Ο «παλαβός του χωριού» και ο «μεσοπάλαβος» του μοναστηριού στον «Ζορμπά» του Ν. Καζαντζάκη: προσθήκες, προσαρμογές, αποσιωπήσεις.

Ο «παλαβός του χωριού» και ο «μεσοπάλαβος» του μοναστηριού στον «Ζορμπά» του Ν. Καζαντζάκη: προσθήκες, προσαρμογές, αποσιωπήσεις.


Η ανα­θέρ­μαν­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για το έρ­γο του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη στις ση­με­ρι­νές πο­λι­τι­σμι­κές συν­θή­κες, ενταγ­μέ­νη στο διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­νο πλαί­σιο ανά­γνω­σης του 21ου αιώ­να (δια­δί­κτυο, προ­σπά­θεια ανα­θέρ­μαν­σης του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τα κλασ­σι­κά λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα, η οποία στο­χεύ­ει σε ένα νε­ό­τε­ρο, ηλι­κια­κά, κοι­νό κ.λπ.), ανοί­γει εκ των πραγ­μά­των τον δρό­μο και σε νέ­ες προ­σεγ­γί­σεις. Η επα­να­κυ­κλο­φο­ρία του συ­νό­λου του έρ­γου του συγ­γρα­φέα από τις εκ­δό­σεις Διό­πτρα και οι ποι­κί­λες δρά­σεις που την συ­νο­δεύ­ουν (τη­λε­ο­πτι­κές σει­ρές, συ­νέ­δρια, εκ­θέ­σεις, ει­δι­κές εκ­δό­σεις, επα­να­κυ­κλο­φο­ρία και με­τα­φρά­σεις ει­δι­κών με­λε­τών, ει­κο­νο­γρα­φή­σεις παι­δι­κών έρ­γων και τώ­ρα graphic novels) συ­ντεί­νουν σε αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση. Το κα­ζαν­τζα­κι­κό έρ­γο σή­με­ρα δια­βά­ζε­ται σε ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον από εκεί­νο που το κα­θιέ­ρω­σε. Επο­μέ­νως, όπως έχει ήδη επι­ση­μά­νει ο Δη­μή­τρης Δη­μη­ρού­λης, «το ‘φαι­νό­με­νο Κα­ζαν­τζά­κη­ς’ δεν μπο­ρεί να αντι­με­τω­πι­στεί με τις συμ­βα­τι­κές φι­λο­λο­γι­κές με­θό­δους ού­τε με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες κρι­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις. Επει­δή ακρι­βώς συ­ντί­θε­ται από ανο­μοιο­γε­νή στοι­χεία απαι­τεί να το αντι­με­τω­πί­σου­με όχι απλώς ως λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρέκ­κλι­ση αλ­λά και ως δυ­να­μι­κή και ιδιό­μορ­φη πο­λι­τι­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που υπερ­βαί­νει τους πε­ριο­ρι­σμούς του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου» (Δη­μη­ρού­λης, Δ., 2006, σ. 296).

Βέ­βαια, πρέ­πει να ση­μειώ­σου­με, πως η ίδια η δυ­να­μι­κή του έρ­γου του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, με τις ση­μα­ντι­κό­τα­τες με­τα­πλά­σεις του στον κι­νη­μα­το­γρά­φο και το θέ­α­τρο, οδή­γη­σε σχε­τι­κά νω­ρίς στη συ­γκρι­τι­κή, δια­με­σι­κή με­λέ­τη των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του με τις αντί­στοι­χες σε­να­ρια­κές απο­δό­σεις τους. Ανα­φέ­ρου­με εν­δει­κτι­κά τις με­λέ­τες των Αγά­θου, Γα­ρα­ντού­δη, Σταυ­ρο­πού­λου, Πα­πα­νι­κο­λά­ου, Στε­φα­νή, οι οποί­ες εκτός των άλ­λων ανα­δει­κνύ­ουν στοι­χεία που αφο­ρούν και την Οπτι­κή από­δο­ση του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου.

Ση­μείο εκ­κί­νη­σης για την πα­ρού­σα ει­σή­γη­ση απο­τε­λεί η με­τα­φο­ρά του έρ­γου του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά σε graphic novel (GN) υπό τον τί­τλο: Ζορ­μπάς. Πρά­σι­νη πέ­τρα ωραιο­τά­τη (Διό­πτρα, 2023). Σε αυ­τήν, ου­σια­στι­κά επι­χει­ρεί­ται μια οπτι­κή επα­να­φή­γη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος μέ­σω της συ­γκε­κρι­μέ­νης φόρ­μας των comics, απο­δί­δο­ντας πλέ­ον σχή­μα, χρώ­μα και μορ­φή στα πρό­σω­πα και στα σκη­νι­κά της αφή­γη­σης.

Φυ­σι­κά, έχου­με «δει» ξα­νά τους ήρω­ες και τα το­πία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, στο θέ­α­τρο αλ­λά κυ­ρί­ως στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, μέ­σω της ται­νί­ας του Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη Zorba the Greek, όπου η δια­μόρ­φω­ση της «ει­κό­νας του Ζορ­μπά» υπήρ­ξε κα­τα­λυ­τι­κή. Σε αυ­τήν, χα­ρα­κτή­ρες, σκη­νι­κά αλ­λά και η δια­χεί­ρι­ση του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού χρο­νό­το­που απο­μα­κρύ­νο­νται από τη φα­ντα­σία των ανα­γνω­στών του βι­βλί­ου και παίρ­νουν συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή μέ­σω της από­δο­σης του σκη­νο­θέ­τη και τις στο­χεύ­σεις της πα­ρα­γω­γής. Ο Ζορ­μπάς της ται­νί­ας δεν εί­ναι πλέ­ον ο φα­ντα­στι­κός Ζορ­μπάς, όπως τον πλά­θει ο κα­θέ­νας μας κα­τά την ανά­γνω­ση, ή εκεί­νη η ασπρό­μαυ­ρη φι­γού­ρα του πραγ­μα­τι­κού, Γιώρ­γη Ζορ­μπά στις δυο τρεις αυ­θε­ντι­κές φω­το­γρα­φί­ες που έχουν δια­σω­θεί (Στα­σι­νά­κης, Γ., 2017), αλ­λά ταυ­τί­ζε­ται με τον Anthony Quinn ή πιο πρό­σφα­τα με τον Γιάν­νη Στάν­κο­γλου, ηθο­ποιούς που εμ­ψύ­χω­ναν τον ήρωα στον κι­νη­μα­το­γρά­φο και το θέ­α­τρο αντί­στοι­χα. Με­τα­φο­ρά, που όπως έχει επι­ση­μά­νει και ο Peter Bien ανα­φε­ρό­με­νος στην ται­νία του Κα­κο­γιάν­νη, απο­μα­κρύ­νε­ται ση­μα­ντι­κά από το αρ­χι­κό κεί­με­νο και τις πι­θα­νές συγ­γρα­φι­κές προ­θέ­σεις του Κα­ζαν­τζά­κη. Και μά­λι­στα σε βαθ­μό που - ανε­ξάρ­τη­τα από την πα­ρου­σία της ται­νί­ας ως «ση­μα­ντι­κού, αυ­τό­νο­μου καλ­λι­τε­χνι­κού έρ­γου» - υπήρ­ξε βα­σι­κή «αι­τία πα­ρερ­μη­νειών του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος», ου­σια­στι­κά «πα­ρα­πλα­νώ­ντας» ως μια εν δυ­νά­μει ει­σα­γω­γή στον Αλέ­ξη Ζορ­μπά (Μπιν, 2007α, σ. 180)

Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο GN Ζορ­μπάς. Πρά­σι­νη πέ­τρα ωραιο­τά­τη, και μέ­σω των σκί­τσων, επι­χει­ρεί­ται μια άλ­λου εί­δους οπτι­κο­ποί­η­ση του Ζορ­μπά - με σχέ­δια τυ­πω­μέ­να στο χαρ­τί και σε μορ­φή βι­βλί­ου - που εκ των πραγ­μά­των επα­να­συ­στή­νει τις φι­γού­ρες αλ­λά και τις ιδέ­ες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος από δια­φο­ρε­τι­κό ση­μείο θέ­α­σης. Όμως σε αυ­τήν τη δια­δι­κα­σία της οπτι­κής επα­να­φή­γη­σης - στο στά­διο της με­λέ­της και της ανα­σύ­ντα­ξης του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου σε μορ­φή σε­να­ρί­ου -, πολ­λά ήταν τα ση­μεία που έθε­ταν ερω­τή­μα­τα ως προς τη δια­χεί­ρι­ση και την από­δο­σή τους ή έδι­ναν λα­βές για μιαν άλ­λη προ­σέγ­γι­ση των ιδε­ών του συγ­γρα­φέα μέ­σω ετε­ρο­α­να­φο­ρών. Ποια θα ήταν η τε­λι­κή επι­λο­γή, η «λύ­ση» στην οπτι­κή επα­να­φή­γη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος;

Υπάρ­χουν αρ­κε­τά τέ­τοια εν­δια­φέ­ρο­ντα ση­μεία που συν­δέ­ο­νται με την ει­κό­να και τη δια­με­σι­κή με­τα­φο­ρά τους (όπως εκεί­νη με τις ανα­φο­ρές στο έρ­γο του Auguste Rodin αλ­λά και τα σκί­τσα που φτιά­χνει ο ίδιος ο Ζορ­μπάς) όπου θα επα­νέλ­θω για να τις σχο­λιά­σω με άλ­λες αφορ­μές. Εδώ νο­μί­ζω πως θα ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ται­ρια­στό, και σχε­τι­κό με τη θε­μα­τι­κή του συ­νε­δρί­ου, να ανα­φερ­θώ σε ένα άλ­λο ση­μείο, με ιδιαί­τε­ρο φι­λο­λο­γι­κό αλ­λά και θε­α­τρι­κό εν­δια­φέ­ρον: στα γκρο­τέ­σκα στοι­χεία του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου του Ζορ­μπά, που αφο­ρούν, όχι κά­ποιον σύγ­χρο­νο ομό­τε­χνο του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, αλ­λά (κα­τά κά­ποιον τρό­πο) έναν «ομό­τε­χνο» του Μι­μη­θού. 


1. Ο «πα­λα­βός του χω­ριού» και ο «με­σο­πά­λα­βος» του μο­να­στη­ριού

Στο έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλε­ξη Ζορ­μπά, στο πλάι των πρω­τα­γω­νι­στών κι ανά­με­σα στα άλ­λα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα πρό­σω­πα, εμ­φα­νί­ζο­νται και δυο ξε­χω­ρι­στοί, γκρο­τέ­σκοι («αλ­λό­κο­τοι» κα­τά τον Μπα­χτίν) χα­ρα­κτή­ρες: Ο Μι­μη­θός και ο Ζα­χα­ρί­ας.

Οι δύο φι­γού­ρες αν και δεν συ­να­ντιού­νται πο­τέ, θα λέ­γα­με πως κι­νού­νται πα­ράλ­λη­λα, δια­θέ­τουν πα­ρό­μοια γνω­ρί­σμα­τα και πα­ρό­μοιες συ­μπε­ρι­φο­ρές ενώ λει­τουρ­γούν στην εξέ­λι­ξη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος από πα­ρό­μοια θέ­ση. Πα­ρό­λα αυ­τά με την πά­ρο­δο των χρό­νων από την κυ­κλο­φο­ρία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο Μι­μη­θός εξε­λί­χθη­κε σε έναν από τους πιο ανα­γνω­ρί­σι­μους χα­ρα­κτή­ρες του Ζορ­μπά. Και σε αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση, έχει παί­ξει σί­γου­ρα ρό­λο η επι­τυ­χής εμ­φά­νι­σή του στην ται­νία του Κα­κο­γιάν­νη τον οποίο υπο­δύ­ε­ται ο Σω­τή­ρης Μου­στά­κας. Αντί­θε­τα ο Ζα­χα­ρί­ας τό­σο στα με­λε­τή­μα­τα για τους χα­ρα­κτή­ρες του Κα­ζαν­τζά­κη όσο και για τις με­τα­φο­ρές του στο Θέ­α­τρο και τον Κι­νη­μα­το­γρά­φο, περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τος. Ας δού­με αυ­τούς τους δυο «πα­λα­βούς» του έρ­γου από πιο κο­ντά.

Α) Ο πρώ­τος, ο Μι­μη­θός απο­τε­λεί τον «τρε­λό» του έρ­γου, σύμ­φω­να και με την ευ­ρύ­τε­ρη θε­α­τρι­κή πα­ρά­δο­ση. Ανα­φέ­ρε­ται άλ­λω­στε ξε­κά­θα­ρα και στο κεί­με­νο ως ο «πα­λα­βός του χω­ριού». Συ­γκε­κρι­μέ­να, κα­θώς ο Μι­μη­θός εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά στο κα­φε­νείο του χω­ριού - στο οποίο βρί­σκο­νται ήδη ο συγ­γρα­φέ­ας/αφε­ντι­κό με τον Ζορ­μπά μα­ζί με τους προ­ε­στούς και άλ­λους κα­τοί­κους της κρη­τι­κής κοι­νό­τη­τας -, ο Κα­ζαν­τζά­κης μας τον συ­στή­νει μέ­σω των πα­ρα­κά­τω σχο­λί­ων:

«–Κα­λώς τον Μι­μη­θό! φώ­να­ξαν με­ρι­κοί γε­λώ­ντας. Κά­θε χω­ριό έχει τον πα­λα­βό του· κι αν δεν έχει, τον φτιά­νει, για να περ­νά η ώρα του· ο Μι­μη­θός ήταν ο πα­λα­βός του χω­ριού». (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, σ. 125-126).

Στο ίδιο ση­μείο ο Μι­μη­θός πε­ρι­γρά­φε­ται ως «…νιού­τσι­κος, ξυ­πό­λυ­τος, ανα­μαλ­λιά­ρης, με με­γά­λα αλ­λο­παρ­μέ­να μά­τια· [όπως] τέ­τοιον αγιο­γρα­φούν τον Άι-Γιάν­νη το Βα­φτι­στή, με τα μά­τια γι­γα­ντω­μέ­να από την πεί­να και την προ­σευ­κή». Ο συγ­γρα­φέ­ας μά­λι­στα συ­μπλη­ρώ­νει την πα­ρα­πά­νω πε­ρι­γρα­φή, προι­κί­ζο­ντας γε­λα­στι­κά τον Μι­μη­θό με μια «ψευ­δή φω­νή». Επι­πρό­σθε­τα ο Μαυ­ρα­ντώ­νης, ο προ­ε­στός του χω­ριού, τον απο­κα­λεί «νε­ραϊ­δά­ρη» ενώ ο γε­ρο Ανα­γνώ­στης εξη­γεί την πα­ρου­σία του Μι­μη­θού στους νιο­φερ­μέ­νους επι­σκέ­πτες με την φρά­ση: «Τι θ’ απο­γί­νει το χω­ριό μας χω­ρίς κου­ζου­λό;» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, ό.π.).

Η φι­γού­ρα του «πα­λα­βού-νε­ραϊ­δά­ρη-κου­ζου­λού» Μι­μη­θού, εί­ναι ιδιαί­τε­ρα γνω­στή, κυ­ρί­ως από τον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό Ζορ­μπά του Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη και την επι­τυ­χη­μέ­νη εμ­ψύ­χω­σή του από τον Σω­τή­ρη Μου­στά­κα (Κα­κο­γιάν­νης 1964). Έχει δο­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα ανά­με­σα στα υπό­λοι­πα συμ­βά­ντα της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής αφή­γη­σης, λει­τουρ­γώ­ντας ως χιου­μο­ρι­στι­κή, γκρο­τέ­σκα φι­γού­ρα που απο­φορ­τί­ζει με την πα­ρου­σία της, τα πιο τρα­γι­κά επει­σό­δια του έρ­γου. Ανά­λο­γος ο ρό­λος της και στο θέ­α­τρο και συ­γκε­κρι­μέ­να στη σύγ­χρο­νη θε­α­τρι­κή με­τα­φο­ρά του από τον σκη­νο­θέ­τη Γιάν­νη Κα­κλέα και το Ίδρυ­μα Μεί­ζο­νος Ελ­λη­νι­σμού (εκεί την εμ­ψύ­χω­ση του Μι­μη­θού ανα­λαμ­βά­νει ο ηθο­ποιός Δη­μή­τρης Φουρ­λής).

Β) Η δεύ­τε­ρη φι­γού­ρα ο Ζα­χα­ρί­ας εί­ναι ένας «αλ­λό­κο­τος» κα­λό­γε­ρος, θα λέ­γα­με κα­τ’ αντι­στοι­χία με τον Μι­μη­θό, ο «πα­λα­βός του μο­να­στη­ριού», ή ακό­μα πιο συ­γκε­κρι­μέ­να ο «με­σο­πα­λα­βός» του, όπως εμ­φα­νί­ζε­ται στο Κα­ζαν­τζα­κι­κό κεί­με­νο. Ένας αλ­λιώ­τι­κος κα­λό­γε­ρος ο οποί­ος δια­φο­ρο­ποιεί­ται από την κοι­νό­τη­τα του μο­να­στη­ριού, δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος από τη στά­ση των υπό­λοι­πων μο­να­χών απέ­να­ντί του.

Ο συγ­γρα­φέ­ας/αφε­ντι­κό και ο Ζορ­μπάς συ­να­ντούν τον κα­λό­γε­ρο, κα­θώς ανε­βαί­νουν προς το Μο­να­στή­ρι με σκο­πό να κλεί­σουν συμ­φω­νία για την εκ­με­τάλ­λευ­ση της ξυ­λεί­ας του δά­σους. Στο κεί­με­νο, ο Ζα­χα­ρί­ας πε­ρι­γρά­φε­ται ως «κοκ­κι­νο­τρί­χης, κι­τρι­νιά­ρης, με ανα­σκου­μπω­μέ­νο το ρά­σο, μαύ­ρο τρου­λω­τό σκού­φο. Κρα­τού­σε μια σι­δε­ρέ­νια βέρ­γα, χτυ­πού­σε τη γης και πή­γαι­νε με φό­ρα», ενώ πα­ρα­κά­τω ανα­φέ­ρε­ται ως «με­σο­πά­λα­βος κα­λό­γε­ρος» με «σα­κα­τε­μέ­νο μυα­λό όπως και σα­κα­τε­μέ­νο κορ­μί που προ­κα­λεί ανά­κα­τα αντι­πά­θεια, συ­μπό­νια, κι αη­δία» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, σ. 227-228)

Ξε­χω­ρι­στό εν­δια­φέ­ρον για το χτί­σι­μο του χα­ρα­κτή­ρα του Ζα­χα­ρία από τον Κα­ζαν­τζά­κη έχει η ταυ­τό­χρο­νη, δι­πλή του προ­σω­πι­κό­τη­τα: Η μια εί­ναι αυ­τή του θε­ο­σε­βού­με­νου κα­λό­γε­ρου (Ζα­χα­ρί­ας), ενώ μια άλ­λη, «εσω­τε­ρι­κή», εκεί­νη του δαι­μο­νι­σμέ­νου εαυ­τού (Ιω­σήφ) η οποία κυ­ριαρ­χεί­ται και υπα­κού­ει στις δια­βο­λές του σα­τα­νά. Πα­ρα­θέ­του­με το αντί­στοι­χο από­σπα­σμα:

«Έσκυ­ψε ο Ζορ­μπάς και τον κοί­τα­ξε:
–Μή­πως έχεις κα­νέ­να διά­ο­λο μέ­σα σου, Ζα­χα­ρία;
Ο κα­λό­γε­ρος τι­νά­χτη­κε:
–Πώς το ξέ­ρεις; ρώ­τη­σε με κα­τά­πλη­ξη.
–Έρ­χου­μαι από το Αγιο­νό­ρος, απο­κρί­θη­κε ο Ζορ­μπάς· κά­τι ξέ­ρω.
Ο κα­λό­γε­ρος έσκυ­ψε το κε­φά­λι· μό­λις ακού­γου­νταν η φω­νή του:
–Ναι, μουρ­μού­ρι­σε, έχω.
–Και θέ­λει μπα­κα­λιά­ρο και κο­νιάκ, ε;
–Ναι, θέ­λει ο τρι­σκα­τά­ρα­τος!
–Σύμ­φω­νοι, το λοι­πόν! Κα­πνί­ζει κιό­λα;
Ο Ζορ­μπάς του πέ­τα­ξε ένα τσι­γά­ρο· ο κα­λό­γε­ρος το άρ­πα­ξε λι­μα­χτά.
–Κα­πνί­ζει, κα­πνί­ζει, ανά­θε­μά τον! εί­πε, έβγα­λε από τον κόρ­φο του μιαν τσακ­μα­κό­πε­τρα με φι­τί­λι, άνα­ψε και ρού­φη­ξε με όλα του τα πλε­μό­νια.
–Στ’ όνο­μα του Χρι­στού! εί­πε, σή­κω­σε το σι­δε­ρέ­νιο ρα­βδί, έκα­με με­τα­βο­λή και μπή­κε μπρο­στά.
–Και πώς τό­νε λέ­νε το διά­ο­λο που ᾽χεις μέ­σα σου; ρώ­τη­σε ο Ζορ­μπάς και μου ᾽παι­ξε το μά­τι.
–Ιω­σήφ, απο­κρί­θη­κε ο κα­λό­γε­ρος χω­ρίς να στρα­φεί». (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν. 1973, σ. 229).[1]

Ας δού­με με­ρι­κά ακό­μα στοι­χεία που αφο­ρούν τους Μι­μη­θό και Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ στην αφή­γη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος:

Προσχέδια για τον Μιμηθό και τον Ζαχαρία
Προσχέδια για τον Μιμηθό και τον Ζαχαρία


1.1 Η «ανά­κρι­ση» των χα­ρα­κτή­ρων από τον συγ­γρα­φέα/αφε­ντι­κό.

Οι δύο «πα­λα­βοί» πα­ρου­σιά­ζο­νται στο έρ­γο με πα­ρό­μοιο τρό­πο. Με­τά την πρώ­τη ανα­γνω­ρι­στι­κή πε­ρι­γρα­φή τους από τον Κα­ζαν­τζά­κη, ακο­λου­θεί η «ανά­κρι­ση» των δυο χα­ρα­κτή­ρων από τον συγ­γρα­φέα/αφε­ντι­κό» και τον Ζορ­μπά. Εί­ναι ιδιαί­τε­ρα αξιο­ση­μεί­ω­τος ο πα­ράλ­λη­λος τρό­πος με τον οποίο απευ­θύ­νο­νται απα­νω­τά οι επί­μο­νες, διε­ρευ­νη­τι­κές ερω­τή­σεις σε Μι­μη­θό και Ζα­χα­ρία. Ερω­τή­σεις που προ­κα­λούν ανά­λο­γες απα­ντή­σεις, απο­κα­λυ­πτι­κές για τον βα­θύ­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα και την ψυ­χο­λο­γι­κή όσο και κοι­νω­νι­κή στά­ση των δύο «πα­λα­βών». Ερω­τή­σεις που δεν απευ­θύ­νο­νται που­θε­νά σε κά­ποιον άλ­λον δευ­τε­ρεύ­ο­ντα χα­ρα­κτή­ρα μέ­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μα με πα­ρό­μοιο.

Κα­θώς λοι­πόν φεύ­γουν από το κα­φε­νείο, «αφε­ντι­κό» και Ζορ­μπάς, συ­νο­δευό­με­νοι από τον Μι­μη­θό, του απευ­θύ­νουν μια σει­ρά από ερω­τή­σεις:

«–Πού πας;
–Στης χή­ρας το περ­βό­λι. Εί­πε πως θα μου δώ­σει να φάω, αν τε­λα­λί­σω, λέ­ει, για την προ­βα­τί­να της.
Περ­πα­τού­σα­με βια­στι­κά. Τα σύν­νε­φα εί­χαν ανοί­ξει λί­γο, ο ήλιος πρό­βα­λε. Όλο το χω­ριό γέ­λα­σε, φρε­σκο­πλυ­μέ­νο.
–Σου αρέ­σει η χή­ρα, Μι­μη­θό; έκα­με ο Ζορ­μπάς και το κα­τω­σά­γου­νό του έμει­νε κρε­μά­με­νο.
Ο Μι­μη­θός χι­χί­ρι­σε.
–Γιά­ντα να μη μου αρέ­σει, κου­μπά­ρε; Δε βγή­κα δα κι εγώ από υπό­νο­μο;
–Από υπό­νο­μο; έκα­μα απο­ρώ­ντας. Τι θες να πεις, Μι­μη­θό;
–Να, από κοι­λιά μά­νας.
Τρό­μα­ξα. Μο­νά­χα ένας Σαιξ­πή­ρος, συλ­λο­γί­στη­κα, θα μπο­ρού­σε, στις πιο δη­μιουρ­γι­κές στιγ­μές του, να βρει μιαν τό­σο ωμή ρε­α­λι­στι­κή έκ­φρα­ση, που να
ξε­σκε­πά­ζει όλο το σκο­τει­νό, βρο­με­ρό μυ­στή­ριο της γέν­νας.
Κοί­τα­ξα το Μι­μη­θό· τα μά­τια του ήταν με­γά­λα, φου­σκω­μέ­να, λί­γο αλ­λή­θω­ρα.
–Πώς; την περ­νάς τη μέ­ρα σου, Μι­μη­θό;
–Πώς να την περ­νώ; Μπέ­ης! Ξυ­πνώ το πρωί, τρώ­γω ένα κομ­μά­τι ψω­μί. Κι ύστε­ρα χα­μα­λί­κι, όπου βρω, ό,τι βρω· κά­νω θε­λή­μα­τα, κου­βα­λώ κο­πριά, μα­ζώ­νω κα­βα­λί­νες, έχω κι ένα κα­λά­μι και ψα­ρεύω. Κά­θου­μαι στης θειας μου, στης κυ­ρα-Λε­νιώς της μοι­ρο­λο­ή­τρας. Θα την κα­τέ­χε­τε· όλος ο κό­σμος την κα­τέ­χει. Τη φω­το­γρα­φί­σα­νε κιό­λα. Σα βρα­διά­σει, γυ­ρί­ζω σπί­τι, τρώ­γω ένα σκου­τέ­λι φαΐ, πί­νω κρα­σά­κι, αν έχει· αν δεν έχει, νε­ρά­κι του Θε­ού, μπό­λι­κο. Γί­νε­ται η κοι­λιά μου τού­μπα­νο. Κι ύστε­ρα, κα­λη­νύ­χτα!
–Και δε θα πα­ντρευ­τείς και συ, Μι­μη­θό;
–Εγώ; Κου­ζου­λά­θη­κα; Τι λες, βρε παι­δί; μπε­λά­δες να βά­λω στο κε­φά­λι μου; Η γυ­ναί­κα θέ­λει πα­πού­τσια! Πού να τα βρω; Να, εγώ περ­πα­τώ ξυ­πό­λυ­τος.
–Και δεν έχεις στι­βά­νια;
–Πώς δεν έχω; Ένας πέ­θα­νε πέ­ρυ­σι και του τα ’βγα­λε η θεια μου η Λε­νιώ από τα πό­δια του. Μα τα βά­ζω κά­θε Λα­μπρή και πάω στην εκ­κλη­σιά και κά­νω χά­ζι τους πα­πά­δες. Κι ύστε­ρα τα βγά­ζω, τα περ­νώ στο λαι­μό μου και γυ­ρί­ζω σπί­τι.
–Τι πρά­μα αγα­πάς, Μι­μη­θό, απ’ όλα πιο πο­λύ στον κό­σμο;
–Πρώ­τα, το ψω­μί. Ε, χα­ρώ το! ζε­στό ζε­στό, και να ’ναι και στα­ρέ­νιο! μω­ρέ, ας εί­ναι κι από κρι­θά­ρι! Ύστε­ρα το κρα­σί. Ύστε­ρα τον ύπνο.
–Και τη γυ­ναί­κα;
–Πφφ! Φάε, πιες και τρά­βα να κοι­μη­θείς, σου λέω! Όλα τ’ άλ­λα, σκου­τού­ρες!
–Και τη χή­ρα;
–Άσ’ τη­νε στο διά­ο­λο, το κα­λό που σου θέ­λω!
Έφτυ­σε τρεις φο­ρές κι έκα­με το σταυ­ρό του.
–Και ξέ­ρεις γράμ­μα­τα;
–Α μπα! Όταν ήμου­να μι­κρός, με πή­γα­νε με το ζό­ρι στο σκο­λειό· μα γρή­γο­ρα έπα­θα τύ­φο κι έγι­να κου­τός. Κι έτσι γλύ­τω­σα!» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, σ. 127-129).

Αντί­στοι­χα πα­ρα­κά­τω δια­βά­ζου­με ερω­τή­σεις που απευ­θύ­νο­νται στον Ζα­χα­ρία, συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά με εκεί­νες που ήδη έχου­με πα­ρα­θέ­σει πα­ρα­πά­νω σχε­τι­κά με τον Ιω­σήφ:

«–Πώς έγι­νες κα­λό­γε­ρος; τον ρώ­τη­σε ο Ζορ­μπάς που ᾽χε φά­ει κα­λά κι ήθε­λε κου­βέ­ντα.
Ο κα­λό­γε­ρος χα­χά­νι­σε:
–Θαρ­ρείς από αγιό­τη­τα; Κα­θό­λου. Από φτώ­χεια, αδελ­φέ μου, από φτώ­χεια. Δεν εί­χα να φάω και συλ­λο­γί­στη­κα: Ας πάω στο μο­να­στή­ρι, να μην ψο­φή­σω της πεί­νας!
–Κι εί­σαι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος;
–Δό­ξα σοι ο Θε­ός! Συ­χνά ανα­στε­νά­ζω, μα μην ακούς· δεν ανα­στε­νά­ζω για τη γης – αυ­τή την έχ..., με συγ­χω­ρεί­τε, και κά­θε μέ­ρα τη χ... Μα ανα­στε­νά­ζω για τα επου­ρά­νια. Λέω αστεία, κά­νω τού­μπες, οι κα­λό­γε­ροι με βλέ­πουν και γε­λού­νε· όλοι μου λέ­νε πως έχω τα εφτά δαι­μό­νια και με βρί­ζουν· μα εγώ λέω: «Δε γί­νε­ται, ο Θε­ός αγα­πά­ει το γέ­λιο. Έλα μέ­σα, φα­σου­λή μου, θα μου πει την άλ­λη μέ­ρα, έλα να με κά­νεις να γε­λά­σω!» Κι έτσι, μα­θές, θα μπω κι εγώ στην Πα­ρά­δει­σο, σαν κα­ρα­γκιό­ζης.» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, σ. 230-231).

1.2 Σύ­γκρι­ση των δυο χα­ρα­κτή­ρων

Όπως εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, οι δυο χα­ρα­κτή­ρες έχουν αρ­κε­τά κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τό­σο ως φι­γού­ρες, όσο και ως προς τον ρό­λο που ανα­λαμ­βά­νουν στην εξέ­λι­ξη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ας δού­με κά­ποια από αυ­τά τα στοι­χεία:

Α) Ανή­κουν και οι δυο στους «πα­λα­βούς» δυο ση­μα­ντι­κών κοι­νω­νι­κών κλει­στών υπο­συ­νό­λων: ο Μι­μη­θός στη μι­κρή κοι­νω­νία του χω­ριού, ο Ζα­χα­ρί­ας στην κοι­νό­τη­τα του μο­να­στη­ριού.

Β). Το πα­ρα­πά­νω στοι­χείο, πα­ρα­πέ­μπει σε γνω­στές αρ­χε­τυ­πι­κές αστεί­ες φι­γού­ρες του θε­ά­τρου (εύ­θυ­μος δού­λος, πί­κα­ρο, γε­λω­το­ποιός, τρε­λός) με γκρο­τέ­σκα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και επι­τε­λούν συ­γκε­κρι­μέ­νο ρό­λο στην εξέ­λι­ξη της αφη­γού­με­νης ιστο­ρί­ας, ο οποί­ος δεν θα μπο­ρού­σε να επι­τε­λε­στεί από «σο­βα­ρούς», δρα­μα­τι­κούς, πρω­τα­γω­νι­στι­κούς χα­ρα­κτή­ρες.

Γ) Σε προ­έ­κτα­ση της «ελευ­θε­ριό­τη­τας» του θε­α­τρι­κού «τρε­λού» και της σχε­τι­κής κοι­νω­νι­κής ασυ­λί­ας τους ως «πα­λα­βών», όπως ήδη επι­ση­μά­να­με, μπο­ρούν να ει­πω­θούν αλή­θειες και κρί­σεις για το κοι­νω­νι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον, που θα ήταν δύ­σκο­λο να δια­τυ­πω­θούν από άλ­λους χα­ρα­κτή­ρες. Με αυ­τόν τον τρό­πο ο Μι­μη­θός σχο­λιά­ζει, για πα­ρά­δειγ­μα, τη δο­λο­φο­νία της Χή­ρας, με ανο­χή των κα­τοί­κων του χω­ριού, απο­κα­λώ­ντας τους «ψεύ­τες, φο­νιά­δες, πα­λιάν­θρω­πους» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, σ. 304). Ο Ζα­χα­ρί­ας πά­λι, σε διά­φο­ρα ση­μεία τα βά­ζει με την υπο­κρι­σία αλ­λά και την ου­σια­στι­κά βλά­σφη­μη στά­ση και συ­μπε­ρι­φο­ρά των μο­να­χών του μο­να­στη­ριού.

Δ) Η πα­ρου­σία των δύο «πα­λα­βών» στο μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι σχε­δόν ισο­δύ­να­μη. Τα επει­σό­δια που συμ­με­τέ­χουν και οι ανα­φο­ρές σε αυ­τούς κα­τα­λαμ­βά­νουν πα­ρό­μοια έκτα­ση στην αφή­γη­ση. Μά­λι­στα για τη δια­σταύ­ρω­ση των πα­ρα­πά­νω, προ­έ­κυ­ψε το εξής, μάλ­λον τυ­χαίο αλ­λά ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρον, στοι­χείο: στο μυ­θι­στό­ρη­μα το όνο­μα του Μι­μη­θού εντο­πί­ζε­ται 36 φο­ρές. Αντί­στοι­χα του Ζα­χα­ρία (25), μα­ζί με τη δαι­μο­νι­σμέ­νη του περ­σό­να, τον Ιω­σήφ (11), ανα­φέ­ρε­ται επί­σης 36 φο­ρές.

Ε) Εάν επρό­κει­το ο Ζορ­μπάς να με­τα­φε­ρό­ταν ολό­κλη­ρος στο «σα­νί­δι», οι δύο ρό­λοι, του Μι­μη­θού και το Ζα­χα­ρία, θα μπο­ρού­σαν να εμ­ψυ­χω­θούν από τον ίδιο (κω­μι­κό) ηθο­ποιό. Και αυ­τό, όχι μό­νο, λό­γω των κοι­νών τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών αλ­λά και για­τί τα επει­σό­δια στα οποία συμ­με­τέ­χουν εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά. Οι δύο ήρω­ες δεν συ­μπί­πτουν πο­τέ στο ίδιο επει­σό­διο.

ΣΤ) Η επι­λο­γή για τα ονό­μα­τα των δύο χα­ρα­κτή­ρων από τον συγ­γρα­φέα και η πι­θα­νή τους ρί­ζα που έχει κα­τά νου - αν και εί­ναι πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη μια τέ­τοια υπό­θε­ση από την πλευ­ρά μας - έχει το δι­κό της εν­δια­φέ­ρον:

Το «Μι­μη­θός», πι­θα­νό­τα­τα να πα­ρα­πέ­μπει ακρι­βώς στον θε­α­τρι­κό τύ­πο των μί­μων ή και την θε­α­τρι­κή ιδιό­τη­τα της μί­μη­σης γε­νι­κό­τε­ρα (Μαν­δη­λα­ράς, 1986, σ.19-32).

Ο «Ζα­χα­ρί­ας» πά­λι ανα­φέ­ρε­ται στη βι­βλι­κή μορ­φή που εί­χε μια απο­κά­λυ­ψη αγ­γέ­λου στο όνο­μα του Μι­χα­ήλ. Πολ­λές εκ­δο­χές τον φέ­ρουν ως πα­τέ­ρα του Ιω­άν­νη του βα­πτι­στή. Να συ­μπλη­ρώ­σου­με ακό­μα πως η πα­ρο­μοί­ω­ση του Μι­μη­θού από τον συγ­γρα­φέα ως «Άι-Γιάν­νη το Βα­φτι­στή, με τα μά­τια γι­γα­ντω­μέ­να από την πεί­να και την προ­σευ­κή», το­πο­θε­τεί έμ­με­σα και πά­λι τους δυο γκρο­τέ­σκους ήρω­ες σε κά­ποιο συ­σχε­τι­σμό.

Υπάρ­χουν όμως και κά­ποιες δια­φο­ρές. Έτσι:

Α) Ο Μι­μη­θός στην εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας επι­τε­λεί κυ­ρί­ως ρό­λο «αγ­γε­λιο­φό­ρου», με­τα­φέ­ρο­ντας μη­νύ­μα­τα αλ­λά και πλη­ρο­φο­ρί­ες στον Ζορ­μπά και το «αφε­ντι­κό». Η φι­γού­ρα πά­λι εξα­φα­νί­ζε­ται με­τά και το δια­γού­μι­σμα της πε­ριου­σί­ας της νε­κρής Μα­ντάμ Ορ­τάνς (σ. 316).

Β) Ο Ζα­χα­ρί­ας/ Ιω­σήφ, αντί­θε­τα, φαί­νε­ται πως έχει με­γα­λύ­τε­ρο και λει­τουρ­γι­κό­τε­ρο ρό­λο, αφού γύ­ρω από αυ­τόν τον χα­ρα­κτή­ρα στή­νο­νται δια­δο­χι­κά επει­σό­δια σε εξέ­λι­ξη (γνω­ρι­μία/άνο­δος στο μο­να­στή­ρι, εν­δο­μο­να­στη­ρια­κά συμ­βά­ντα με κα­τά­λη­ξη τη δο­λο­φο­νία του νε­α­ρού ακο­λού­θου του πα­τέ­ρα Δο­μέ­τιου, προ­ε­τοι­μα­σία και καύ­ση μο­να­στη­ριού, λύ­τρω­ση από τον Ιω­σήφ και θά­να­τος του Ζα­χα­ρία, με­τα­θα­νά­τιο επει­σό­διο καρ­να­βα­λι­κού θαύ­μα­τος του Ζα­χα­ρία, έμ­με­ση τι­μω­ρία/«θεία δί­κη» του Ζορ­μπά με την κα­τα­στρο­φή του ενα­έ­ριου λό­γω του κα­τα­σκευα­σμέ­νου θαύ­μα­τός του – αυ­τό ως μια εναλ­λα­κτι­κή, πα­ράλ­λη­λη ανά­γνω­ση αυ­τού του συμ­βά­ντος- κ.λπ.).

1.3 Το γκρο­τέ­σκο στοι­χείο και η θε­α­τρι­κή λει­τουρ­γία του «πα­λα­βού».

    Γκρο­τέ­σκο, με τα λό­για του Αλέ­ξη Σο­λο­μού εί­ναι «η καλ­λι­τε­χνι­κή τε­χνο­τρο­πία που δια­στρε­βλώ­νει με γε­λοιο­γρα­φι­κή υπερ­βο­λή το αντι­κεί­με­νό της» (Σο­λο­μός, Α., 1984, σ. 151), το οποίο μά­λι­στα επι­μέ­νει στην υλι­κό­τη­τα ένα­ντι του πνευ­μα­τι­κού, το­νί­ζο­ντας τη σω­μα­τι­κό­τη­τα, την φθαρ­τό­τη­τα, το εφή­με­ρο ή και τον θά­να­το

    Ο Μπα­χτίν ονο­μά­ζει συμ­βα­τι­κά ως «γκρο­τέ­σκο ρε­α­λι­σμό, τον ιδιαί­τε­ρο τύ­πο ει­κο­νο­ποι­ί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη λαϊ­κή γε­λα­στι­κή κουλ­τού­ρα σε όλες τις μορ­φές με τις οποί­ες εμ­φα­νί­ζε­ται» (Μπα­χτίν, Μ., 2017, σ. 38). Ταυ­τί­ζε­ται κυ­ρί­ως με τη γε­λα­στι­κή κουλ­τού­ρα και τα θε­α­τρι­κά δρώ­με­να του Με­σαί­ω­να και της Ανα­γέν­νη­σης αλ­λά πα­ραλ­λα­γές της συ­να­ντού­με δια­χρο­νι­κά από την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι και τις μέ­ρες μας (αρ­χαίο Ελ­λη­νι­κό και ρω­μαϊ­κό θέ­α­τρο, μί­μοι, καρ­να­βά­λι, Comdedia dell’ arte κ.λπ.) και σε άλ­λες μορ­φές τέ­χνης, εδώ συ­γκε­κρι­μέ­να σε λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο.

    Το γκρο­τέ­σκο μέ­σα από θε­α­τρι­κούς ιδε­ο­τυ­πι­κούς χα­ρα­κτή­ρες όπως ο Τρε­λός, ο Πί­κα­ρο, ο Αρ­λε­κί­νος κ.λπ. (αντί­στοι­χες πα­λαιό­τε­ρες μορ­φές οι Σά­τυ­ροι στο σα­τυ­ρι­κό δρά­μα, ο Δού­λος στην αρ­χαία κω­μω­δία κ.λπ.), κα­τά­φερ­νε να επι­κοι­νω­νεί στοι­χεία που δια­φο­ρε­τι­κά θα ήταν δύ­σκο­λο να δια­τυ­πω­θούν από τους απλούς αν­θρώ­πους/θε­α­τές, πό­σο μάλ­λον από τους «σο­βα­ρούς», τρα­γι­κούς θε­α­τρι­κούς χα­ρα­κτή­ρες.

    Ο Μπα­χτίν αλ­λού ανα­φέ­ρε­ται στο πέ­ρα­σμα των πα­ρα­πά­νω θε­α­τρι­κών τύ­πων στη λο­γο­τε­χνία οι οποί­οι ανα­δια­μόρ­φω­σαν ακό­μα και τον ίδιο τον ρό­λο, τη θέ­ση του συγ­γρα­φέα σε σχέ­ση με την ποί­η­ση, το δρά­μα και το έπος.[2]

    Η «προ­σω­πι­κή» συγ­γρα­φή με τον έναν ή τον άλ­λο τρό­πο εί­ναι και εκεί­νη που τον επα­να­κα­θο­ρί­ζει σε σχέ­ση τό­σο με το έρ­γο όσο και με το κοι­νό. «Ο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος έχει ανά­γκη κά­ποιου εί­δους ου­σιώ­δη μορ­φι­κή-ει­δο­λο­γι­κή μά­σκα, η οποία να μπο­ρεί να κα­θο­ρί­σει τό­σο τη θέ­ση του για τη θέ­α­ση της ζω­ής όσο και τη θέ­ση του για τη δη­μο­σιο­ποί­η­ση αυ­τής της ζω­ής. Εδώ λοι­πόν οι μά­σκες του γε­λω­το­ποιού και του τρε­λού, με­τα­μορ­φω­μέ­νες βέ­βαια με διά­φο­ρους τρό­πους, προ­στρέ­χουν να βοη­θή­σουν τον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο» (Μπα­χτίν, Μ., 2022, σ. 130-131).

    Το ξε­σκέ­πα­σμα κά­θε εί­δους συμ­βα­τι­κό­τη­τας απο­τε­λεί, σύμ­φω­να με τον Μα­χτίν, από τους βα­σι­κό­τε­ρους στό­χους του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Η υπο­κρι­σία και το ψεύ­δος αυ­τής της κοι­νω­νι­κής συμ­βα­τι­κό­τη­τας που δια­πο­τί­ζει όλη την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά «στις φάρ­σες και στους σα­τι­ρι­κούς κύ­κλους διε­ξά­γε­ται αγώ­νας ενά­ντια στο φε­ου­δα­λι­κό πλαί­σιο και τη κα­κή συμ­βα­τι­κό­τη­τα… Σε αυ­τά αντι­πα­ρα­τί­θε­ται ως απο­κα­λυ­πτι­κή δύ­να­μη ο νη­φά­λιος, εύ­θυ­μος και πα­νούρ­γος νους του Πί­κα­ρο (σημ: ακό­μα και με τη μορ­φή πλα­νό­διου νε­α­ρού κλη­ρι­κού!), ο πα­ρω­δια­κός εμπαιγ­μός του γε­λω­το­ποιού και η αγα­θή ακα­τα­νοη­σία του τρε­λού. Στον σο­βα­ρό και σκο­τει­νό δό­λο αντι­πα­ρα­τί­θε­ται ο εύ­θυ­μος δό­λος του Πί­κα­ρο, στην ιδιο­τε­λή ψευ­τιά και υπο­κρι­σία η ανι­διο­τε­λής απλό­τη­τα και η υγι­ής ακα­τα­νοη­σία του τρε­λού, και σε κά­θε σύμ­βα­ση και ψεύ­δος η συν­θε­τι­κή μορ­φή του (πα­ρω­δια­κού) ξε­σπά­σμα­τος από το γε­λω­το­ποιό.» (Μπα­χτίν, Μ., 2022, σ. 133-134).

    Μι­μη­θός και Ζα­χα­ρί­ας (αλ­λά σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό και ο ίδιος ο Ζορ­μπάς) πα­ρου­σιά­ζο­νται από τον Κα­ζαν­τζά­κη ως κλη­ρο­νό­μοι αυ­τής της μα­κράς θε­α­τρι­κής πα­ρου­σί­ας του γκρο­τέ­σκου και της γε­λα­στι­κής κουλ­τού­ρας, πα­ρεμ­βαί­νο­ντας με τον χα­ρα­κτή­ρα και τα «αφε­λή» σχό­λιά τους στην αφη­γη­μα­τι­κή εξέ­λι­ξη. Όπως ση­μειώ­νει και ο Ζαν Στα­ρο­μπίν­σκι (ψυ­χα­να­λυ­τής αλ­λά και με­λε­τη­τής του Δια­φω­τι­σμού, ιστο­ρι­κός των Ιδε­ών και κα­θη­γη­τής συ­γκρι­τι­κής φι­λο­λο­γί­ας), «οι με­γά­λοι δρα­μα­τι­κοί συγ­γρα­φείς πα­ρου­σί­α­σαν συ­χνά τον κλό­ουν ή τον μπου­φό­νο ως φο­ρέα μιας σω­τη­ρί­ας, ως το αγα­θό πνεύ­μα που, πα­ρά την αδε­ξιό­τη­τα και τους σαρ­κα­σμούς του, σπρώ­χνει τον τρο­χό της μοί­ρας και συμ­βάλ­λει στην επι­στρο­φή της αρ­μο­νί­ας σ’ έναν κό­σμο που εί­χε δια­τα­ρα­χθεί από μια ενέρ­γεια του κα­κού…με την ελευ­θε­ριό­τη­τα που ο ίδιος (ο χα­ρα­κτή­ρας) παίρ­νει αυ­θαί­ρε­τα ή που του πα­ρα­χω­ρούν οι άλ­λοι, ο κλό­ουν εμ­φα­νί­ζε­ται σαν ένας δο­λιο­φθο­ρέ­ας της χα­ράς. Αλ­λά το στοι­χείο ατα­ξί­ας που ει­σά­γει στον κό­σμο (σημ: εδώ για πα­ρά­δειγ­μα ο Ζα­χα­ρί­ας με το κά­ψι­μο του μο­να­στη­ριού) εί­ναι το ανα­μορ­φω­τι­κό φάρ­μα­κο που ο άρ­ρω­στος κό­σμος έχει ανά­γκη για να ξα­να­βρεί την αλη­θι­νή του τά­ξη» (Στα­ρο­μπίν­σκι, Ζ., 1991, σ. 107).

    Ο «παλαβός του χωριού» και ο «μεσοπάλαβος» του μοναστηριού στον «Ζορμπά» του Ν. Καζαντζάκη: προσθήκες, προσαρμογές, αποσιωπήσεις.


    1.4 Το κα­ταγ­γελ­τι­κό, λυ­τρω­τι­κό αστείο.

    Ας επι­στρέ­ψου­με εδώ στον Μι­μη­θό και τον Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ αλ­λά και στον ίδιο τον συγ­γρα­φέα Κα­ζαν­τζά­κη κα­θώς πλέ­ον εν­σω­μα­τώ­νει στο μυ­θι­στό­ρη­μά του μια φι­γού­ρα που του μοιά­ζει πο­λύ: τον συγ­γρα­φέα/αφε­ντι­κό. Μια κα­θό­λου τυ­χαία αυ­το­α­να­φο­ρι­κή όσο και αυ­το­σαρ­κα­στι­κή πα­ρου­σία που μας πα­ρα­πέ­μπει (μέ­σω και των ανα­φο­ρών τους στο κεί­με­νο του Ζορ­μπά) σε πλή­θος άλ­λων έρ­γων όπως για πα­ρά­δειγ­μα στην Τρι­κυ­μία του Σαίξ­πηρ, τον Δον Κι­χώ­τη του Θερ­βά­ντες, τη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη. Εί­ναι μά­λι­στα ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας Κα­ζαν­τζά­κης που πρώ­τος σχο­λιά­ζει δει­κτι­κά την κλει­στή κοι­νω­νία του κρη­τι­κού χω­ριού, ταυ­τί­ζο­ντάς την με την γκρο­τέ­σκα Σαιξ­πη­ρι­κή φι­γού­ρα του «Κά­λι­μπαν-λα­ού» (σ. 45-46 του έρ­γου, βλ. επί­σης στο: Πα­σχά­λης, Μ., 2015, σ. 129). Δη­λα­δή πο­λύ πριν ανα­λά­βουν δρά­ση οι δυο «κου­ζου­λοί» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αρ­χι­κά, εί­ναι ο Μι­μη­θός εκεί­νος που πε­ρι­γρά­φει ως «πα­λιαν­θρώ­πους» και «φο­νιά­δες» τα μέ­λη της κλει­στής κοι­νω­νί­ας του χω­ριού με την εκ­δι­κη­τι­κή τους στά­ση απέ­να­ντι στην Χή­ρα αλ­λά και αρ­γό­τε­ρα, κα­τά το ευ­τε­λι­σμό της νε­κρής Ορ­τάνς μέ­σω του δια­γου­μί­σμα­τος της προ­σω­πι­κής της πε­ριου­σί­ας και αντι­κει­μέ­νων, που εύ­στο­χα η Έρη Σταυ­ρο­πού­λου ταυ­τί­ζει με την καρ­να­βα­λι­κή τε­λε­τουρ­γία όπως πε­ρι­γρά­φε­ται από τον Μπα­χτίν, (Σταυ­ρο­πού­λου,Ε., 2006, σ. 241).

    Στη συ­νέ­χεια ο Ζα­χα­ρί­ας, πιο ενερ­γός από τον Μι­μη­θό, ανα­λαμ­βά­νει και δρά­ση, εκ­δι­κού­με­νος για τις «ψευ­τιές» αλ­λά και την «Αγία Τριά­δα» των μο­να­χών του μο­να­στη­ριού («Πα­ράς, σπα­νά και ποιος θα γί­νει γού­με­νος» (σ. 227) αλ­λά και το ξύ­λο που ει­σπράτ­τει συ­χνά από αυ­τούς, επι­χει­ρώ­ντας να κά­ψει το μο­να­στή­ρι. Κα­τα­στρο­φή και θά­να­τος, όμως, που όπως συμ­βαί­νει στη μα­κρά θε­α­τρι­κή πα­ρά­δο­ση της γε­λα­στι­κής κουλ­τού­ρας, δεν έχουν χα­ρα­κτή­ρα τρα­γι­κό (όπως για πα­ρά­δειγ­μα στο ίδιο το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζορ­μπά, ο θά­να­τος της Χή­ρας ή ο πνιγ­μός του Παυ­λή) αλ­λά λυ­τρω­τι­κό.[3] 

    Σε αυ­τό το ση­μείο έχει εν­δια­φέ­ρον να προ­σέ­ξου­με πως εί­ναι ο ίδιος ο Κα­ζαν­τζά­κης που βά­ζει τον Ζα­χα­ρία να πε­ρι­γρά­φει τον εαυ­τό του ως … Αρ­λε­κί­νο/γε­λω­το­ποιό, ταυ­τί­ζο­ντάς τον ξε­κά­θα­ρα με την πα­ρά­δο­ση της γε­λα­στι­κής κουλ­τού­ρας που πε­ρι­γρά­ψα­με:

    «Λέω αστεία, κά­νω τού­μπες, οι κα­λό­γε­ροι με βλέ­πουν και γε­λού­νε· όλοι μου λέ­νε πως έχω τα εφτά δαι­μό­νια και με βρί­ζουν· μα εγώ λέω: ‘Δε γί­νε­ται, ο Θε­ός αγα­πά­ει το γέ­λιο. Έλα μέ­σα, φα­σου­λή μου, θα μου πει την άλ­λη μέ­ρα, έλα να με κά­νεις να γε­λά­σω!’ Κι έτσι, μα­θές, θα μπω κι εγώ στην Πα­ρά­δει­σο, σαν κα­ρα­γκιό­ζης.» (Κα­ζαν­τζά­κης, Ν. 1973, σ. 231).

    Ένας από τους ξε­χω­ρι­στούς «ευ­ερ­γέ­τες» και «οδη­γούς» του Κα­ζαν­τζά­κη (όπως τον ανα­φέ­ρει ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας στις πρώ­τες κιό­λας γραμ­μές του Ζορ­μπά), ο «Μπέρ­ξο­νας», ο Αν­ρί Μπερ­ξόν, γρά­φει στο γνω­στό του δο­κί­μιο για το αστείο, πως αυ­τό εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νο με το κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον που εμ­φα­νί­ζε­ται. Το «κω­μι­κό θα γεν­νη­θεί όταν οι άν­θρω­ποι ενω­μέ­νοι σε ομά­δα θα κα­τευ­θύ­νουν την προ­σο­χή τους στον ένα τους, θα σι­γά­σουν την ευαι­σθη­σία τους και θ’ ασκή­σουν μό­νο τη νό­η­σή τους.» (Μπερ­ξόν, Α., 1998, σ. 14).

    Η αδε­ξιό­τη­τα, η αφη­ρη­μά­δα, το ελάτ­τω­μα, η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα από αυ­τό που ορί­ζε­ται ως ομα­λό­τη­τα στην κοι­νω­νι­κή ομά­δα, εί­ναι στοι­χεία ενα­ντί­ον των οποί­ων στρέ­φο­νται ομα­δι­κά τα βέ­λη. Έτσι το «γέ­λιο εί­ναι πά­ντα κά­πως τα­πει­νω­τι­κό για κεί­νον που απο­τε­λεί το αντι­κεί­με­νό του, εί­ναι αλή­θεια κά­τι σαν κοι­νω­νι­κό κα­ψό­νι» (Μπερ­ξόν, Α., 1998, σ. 11).

    «Η δύ­να­μη του γέ­λιου» ση­μειώ­νει στην ίδια κα­τεύ­θυν­ση ο Μπο­ντλέρ, «εντο­πί­ζε­ται στον γε­λώ­ντα και διό­λου στο αντι­κεί­με­νο του γέ­λιου (Μπο­ντλέρ, Σ., 2000, σ. 29), και αλ­λού: «Το γέ­λιο προ­έρ­χε­ται από την ιδέα της ανω­τε­ρό­τη­τάς μας» (σ. 23). Ή, όπως πο­λύ εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, «γέ­λιο τρα­ντα­χτό χω­ρίς αί­σθη­ση ανω­τε­ρό­τη­τας δεν γί­νε­ται» (Πα­πα­γιώρ­γης, Κ., 2004, σ. 32).

    Τι άλ­λο από αυ­τήν την ανω­τε­ρό­τη­τα κρύ­βε­ται απέ­να­ντι στον Μι­μη­θό όταν οι θα­μώ­νες του κα­φε­νεί­ου στο χω­ριό γε­λούν με αυ­τόν τον «νε­ραϊ­δά­ρη» ή πε­ρι­γρά­φουν τα «πα­λού­κια που πή­δη­ξε» μια άλ­λη από­βλη­τη της μι­κρής κοι­νό­τη­τας τους, η Μα­ντάμ Ορ­τάνς; Ένα συλ­λο­γι­κό γέ­λιο, το γέ­λιο των κα­τοί­κων του χω­ριού ή των μο­να­χών του μο­να­στη­ριού που επα­να­κα­θο­ρί­ζει την ταυ­τό­τη­τά του ενά­ντια στον δια­φο­ρε­τι­κό ο οποί­ος κι­νεί­ται στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νό­τη­τας. Ένα γέ­λιο, υπο­τι­μη­τι­κό και δη­λη­τη­ριώ­δες γι’ αυ­τόν που το δέ­χε­ται (όπως στην πε­ρί­πτω­σή μας, ο Μι­μη­θός, ο Ζα­χα­ρί­ας ή η μα­ντάμ Ορ­τάνς) αλ­λά σί­γου­ρα πο­λύ πιο ανώ­δυ­νο σε σχέ­ση με την τι­μω­ρία που επι­φυ­λάσ­σει για μιαν άλ­λη από­βλη­τη της μι­κρής κοι­νω­νί­ας, τη Χή­ρα.

    Το κρη­τι­κό χω­ριό και το μο­να­στή­ρι ως μι­κρά κλει­στά κοι­νω­νι­κά υπο­σύ­νο­λα, με τους δι­κούς τους κα­νό­νες, ιε­ραρ­χή­σεις και συμ­βά­σεις, αλ­λά και με αθέ­α­τα σε­ξουα­λι­κά απω­θη­μέ­να, ψεύ­δη και υπο­κρι­σία, ανα­ζη­τούν την επι­βε­βαί­ω­ση και την «δι­καί­ω­σή» τους, μέ­σω (και) της γε­λα­στι­κής απο­δό­μη­σης του «άλ­λου». Σύμ­φω­να με τον Μπα­χτίν, σε αυ­τήν την κοι­νω­νι­κή σύμ­βα­ση ενα­ντιώ­νε­ται ο «πα­ρω­δια­κός εμπαιγ­μός του γε­λω­το­ποιού και η αγα­θή ακα­τα­νοη­σία του τρε­λού». Το ίδιο και η αφέ­λεια του πα­λα­βού Μι­μη­θού και του «κα­ρα­γκιό­ζη» Ζα­χα­ρία. O συγ­γρα­φέ­ας Κα­ζαν­τζά­κης, γνω­ρί­ζο­ντας κα­λά και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την μα­κρά πα­ρά­δο­ση της γε­λα­στι­κής κουλ­τού­ρας, του Πλαύ­του, της Comedia dell’ arte, του «Σαιξ­πή­ρου», του Θερ­βά­ντες, ενερ­γο­ποιεί αυ­τούς τους «φα­σου­λή­δες» για να δη­λώ­σει όσα πι­θα­νόν δεν μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­σει ού­τε ο συγ­γρα­φέ­ας-αφη­γη­τής, το αφε­ντι­κό του Ζορ­μπά - το σε με­γά­λο βαθ­μό alter ego του.

    Όμως το γέ­λιο εί­ναι μα­χαί­ρι δί­κο­πο. Έτσι με τη σει­ρά μας κι εμείς, ως ανα­γνώ­στες κι ακο­λου­θώ­ντας τη γε­λα­στι­κή φα­ρέ­τρα του Κα­ζαν­τζά­κη, απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νοι με ασφά­λεια από την χρο­νο­το­πι­κή εξέ­λι­ξη της αφή­γη­σης, γε­λά­με με το υπο­τι­μη­τι­κό, τι­μω­ρη­τι­κό γέ­λιο των κα­τοί­κων του χω­ριού και των μο­να­χών του μο­να­στη­ριού. Μο­να­χοί και χω­ριά­τες στα μά­τια μας, το ίδιο γκρο­τέ­σκες φι­γού­ρες με τους δι­κούς τους κου­ζου­λούς.

    1.5 Η απο­σιώ­πη­ση στις με­τα­πλά­σεις και η απου­σία ανα­φο­ρών στον Ζα­χα­ρία

    Κλεί­νο­ντας ας επι­στρέ­ψου­με στoν αρ­χι­κό προ­βη­μα­τι­σμό. Ενώ στο μυ­θι­στό­ρη­μα Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά βρί­σκου­με δύο πα­ράλ­λη­λες συγ­γε­νείς γε­λα­στι­κές φι­γού­ρες, τον Μι­μη­θό και τον Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ, με τον δεύ­τε­ρο μά­λι­στα ν’ ανα­λαμ­βά­νει και πιο ενερ­γη­τι­κό, λει­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα στην εξέ­λι­ξη της συ­γκε­κρι­μέ­νης αφή­γη­σης, η πα­ρου­σία του Ζα­χα­ρία στις με­τα­γε­νέ­στε­ρες με­τα­πλά­σεις του έρ­γου (κι­νη­μα­το­γρά­φος, θέ­α­τρο) αλ­λά και στον σχο­λια­σμό του έρ­γου του Κα­ζαν­τζά­κη, εί­ναι ανι­σο­βα­ρής. Με αφορ­μή την έρευ­να και με­λέ­τη του Ζορ­μπά για τις ανά­γκες τις δι­κής μου επα­να­φή­γη­σης, ελά­χι­στες εί­ναι οι ανα­φο­ρές στον Ζα­χα­ρία και στα κε­φά­λαια του μο­να­στη­ριού που μπό­ρε­σα να εντο­πί­σω.

    Έτσι, από τις σύγ­χρο­νες και με­τα­γε­νέ­στε­ρες κρι­τι­κές που πα­ρα­θέ­τει ο Θα­νά­σης Αγά­θος για τον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό Ζορ­μπά σε σχέ­ση και αντι­πα­ρά­θε­ση με το Κα­ζαν­τζα­κι­κό πρω­τό­τυ­πο, ενώ βρί­σκου­με πλή­θος και ποι­κι­λία κρί­σε­ων, απου­σιά­ζει από αυ­τές οποια­δή­πο­τε επι­σή­μαν­ση για την «εξα­φά­νι­ση» όλου του επει­σο­δί­ου με το μο­να­στή­ρι και κα­τ’ επέ­κτα­ση τα γκρο­τέ­σκα επει­σό­δια με τον Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ. Αντί αυ­τού βρί­σκου­με το μυ­θι­στό­ρη­μα μια ελ­λει­πτι­κή πε­ρι­γρα­φή των μο­να­χών σε ένα επει­σό­διο που απέ­χει ση­μα­ντι­κά από το ύφος και την οξύ­τη­τα του Κα­ζαν­τζα­κι­κού κει­μέ­νου.

    Ο Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης ανα­φέ­ρε­ται σε αυ­τήν ακρι­βώς την απά­λει­ψη μιας «δυ­σά­ρε­στης όψης» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος: «Η κα­ταγ­γελ­τι­κή σά­τι­ρα του ορ­θό­δο­ξου κλή­ρου και ιδί­ως των κα­λό­γε­ρων, τους οποί­ους ο Κα­ζαν­τζά­κης πα­ρου­σιά­ζει σε αρ­κε­τά επει­σό­δια, που κα­τα­λαμ­βά­νουν έκτα­ση 30 σε­λί­δων σε ένα βι­βλίο 300 σε­λί­δων, ως βί­αιους, δει­σι­δαί­μο­νες, δό­λιους, ακό­ρε­στους, φι­λο­χρή­μα­τους, αρ­σε­νο­κοί­τες… δεν υπάρ­χει πα­ρά ελά­χι­στα στην ται­νία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, υπάρ­χει μό­νο μια σκη­νή όπου ο Ζορ­μπάς, κα­τά­μαυ­ρος από τη σκό­νη με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση της γα­λα­ρί­ας του ορυ­χεί­ου, πε­ρι­πλα­νιέ­ται στο δά­σος του μο­να­στη­ριού. Εκεί τον αντι­κρί­ζουν ξαφ­νι­κά δυο κα­λό­γε­ροι που πα­νι­κο­βάλ­λο­νται, πι­στεύ­ο­ντας πως αντί­κρι­σαν τον διά­βο­λο.. Όταν αρ­γό­τε­ρα επι­στρέ­φουν… βρί­σκουν εκεί μια ντα­μι­τζά­να με κρα­σί κι έναν σταυ­ρό, που άφη­σε ο Ζορ­μπάς. Οι κα­λό­γε­ροι πι­στεύ­ουν ότι συ­νέ­βη κά­ποιο θαύ­μα». Έτσι «στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή αυ­τή σκη­νή, που επί­σης προ­στί­θε­ται στην ται­νία σε σχέ­ση με το βι­βλίο, η πο­λύ­πλευ­ρη και οξεία, κα­ταγ­γελ­τι­κή ορ­μή του Κα­ζαν­τζά­κη πε­ριο­ρί­ζε­ται στην ευ­θυ­μο­γρα­φι­κή σά­τι­ρα της ευ­πι­στί­ας των κα­λο­γέ­ρων» (Γα­ρα­ντού­δης, Ε., 2017, σ. 72).

    Μια άλ­λη έμ­με­ση ανα­φο­ρά που εντο­πί­ζου­με στα επει­σό­δια του μο­να­στη­ριού, εί­ναι στην προ­σέγ­γι­ση του Κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου και συ­γκε­κρι­μέ­να του Ζορ­μπά από τον Δη­μή­τρη Πα­πα­νι­κο­λά­ου μέ­σα από το πρί­σμα της ομο­κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Εκεί πε­ρι­γρά­φε­ται η κλει­στή, αν­δρι­κή κοι­νό­τη­τα του μο­να­στη­ριού η οποία με συ­γκε­κρι­μέ­νες ομο­κοι­νω­νι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, που ανα­λύ­ει ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, επι­βε­βαιώ­νουν την πα­τριαρ­χι­κή της υπό­στα­ση (Πα­πα­νι­κο­λά­ου, Δ., 2011, σ. 207).

    Ως πι­θα­νές αι­τί­ες μιας τέ­τοιας απου­σί­ας των επει­σο­δί­ων του μο­να­στη­ριού και κα­τ’ επέ­κτα­ση της γε­λα­στι­κής φι­γού­ρας του Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ από τις έντε­χνες με­τα­πλά­σεις του «Ζορ­μπά» όσο και από τις θε­ω­ρη­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις του Κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου θα ξε­χω­ρί­ζα­με τρεις

    1)Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή με­τα­φο­ρά του Ζορ­μπά από τον Κα­κο­γιάν­νη που λει­τούρ­γη­σε ως ένα νέο Ση­μείο επα­να­φη­γή­σε­ων, δη­μιουρ­γώ­ντας νέα ανα­γνω­ρί­σι­μα αρ­χε­τυ­πι­κά στοι­χεία στον «μύ­θο» του Ζορ­μπά, αρ­κε­τά μα­κριά από το κει­με­νι­κό πρό­τυ­πο (ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά την ερ­μη­νεία του Άντο­νι Κουίν στην ται­νία η οποία λει­τούρ­γη­σε ταυ­το­τι­κά και για την οπτι­κή πρό­σλη­ψη του ήρωα Ζορ­μπά όσο και την μου­σι­κή ταύ­τι­ση με το «συρ­τά­κι» του Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη).

    Έτσι η πα­ρά­λει­ψη των επει­σο­δί­ων του μο­να­στη­ριού στο σε­νά­ριο του Κα­κο­γιάν­νη, «εξα­φά­νι­σε» εντε­λώς τον Ζα­χα­ρία/Ιω­σήφ. Αντί­θε­τα η εμ­φά­νι­ση του Μι­μη­θού στην ται­νία μέ­σω της εμ­ψύ­χω­σής του από τον Σω­τή­ρη Μου­στά­κα, τον έκα­νε ιδιαί­τε­ρα ανα­γνω­ρί­σι­μο, ανα­λαμ­βά­νο­ντας και κυ­ριο­λε­κτι­κά στο φιλμ τον βα­σι­κό γε­λα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα του έρ­γου, ως ο «πα­λα­βός του χω­ριού», υιο­θε­τώ­ντας έτσι και τα, ανα­γνω­ρί­σι­μα στο διε­θνές κοι­νό, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Σαιξ­πη­ρι­κού «τρε­λού» με τα γκρο­τέ­σκα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που πε­ρι­γρά­ψα­με νω­ρί­τε­ρα.

    2)Η δυ­σκο­λία του χει­ρι­σμού μιας τό­σο «κα­ταγ­γελ­τι­κής σά­τι­ρας του ορ­θό­δο­ξου κλή­ρου και ιδί­ως των κα­λό­γε­ρων» όπως την πε­ρι­γρά­φει ο Γα­ρα­ντού­δης. Ας μην ξε­χνά­με την έντο­νη κρι­τι­κή που συ­νό­δε­ψε τό­σο το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα όσο και γε­νι­κό­τε­ρα το έρ­γο του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη από τον κλή­ρο στην Ελ­λά­δα αλ­λά και στο εξω­τε­ρι­κό. Ο Αγά­θος ανα­φέ­ρει ανα­λυ­τι­κά τους «διωγ­μούς» που δέ­χτη­κε ει­δι­κά ο Ζορ­μπάς και γε­νι­κό­τε­ρα ο συγ­γρα­φέ­ας και το έρ­γο του όσο και η ται­νία του Κα­κο­γιάν­νη από την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σία, την Ιε­ρά Σύ­νο­δο, με­μο­νω­μέ­νους κλη­ρι­κούς αλ­λά και μέ­ρος συλ­λο­γι­κο­τή­των και αρ­θρο­γρά­φων στον Ελ­λη­νι­κό και ξέ­νο τύ­πο. (Αγά­θος, Θ., 2017, σ. 209, 259).

    3)Η εστί­α­ση των πε­ρισ­σο­τέ­ρων με­λε­τη­τών του Κα­ζαν­τζά­κη στο «με­γά­λο παι­χνί­δι» των εν­νοιών στις οποί­ες ανα­φέ­ρε­ται και με τις οποί­ες συ­νο­μι­λεί ο συγ­γρα­φέ­ας, ανά­με­σά τους και η έν­νοια του Θε­ού.[4]

    Όμως στρέ­φο­ντας την προ­σο­χή εκεί, αφέ­θη­καν δια­χρο­νι­κά εκτός κά­δρου άλ­λες γε­λα­στι­κές φι­γού­ρες όπως ο Μι­μη­θός και ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ο Ζα­χα­ρί­ας/ Ιω­σήφ, οι οποί­ες με τον αι­ρε­τι­κό, κοι­νω­νι­κά πε­ρι­θω­ρια­κό λό­γο τους, προ­σεγ­γί­ζουν κά­ποια στιγ­μή πιο άμε­σα τα συ­ναι­σθή­μα­τα - αν θέ­λε­τε την αγα­νά­κτη­ση - του ανα­γνώ­στη/θε­α­τή όσο και τη σκέ­ψη του ίδιου του συγ­γρα­φέα. Για­τί αλή­θεια, δια­βά­ζο­ντας τον Ζορ­μπά, ποιος απ’ όλους τους χα­ρα­κτή­ρες του Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος έχει τη δύ­να­μη, με­τά και από την συλ­λο­γι­κή δο­λο­φο­νία της Χή­ρας από ένα ολό­κλη­ρο χω­ριό (αλ­λά και τις απελ­πι­σμέ­νες προ­σπά­θειες του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα να την σώ­σει), να φω­νά­ξει «ψεύ­τες, φο­νιά­δες, πα­λιάν­θρω­ποι» εκτός από τον Μι­μη­θό; Ή ποιος, απ’ όλα αυ­τά τα υπο­κρι­τι­κά που συμ­βαί­νουν στην κλει­στή κοι­νω­νία του μο­να­στη­ριού, τολ­μά να πει την πραγ­μα­τι­κή «Αγία Τριά­δα» τους: «πα­ράς, σπα­νά και ποιος θα γί­νει γού­με­νος»;

    Θα λέ­γα­με ού­τε καν ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρ’ ότι δια­βά­ζου­με το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ρι­στα­τι­κό όπως το έχει ση­μειώ­σει στο ημε­ρο­λό­γιο από το τα­ξί­δι του στο Άγιον Όρος, ήδη από το 1914-1915.[5]

    Και πράγ­μα­τι, χρειά­στη­καν σχε­δόν 30 χρό­νια κι ενώ έχουν, ωστό­σο, με­σο­λα­βή­σει πολ­λά κεί­με­να του Κα­ζαν­τζά­κη σε δια­φο­ρε­τι­κές συγ­γρα­φι­κές φόρ­μες, ώστε να γί­νει κά­τι τέ­τοιο αφη­γη­μα­τι­κά κα­τορ­θω­τό στον Ζορ­μπά. Να δια­τυ­πώ­σει δη­λα­δή, να εντά­ξει αυ­τήν την ση­μεί­ω­ση/πα­ρα­τή­ρη­ση/προ­σω­πι­κή εμπει­ρία στο συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα. Και όταν αυ­τό το επι­χει­ρεί, δια­λέ­γει να δα­νει­στεί απ’ όλους τους χα­ρα­κτή­ρες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, τη φω­νή και την κο­ψιά αυ­τού του με­σο­πά­λα­βου, δαι­μο­νι­σμέ­νου (πί­κα­ρο) τρε­λο­μο­να­χού (με το «σα­κα­τε­μέ­νο κορ­μί που προ­κα­λεί ανά­κα­τα αντι­πά­θεια συ­μπό­νια, κι αη­δία» για να την πει. «Πα­ράς, σπα­νά και ποιος θα γί­νει γού­με­νος». Ακρι­βώς όπως δη­λα­δή ση­μειώ­νει ο Μπα­χτίν για την θέ­ση του «συγ­γρα­φέα» κα­θώς αυ­τός τα βά­ζει με «την υπο­κρι­σία και το ψεύ­δος αυ­τής της κοι­νω­νι­κής συμ­βα­τό­τη­τας που δε­σπό­ζει στην αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά», χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον «εύ­θυ­μο πα­νούρ­γο πί­κα­ρο, τον πα­ρο­δια­κό εμπαιγ­μό του γε­λω­το­ποιού και την αγα­θή ακα­τα­νοη­σία του τρε­λού».

    Ο «παλαβός του χωριού» και ο «μεσοπάλαβος» του μοναστηριού στον «Ζορμπά» του Ν. Καζαντζάκη: προσθήκες, προσαρμογές, αποσιωπήσεις.


    ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

    Αγά­θος, Θ., 2007, Από το «Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά» στο «Zorba the Greek», Αι­γό­κε­ρος.
    Αγά­θος, Θ., 2017, Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης στον Κι­νη­μα­το­γρά­φο, Gutenberg.
    Baudelaire, Ch., 2000, Πε­ρί της ου­σί­ας του γέ­λιου και γε­νι­κά πε­ρί του κω­μι­κού στις πλα­στι­κές τέ­χνες, Άγρα.
    Γα­ρα­ντού­δης, Ε., 2017, “Zorba the Greek” του Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη και “Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά” του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη: μια σύ­γκρι­ση υπό τη σκιά της πρό­σκλη­ψης του Κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου, στο: Σύ­γκρι­ση, τχ. 19, σ. 50-84, https:doi.​org/​10/​12681/​com​pari​son.​10373.
    Δη­μη­ρού­λης, Δ., 2006, «Ο Κα­ζαν­τζά­κης ενό­ψει του 21ου αιώ­να», στο: Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Το έρ­γο και η πρό­σλη­ψή του [Πε­πραγ­μέ­να διε­θνούς επι­στη­μο­νι­κού συ­νε­δρί­ου: Πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λη Ρε­θύ­μνου, 23-25 Απρι­λί­ου 2004], Κέ­ντρο Κρη­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Ηρά­κλειο.
    Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1973, Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.
    Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 2020, Άγιον Όρος Ν//βρης-Δβρης 1914, Μου­σείο Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, Ηρά­κλειο.
    Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 2001, Σκί­τσα από το Άγιον Όρος, Μου­σείο Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, Ηρά­κλειο.
    Πα­πα­γιώρ­γης, Κ., 2004, Τα γε­λα­στά ζώα, Κα­στα­νιώ­της.
    Πα­πα­νι­κο­λά­ου, Δ., 2011, “«Αφε­ντι­κό, άν­θρω­πο δεν αγά­πη­σα σαν εσέ­να». Ο Αλέ­ξης Ζορ­μπάς κι η ποι­η­τι­κή της ομο­κοι­νω­νι­κό­τη­τας”, στο: (επιμ.: Σταυ­ρο­πού­λου, Ε. και Αγά­θος, Θ.), Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης/ πα­ρα­μορ­φώ­σεις, πα­ρα­λεί­ψεις, μυ­θο­ποι­ή­σεις, Γκο­βό­στης.
    Πρε­βε­λά­κης, Π., 1984, Τε­τρα­κό­σια γράμ­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη στον Πρε­βε­λά­κη, Εστία.
    Μαν­δη­λα­ράς, Β., 1986, Οι Μί­μοι του Ηρών­δα, Καρ­δα­μί­τσα.
    Μπα­χτίν, Μ., 2017, Ο Ρα­μπε­λαί και ο κό­σμος του. Για τη λαϊ­κή κουλ­τού­ρα του Με­σαί­ω­να και της Ανα­γέν­νη­σης, (μτ­φρ. Γιώρ­γος Πι­να­κού­λας), Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο.
    Μπα­χτίν, Μ., 2022, Μορ­φές του χρό­νου και του χρο­νό­το­που στο μυ­θι­στό­ρη­μα-Δο­κι­μές για μια ιστο­ρι­κή ποι­η­τι­κή, (μτ­φρ. Γιώρ­γος Πι­να­κού­λας), Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο.
    Μπερ­ξόν, Α., 1998, Το γέ­λιο, (μτ­φρ.: Το­μα­νάς, Βα­σί­λης), Εξά­ντας.
    Μπιν, Π., 2007, Οκτώ κε­φά­λαια για τον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, Κα­στα­νιώ­της.
    Μπιν, Π., 2007α, Κα­ζαν­τζά­κης: Η πο­λι­τι­κή του πνεύ­μα­τος, δεύ­τε­ρος τό­μος, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο.
    Μπιν, Π., 2011, «Κα­ζαν­τζά­κης θρη­σκο­μα­νής», στο: (επιμ. Σταυ­ρο­πού­λου, Ε. και Αγά­θος, Θ.), Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Πα­ρα­μορ­φώ­σεις,
    πα­ρα­λεί­ψεις, μυ­θο­ποι­ή­σεις
    , Γκο­βό­στης.
    Πα­σχά­λης, Μ., 2015, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης: από τον Όμη­ρο στον Σαίξ­πηρ, Εται­ρία Κρη­τι­κών Ιστο­ρι­κών Με­λε­τών, Ηρά­κλειο.
    Σο­λο­μός, Α., 1984, Κα­λή μου Θά­λεια ή πε­ρί Κω­μω­δί­ας, Κέ­δρος.
    Στα­σι­νά­κης, Γ., 2017, Κα­ζαν­τζά­κης-Ζορ­μπάς, μια αλη­θι­νή ιστο­ρία, Κα­στα­νιώ­της.
    Στα­ρο­μπίν­σκι, Ζ., 1991, Το πορ­τραί­το του Καλ­λι­τέ­χνη ως Σαλ­τι­μπά­γκου, Εξά­ντας.
    Σταυ­ρο­πού­λου, Ε., 2006, «Η τε­λε­τουρ­γία του θα­νά­του στην πε­ζο­γρα­φία του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη», στο: Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Το έρ­γο και η πρό­σλη­ψή του, [Πε­πραγ­μέ­να διε­θνούς επι­στη­μο­νι­κού συ­νε­δρί­ου, Πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λη Ρε­θύ­μνου, 23-25 Απρι­λί­ου 2004], Κέ­ντρο Κρη­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Ηρά­κλειο.
    Τάο, Σ., 2019, «Κα­ζαν­τζα­κι­κός μη­δε­νι­σμός και ορ­θό­δο­χη πα­ρά­δο­ση» στο: (επιμ. Αβρα­μί­δου Έλε­να), Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Η απω­α­να­το­λι­κή μα­τιά, Ένε­κεν Θε­ω­ρί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη.
    Φι­λιπ­πί­δης, Σ. Ν., 2017, Έξι και ένα με­λε­τή­μα­τα για τον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, Βι­κε­λαία Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη, Ηρά­κλειο.
    Χά­τεμ, Τ., 1983, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Μά­σκα και Χά­ος, Κέ­δρος.

    Κι­νη­μα­το­γρά­φος
    Αλέ­ξης Ζορ­μπάς / Zorba the Greek, 1964. Σκη­νο­θε­σία Μι­χά­λης Κα­κο­γιάν­νης, σε­νά­ριο Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη βα­σι­σμέ­νο στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη, πα­ρα­γω­γή: 20th Century Fox (ΗΠΑ).

    Θέ­α­τρο
    Ζορ­μπάς, Ν. Κα­ζαν­τζά­κης, 2022-23, (πρό­γραμ­μα). Σκη­νο­θε­σία Γιάν­νης Κα­κλέ­ας, θε­α­τρι­κή από­δο­ση Γε­ρά­σι­μος Ευαγ­γε­λά­τος, Γιάν­νης Κα­κλέ­ας, πα­ρα­γω­γή Ίδρυ­μα Μεί­ζο­νος Ελ­λη­νι­σμού- Θε­α­τρι­κές Πα­ρα­γω­γές Τε­χνη­χώ­ρος.

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: