Η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη στις σημερινές πολιτισμικές συνθήκες, ενταγμένη στο διαρκώς εξελισσόμενο πλαίσιο ανάγνωσης του 21ου αιώνα (διαδίκτυο, προσπάθεια αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος για τα κλασσικά λογοτεχνικά έργα, η οποία στοχεύει σε ένα νεότερο, ηλικιακά, κοινό κ.λπ.), ανοίγει εκ των πραγμάτων τον δρόμο και σε νέες προσεγγίσεις. Η επανακυκλοφορία του συνόλου του έργου του συγγραφέα από τις εκδόσεις Διόπτρα και οι ποικίλες δράσεις που την συνοδεύουν (τηλεοπτικές σειρές, συνέδρια, εκθέσεις, ειδικές εκδόσεις, επανακυκλοφορία και μεταφράσεις ειδικών μελετών, εικονογραφήσεις παιδικών έργων και τώρα graphic novels) συντείνουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Το καζαντζακικό έργο σήμερα διαβάζεται σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο που το καθιέρωσε. Επομένως, όπως έχει ήδη επισημάνει ο Δημήτρης Δημηρούλης, «το ‘φαινόμενο Καζαντζάκης’ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις συμβατικές φιλολογικές μεθόδους ούτε με τις καθιερωμένες κριτικές προσεγγίσεις. Επειδή ακριβώς συντίθεται από ανομοιογενή στοιχεία απαιτεί να το αντιμετωπίσουμε όχι απλώς ως λογοτεχνική παρέκκλιση αλλά και ως δυναμική και ιδιόμορφη πολιτισμική πραγματικότητα που υπερβαίνει τους περιορισμούς του λογοτεχνικού έργου» (Δημηρούλης, Δ., 2006, σ. 296).
Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε, πως η ίδια η δυναμική του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, με τις σημαντικότατες μεταπλάσεις του στον κινηματογράφο και το θέατρο, οδήγησε σχετικά νωρίς στη συγκριτική, διαμεσική μελέτη των μυθιστορημάτων του με τις αντίστοιχες σεναριακές αποδόσεις τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις μελέτες των Αγάθου, Γαραντούδη, Σταυροπούλου, Παπανικολάου, Στεφανή, οι οποίες εκτός των άλλων αναδεικνύουν στοιχεία που αφορούν και την Οπτική απόδοση του πρωτότυπου κειμένου.
Σημείο εκκίνησης για την παρούσα εισήγηση αποτελεί η μεταφορά του έργου του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά σε graphic novel (GN) υπό τον τίτλο: Ζορμπάς. Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη (Διόπτρα, 2023). Σε αυτήν, ουσιαστικά επιχειρείται μια οπτική επαναφήγηση του μυθιστορήματος μέσω της συγκεκριμένης φόρμας των comics, αποδίδοντας πλέον σχήμα, χρώμα και μορφή στα πρόσωπα και στα σκηνικά της αφήγησης.
Φυσικά, έχουμε «δει» ξανά τους ήρωες και τα τοπία του μυθιστορήματος, στο θέατρο αλλά κυρίως στον κινηματογράφο, μέσω της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη Zorba the Greek, όπου η διαμόρφωση της «εικόνας του Ζορμπά» υπήρξε καταλυτική. Σε αυτήν, χαρακτήρες, σκηνικά αλλά και η διαχείριση του μυθιστορηματικού χρονότοπου απομακρύνονται από τη φαντασία των αναγνωστών του βιβλίου και παίρνουν συγκεκριμένη μορφή μέσω της απόδοσης του σκηνοθέτη και τις στοχεύσεις της παραγωγής. Ο Ζορμπάς της ταινίας δεν είναι πλέον ο φανταστικός Ζορμπάς, όπως τον πλάθει ο καθένας μας κατά την ανάγνωση, ή εκείνη η ασπρόμαυρη φιγούρα του πραγματικού, Γιώργη Ζορμπά στις δυο τρεις αυθεντικές φωτογραφίες που έχουν διασωθεί (Στασινάκης, Γ., 2017), αλλά ταυτίζεται με τον Anthony Quinn ή πιο πρόσφατα με τον Γιάννη Στάνκογλου, ηθοποιούς που εμψύχωναν τον ήρωα στον κινηματογράφο και το θέατρο αντίστοιχα. Μεταφορά, που όπως έχει επισημάνει και ο Peter Bien αναφερόμενος στην ταινία του Κακογιάννη, απομακρύνεται σημαντικά από το αρχικό κείμενο και τις πιθανές συγγραφικές προθέσεις του Καζαντζάκη. Και μάλιστα σε βαθμό που - ανεξάρτητα από την παρουσία της ταινίας ως «σημαντικού, αυτόνομου καλλιτεχνικού έργου» - υπήρξε βασική «αιτία παρερμηνειών του μυθιστορήματος», ουσιαστικά «παραπλανώντας» ως μια εν δυνάμει εισαγωγή στον Αλέξη Ζορμπά (Μπιν, 2007α, σ. 180)
Στο συγκεκριμένο GN Ζορμπάς. Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη, και μέσω των σκίτσων, επιχειρείται μια άλλου είδους οπτικοποίηση του Ζορμπά - με σχέδια τυπωμένα στο χαρτί και σε μορφή βιβλίου - που εκ των πραγμάτων επανασυστήνει τις φιγούρες αλλά και τις ιδέες του μυθιστορήματος από διαφορετικό σημείο θέασης. Όμως σε αυτήν τη διαδικασία της οπτικής επαναφήγησης - στο στάδιο της μελέτης και της ανασύνταξης του πρωτότυπου κειμένου σε μορφή σεναρίου -, πολλά ήταν τα σημεία που έθεταν ερωτήματα ως προς τη διαχείριση και την απόδοσή τους ή έδιναν λαβές για μιαν άλλη προσέγγιση των ιδεών του συγγραφέα μέσω ετεροαναφορών. Ποια θα ήταν η τελική επιλογή, η «λύση» στην οπτική επαναφήγηση του μυθιστορήματος;
Υπάρχουν αρκετά τέτοια ενδιαφέροντα σημεία που συνδέονται με την εικόνα και τη διαμεσική μεταφορά τους (όπως εκείνη με τις αναφορές στο έργο του Auguste Rodin αλλά και τα σκίτσα που φτιάχνει ο ίδιος ο Ζορμπάς) όπου θα επανέλθω για να τις σχολιάσω με άλλες αφορμές. Εδώ νομίζω πως θα ήταν περισσότερο ταιριαστό, και σχετικό με τη θεματική του συνεδρίου, να αναφερθώ σε ένα άλλο σημείο, με ιδιαίτερο φιλολογικό αλλά και θεατρικό ενδιαφέρον: στα γκροτέσκα στοιχεία του πρωτότυπου κειμένου του Ζορμπά, που αφορούν, όχι κάποιον σύγχρονο ομότεχνο του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά (κατά κάποιον τρόπο) έναν «ομότεχνο» του Μιμηθού.
1. Ο «παλαβός του χωριού» και ο «μεσοπάλαβος» του μοναστηριού
Στο έργο του Καζαντζάκη Βίος και Πολιτεία του Αλεξη Ζορμπά, στο πλάι των πρωταγωνιστών κι ανάμεσα στα άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, εμφανίζονται και δυο ξεχωριστοί, γκροτέσκοι («αλλόκοτοι» κατά τον Μπαχτίν) χαρακτήρες: Ο Μιμηθός και ο Ζαχαρίας.
Οι δύο φιγούρες αν και δεν συναντιούνται ποτέ, θα λέγαμε πως κινούνται παράλληλα, διαθέτουν παρόμοια γνωρίσματα και παρόμοιες συμπεριφορές ενώ λειτουργούν στην εξέλιξη του μυθιστορήματος από παρόμοια θέση. Παρόλα αυτά με την πάροδο των χρόνων από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, ο Μιμηθός εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους χαρακτήρες του Ζορμπά. Και σε αυτήν την κατεύθυνση, έχει παίξει σίγουρα ρόλο η επιτυχής εμφάνισή του στην ταινία του Κακογιάννη τον οποίο υποδύεται ο Σωτήρης Μουστάκας. Αντίθετα ο Ζαχαρίας τόσο στα μελετήματα για τους χαρακτήρες του Καζαντζάκη όσο και για τις μεταφορές του στο Θέατρο και τον Κινηματογράφο, περνάει απαρατήρητος. Ας δούμε αυτούς τους δυο «παλαβούς» του έργου από πιο κοντά.
Α) Ο πρώτος, ο Μιμηθός αποτελεί τον «τρελό» του έργου, σύμφωνα και με την ευρύτερη θεατρική παράδοση. Αναφέρεται άλλωστε ξεκάθαρα και στο κείμενο ως ο «παλαβός του χωριού». Συγκεκριμένα, καθώς ο Μιμηθός εμφανίζεται για πρώτη φορά στο καφενείο του χωριού - στο οποίο βρίσκονται ήδη ο συγγραφέας/αφεντικό με τον Ζορμπά μαζί με τους προεστούς και άλλους κατοίκους της κρητικής κοινότητας -, ο Καζαντζάκης μας τον συστήνει μέσω των παρακάτω σχολίων:
«–Καλώς τον Μιμηθό! φώναξαν μερικοί γελώντας. Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του· κι αν δεν έχει, τον φτιάνει, για να περνά η ώρα του· ο Μιμηθός ήταν ο παλαβός του χωριού». (Καζαντζάκης, Ν., 1973, σ. 125-126).
Στο ίδιο σημείο ο Μιμηθός περιγράφεται ως «…νιούτσικος, ξυπόλυτος, αναμαλλιάρης, με μεγάλα αλλοπαρμένα μάτια· [όπως] τέτοιον αγιογραφούν τον Άι-Γιάννη το Βαφτιστή, με τα μάτια γιγαντωμένα από την πείνα και την προσευκή». Ο συγγραφέας μάλιστα συμπληρώνει την παραπάνω περιγραφή, προικίζοντας γελαστικά τον Μιμηθό με μια «ψευδή φωνή». Επιπρόσθετα ο Μαυραντώνης, ο προεστός του χωριού, τον αποκαλεί «νεραϊδάρη» ενώ ο γερο Αναγνώστης εξηγεί την παρουσία του Μιμηθού στους νιοφερμένους επισκέπτες με την φράση: «Τι θ’ απογίνει το χωριό μας χωρίς κουζουλό;» (Καζαντζάκης, Ν., 1973, ό.π.).
Η φιγούρα του «παλαβού-νεραϊδάρη-κουζουλού» Μιμηθού, είναι ιδιαίτερα γνωστή, κυρίως από τον κινηματογραφικό Ζορμπά του Μιχάλη Κακογιάννη και την επιτυχημένη εμψύχωσή του από τον Σωτήρη Μουστάκα (Κακογιάννης 1964). Έχει δομικό χαρακτήρα ανάμεσα στα υπόλοιπα συμβάντα της μυθιστορηματικής αφήγησης, λειτουργώντας ως χιουμοριστική, γκροτέσκα φιγούρα που αποφορτίζει με την παρουσία της, τα πιο τραγικά επεισόδια του έργου. Ανάλογος ο ρόλος της και στο θέατρο και συγκεκριμένα στη σύγχρονη θεατρική μεταφορά του από τον σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (εκεί την εμψύχωση του Μιμηθού αναλαμβάνει ο ηθοποιός Δημήτρης Φουρλής).
Β) Η δεύτερη φιγούρα ο Ζαχαρίας είναι ένας «αλλόκοτος» καλόγερος, θα λέγαμε κατ’ αντιστοιχία με τον Μιμηθό, ο «παλαβός του μοναστηριού», ή ακόμα πιο συγκεκριμένα ο «μεσοπαλαβός» του, όπως εμφανίζεται στο Καζαντζακικό κείμενο. Ένας αλλιώτικος καλόγερος ο οποίος διαφοροποιείται από την κοινότητα του μοναστηριού, δυσαρεστημένος από τη στάση των υπόλοιπων μοναχών απέναντί του.
Ο συγγραφέας/αφεντικό και ο Ζορμπάς συναντούν τον καλόγερο, καθώς ανεβαίνουν προς το Μοναστήρι με σκοπό να κλείσουν συμφωνία για την εκμετάλλευση της ξυλείας του δάσους. Στο κείμενο, ο Ζαχαρίας περιγράφεται ως «κοκκινοτρίχης, κιτρινιάρης, με ανασκουμπωμένο το ράσο, μαύρο τρουλωτό σκούφο. Κρατούσε μια σιδερένια βέργα, χτυπούσε τη γης και πήγαινε με φόρα», ενώ παρακάτω αναφέρεται ως «μεσοπάλαβος καλόγερος» με «σακατεμένο μυαλό όπως και σακατεμένο κορμί που προκαλεί ανάκατα αντιπάθεια, συμπόνια, κι αηδία» (Καζαντζάκης, Ν., 1973, σ. 227-228)
Ξεχωριστό ενδιαφέρον για το χτίσιμο του χαρακτήρα του Ζαχαρία από τον Καζαντζάκη έχει η ταυτόχρονη, διπλή του προσωπικότητα: Η μια είναι αυτή του θεοσεβούμενου καλόγερου (Ζαχαρίας), ενώ μια άλλη, «εσωτερική», εκείνη του δαιμονισμένου εαυτού (Ιωσήφ) η οποία κυριαρχείται και υπακούει στις διαβολές του σατανά. Παραθέτουμε το αντίστοιχο απόσπασμα:
«Έσκυψε ο Ζορμπάς και τον κοίταξε:
–Μήπως έχεις κανένα διάολο μέσα σου, Ζαχαρία;
Ο καλόγερος τινάχτηκε:
–Πώς το ξέρεις; ρώτησε με κατάπληξη.
–Έρχουμαι από το Αγιονόρος, αποκρίθηκε ο Ζορμπάς· κάτι ξέρω.
Ο καλόγερος έσκυψε το κεφάλι· μόλις ακούγουνταν η φωνή του:
–Ναι, μουρμούρισε, έχω.
–Και θέλει μπακαλιάρο και κονιάκ, ε;
–Ναι, θέλει ο τρισκατάρατος!
–Σύμφωνοι, το λοιπόν! Καπνίζει κιόλα;
Ο Ζορμπάς του πέταξε ένα τσιγάρο· ο καλόγερος το άρπαξε λιμαχτά.
–Καπνίζει, καπνίζει, ανάθεμά τον! είπε, έβγαλε από τον κόρφο του μιαν τσακμακόπετρα με φιτίλι, άναψε και ρούφηξε με όλα του τα πλεμόνια.
–Στ’ όνομα του Χριστού! είπε, σήκωσε το σιδερένιο ραβδί, έκαμε μεταβολή και μπήκε μπροστά.
–Και πώς τόνε λένε το διάολο που ᾽χεις μέσα σου; ρώτησε ο Ζορμπάς και μου ᾽παιξε το μάτι.
–Ιωσήφ, αποκρίθηκε ο καλόγερος χωρίς να στραφεί». (Καζαντζάκης, Ν. 1973, σ. 229).[1]
Ας δούμε μερικά ακόμα στοιχεία που αφορούν τους Μιμηθό και Ζαχαρία/Ιωσήφ στην αφήγηση του μυθιστορήματος: