Πρόγονοι και απόγονοι: το άχθος του μεγάλου Κρητικού

Ο ΝΚ με τον Άγγελο Σικελιανό (1914)
Ο ΝΚ με τον Άγγελο Σικελιανό (1914)


Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει γράμμα από την Αίγινα στον Άγγελο Σικελιανό.
Ξεκινάει την επιστολή, αποκαλώντας τον «ψυχαδερφό» και λέγοντας πως δεν είναι από υποχρέωση αυτό το γράμμα που του στέλνει, καθώς και ο ένας και ο άλλος δεν έχουν «συνήθειο να φέρονται καταπώς οι άλλοι άνθρωποι της σειράς». Οι δυο τους, το κατέχουν καλά, δεν είναι φτιαγμένοι από τη μαλακή ζύμη που έχουν πλαστεί οι υπόλοιποι άνθρωποι. Η δική τους η μοίρα «μονάχα μια λέξη γρικάει, το Χρέος» και μόνο σε μια λέξη σκύβουν το κεφάλι, στην Ενοχή΄ όλα τα υπόλοιπα είναι κούφια ή «καταχανάδες της νύχτας και του φωτός».
Του εξομολογείται πως η αφορμή που τον σήκωσε από το κρεβάτι για να κάνει αυτή την επιστολή, καθισμένος κάτω από την κληματαριά της αυλής τού σπιτιού του, είναι η ομορφιά της ξάστερης νύχτας που απλώνεται πάνω από τη γαληνεμένη θάλασσα. Και μια τέτοια απόκοσμη ομορφιά τον ωθεί τώρα να αναλογιστεί τη σχέση με «Αυτόν», όπως αποκαλεί τον Θεό, και ταυτόχρονα να δηλώσει για μια φορά ακόμη πως, αν και δυνατότερος και παντοκράτορας, ο ίδιος θα τον αντιμάχεται διαρκώς. Κι αυτό γιατί ο προορισμός του είναι να γράφει τη δική του αλήθεια, δίχως καμιά υποχώρηση ή έκπτωση απέναντι στις δικές Του θεϊκές επιταγές, οι οποίες κάνουν όλο τον κόσμο να σκύβει το κεφάλι εμπρός Του: «Τον γνωρίζω πια καλά. Τόσα χρόνια έχει μάθει ο ένας τ΄ αλλουνού τις συνήθειες, τα χούγια, τι κάνει να οργιζόμαστε, τι μας ευχαριστεί, τι όχι […] Τόσα χρόνια παιδεύομαι μαζί του, έγινε ο πιο στενός, όχι όμως και ο καλύτερος σύντροφος».
Μια τέτοια αμάχη στέλνει τώρα τη μνήμη του στην επίσκεψη που είχαν κάνει παλαιότερα οι δυο τους, Καζαντζάκης και Σικελιανός, στο Άγιο Όρος. Ήταν τότε τριάντα χρονών πάνω κάτω και οι δύο, όταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα βρέθηκαν φιλοξενούμενοι στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. Μια βραδιά σαν και την αποψινή, γεμάτη με αστέρια ο ουρανός, τυλίχτηκαν σε κάτι τρύπιες κουβέρτες και βγήκαν έξω στον κρουσταλλιασμένο αγέρα για να θαυμάσουν την πλάση. Ομορφιά και δέος, γαλήνη και φόβος. Από εκείνο το βράδυ φυτεύτηκε μέσα του ο σπόρος του πολέμου με τον Θεό: να τον λατρεύει, αλλά με τον δικό του τρόπο· να τον ευλογεί, μα και να τον αντιμάχεται διά βίου: «Σαν ένας άταχτος γιος του» που έχει προοριστεί απ΄ Αυτόν για να περπατήσει ολομόναχος το μονοπάτι από τη Γεθσημανή που οδηγεί στον Γολγοθά.
Όμως όχι, ας είναι ειλικρινής. Δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που τον σήκωσε μες στη νύχτα από το κρεβάτι, άλλη είναι η πηγή της γλυκιάς ταραχής που του έχει στερήσει τον ύπνο: η είδηση που του του έφερε νωρίς το πρωί η Ελενίτσα, ότι τους έχουν προτείνει και τους δύο για το παγκόσμιο βραβείο της λογοτεχνίας. Διστάζει να χαρεί. Η πείρα τόσων χρόνων τον έχει διδάξει πως ποτέ προτού δει το τέλος ενός καλού αγγέλματος δεν πρέπει να προϊδεάζει την αίσια έκβασή του. Μια τέτοια προσωπική ψυχολογική στάση είναι εκείνη που γυρίζει ξανά τη μνήμη του χρόνια πίσω, για να θυμηθεί τον άνθρωπο που σκιάζει το παρελθόν αλλά και το παρόν του· κι αυτός δεν είναι άλλος από τον πατέρα του.
Θυμάται λοιπόν ένα απομεσήμερο, όταν η μητέρα του τον έστειλε μικρό παιδί να πάει το φαγητό στο κτήμα όπου δούλευε ο κύρης του: «Τον ήβρα καθισμένο σε μια κοτρόνα να μη δουλεύει, παρά να ΄χει χουφτώσει το πρόσωπο και τα μάτια του να πετούν σπίθες κατακόκκινες». Ο συλλογισμένος πατέρας σηκώνεται ξαφνικά και γραπώνει με τα δυο του χέρια τον μικρό, τον φέρνει μια ανάσα απ΄ το πρόσωπό του και ύστερα ξεστομίζει τα λόγια που έμελλε να σημαδέψουν ισόβια τον νεαρό Νικόλα: «Εσύ, αντράκι μου, μη με ντροπιάσεις ποτέ. Τ΄ ακούς; Ποτέ!».
Η προσταγή του γονιού στο νεαρό βλαστάρι, η αυστηρή επιταγή, η διαταγή που δεν χωράει αντίρρηση. Όμως, θα ΄πρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια ακόμα για να μπορέσει το παιδί, το μοναδικό αγόρι της φαμελιάς, να ξεδιαλύνει το αίνιγμα αυτής της εντολής, που δεν ήταν άλλο από το: «Ζητούσε από μένα, το πρωτοτόκι του, να γενώ σημαιοφόρος της τιμής και της οικογενειακής μας αντρειοσύνης. Ο πολεμιστής, ο μπροστάρης, ο μαχητής, αυτός που θα σηκώσει τον πήχη ακόμα ψηλότερα, ο Κρητικός που θα δοξάσει το νησί, ο λεβέντης της καρδιάς και του κορμιού. Εγώ να ΄μαι ο συνεχιστής τ΄ ονόματος και της ράτσας μας!».
Τι δυσβάσταχτο φορτίο για έναν άνθρωπο που με τη γραφή του παλεύει μια ολόκληρη ζωή να βρει το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης με τον δικό του τρόπο, ενώ η γονεϊκή εντολή είναι τόσο στενεμένη, τόσο μίζερη: να συνεχίσει τη ράτσα…
Η μνήμη του ηλικιωμένου τώρα Καζαντζάκη στην επιστολή προς τον Σικελιανό ανασταίνει στη συνέχεια τη σχέση του με τη Γαλάτεια: «Ο έρωτας απ΄ αυτήν ήταν για μένα μια τρομερή σπάθα που δεν δυνόμουν να τη σηκώσουν τα χέρια μου. Έζησα κοντά της δέκα δώδεκα χρόνια συνεχόμενου μόχτου να πρέπει να την αγαπώ. Έλεγα πως είμαι λίγος γι΄ αυτήν, ένας ζήτουλας της αγάπης» και αγκυροβολεί η μνήμη του στην τωρινή παρουσία στο πλάι του της Ελένης, που: «Όταν την πρωτόδα, με τι σβελτάδα κι όρεξη πάταγε τα πλήχτρα της γραφομηχανής και τράβαγε τα φύλλα του χαρτιού, απόμεινα να την κοιτάζω μαγεμένος. Στα μάτια μου ομπρός είχα την εικόνα μιας ολοζώντανης κοπέλας που μπόρηγες να της πεις τη διαταγή σου κι αυτή σκύβοντας το κεφάλι να αποκριθεί: “Πρόσταξε, αφέντη!“». Η Ελένη που: «Ξέρει πότε να χαμηλώσει το κεφάλι, πότε της είναι επιτρεπτό να χαμογελάσει», ασχέτως αν οι μεταξύ τους κουβέντες γίνονται στον πληθυντικό, μόνο και μόνο επειδή: «ο πληθυντικός στα λόγια μας δεν είναι γιατί έχουμε φόβο ο ένας τ΄ αλλουνού, παρά για να της δείχνω πόσο ψηλά την έχω, ότι δεν θέλω να την μολύνω ούτε με τις λέξεις».

«...ο Καζαντζάκης κάνει αναφορά σε δύο γυναίκες με τις οποίες συσχετίστηκε στο παρελθόν, την καυκάσια χήρα Βαρβάρα Νικολάεβνα και μια κοκκινομάλλα Ιρλαντέζα» (την Kathleen Forde)


Στη συνέχεια της επιστολής ο Καζαντζάκης κάνει αναφορά σε δύο γυναίκες με τις οποίες συσχετίστηκε στο παρελθόν, την καυκάσια χήρα Βαρβάρα Νικολάεβνα και μια κοκκινομάλλα Ιρλαντέζα. Παρ΄ όλα αυτά, ομολογεί με ειλικρίνεια πως ναι μεν ξεπέρασε γρήγορα την αντιπάθεια του κύρη του για τα θηλυκά, αλλά και ο ίδιος νιώθει πως: «Της γυναικός η δυσκολία ήταν πάντοτες για μένα η πιο κακόβατη και ματωμένη ατραπός […] Θεριά οι γυναίκες που πρέπει να παλέψεις μαζί τους και να μη νικηθείς διόλου […] Οι γυναίκες που στρώθηκαν μαζί μου στην κλίνη μού έμαθαν τι σημαίνει λόγος τρυφερός, μα διδάχτηκα απ΄ αυτές και το άλλο: τον πόνο της συντριβής του κορμιού».
Αν και ομολογεί πως οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στη ζωή του στάθηκαν τα ταξίδια και «τα ονείρατα», το φάντασμα του πατέρα έρχεται και επανέρχεται, χτίζοντας μέσα του έναν πύργο από θλίψη και κυρίως από ενοχές· νιώθει φταίχτης και καταραμένος: «Πάντοτες θα ΄μαι λειψός, κουτσός από το 'να πόδι, να χωλαίνει ο βίος μου απέναντι στους προγόνους και στον κύρη μου […] Είμαι το απολειφάδι μιας ράτσας γενναίων αντρών, ένας άνθρωπος άναντρος». Ακόμα και σ΄ αυτή την ηλικία νιώθει ένοχος απέναντι στον πατέρα του, καθώς δεν μπόρεσε να τον κάνει περήφανο, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει κάποιον απόγονο να αφήσει πίσω του: «Όταν πριν από χρόνια φαντάστηκα πως σκύβω πάνω από την κάσα και νεκροφιλώ τον κύρη μου, νόμισα για μια στιγμή πως θα ΄νοιγε τα μάτια του, θα μ΄ άρπαζαν οι χέρες του και ταρακουνώντας απ΄ τους ώμους θα με ρώταγε για την εκπλήρωση του χρέους μου, για το τι και ποιον αφήνω πίσω μου».
Εξομολογείται τώρα το όνειρο που τον επισκέφτηκε νυχτιάτικα στο κρεβάτι του. Ένας τραγίσιος σατανάς είχε σκύψει πάνω του και του ψιθύριζε στο αυτί πως τίποτα δεν κατάφερε στη ζωή: «Σα να ΄θελε να μου πει πως απ΄ το δικό μου σώμα δεν θα μπορέσει ποτέ να γεννηθεί άλλο σώμα. Απ΄ το σπέρμα μου δεν βλάστησε καινούργια φύτρα. Η γενιά μου θα τελέψει μόλις σφαλίσω τα μάτια μου». Ξυπνώντας απ΄ αυτό το όνειρο, θυμάται και γράφει ένα περιστατικό από το ταξίδι στην Ασίζη, όταν ένα μικρό παιδί τον συνάντησε οδοιπόρο και του πρόσφερε ένα τσαμπί σταφύλια. Αυτό είχε σταθεί η αφορμή εκείνα τα νεανικά χρόνια να αναλογιστεί για μια ακόμα φορά: «Άραγε, θα αξιωθεί ποτές και η αφεντιά μου να δει έναν καρπό από το δικό μου το γαίμα; Μια ψυχή να βλασταίνει απ΄ τη δική μου πνοή;»
Ίσως, αναλογίζεται τώρα, η μοίρα του να είναι παρόμοια με εκείνη του Νίτσε, του Λένιν, του Βούδα και του Χριστού –τα πρόσωπα τοτέμ για αυτόν– που δεν άφησαν πίσω τους κανέναν απόγονο. Και προσπαθεί να αυτοπαρηγορηθεί, λέγοντας, γράφοντας δηλαδή, ότι: «Οι μεγάλοι άντρες έχουν πλαστεί έτσι που να μην τους ξεφεύγει ο παραμικρός σπόρος απ΄ τη δύναμή τους. Μέσα τους έχουν κατακρατημένη όλη την ισχύ του πνέματος. Κι αυτή την τρομαχτική δύναμη αυτός από ψηλά τηνε ζυμώνει στο αργαστήρι του μυαλού τους για να την κάνουν θροφή για τους άλλους ανθρώπους». Κι ακόμα: «Οι γυναίκες, που ήρθαν με τη θέλησή τους να ζήσουν στο πλάι μας, διαιστάνονταν απεξαρχής πως τίποτα δεν θα γεννοβολήσει το κορμί τους. Κι όμως δέχτηκαν πρόθυμα να μας συντροφέψουν, για να κερδίσουν με τον τρόπο τους μερτικό απ΄ το φως κι απ΄ το στεφάνι που έχει ορίσει η μοίρα για μας».
Άρα συγκαταλέγει και τον εαυτό του ο Καζαντζάκης ανάμεσα σ΄ αυτούς τους ξεχωριστούς άκληρους άντρες. Και το κάνει για να αποσείσει κάπως την ενοχή που του βαραίνει τους ψυχικούς ώμους από μια τέτοια κατάσταση.
Ολοκληρώνει το γράμμα του προς τον Σικελιανό, καλημερίζοντάς τον, έχει ήδη ανατείλει ο ήλιος, και φωνάζοντας εξ ονόματος και των δύο «Θάρρος! Θάρρος!». Θάρρος για να αντέξουν τα χρόνια της ζωής που τους έχουν απομείνει, έτσι ώστε: «περνώντας απ΄ το σκοτεινό λαγούμι του θανάτου να βρεθούμε εκεί όπου δεν θα ΄ναι μήτε ζωή μήτε θάνατος». Και μ΄ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνει την επιστολή του, γράφοντας: «Σε ασπάζομαι πρωινιάτικα, Ο σταυραδερφός του Νίκος».





Η επιστολή αυτή δεν διαβάστηκε ποτέ από τον Άγγελο Σικελιανό, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν στάλθηκε, μιας και ο Νίκος Καζαντζάκης δεν έγραψε ποτέ μια τέτοια επιστολή. Ό,τι προηγήθηκε και ακούστηκε είναι μερική ανάπλαση του διηγήματος «Ο σπόρος δεν», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Σφαίρα στο βυζί, η οποία εκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις Κέδρος.
Με το εν λόγω διήγημα δοκιμάζεται να αξιοποιηθεί μυθοπλαστικά το διττό άχθος του Νίκου Καζαντζάκη, τόσο με ανιούσα όσο και με κατιούσα φορά. Δηλαδή, πώς στέκεται απέναντι στην αμείωτη φοβερή σκιά του πατέρα του, αλλά και πώς λειτουργεί ο ίδιος μη όντας πατέρας. Αφορμή για να γραφτεί το διήγημα στάθηκε το απόσπασμα από την Ασκητική: «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».
Ένα διπλό βάρος, ένα δυσβάσταχτο φορτίο, που ωστόσο ο Καζαντζάκης κατάφερε και το μετουσίωσε στην πορεία της ζωής του σε έργο υψηλής τάσης, κερδίζοντας με αυτόν τον τρόπο το ψυχολογικό ίαμα που μόνο η λογοτεχνία είναι σε θέση να προσφέρει, τόσο στους δημιουργούς όσο και στους αναγνώστες. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: