] καθώς και το δίπολο των αδελφών Παπαουλάκη, Ανδρέα και Σήφη.[32] 
Και στους δύο συγγραφείς απαντούν στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας της Κρήτης, η καταγραφή της παγανιστικής, θρησκευτικής σχέσης του αγρότη με τη φύση και η τακτική παλιλογία, μια απόπειρά τους να αξιοποιήσουν τεχνικές των λαϊκών αφηγήσεων και του δημοτικού τραγουδιού, διατηρώντας αδιατάρακτη τη ροή του κεντρικού μύθου.
Το αφήγημα του ιδιωτικού βίου διαπλέκεται στα έργα τους με το ιστοριογραφικό αφήγημα· το θεωρούμενο κάθε φορά ιστορικό περιβάλλον αναπτύσσει, σαν να λέμε, μια διαλεκτική σχέση με την εσωτερική ζωή των ηρώων, σχέση που προκύπτει και από την ανασημασιοδότηση του χρόνου ή έστω από την διαπίστωση της κυκλικής ή αν θέλετε σπειροειδούς ροής του.[33] 
Τόσο στον Αιώνα των Λαβυρίνθων όσο και στα πεζογραφήματα του Καζαντζάκη, εκτός ίσως του Αναφορά στον Γκρέκο (συχνά ωστόσο κι εδώ), το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν υπεισέρχεται αυτούσιο. «Αρχικό μυθοπλαστικό έναυσμα και βιωματικά κοιτάσματα συναντιούνται και χωνεύονται το ένα στο άλλο»,[34]  παρατηρεί ο Ζήρας για τη Γαλανάκη, παρατήρηση που ισχύει ωστόσο και για τους δυο συγγραφείς. Ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που πρόσωπα και περιστατικά της οικογενειακής ιστορίας των δύο συγγραφέων αξιοποιούνται μυθοπλαστικά στο έργο τους. Ενδεικτικά σημειώνω το φωτογραφικό στιγμιότυπο από τη φυλακή Μαρτινένγκο που περιγράφεται στις σελίδες του Αιώνα[35] και το οποίο συναντάμε αυτούσιο στο μυθιστόρημά της Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Όπως άλλωστε μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας, ενέταξε τη φωτογραφία που ανακάλυψε στο σπίτι της στη μυθοπλασία του Αιώνα προκειμένου να αποδώσει πειστικά τον επινοημένο της πρωταγωνιστή, «τον δημοκρατικό φιλόλογο Ανδρέα Παπαουλάκη, εμπλέκοντάς τον στο βενιζελικό κίνημα του τριάντα πέντε».[36]
Τα κύρια (και καίρια) ωστόσο πεδία συνάντησης των δυο συγγραφέων είναι αδιαμφησβήτητα δύο: ο Τόπος και ο Νόστος.
Αν στα πρώτα τρία μυθιστορήματά της Γαλανάκη πρωταγωνιστούν πρόσωπα (και μάλιστα υπαρκτά),[37] στον Αιώνα των Λαβυρίνθων, πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως διαπιστώσαμε ήδη, έχει ο τόπος, το Ηράκλειο και η Βιάννος. «Είναι το μεγάλο καζάνι της ζωής, όπου το μυθικό παρελθόν μπερδεύεται με το παρόν», όπως διαπιστώνει και η Μ. Μοίρα.[38]
Η Κρήτη, τόσο για τη Γαλανάκη όσο και για τον Καζαντζάκη, εμφανίζεται στα έργα τους ως χώρος της ιστορίας και του μύθου, «ως χώρος βιωμένος αλλά και φαντασιακός, ως χώρος αμφιθυμικών συναισθημάτων»,[39] «ως το πεδίο δράσης αντίρροπων δυνάμεων, ως το κομβικό σημείο συνάντησης της παράδοσης και της νεοτερικότητας».[40] Πρόθεσή τους δεν είναι να αποθαυμάσουν τον τόπο είτε να μεταδώσουν τον θαυμασμό τους στους αναγνώστες, αλλά να τον καταστήσουν θέατρο αντινομιών και συγκρούσεων, πεδίο της ανθρώπινης περιπέτειας.
«Αποκομίζω», γράφει η Γαλανάκη, «μια βαθιά, μια σχεδόν μυστικιστική αίσθηση της πόλης απ’ το έργο του [Καζαντζάκη».[41] Κι αλλού: «[…] έχω πεισθεί από καιρό ότι στη λογοτεχνία ο τόπος, πέραν της γεωγραφικής αναφοράς του, είναι κυρίως ένας αναστοχασμός ευρύς, που αφορμάται από τα στενά –πάντοτε– όρια της ζωής ενός εκάστου συγγραφέα».[42]
Αν ωστόσο ο τόπος αναπτύσσει «συγγένειες» μεταξύ των δυο Ηρακλειωτών συγγραφέων, είναι νομίζω ο νόστος για τον «χαμένο» τόπο που καθορίζει την υφή και τις ποιότητες αυτών των «συγγενειών». Μην ξεχνάμε ότι και οι δυο τους αποχαιρέτησαν σε νεαρή ηλικία τη γενέθλια πόλη και δεν επέστρεψαν παρά μόνο ως επισκέπτες ή προσκυνητές.
Στον νόστο αποδίδει η Τζίνα Πολίτη την επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Στο σχετικό δοκίμιό της, γραμμένο λίγα χρόνια πριν από την έκδοση του Αιώνα των Λαβυρίνθων, δεν αναφέρεται βέβαια σε αυτό το βιβλίο, η παρατήρησή της ωστόσο αποδεικνύεται εδώ αποκαλυπτική: «Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, για την οποία το αφηγηματικό παρόν του αυτοβιογραφικού λόγου είναι χαμένο στο παρελθόν, μετατρέπει ακριβώς αυτό το χαμένο αφηγηματικό παρόν σε αντικείμενο μνήμης και ανάπλασης. Με τον τρόπο αυτό, το παρελθόν παραμένει ένα διαρκές και σταθερό αντικείμενο επιθυμίας του παρόντος και ο χρόνος εσαεί ανοιχτός».[43] Υπογραμμίζω τη φράση: «το παρελθόν παραμένει ένα διαρκές και σταθερό αντικείμενο επιθυμίας του παρόντος», που αποτελεί νομίζω ικανή ερμηνευτική εκδοχή του νόστου.
«Είμαι βυθισμένος στον Καπετάν Μιχάλη», γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη τον Δεκέμβρη του 1949 από την Αντίμπ. «Μάχουμε να αναστήσω το Ηράκλειο της παιδικής μου ηλικίας. Τι συγκίνηση, τι χαρά και συνάμα τι ευθύνη! Γιατί χιλιάδες πρόσωπα πεθαμένα ανεβαίνουν στη μνήμη μου και ζητούν μια μικρή θέση στον ήλιο, δυο τρεις γραμμές, έναν καλό λόγο. Ξέρουν πως άλλη σωτηρία ανάστασης δεν έχουν».[44] 
«Από τη στιγμή που υπάρχει τέχνη του λόγου φαίνεται να υπάρχει κι ένα θέμα “χαμένου χρόνου ή χαμένου Παραδείσου”, συνεπώς κι ένα θέμα “νόστου” [… και] από τη στιγμή που υπάρχει τέχνη, φαίνεται να υπάρχει κι ένα ασταμάτητο, ένα πολύτροπο παιχνίδι ζωής και θανάτου»,[45] αποφαίνεται η Ρέα Γαλανάκη στο δοκίμιο της «Λογοτεχνία και ιστορία», το οποίο συμπεριλήφθηκε αρχικά στον τόμο δοκιμίων με τον τίτλο Βασιλεύς ή Στρατιώτης; που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 1997. Ο τίτλος του τόμου οφείλεται στο ομότιτλο κείμενο που καταλήγει με την ερώτηση: «Τι είναι, ήταν και θα είναι ο άνθρωπος που γράφει; […] Βασιλεύς ή Στρατιώτης;»[46]
Σε ένα επεισόδιο, που απαντάται σε αρκετά πεζογραφήματα του Καζαντζάκη και αφορά τον γνωστό μας Αβά Μυνιέ, τον συνοδοιπόρο του στην Κνωσό, γράφει:
«Ο περίφημος Αβά Mugnier μου ’λεγε μια μέρα: “Χτες πήγα στο φίλο μου, το μεγάλο φιλόσοφο Bergson, και του είπα: Αγαπητέ μου φίλε, έχω πολλές δουλειές, έχω πολλές ψυχές κρεμασμένες στο λαιμό μου· καιρό δεν έχω να σε διαβάσω. Μπορείς να μου συμπυκνώσεις σε μια λέξη όλη σου τη φιλοσοφία; Ο Bergson σκέφτηκε κάμποση ώρα κι άξαφνα: Mobilisation! φώναξε […][47]
«Επιστράτευση», μεταφράζει τη λέξη ο Πρεβελάκης.
«Επιστράτευση!» Μ’ αυτή την κραυγή μοιάζει να απαντά ο Καζαντζάκης στην ερώτηση: «Βασιλεύς ή Στρατιώτης;» που θέτει η Γαλανάκη σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, λες κι είναι οι δυο τους ήρωες σε μια μυθοπλασία στην οποία οι χωροχρονικές διαστάσεις καταργούνται ή έστω επανακαθορίζονται διαρκώς. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γαλανάκη, Ρ., 2011, Από τη ζωή στη λογοτεχνία, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Γαλανάκη, Ρ., 2020, Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Γαλανάκη, Ρ., 2022, Εμμανουήλ και Αικατερίνη, Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Γαλανάκη, Ρ., 2002, Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Γαλανάκη, Ρ., «Ο Dominus εδώ είναι ο χρόνος», στο: Έρη Σταυροπούλου, Θανάσης Αγάθος (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης, Παραμορφώσεις, παραλείψεις, μυθοποιήσεις, εκδ. Γκοβόστη.
Ζήρας, Α., 2003, Κύκλοι του ορατού και του αόρατου, στην εφημ. Η Αυγή, 9 Ιαν.
Ζήρας, Α., 2010, Θρύλοι και κοινωνικές ταυτότητες στις μυθιστορίες της Ρέας Γαλανάκη, στο περ. Διαβάζω, τ. 512, Νοέμβριος.
Καζαντζάκη, Ν., 1961, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη.

Καζαντζάκης Νίκος, 2022, Ο Ανήφορος, εκδ. Διόπτρα.
Καζαντζάκη Νίκος, 1960, Τερτσίνες, χ.ε., Αθήνα.
Καλαμαράς, Β. Κ., 1998, Η οικουμενικότητα βγαίνει από τη βαθιά σπουδή του εθνικού [Συνέντευξη της Ρέας Γαλανάκη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Ελένη ή ο Κανένας], Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 10 Ιουλίου.
Μοίρα, Μ., 2018, Ηράκλειο, η αδιόρατη πόλη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο.
Πασχάλης, Μ., χ.χ., Οι εκδοχές της Κρήτης στον Καζαντζάκη, στο: Έ. Σταυροπούλου, Θ. Αγάθος (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης, Παραμορφώσεις, παραλείψεις, μυθοποιήσεις, εκδ. Γκοβόστη, χ.χ.
Πολίτη Τζ., 2001, Το πένθος της Ιστορίας, στο Η ανεξακρίβωτη σκηνή, εκδ. Άγρα.
Πρεβελάκης, Π. 1984, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, εκδ. Καζαντζάκη.
Σελλά Όλγα, «O λαβύρινθος της ιστορίας του Ηρακλείου. H συγγραφέας Pέα Γαλανάκη μιλάει για το τελευταίο της μυθιστόρημα, που καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα», Η Kαθημερινή, 29 Σεπτεμβρίου 2002.
Σταυροπούλου Έ., 2011, «Aναζητώντας το μίτο του λαβυρίνθου στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη O Αιώνας των Λαβυρίνθων», στο Πεπραγμένα Ι' Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006), Τόμος Γ6, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, σσ. 95-107.
Φραντζή Άντεια, «Ρέα Γαλανάκη. Στον λαβύρινθο του μύθου και της ιστορίας», στο Δρόμοι κοινοί, Μελέτες για την κοινωνία και τον πολιτισμό αφιερωμένες στην Αικατερίνη Κουμαριανού, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Παράρτημα περιοδικού Μνήμων, Αθήνα 2009, σ. 369-378.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: