Το χαμένο Νόμπελ

Ο ΝΚ στην Αίγινα (1931)
Ο ΝΚ στην Αίγινα (1931)


Τον Απρίλιο του 1946, έπειτα από συνεδρίαση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, αποφασίστηκε να σταλεί αίτημα στην Επιτροπή του Νόμπελ στη Σουηδία με την υποψηφιότητα του Άγγελου Σικελιανού. Η κίνηση αυτή εξήψε το ενδιαφέρον του Νίκου Καζαντζάκη, στενού φίλου τού Σικελιανού. Ο Καζαντζάκης έβλεπε ότι στην Ελλάδα, με όλο το κατεστημένο εναντίον του, δεν είχε πιθανότητες για διάκριση. Άρα, μόνο στο εξωτερικό μπορούσε να κινηθεί, και μάλιστα στο Νόμπελ Λογοτεχνίας. 
Έχοντας διατελέσει Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο Καζαντζάκης (εν μέρει ερημίτης, εν μέρει μανιώδης δημοσιοσχεσίτης) ενεργοποίησε όσες γνωριμίες είχε. Κατόρθωσε τελικά, μετά από μια θυελλώδη συνεδρίαση της Εταιρείας, να σταλεί στη Σουηδική Ακαδημία συμπληρωματικό έγγραφο που υποστήριζε τη συν-υποψηφιότητά του. Όπως ήταν φυσικό, ο Σικελιανός ταράχτηκε, δυσαρεστήθηκε θεωρώντας ότι η κίνηση αυτή υπονόμευσε τη δική του υποψηφιότητα. Εν τέλει, η αίτηση του Καζαντζάκη θεωρήθηκε εκπρόθεσμη και αποσύρθηκε.
Την επόμενη χρονιά έγινε αυτό που διακαώς επιθυμούσε ο Καζαντζάκης. Η αίτηση κοινής υποψηφιότητας των Καζαντζάκη-Σικελιανού για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1947 κατατέθηκε στη Σουηδική Ακαδημία από τον καθηγητή Νίκο Βέη.
«Σου ζητώ να ενωθούν τα ονόματά μας αναπόσπαστα», πρότεινε ο Καζαντζάκης στον Σικελιανό, «γιατί στην αγάπη ένα πράγμα μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα ’ναι διπλή».
«Σύμφωνοι», απάντησε ο Σικελιανός, δίνοντας τη συγκατάθεσή του. «Εγώ θα σε στεφανώσω με το στεφάνι μου κι εσύ με το δικό σου».
Σε κατάσταση παροξυσμού, ο Καζαντζάκης έδωσε τα πάντα για την επιτυχία του σκοπού του, τον οποίο θεωρούσε ιερό. Έκανε διαδοχικές επαφές με κάθε είδους παράγοντες, έπαιρνε τηλέφωνα, έστελνε σωρηδόν επιστολές, πίεζε προς πάσα κατεύθυνση, φορτικά πολλές φορές.
Γιατί τέτοια ζέση;
Οι λόγοι ήταν κυρίως τρεις (ο ιερός αριθμός για τον Καζαντζάκη ήταν πάντα το 3).

Πρώτα απ’ όλα, πίστευε ότι με τον τρόπο αυτόν θα έδινε μεγάλη χαρά στην Ελλάδα σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία και παράλληλα θα τιμούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Κατόπιν, θα εξασφάλιζε οικονομικά τη σύντροφό του Ελένη, η οποία είχε κυριολεκτικά δεινοπαθήσει τόσα χρόνια κοντά του – στην Αίγινα επί Κατοχής τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με τσάι του βουνού. Τέλος, ο ίδιος θα μπορούσε να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο δίχως να τον απασχολούν οι σκοτούρες της καθημερινότητας. Ήδη έκανε όνειρα για τους τόπους που θα επισκεπτόταν: την Ινδία και τις χώρες τις Λατινικής Αμερική, ιδίως το Μεξικό. Ως γνωστόν, τα ταξίδια αποτελούσαν για τον Καζαντζάκη πηγή έμπνευσης.
Τη χρονιά εκείνη, το 1947, το Νόμπελ Λογοτεχνίας κατέληξε στον Γάλλο Αντρέ Ζιντ, συγγραφέα του περίφημου βιβλίου Οι κιβδηλοποιοί. Το όνομα του Καζαντζάκη, ωστόσο, θα έμενε έκτοτε πάνω στο τραπέζι της Σουηδικής Ακαδημίας.
Το 1950, οι Σικελιανός και Καζαντζάκης προτάθηκαν εκ νέου για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Συνυποψήφιοί τους ήταν μεγάλα μεγέθη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Γάλλος Αλμπέρ Καμύ, ο Άγγλος Γκράχαμ Γκρην (ο οποίος παρότι ήταν συνεχώς υποψήφιος, δεν πήρε ποτέ το Νόμπελ), η Δανή συγγραφέας του Πέρα από την Αφρική Κάρεν Μπλίξεν, ο Αμερικανός Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Παρά τον μεγάλο ανταγωνισμό, η αισιοδοξία ήταν διάχυτη στην ελληνική πλευρά.
«Παράγγειλέ τους να ετοιμάσουν βαλίτσες», είπε ο ελληνιστής Μπέργε Κνες στον Γιάννη Κακριδή το 1951, όταν εκείνος βρισκόταν στη Στοκχόλμη. Θεωρούσε ότι οι Σικελιανός και Καζαντζάκης είχαν σίγουρη την κατάκτηση του βραβείου.
Αποδείχθηκε ευσεβής πόθος!
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1950 κατέληξε στον Ουαλό φιλόσοφο και μαθηματικό Μπέρτραντ Ράσελ «εις αναγνώριση της προσφοράς του στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και την ελευθερία της σκέψης». Ο Ράσελ ομολόγησε ότι δεν είχε γράψει ούτε μια λογοτεχνική πρόταση στη ζωή του.
Όμως ένας από τους Διόσκουρους δεν πρόλαβε να μάθει το αποτέλεσμα και να το σχολιάσει. Ο Αλαφροΐσκιωτος Σικελιανός έφυγε από τη ζωή. Στο μνήμα του χαράχτηκε το δίστιχο που θεωρούσε κατάλληλο για επιτύμβιο: 

Ω κυπαρίσσια, δώστε μου, σαν έρχομαι σιμά σας
να ’μ’ άξιος για το μύρο σας και για τ’ ανάστημά σας. 

Τον χειμώνα του 1951, ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς ταξίδεψε στη Στοκχόλμη με σκοπό να θέσει εμπόδια στη βράβευση του Νίκου Καζαντζάκη με Νόμπελ. Έμεινε στη σουηδική πρωτεύουσα δύο περίπου μήνες και συνεργάστηκε με τον εκεί Έλληνα πρέσβη, υπονομεύοντας τη δυναμική που ανέπτυσσε η υποψηφιότητα Καζαντζάκη.
Σε άρθρο με τίτλο «Όταν δεν τους περίμεναν», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα τον Οκτώβριο του 2000, ο Πάτροκλος Σταύρου, θετός γιος της Ελένης και κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του Καζαντζάκη, έγραψε:

«Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον Έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από την Αθήνα. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ίσως όλα αυτά και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια».

Οι φήμες έλεγαν ότι εκτός από την ωμή παρέμβαση του διδύμου Μελά - Ανδρουλή για να αποτραπεί η βράβευση του Καζαντζάκη (που μετά το θάνατο του Σικελιανού είχε απομείνει μόνος υποψήφιος), έφτασε τηλεγράφημα τις παραμονές της βράβευσης από την ελληνική κυβέρνηση που έλεγε ότι μια τέτοια βράβευση θα ήταν επικίνδυνη για τη χώρα.
Οι κινήσεις εναντίον του Καζαντζάκη συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Ο ελληνιστής Μπέργε Κνες, σε γράμμα που έστειλε στον Καζαντζάκη το ’54, του αποκάλυψε: «Η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδική Ακαδημία και στον βασιλιά συμβουλεύοντάς τους να μην δοθεί το βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Έλληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα αποβεί εις βάρος της ειρηνικής πολιτικής των Αγγλοσαξόνων».




Εκτός αυτών, στη Σουηδική Ακαδημία έφταναν κιβώτια με γράμματα από την Ελλάδα, που έλεγαν πόσο επιζήμια θα ήταν για τη χώρα μια τόσο αμφιλεγόμενη διάκριση.
Από το 1946 μέχρι το 1957 οι ελληνικές αρχές έκαναν τα πάντα για να αποτρέψουν τη βράβευση του Καζαντζάκη, τον οποίο θεωρούσαν ανατρεπτικό στοιχείο. Έντεκα χρόνια. Τα ελληνικά προξενεία τού έθεταν συνεχώς προσκόμματα στις μετακινήσεις, αρνούμενα να του χορηγήσουν βίζα. Σε κάποια πρεσβεία μάλιστα, δεν του έδωσαν ούτε καρέκλα να καθίσει. Τον είχαν και περίμενε όρθιος στο διάδρομο με τις ώρες για μια θεώρηση διαβατηρίου, για μια απλή σφραγίδα. Ήθελαν να του καταστήσουν σαφές ότι ήταν ανεπιθύμητος.
«Όλα ήταν έτοιμα για να πάω στη Φλωρεντία και η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο», έγραψε αγανακτισμένος στον Πρεβελάκη από το Παρίσι: «Έχω προξενικό διαβατήριο και αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε. Με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν ολοκληρωτικά».
Ο Πάτροκλος Σταύρου έγραψε: «Ο Νίκος Καζαντζάκης βασανίστηκε όσο κανένας άλλος νεοέλληνας συγγραφέας. Η Εκκλησία τον καταδίωξε, η Πολιτεία το ίδιο. Του ματαίωσαν τη βράβευση με Νόμπελ, του έστελναν μυστικούς αστυνομικούς, τον συκοφάντησαν. Τον χτύπησε η Δεξιά απαγορεύοντας τα βιβλία του, γιατί τον θεωρούσε λίγο δεξιό και περισσότερο αριστερό. Τον χτύπησε η Αριστερά, γιατί θεωρούσε ότι ήταν λιγότερο αριστερός και περισσότερο δεξιός. Ακόμη και η πρώτη του γυναίκα, η Γαλάτεια, η οποία ζήτησε να κρατήσει το όνομά του μετά τον χωρισμό τους -παρότι είχε ένα όνομα γνωστό στους φιλολογικούς κύκλους- έγραψε εναντίον του. Αλλά ο Καζαντζάκης σχολίαζε μεγαλόθυμα: "Καημένη Γαλάτεια, δεν της έπρεπε τέτοια τύχη… να γράφει με το όνομά μου εναντίον μου"».

Τρεις ήταν οι κύριες κατηγορίες που εκτόξευε η Ελληνική Πολιτεία (κυβερνήσεις, Εκκλησία, Ακαδημία) εναντίον του Καζαντζάκη:

α) Κομμουνιστής
β) Άθεος
γ) Διαφθορέας των νέων 

Ήταν ο Καζαντζάκης κομμουνιστής;
Αν ήταν κομμουνιστής, δεν θα είχε πρόβλημα να το αποδεχτεί. Όμως δεν ήταν. Η αλήθεια είναι ότι παρακολούθησε στενά το πείραμα που γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Ταξίδεψε εκεί, έγραψε γι’ αυτό και το απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες. Ήταν πάντοτε οπαδός της βουδιστικής «μέσης λύσης». Με τα σημερινά δεδομένα θα λέγαμε ότι ήταν ανένταχτος κεντροαριστερός.
Σε μια από τις σημαντικότερες επιστολές του από την Τσεχοσλοβακία προς τον Πρεβελάκη (ημερομηνία 28 Αυγούστου 1929) του εξομολογήθηκε: 

«Οι επαναστάτες έγιναν βολεμένοι, οι βολεμένοι γρήγορα καταντούν συντηρητικοί και σιγά σιγά οι συντηρητικοί γίνονται αντιδραστικοί. Δεν θέλω να κατηγορήσω την καμπύλη αυτή, την αναγκαστική και σε μερικά χρήσιμη του ανθρώπινου κυματισμού. Είναι φυσικό οι ψυχές να μην αντέχουν πολύ σε διαρκή ανάταση, να θέλουν ν’ αναπαυτούν, να ζήσουν χωρίς ανησυχίες, σαν το φυτό, ξεχνώντας. Η ψυχή δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ύλη. Εύκολα κατακαθίζει, ακινητεί, γίνεται ύλη».

Ήταν ο Καζαντζάκης άθεος;
Ως γνωστόν, το Βατικανό ενέταξε τον Τελευταίο πειρασμό στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων για τα έτη 1954 και 1955. Εν συνεχεία, ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε από την Ιερά Σύνοδο ως ιερόσυλος και άθεος. Το ιερατείο ζήτησε από την Ελληνική Πολιτεία την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του, ειδικότερα των μυθιστορημάτων Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο τελευταίος πειρασμός. Επίσης, κάποιοι «άγιοι πατέρες» από τους κόλπους της Ελλαδικής Εκκλησίας ζήτησαν τον αφορισμό του. Φυσικά, ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ. Το θέμα του παραπέμφθηκε με μια διπλωματική ντρίπλα στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης. Τελικά, η ιεραρχία δεν τον αφόρισε, αλλά τον καταράστηκε, όπως αναφέρει και η Έλλη Αλεξίου: «Οι παπάδες, άλλοι από αμάθεια, άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό, τον καταράστηκαν».
Σε γράμμα του στον Πρεβελάκη, ο Καζαντζάκης ομολόγησε:
«Και να τους πλήρωνα, δεν θα μου έκαναν τέτοια διαφήμιση».
Την ίδια γνώμη είχε και η Έλλη Αλεξίου.
«Όλοι θέλανε ν’ αγοράσουνε βιβλία του, γιατί φοβόνταν μην εξαντληθούν. Με τις ουρές περίμενε ο κόσμος και για μια περίοδο πουλιόνταν μόνο βιβλία του Καζαντζάκη».
Ο Καζαντζάκης ήταν ένθεος, αλλά όχι με τον τρόπο που ήθελαν οι παπάδες. Το έργο του είναι πλούσιο σε θεολογικό και αγιολογικό υπόβαθρο.
«Ούτε στον Παπαδιαμάντη δεν βρίσκεις τόσο χώρο για τον Θεό και τον Χριστό», σημείωσε ο Πέτρος Χάρης.
Η αντίθεσή του ήταν με τις θρησκευτικές τάξεις και κατατάξεις, καθώς πίστευε σε μια ανώτερη δύναμη η οποία όμως υπάρχει μέσα μας.

«Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν ήταν μια απόκοσμη δύναμη που επόπτευε τα πάντα, αλλά μια θεία πνοή που κινητοποιούσε τη ζωή και ήταν στο χέρι του καθενός να την αναδείξει ή να την καταστείλει. Προκειμένου να αναδείξει τη θεία πνοή του, ο άνθρωπος έπρεπε να “ανηφορίσει”, δηλαδή να ανυψωθεί συνειδησιακά. Ο Θεός εμφανιζόταν με διάφορα πρόσωπα –Χριστός, Βούδας, Αλάχ, Γιαχβέ, Δίας, Διόνυσος, Ρα, Βράχμα–, αλλά κατοικούσε μες στον άνθρωπο και αγωνιζόταν για τη δική του σωτηρία». (Απόσπασμα από το βιβλίο Το χαμένο Νόμπελ).
Τούτο ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική σωτηριολογία, που έλεγε ότι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο.

Ήταν ο Καζαντζάκης διαφθορέας των νέων;
Η τρίτη κατηγορία ήταν μια κατηγορία ανατριχιαστική, καθώς θύμιζε 3.000 χρόνια μετά την κατηγορία που απέδιδαν στον Σωκράτη. Ο Καζαντζάκης σε ολόκληρο το έργο του υπερασπιζόταν τους νέους. Συχνά δήλωνε πως έγραφε για τις μελλούμενες γενιές, κληροδοτώντας τους τις ιδέες και τα ιδανικά του για ελεύθερη σκέψη και έκφραση. Ήταν φυσικό να θεωρηθεί διαφθορέας ένας συγγραφέας που μαχόταν υπέρ θεμάτων που μέχρι τότε θεωρούνταν ταμπού. Προέτρεπε τους νέους να επανεξετάσουν ζητήματα όπως, η ύπαρξη του Θεού, η δύναμη του ανθρώπου, η ελευθερία του πνεύματος και ο αγώνας της ζωής.

Πορτογαλλική έκδοση του «Καπετάν Μιχάλη» στη σειρά «Χωρίς Νομπελ»

Συμπερασματικά:

Με τις τρεις κατηγορίες εναντίον του γίνεται φανερό ότι η Ελληνική Πολιτεία σχεδίαζε το «θάνατο» του Καζαντζάκη, ως άλλου Σωκράτη. Ωστόσο, παρά τις επεμβάσεις και τις ραδιουργίες, ο κρητικός συγγραφέας μπορεί να έχασε το Νόμπελ, αλλά κέρδισε επάξια μια θέση στο πάνθεο της λογοτεχνίας. Όπως έγραψε ένας Νορβηγός κριτικός σε εφημερίδα του Όσλο: «Ο Καζαντζάκης δεν χρειάζεται το Νόμπελ. Αυτό που νιώσαμε όλοι εμείς διαβάζοντας τα βιβλία του είναι η ανταμοιβή του».
Πατώντας πάνω στον ιερό αριθμό του, το τρία, θα λέγαμε πως ο Καζαντζάκης ήταν ασυμβίβαστος, αντιφατικός και διαρκώς εξελισσόμενος.
Το ερώτημα είναι: θα ωφελούσε την Ελλάδα αυτή η βράβευση; Η απάντηση είναι: Πολύ! Θα βοηθούσε να ακουστούν οι φωνές όλων εκείνων που επεδίωκαν τη γεφύρωση των διαφορών και την επούλωση των τραυμάτων. Θα ήταν μια γερή ένεση αισιοδοξίας. Μια κίνηση που θα βοηθούσε τη χώρα να προχωρήσει μετά τον Εμφύλιο και να χαράξει το μέλλον της. Μια ψυχολογική ενθάρρυνση που ποτέ δεν ήρθε.
Δεν έχασε ο Καζαντζάκης το Νόμπελ. Η Ελλάδα το έχασε.
Όπως είπαμε προηγουμένως, η ελληνική πολιτεία υποχρέωσε τον Καζαντζάκη να αναζητήσει αλλού στέγη. Τελικά τη βρήκε σε μια παραθαλάσσια πόλη της Κυανής Ακτής, που είχε ιδρυθεί από τους Φωκαείς της Μασσαλίας, την Αντίπολη (Αντίμπ στα γαλλικά). Εκεί, μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος, έγραψε τα καλύτερά του έργα. Από εκεί, είδε τα βιβλία του να γίνονται διάσημα και να γυρίζονται ταινίες. Έμεινε στην Αντίπολη μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα και στην αγαπημένη του Κρήτη.
Από τα βουνά της καζαντζακικής πολυπραγμοσύνης ξεχωρίσαμε δυο φράσεις για το τέλος:

«Όπως η λέξη είναι αχώριστη από την έννοια, όπως το σώμα είναι αχώριστο από την ψυχή, έτσι και το έργο είναι αχώριστο από τον καλλιτέχνη. Με τις εικόνες, με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τα επίθετα που διαλέγει, με το ρυθμό που ομιλεί, ο συγγραφέας θέλει δε θέλει, εξομολογείται την ίδια του την ψυχή».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: