O Νίκος Καζαντζάκης αποτελεί έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του οποίου το έργο διάβαζε και διαβάζει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με τα έργα του να έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες και διαλέκτους. Ωστόσο, η δραστηριότητα του ίδιου ως αναγνώστη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία ανήκει το έργο του, παραμένει άγνωστη. Το παρόν άρθρο εξετάζει τη συστηματική επίδοση του Καζαντζάκη ως αναγνώστη και μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, περιλαμβάνοντας σχόλιά του και εξετάζοντας τα κριτήρια με τα οποία έκρινε τη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Το πρώτο μέρος της μελέτης ιχνηλατεί την αναγνωστική δραστηριότητα του Καζαντζάκη από τα φοιτητικά του χρόνια (1902) έως τον θάνατό του (1957). Διερευνά τον τρόπο με τον οποίο προμηθευόταν ελληνικά βιβλία ακόμα και όταν διέμενε στο εξωτερικό και εξετάζει τη σχέση των βιβλίων που διάβαζε με το συγγραφικό έργο του. Το δεύτερο μέρος προσφέρει μια επισκόπηση των σχολίων και αξιολογήσεων που είχε εκφράσει ο Καζαντζάκης σε ομιλίες, άρθρα, συνεντεύξεις και επιστολές του, όσον αφορά επιλεγμένα κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τον Διγενή Ακρίτα έως τη δεκαετία του 1950.
Η αναγνωστική δραστηριότητα του Καζαντζάκη από τα φοιτητικά έως τα ώριμα χρόνια του
Τα πρώτα ίχνη της αναγνωστικής δραστηριότητας του Καζαντζάκη όσον αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία εντοπίζονται αρκετά χρόνια πριν εμφανιστεί στην πνευματική ζωή της χώρας ως συγγραφέας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1902, ενώ ήταν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσφέρει μια παραστατική εικόνα του γραφείου του και των βιβλίων που διάβαζε εκείνη την περίοδο σε επιστολή που γράφει στον Αντώνη Ανεμογιάννη. Λέει ο Καζαντζάκης: «Μπροστά μου στην ώρα που Σου γράφω είναι ανοιχτός ο Δάντης και ο Manzoni, ενώ το γραφείο μου στολίζεται από τον Ουγκώ και τον Σολωμό».[1] Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, το γραφείο του, εκτός από νομικά βιβλία, περιλάμβανε έργα της ιταλικής και γαλλικής λογοτεχνίας, ενώ από τη νεοελληνική λογοτεχνία είχε επιλέξει τον Διονύσιο Σολωμό, του οποίου την ποίηση ξεχώριζε έως τα ώριμα χρόνια του.
Το 1906 ο Καζαντζάκης εκδίδει το πρώτο του έργο Όφις και Κρίνο. Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι, από το 1909 έως το 1910, δημοσιεύει με τα ψευδώνυμα Πέτρος Ψηλορείτης και Κάρμα Νιρβαμή μια σειρά από κριτικά μελετήματα στα περιοδικά Νέα Ζωή και Ο Νουμάς, όπου σχολίαζει λογοτεχνικά και θεατρικά έργα τα οποία είχαν δημοσιευτεί πρόσφατα. Πρόκειται για έργα συγγραφέων και ποιητών όπως η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Παντελής Χορν, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Σπύρος Μελάς, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Κώστας Παρορίτης και ο Jean Moréas.[2] Στα εν λόγω άρθρα ο Καζαντζάκης εκφράζει τις κριτικές απόψεις του και τοποθετείται ως ένας νέος άνθρωπος που ξεκινούσε τα πρώτα του βήματα στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Στα συγκεκριμένα μελετήματα της νεανικής περιόδου, ο Καζαντζάκης, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, αξιολογεί και κρίνει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα των έργων που είχαν δημοσιευτεί πρόσφατα, ενώ στα ώριμα χρόνια του εκφράζει την άποψή του ως αναγνώστης και καθιερωμένος συγγραφέας αλλά όχι σαν κριτικός, όπως θα δούμε παρακάτω.
Όταν ο Καζαντζάκης βρισκόταν στο εξωτερικό, επιθυμούσε να έχει πρόσβαση σε βιβλία που δημοσιεύονταν στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, ενώ βρισκόταν στη Ρωσία, ζητούσε με επιστολές του στην πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια Καζαντζάκη να του στέλνει ελληνικά βιβλία που δημοσιεύονταν. Το 1922 και το 1923 αντίστοιχα γράφει: «Αν κανένα ελληνικό βιβλίο βγήκε, στείλε μου χωρίς άλλο» και «στέλνε μου ό,τι ελληνικό βιβλίο».[3] Πολλές φορές ζητούσε να λάβει τεύχη από το περιοδικό Ο Νουμάς, προκειμένου να παρακολουθεί μέσα από αυτό τις εξελίξεις στη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας, τα οποία και λάμβανε.[4] Από την αλληλογραφία του στη Γαλάτεια Καζαντζάκη μαθαίνουμε ότι διαβάζοντας τις κριτικές στις σελίδες του περιοδικού Ο Νουμάς, πληροφορήθηκε για τη δημοσίευση του έργου Το Φως που καίει από τον Κώστα Βάρναλη το 1922.[5]
Πολύ συχνά τα βιβλία που διάβαζε ο Καζαντζάκης σχετίζονταν με τη συγγραφική του δραστηριότητα. Για τη συγγραφή των λογοτεχνικών του κειμένων, ο Καζαντζάκης μελετούσε βιβλία σχετικά με το θέμα που ανέπτυσσε ή την εποχή που απεικόνιζε στο έργο του. Το 1929, όταν έγραφε το μυθιστόρημα Kapétan Élia, το οποίο εκτυλισσόταν στην Κρήτη και αποτελούσε μία από τις πρώτες μορφές του μυθιστορήματος Ο Καπετάν Μιχάλης, ζήτησε να του στείλουν το Ο Γάμος εν Κρήτη του κρητικού λαογράφου Παύλου Βλαστού, συλλογές κρητικών δημοτικών τραγουδιών, βιβλία της Γαλάτειας Καζαντζάκη και κρητικές ηθογραφίες του Γεωργίου Μαράντη (Καφφετζάκη) και του Ιωάννη Κονδυλάκη, όπως φαίνεται από επιστολές στον Χαρίλαο Στεφανίδη και τον Παντελή Πρεβελάκη.[6] Πράγματι ο Πρεβελάκης έστειλε στον Καζαντζάκη το αφήγημα του Μαράντη Το Μιχελιό καθώς και τα υπόλοιπα κρητικά βιβλία που του είχε ζητήσει ο Καζαντζάκης.[7] Τον Σεπτέμβριο του 1929 ο Καζαντζάκης γράφει σε επιστολή προς τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Καζαντζάκη: «Σήμερα πρωί έλαβα τα βιβλία… Από το πρωί αντέγραφα και διόρθωνα “Καπετάν Elia” και ξάφνου να, μπροστά μου, ο σωρός τα βιβλία […] Θέλω το όραμα της Κρήτης να βγει άρτιο και γι’ αυτό χρειάζουμαι ν’ αφήσω ακόμα πολλούς μήνες τον “Καπετάν Elia” και να μη βιαστώ».[8]
Επιπλέον, όταν ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα Mon père, ο αφηγηματικός χώρος του οποίου ήταν επίσης η Κρήτη και αποτελούσε μία ακόμη πρώιμη μορφή του μυθιστορήματος Ο Καπετάν Μιχάλης, ο Καζαντζάκης γράφει στον Πρεβελάκη στις 11 Απριλίου 1936 ζητώντας βιβλία σχετικά με την Κρήτη, προκείμενου το μυθιστόρημά του να είναι «γεμάτο Κρήτη».[9] Επιπλέον, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, πριν ξεκινήσει να γράφει το μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης, του οποίου η υπόθεση εκτυλίσσεται γύρω από την κρητική επανάσταση του 1889, διάβασε τα τρία βιβλία που είχε εκδώσει μέχρι τότε ο Πρεβελάκης για την Κρήτη, δηλαδή το μυθιστόρημα Παντέρμη Κρήτη και τον πρώτο και δεύτερο τόμο του Κρητικού (Το Δέντρο και Η πρώτη λευτεριά), τα οποία είχαν εκδοθεί πρόσφατα. Γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη στις 3 Δεκεμβρίου 1949:
Είμαι βυθισμένος στον Καπετάν Μιχάλη. Μάχουμαι ν’ αναστήσω το Ηράκλειο της παιδικής μου ηλικίας. Τι συγκίνηση, τι χαρά και συνάμα τι ευθύνη! Γιατί χιλιάδες πρόσωπα πεθαμένα ανεβαίνουν στη μνήμη μου και ζητούν μια μικρή θέση στον ήλιο, δυο-τρεις γραμμές, ένα καλό λόγο […] Πριν αρχίσω να γράφω ξαναδιάβασα τα τρία βιβλία Σας για την Κρήτη, με ολοένα μεγαλύτερη χαρά και με θαμασμό. Τι γλώσσα, τι στέρεο ύφος, τι χτίσιμο χωρίς παραγεμίσματα — σαν τον τοίχο του Απόλλωνα στους Δελφούς! Κάθουμουν στον ήλιο, εξαίσιες λιακάδες εδώ, και Σας διάβαζα· κι ήταν σα να ’ρθατε στη Manolita.[10]
Στην παραπάνω επιστολή του ο Καζαντζάκης εξηγεί ότι για τη συγγραφή του κρητικού μυθιστορήματός του βασίστηκε στη μνήμη του και στα βιβλία. Ο Καζαντζάκης ανέτρεχε στις αναμνήσεις του από τους ανθρώπους και τα γεγονότα που έζησε ο ίδιος στο Ηράκλειο, όπου μεγάλωσε.[11] Παράλληλα, όμως, στηριζόταν στα σχετικά βιβλία που αναζητούσε και διάβαζε, προκειμένου να απεικονίσει πολύπλευρα και σε βάθος την ιστορία, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της Κρήτης στο μυθιστόρημά του. Γενικότερα ο Καζαντζάκης προέβαινε σε ενδελεχή έρευνα του θέματός του πριν ξεκινήσει να γράφει. Όπως έγραψε στον Börje Knös στις 13 Νοεμβρίου 1951, για τη συγγραφή του μυθιστορήματος Ο Τελευταίος Πειρασμός διάβαζε για έναν χρόνο όλα τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη στις Κάννες σχετικά με τον Χριστό και την εποχή του, προκειμένου να είναι βάσιμο το ιστορικό του πλαίσιο, αναγνωρίζοντας εντούτοις στον δημιουργό το δικαίωμα «να μην ακολουθεί δουλικά την ιστορία».[12]
Επιπλέον, ο Καζαντζάκης μελέτησε κείμενα της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα των απαρχών της, αντλώντας από αυτά λεξιλόγιο για το μεταφραστικό του έργο. Πιο συγκεκριμένα, το 1942, ενώ μετέφραζε την ομηρική Ιλιάδα σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή, ο Καζαντζάκης διάβασε τον Πτωχοπρόδρομο, το Χρονικό του Μορέως, τον Διγενή Ακρίτα, τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.[13] Τα προαναφερθέντα βιβλία ο Καζαντζάκης τα έλαβε στην Αίγινα και αφού αναζήτησε λεξιλόγιο σε αυτά, στη συνέχεια τα επέστρεψε στον Κακριδή. Μελετώντας τα κείμενα αυτά, στόχος του ήταν να συλλέξει γλωσσικό υλικό και ιδιαίτερα λέξεις από τη δημοτική γλώσσα, για να τις ενσωματώσει στη μετάφραση της Ιλιάδας.
Το 1946 ο Καζαντζάκης μετακόμισε από την Αίγινα στην Antibes της Γαλλίας, όπου παρέμεινε έως τον θάνατό του, το 1957. Σε επιστολή του στον Μηνά Δημάκη στις 15 Νοεμβρίου 1949 από την Antibes, αποκαλύπτει ότι επιθυμεί να παρακολουθεί τη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας και τα έργα του να εναρμονίζονται με αυτή, ενώ δεν αποτελεί πρόθεσή του να είναι απομονωμένος από την πνευματική ζωή της Ελλάδας.[14] Γράφει ο Καζαντζάκης:
Κ’ έτσι μέσα στην απομόνοση, είναι σα να μάχουμαι ολομόναχος και δε βλέπω το επίλοιπο στράτεμα και ρίχνω στον ίδιο πάντα σκοπό, χωρίς να ξέρω αν αφτό αρμονίζεται με ολάκαιρη τη νεοεληνική μάχη. Παρηγοριέμαι μονάχα γιατί ξέρω πως καθένας φέρνει μέσα του ολόκληρη τη μάχη, δημιουργώντας τη. Κι ένας αληθινός αγωνιστής δεν μπορεί παρά να πολεμάει σύμφωνα με το γενικό πλάνο της ράτσας του, και στον τομέα που πρέπει.[15]
Τα επόμενα χρόνια ο Καζαντζάκης συνέχιζε να λαμβάνει από την Ελλάδα και να διαβάζει ελληνικές εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά, βιβλία και κριτικές τους. Έτσι, ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην πνευματική ζωή της Ελλάδας μέσα από το περιοδικό Νέα Εστία, το οποίο του έστελνε η Τέα Ανεμογιάννη, και μέσα από εφημερίδες που του έστελνε ο Μηνάς Δημάκης. Σε επιστολή που στέλνει στον Δημάκη στις 14 Ιανουαρίου 1951 ο Καζαντζάκης αναφέρει: «Σ’ ευχαριστώ πάντα για τις εφημερίδες που μου στέλνεις· ας είναι καλά και η Τέα που μου στέλνει ταχτικά τη Νέα Εστία κ’ έτσι παρακολουθώ τι γίνεται, πνεματικό, στην Ελλάδα. Χάρηκα και για τις τόσο καλές κριτικές πούχε το τελευταίο Σου έργο».[16] Πράγματι η βιβλιοθήκη του Καζαντζάκη περιλαμβάνει σχεδόν κάθε τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εστία, το οποίο ο Καζαντζάκης λάμβανε και διάβαζε συστηματικά στη Γαλλία από το 1949 και μετά.[17]
Η βιβλιοθήκη του Καζαντζάκη μεταφέρθηκε από την Αίγινα στην Antibes το 1954.[18] Σε επιστολή του στον Πρεβελάκη στις 4 Ιουλίου 1954, ο Καζαντζάκης περιγράφει παραστατικά την εικόνα της βιβλιοθήκης του να είναι γεμάτη από τα βιβλία του, που μόλις είχαν φτάσει από την Αίγινα: «Το Κουκούλι τρισχαριτωμένο· τα βιβλία μου γέμισαν τη βιβλιοθήκη του γραφείου μου, από το παράθυρο βλέπω πράσινα δέντρα και θάλασσα».[19] Το 1957 ο ίδιος εξέφρασε την πρόθεσή του να δωρίσει τα βιβλία του στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, όπου σήμερα στεγάζεται η βιβλιοθήκη του, σε μια αίθουσα που αποτελεί μεταποίηση του γραφείου του στην Antibes. Στις 9 Ιανουαρίου 1957, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, απευθυνόμενος στην Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, ο Καζαντζάκης γράφει:
Όχι μερικά πράματα που μου ανήκουν θα δόσω εφχαρίστως για το Μουσείο, παρά ό,τι πολυτιμότερο έχω που να σχετίζεται με τη μακρόχρονη, επίπονη πνευματική μου ζωή — όλη μου τη βιβλιοθήκη, χειρόγραφα, εικόνες, προσωπικά μου πράματα που αγάπησα και χρησιμοποίησα, μια μεταποίηση τέλεια του γραφείου μου στο Μεγάλο Κάστρο. Να σωθεί έτσι το κελί, όπου τόσα χρόνια δούλεψε ένας Καστρινός πνευματικός εργάτης…[20]
Ο κατάλογος των περιεχομένων της βιβλιοθήκης του Καζαντζάκη εκδόθηκε από την Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών το 1997, στην επέτειο των 40 χρόνων από τον θάνατό του.[21] Τα βιβλία που περιέχονται στη βιβλιοθήκη του αποτελούν απτή απόδειξη της φιλαναγνωσίας του Καζαντζάκη και αποκαλύπτουν το ευρύ πεδίο των αναγνωστικών ενδιαφερόντων του. Τα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του. Πολλά βιβλία που είχε διαβάσει απουσιάζουν από τη βιβλιοθήκη του, διότι τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες τους, αλλά και αντίστροφα η ύπαρξη ενός βιβλίου στη βιβλιοθήκη του Καζαντζάκη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το είχε διαβάσει. Δείχνει όμως την εικόνα που είχε για τη σύγχρονή του λογοτεχνική παραγωγή. Αρκετά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του είχαν σταλεί στον Καζαντζάκη από τους ίδιους τους δημιουργούς τους, όπως μαρτυρούν οι χειρόγραφες αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες των βιβλίων. Κάποιοι από τους Έλληνες ομότεχνούς του που του είχαν στείλει βιβλία τους με αφιέρωση είναι ο Άγγελος Σικελιανός, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Καββαδίας, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Στρατής Τσίρκας.
Ορισμένες αφιερώσεις που βρίσκονται στα βιβλία του Καζαντζάκη μάς παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την αναγνωστική δραστηριότητά του. Πιο συγκεκριμένα, από την αφιέρωση που γράφει το 1956 ο Γιάννης Ρίτσος στο αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του ποιήματός Επιτάφιος που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Καζαντζάκη, πληροφορούμαστε ότι ο Καζαντζάκης είχε διαβάσει την πρώτη του έκδοση είκοσι χρόνια νωρίτερα και ότι είχε εκφράσει θετικά σχόλια.[22] Επιπλέον, ο Καζαντζάκης συνήθιζε να ευχαριστεί με επιστολές του τους συγγραφείς για τα βιβλία που του έστελναν και πολλές φορές τα σχολίαζε. Για παράδειγμα, ο Καζαντζάκης γράφει στον ποιητή Μηνά Δημάκη: «Μεγάλη άδολη χαρά μούδοκε η νέα Σου ποιητική συλλογή: ασίγαστη λυρική πνοή [...]».[23] Το 1954 ο Καζαντζάκης σε συνέντευξή του αναφέρεται στη νεότερη γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών, εξηγεί ότι λάμβανε τα βιβλία τους και ότι είχε ξεχωρίσει τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα: «Οι νέοι; Η παράδοση δεν έσβησε. Παίρνω τα βιβλία τους. Δεν έχω καιρό πολύ να τα διαβάσω. Έχω να γράψω […] Όμως όταν μπορέσω, κάτι διαβάζω. Ξέρω αίφνης πως εσύ γράφεις ταξιδιωτικά. Ακόμη θυμάμαι πως εντύπωση μου κάμανε τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα».[24]
Επιπλέον, ο Καζαντζάκης διάβαζε μελέτες και λογοτεχνικά περιοδικά σχετικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Όπως είδαμε παραπάνω, λάμβανε ταχτικά στη Γαλλία αντίτυπα του περιοδικού Νέα Εστία. Η βιβλιοθήκη του περιλαμβάνει επίσης μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία συνολικά αλλά και μελέτες που πραγματεύονται συγκεκριμένες περιόδους ή συγγραφείς. Για παράδειγμα, στη βιβλιοθήκη του εντοπίζονται μελέτες του Μανούσου Μανούσακα και του Στέφανου Ξανθουδίδη για την Ενετοκρατία στην Κρήτη και το κρητικό θέατρο, μελέτες του Πέτρου Χάρη και του Στέλιου Ξεφλούδα για τη νεοελληνική πεζογραφία καθώς και μια μελέτη του Γλαύκου Αλιθέρση για το ποιητικό έργο του Κ. Π. Καβάφη.[25] Στη βιβλιοθήκη του Καζαντζάκη βρίσκεται ένα αντίτυπο μελέτης της Έλλης Λαμπρίδη, με ιδιόχειρες σημειώσεις του, η οποία δημοσιεύτηκε το 1937 στα γαλλικά και εξέταζε τη λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας των τελευταίων 50 χρόνων.[26] Στη βιβλιοθήκη του εντοπίζεται επίσης η ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας του Bruno Lavagnini (Storia della Letteratura Neoellenica), η οποία δημοσιεύτηκε το 1955.[27]
Το 1950, όταν ο Πρεβελάκης του έστειλε το βιβλίο Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας του Ηρακλή Αποστολίδη, ο Καζαντζάκης εξέφρασε την επιθυμία του να δημιουργήσει τη δική του, προσωπική ανθολογία ξεκινώντας από τα δημοτικά τραγούδια.[28] Μάλιστα, σε ένα τετράδιό του με τίτλο “Exercise Book No2, Seeds” ο Καζαντζάκης είχε σημειώσει τα ονόματα των ποιητών που θα περιλάμβανε η ανθολογία του: «Η Ανθολογία μου. 100 ποιήματα. [Ακολουθούν τα ονόματα] Άγρας, Αλεξίου Λ., Αυγέρης, Βαλαωρίτης, Βάρναλης, Βιζυηνός, Βλαστός, Γρυπάρης, Εφταλιώτης, Καβάφης, Κάλβος, Καρυωτάκης, Μαβίλης, Μαλακάσης, Μελαχρινός, Παλαμάς, Παπαντωνίου, Πολυλάς, Πορφύρας, Πρεβελάκης, Ρίτσος, Σεφέρης, Σικελιανός, Σκίπης, Σολωμός».[29]
Ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στο έργο των Ελλήνων ομότεχνών του τόσο δημόσια σε άρθρα, ομιλίες και συνεντεύξεις του όσο και ιδιωτικά σε επιστολές του. Τον Μάρτιο του 1929 δημοσίευσε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ένα άρθρο με τίτλο “La littérature grecque contemporaine”, όπου παρουσίαζε στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό τη λογοτεχνική παραγωγή της νεότερης Ελλάδας. Ξεκινώντας από το γλωσσικό ζήτημα, αναφέρεται στην ποίηση του Διονύσιου Σολωμού, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού καταλήγοντας στην πεζογραφία του Γρηγόριου Ξενόπουλου, του Παύλου Νιρβάνα και της Γαλάτειας Καζαντζάκη.[30] Μάλιστα, το 1948 συμμετείχε στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας στο Παρίσι με μια ομιλία με τίτλο “La Liberté dans la Littérature Néogrecque”, μελετώντας την έννοια της ελευθερίας στη νεοελληνική λογοτεχνία από τα δημοτικά τραγούδια της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης έως τη λογοτεχνία του 1940.[31] Έναν χρόνο νωρίτερα ο Καζαντζάκης είχε στείλει μια τετρασέλιδη επιστολή στα γαλλικά στον Börje Knös παρουσιάζοντάς του τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τους οποίους ο Καζαντζάκης γνώριζε τόσο προσωπικά όσο και ως συγγραφείς μέσα από το έργο τους, όπως ανέφερε ο ίδιος.[32] Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, στόχος του Καζαντζάκη ήταν να κάνει γνωστούς τους λογοτέχνες της νεότερης Ελλάδας σε ένα γαλλόφωνο κοινό. Επίσης, σε αυτές τις μελέτες του αναφερόταν πιο αναλυτικά στη νεοελληνική λογοτεχνία από ό,τι στις περιπτώσεις όπου το κοινό του ήταν ελληνόφωνο, όπως στις συνεντεύξεις του.
Στη δεκαετία του 1950, ο Καζαντζάκης έδωσε συνεντεύξεις στις οποίες σχολίαζε τη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, απευθυνόμενος σε ελληνικό κοινό. Σε συνέντευξή του στον Χρυσό Ευελπίδη αναφέρθηκε και στη λογοτεχνική κριτική, επισημαίνοντας ότι υπάρχει έλλειψη αντικειμενικότητας και συστηματικότητας από τους κριτικούς λογοτεχνίας στην Ελλάδα.[33] Σε συνέντευξη που έδωσε το 1954 στον Μανόλη Γιαλουράκη κατά την οποία σχολίασε τη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, ο Καζαντζάκης εξήγησε ότι δεν τοποθετείται σαν κριτικός αλλά εκφράζει τι ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του: «Κριτικός δεν είμαι, γιατί ό,τι συμφέρει την ιδιοσυγκρασία μου είναι καλό, κι ό,τι όχι, κακό. Όμως αυτό κριτική δεν είναι».[34] Μάλιστα ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Γιαλουράκη να δημοσιεύσει μετά τον θάνατό του τη συνέντευξη που του έδωσε κατά την οποία αναφέρεται πιο εκτεταμένα στη νεοελληνική λογοτεχνία και στους συγγραφείς που την εκπροσωπούν.[35] Πράγματι, η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε ολόκληρη για πρώτη φορά το 1958, μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη, στο περιοδικό Καινούρια Εποχή, και το 1964 κυκλοφόρησε ως βιβλίο.[36] Σε αντίθεση με τα κριτικά μελετήματα που δημοσίευσε από το 1909 έως το 1910 όπου ασκούσε άμεσα λογοτεχνική κριτική σε κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που είχαν δημοσιευτεί πρόσφατα, στα ώριμα χρόνια του αποστασιοποιείται από τη θέση του κριτικού προς το έργο των Ελλήνων ομότεχνών του.
Αναφορές του Καζαντζάκη σε κείμενα της παλαιότερης και σύγχρονής του λογοτεχνίας
Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, ο Καζαντζάκης επιδόθηκε σε συστηματική μελέτη των κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα φοιτητικά έως τα ώριμα χρόνια του. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε τις πιο χαρακτηριστικές αξιολογήσεις και επιλογές του Καζαντζάκη όσον αφορά τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και της σύγχρονής του λογοτεχνίας από το έπος του Διγενή Ακρίτα μέχρι τη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1950.[37] Οι επιλογές του Καζαντζάκη από τη λογοτεχνική παράδοση αφορούσαν έργα γραμμένα στη δημοτική. Το κριτήριο της γλώσσας ήταν σημαντικό για την αξιολόγηση ενός έργου από τον Καζαντζάκη, ο οποίος ήταν ένας δυναμικός υπέρμαχος για την καθιέρωση της δημοτικής. Ο Διγενής Ακρίτας, τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της Αναγέννησης, και ειδικά ο Ερωτόκριτος, τα δημοτικά τραγούδια και η ποίηση του Σολωμού ξεχώριζαν στις αξιολογήσεις του.
Είδαμε παραπάνω ότι ο Καζαντζάκης ανέτρεχε σε κείμενα της βυζαντινής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Διγενής Ακρίτας και ο Ερωτόκριτος, προκειμένου να αντλήσει λεξιλόγιο και να το ενσωματώσει στο μεταφραστικό έργο του. Ο Καζαντζάκης είχε μάλιστα χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Ακρίτας σε άρθρα που δημοσίευσε το 1907-1908 στην εφημερίδα Νέον Άστυ,[38] ενώ για πολλά χρόνια σχεδίαζε να γράψει ένα έπος με τον τίτλο «Ακρίτας», το οποίο θα αποτύπωνε την «ένωση αρχαίας και χριστιανική Ελλάδας».[39] Στην Ασκητική του Καζαντζάκη ο Διγενής Ακρίτας λαμβάνει τις διαστάσεις ενός θεού: «Πιστεύω σ’ ένα θεό, Ακρίτα, Διγενή».[40] Για τον Καζαντζάκη, ο Διγενής Ακρίτας, που η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από τη Συρία, συμβόλιζε τη σύνθεση Ελλάδας και Ανατολής, αποτελώντας τον συμβολικό ήρωα της Ελλάδας ως σταυροδρόμι πολιτισμών. Στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά ο Διγενής Ακρίτας χαρακτηρίζεται ως ο αρχηγός της Ελλάδας,[41] ενώ στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Καζαντζάκη για τον Μοριά ο Διγενής χαρακτηρίζεται ως ο συμβολικός ήρωάς της.[42]
Όσον αφορά τα δημοτικά τραγούδια, ο Καζαντζάκης θεωρούσε ότι εκφράζουν την ψυχή του ελληνικού λαού. Σε άρθρο που δημοσίευσε το 1916 με αφορμή ομιλία του λαογράφου Νικόλαου Πολίτη στο φιλολογικό σύλλογο Παρνασσός, ο Καζαντζάκης συγκρίνει τα δημοτικά τραγούδια με τα ομηρικά έπη και υποστηρίζει ότι συντελούν στη συνοχή του ελληνικού έθνους.[43] Το 1948, στην ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας στο Παρίσι, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στα δημοτικά τραγούδια, σχολιάζοντας ότι η δημοτική ποίηση από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως και την Επανάσταση του 1821 εκφράζει τον έρωτα για την ελευθερία και για τη ζωή. Επισημαίνει μάλιστα ότι τα δημοτικά τραγούδια έχουν τα χαρακτηριστικά του «κλασικού», δηλαδή τέλεια φόρμα, νηφάλια έκφραση και δυνατό αλλά συγκρατημένο συναίσθημα.[44]
Στην κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης αναφέρθηκε αρχικά ο Καζαντζάκης με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα. Σε επιστολή του προς τον Παλαμά στις 12 Σεπτεμβρίου 1908, ο Καζαντζάκης τονίζει ότι από την Κρήτη, την «Πατρίδα του Χορτάτζη και του Κορνάρου», οφείλει να ξεκινήσει ο αγώνας για την καθιέρωση της δημοτικής.[45] Στον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη θα αναφερθεί ξανά το 1943 στο άρθρο «Ένα σχόλιο στην Οδύσσεια», όπου εξηγεί ότι η Κρήτη αντιπροσωπεύει τη σύνθεση Ελλάδας και Ανατολής για τον ίδιο, όχι όμως για τον Κορνάρο και τον Χορτάτση, που έγραφαν την περίοδο της Ενετοκρατίας.[46] Σε άρθρο του στο αμερικανικό περιοδικό Holiday το 1955 τοποθετεί τον Ερωτόκριτο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ένα σπουδαίο έπος (“the great epic”), στο πλαίσιο μιας ευρύτερης άνθησης των γραμμάτων και των τεχνών στη βενετοκρατούμενη Κρήτη την οποία αποκαλεί Κρητική Αναγέννηση (“While the rest of Greece, after 1453, was under the Turkish yoke, the Cretans were under the more cultured rule of Venice and created significant works of art: lyric poetry, plays, the great epic Erotokritos, as well as fine religious music and painting ‒ a whole culture, in fact, a Cretan Renaissance”).[47]
Στις δημόσιες αναφορές του στον Σολωμό, ο Καζαντζάκης τόνιζε την καταγωγή της οικογένειάς του από την Κρήτη, αν και ο ίδιος o ποιητής γεννήθηκε στη Ζάκυνθο (“Originaire de l’île de Crète”, “d’ origine crétoise”[48]). Το στοιχείο αυτό ο Καζαντζάκης σκόπευε να το αξιοποιήσει λογοτεχνικά και στο έπος που σχεδίαζε, τον «Ακρίτα», όπως μαρτυρούν οι σημειώσεις του στο διάγραμμα που είχε δημιουργήσει: «Ποιητάρης ο Ακρίτας, τραγουδά έπος. Φεύγει για Κρήτη, πολιορκία [Μεγάλου] Κάστρου… Φεύγει πρόπαππος [Διονυσίου] Σολωμού: Πελοπόννησο».[49] Επιπλέον, ο Καζαντζάκης επισήμανε ότι ο Σολωμός ήταν από τους πρώτους που εκτίμησαν τη δημοτική γλώσσα και τα δημοτικά τραγούδια. Το 1948, στην ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας στο Παρίσι, αποτιμώντας το έργο του Σολωμού, ο Καζαντζάκης τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο ποιητή της νεότερης Ελλάδας (“du plus grand poète de la Grèce moderne, de Dionisios Solomos”[50]). Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, ο Σολωμός στο τέλος της ζωής του έφτασε στην κορυφή της τέχνης, δηλαδή την απλότητα (“il atteignit par des complexités abstraites, vers la fin de sa vie, le sommet de tout art ‒ la simplicité”).
Στην ίδια ομιλία, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στο ποιητικό έργο του Παλαμά, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον δεύτερο εθνικό ποιητή της Ελλάδας μετά τον Σολωμό (“Après Solomos, Palamas est considéré comme le poète national de la Grèce moderne”).[51] Το ποιητικό έργο του Παλαμά το είχε συγκρίνει με το έργο του Σολωμού και περίπου 40 χρόνια νωρίτερα, σε ένα από τα κριτικά μελετήματα που είχε δημοσιεύσει το 1909, προκρίνοντας την ολιγόλογη υποβλητικότητα του Σολωμού.[52] Ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε επίσης στον αγώνα του Παλαμά για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και τόνισε ότι ο Παλαμάς άσκησε μεγάλη επίδραση στη νεοελληνική λογοτεχνία, επηρεάζοντας δημιουργούς όπως ο Δροσίνης, ο Γρυπάρης, ο Μαλακάσης και ο Μαβίλης.[53]
Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθηναϊκή το 1953, ο Καζαντζάκης επισήμανε ότι ο Παλαμάς και ο Σικελιανός ήταν οι δύο μεγάλοι ποιητές που ξεχώριζαν στη νεοελληνική λογοτεχνία. Σχετικά με τον Σικελιανό, ο Καζαντζάκης, αφιέρωσε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ο φίλος μου ο ποιητής ‒ Άγιον Όρος» στο βιβλίο του Αναφορά στο Γκρέκο, όπου αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Σικελιανό και το ταξίδι τους στο Άγιο Όρος το 1914. Το 1957, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, ο Καζαντζάκης τόνισε τη σημαντική συμβολή του Σικελιανού στη διαμόρφωση της δημοτικής γλώσσας. Χαρακτήρισε μάλιστα ως τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα τον Σικελιανό και τον Ισπανό ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, ο οποίος κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1956, όταν ήταν υποψήφιος και ο Καζαντζάκης.[54]
Αξιολογώντας την προσφορά του Καβάφη στα ελληνικά γράμματα, ο Καζαντζάκης σημείωσε το 1954 ότι κατάφερε να γίνει αθάνατος μέσα από το έργο του.[55] Ο Καζαντζάκης είχε περιγράψει τη γνωριμία του με τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια το 1927 σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος και έπειτα στο ταξιδιωτικό του βιβλίο Ταξιδεύοντας. Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς. Περιγράφοντας τη γνωριμία του με τον Καβάφη το 1927, ο Καζαντζάκης είχε τονίσει το στοιχείο της παρακμής που τον χαρακτήριζε («παρακμή και κούραση», «ψυχή της άγιας παρακμής», «Ο Καβάφης έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής»).[56] Σε συνέντευξη που έδωσε στον Χρυσό Ευελπίδη τριάντα χρόνια αργότερα (1957), ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε ξανά στο στοιχείο της παρακμής στο έργο του Καβάφη, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι έδωσε στα ελληνικά γράμματα μια διάσταση κούρασης που δεν ταίριαζε στη νεοελληνική λογοτεχνία: «Ο Καβάφης έκανε πολύ κακό στα ελληνικά γράμματα, δίνοντάς τους κατεύθυνση κουρασμένη και ντεκαντάντ, απαράδεκτη σε μια νέα λογοτεχνία, όπως η δικιά μας».[57]
Όσον αφορά τη νεοελληνική πεζογραφία, ο Καζαντζάκης θεωρούσε ότι περιλάμβανε συγγραφείς που θα μπορούσαν να συγκριθούν διεθνώς.[58] Σημείωσε ότι η συμβολή του Γιάννη Ψυχάρη στην εξέλιξη των νεοελληνικών γραμμάτων, μέσα από τον αγώνα του για την καθιέρωση της δημοτικής, υπήρξε καθοριστική. Το 1929 στο άρθρο του “La littérature grecque contemporaine” αφιέρωσε μια ενότητα στο έργο του Ψυχάρη Το ταξίδι μου, σημειώνοντας μάλιστα πως το εν λόγω βιβλίο δεν επηρέασε μόνο την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά ολόκληρη την πνευματική ζωή της χώρας.[59] Ο Καζαντζάκης τοποθετούσε τον εαυτό του ως συγγραφέα στον δρόμο που άνοιξε ο Ψυχάρης.[60] Επιπλέον, το 1948 ο Καζαντζάκης τόνισε ότι σημαντικοί πεζογράφοι μεγάλης αξίας εμφανίστηκαν στη νεοελληνική λογοτεχνία μετά τον Ψυχάρη, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Παύλος Νιρβάνας και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.[61] Από τους εκπροσώπους της ηθογραφίας, ο Καζαντζάκης χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη ως έναν συγγραφέα καθαρής τέχνης,[62] ενώ για τον Ιωάννη Κονδυλάκη έκρινε πως τα έργα που άφησε δεν ήταν αντάξιά του.[63]
Σχετικά με τους εκπροσώπους της λεγόμενης Αιολικής Σχολής, ο Καζαντζάκης παρατήρησε ότι μέσα από τις διαλέκτους, τους θρύλους και τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, η νεοελληνική λογοτεχνία εμπλουτίστηκε και διευρύνθηκε, αποκτώντας νοσταλγική διάθεση και το στοιχείο της Ανατολής.[64] Τον Στράτη Μυριβήλη ο Καζαντζάκης τον χαρακτήρισε ως έναν από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Ο Μυριβήλης είναι για μένα ο καλύτερος»[65], “un des nos meileurs prosateurs”[66]), ο οποίος ξεχώριζε για τη γλώσσα του έργου του και τον ακριβή τρόπο έκφρασης.[67] Αναφέρθηκε επίσης στην εντύπωση που του έκανε το μυθιστόρημα του Μυριβήλη Η Παναγιά η Γοργόνα (1948) και αποκάλυψε τις προσπάθειές του να μεταφραστεί το έργο του Μυριβήλη στο εξωτερικό.[68] Ως προς τον Φώτη Κόντογλου, ο Καζαντζάκης σχολίασε την πρωτοτυπία του έργου του, το οποίο χαρακτηρίζεται από το ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή λογοτεχνία, τη γη και τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας.[69] Σύμφωνα με τον Πρεβελάκη, ο Καζαντζάκης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Κόντογλου και το έργο του, ενώ το σπίτι του Καζαντζάκη κοσμούσαν εικόνες που είχε ζωγραφίσει ο Κόντογλου.[70] Στο ταξιδιωτικό του έργο Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς ο Καζαντζάκης περιγράφει τη ζωγραφική τέχνη του Κόντογλου και τον χαρακτηρίζει ως μία από τις «ζωντανές ψυχές της Ελλάδας».[71] Τον Ηλία Βενέζη, ωστόσο, τον είχε κατατάξει στους μέτριους συγγραφείς, σχολιάζοντας ότι η συγγραφική τέχνη του Βενέζη του φαίνεται «καλόβολη. Δεν ξεπερνάει το μέτριο».[72] Το 1957 ο Καζαντζάκης εξήγησε ότι οι αντιλήψεις τους διαφέρουν, διότι ο ίδιος στοχεύει στη δημιουργία σκέψεων από τον αναγνώστη, ενώ ο Βενέζης στη συγκίνησή του: «Είναι κι ο Βενέζης [αληθινός μάστορης του λόγου] αλλά έχουμε διαφορά αντιλήψεως με αυτόν σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις της λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματά του συγκινούν τον αναγνώστη, ενώ εγώ θέλω τη λογοτεχνία γεννήτρα σκέψεων».[73]
Μεγάλης λογοτεχνικής αξίας θεωρούσε ο Καζαντζάκης τα έργα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που χαρακτηρίζονται από τον κοινωνικό προβληματισμό: «Ο Θεοτόκης ξεχάστηκε γρήγορα. Κι όμως έχει μεγάλη αξία και παρουσίασε σοβαρή επίδραση στα ελληνικά γράμματα».[74] Στους συγγραφείς που το έργο τους πραγματεύεται θέματα της σύγχρονης κοινωνίας τοποθέτησε την πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια Καζαντζάκη σε ένα από τα πρώτα του κριτικά μελετήματα το 1909, με αφορμή τη δημοσίευση του Ridi Pagliaccio, όπου παρατηρεί ότι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του έργου της είναι η ειρωνεία, η παρατηρητικότητα και η απογοήτευση.[75] Είκοσι χρόνια αργότερα, στο άρθρο που δημοσίευσε στη γαλλική Le Monde (1929), αναφέρει ότι η Γαλάτεια Καζαντζάκη βρίσκεται στην κορυφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας (¨Une femme, Galateia Kasantsaki, occupe le sommet de la jeune littérature néo-hellénique”).[76]
Εκτός από το κριτήριο της γλώσσας και των επιδιώξεων ενός λογοτεχνικού έργου, σημαντικό ήταν το χρονικό του πλαίσιο για τον Καζαντζάκη, ο οποίος κατέτασσε τα λογοτεχνικά έργα σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία τοποθέτησε τα έργα που επιχειρούν να αποτυπώσουν τη «σημερινή αποσύνθεση του κόσμου, όπως ο Έλιοτ».[77] Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται τα έργα που νοσταλγούν το παρελθόν και στην τρίτη κατηγορία βρίσκονται τα έργα που επιχειρούν να συλλάβουν το μέλλον. Η τρίτη κατηγορία ήταν αυτή που ενδιέφερε τον Καζαντζάκη, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του το 1957.[78] Από τις αναφορές του Καζαντζάκη στη «μοντέρνα ποίηση», φαίνεται ότι γνώριζε το θεωρητικό της πλαίσιο και την τεχνική αλλά ήταν αποστασιοποιημένος από αυτήν. Σε επιστολή του στον Δημήτρη Νικολαρεΐζη εξηγεί ότι δεν θεωρούσε τη «μοντέρνα ποίηση» σύγχρονη αλλά παρωχημένη: «η λεγόμενη “μοντέρνα ποίηση” έχει, θαρρώ, τις ρίζες της στην προπολεμική ψυχολογία του ανθρώπου και μονάχα μετά τον πόλεμο πέταξε τα καθυστερημένα της άνθη. Τη θεωρώ πια ασυγχώρετα ασύγχρονη».[79] Σε επιστολή του στον Δημάκη στις 27 Νοεμβρίου 1950 χαρακτήρισε την τεχνική της «μοντέρνας ποίησης» ως ασυνάρτητη και επισήμανε τη δυσκολία να βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στην παραδοσιακή ποιητική μορφή και στην άμορφη μοντέρνα ποίηση: «και το πιο δύσκολο: μπόρεσες να βρεις το μέτρο ανάμεσα παλιάς ξεπερασμένης ποιητικής μορφής και μοντέρνας ασυνάρτητης κι άμορφης […]».[80]
Στις συνεντεύξεις, ομιλίες, μελέτες και επιστολές του ο Καζαντζάκης δεν χρησιμοποιούσε τον όρο «Γενιά του Τριάντα».[81] Όταν αναφερόταν στους σύγχρονούς του Έλληνες δημιουργούς, τους αξιολογούσε μεμονωμένα. Ανάμεσά τους ο Καζαντζάκης διέκρινε αρκετούς ταλαντούχους, χωρίς ωστόσο να ξεχωρίζουν ηγετικές μορφές. Το 1953 δήλωσε σε συνέντευξή του: «Στους σημερινούς βλέπω βέβαια αρκετούς καλούς, σαν τους Παναγιωτόπουλο, Ελύτη, Θεοτοκά, Τερζάκη, καθώς και αρκετούς άλλους. Όμως μεγάλες ηγετικές μορφές δεν ξεχωρίζουν […] Ο Πρεβελάκης δεν είναι μέγιστος, όμως σίγουρα δεν είναι στους “μινόρες”. Η γλώσσα του είναι πεντακάθαρη και ζηλευτή. Η πίστη και τα σύμβολά του στέρεα και αληθινά».[82] Ιδιαίτερη μνεία έκανε στο μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ (1937, 1945), εκφράζοντας την αντίρρησή του ως προς την έλλειψη συνδέσεων με τη σύγχρονη πραγματικότητα: «Πρόσεξα πολύ την “Ιζαμπώ” του Τερζάκη. Μπορούσε να ΄ταν έργο μεγάλης αξίας αν ο συγγραφέας του είχε τη δύναμη να προβάλλει στο παρελθόν, σύγχρονα αιτήματα».[83] Ξεχώρισε όμως το έργο του Βάρναλη για τον σύγχρονό του χαρακτήρα και σημείωσε ότι οι στίχοι του αποτελούν σάτιρα της θρησκείας και του πατριωτισμού.[84] Σε συνεντεύξεις της δεκαετίας του 1950 επανέρχονται οι αναφορές του Καζαντζάκη στο έργο του Βάρναλη, υπογραμμίζοντας πόσο εκτιμά την ποίησή του.[85] Επίσης, ο Καζαντζάκης έκρινε ως ιδιαίτερα αξιόλογο το πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη λόγω των προχωρημένων ιδεών του και της αφηγηματικής του δύναμης.[86]
Ο Καζαντζάκης κατέταξε τον Σεφέρη στους ελάσσονες ποιητές (“poetique mince mais pure”, “poeta minor, faible, sensible et sympatique”),[87] ενώ σε αρκετές επιστολές του αναφέρεται σε «κλίκα» ανάμεσα στον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη και τον Δημαρά.[88] Ένα στοιχείο που τόνισε ο Καζαντζάκης σε συνεντεύξεις και επιστολές του ήταν η επίδραση του Έλιοτ στο έργο του Σεφέρη.[89] Το 1952 ο Καζαντζάκης λέει σε συνέντευξή του: «ο Σεφέρης άνθρωπος μορφωμένος και καλλιεργημένος, θυμίζει όμως Έλιοτ».[90] Επιπλέον, το 1956 σε συνέντευξη που έδωσε όταν βρέθηκε στη Σλοβενία ο Καζαντζάκης ανέφερε για τον Σεφέρη ότι «δεν είναι καθόλου Έλληνας επειδή γράφει ποιήματα όπως ο Έλιοτ».[91] Ένα ζητούμενο για τη λεγόμενη «Γενιά του Τριάντα» αποτελούσε ο τρόπος με τον οποίο θα κατόρθωνε να συνδυάσει τις ευρωπαϊκές καταβολές της με την ελληνικότητα.[92] Ωστόσο, όσον αφορά την περίπτωση του Σεφέρη, ο Καζαντζάκης θεωρούσε ότι η βαθιά επιρροή που άσκησε ο Έλιοτ στο έργο του στέρησε από τον τελευταίο την ελληνική ταυτότητά του.
Η Ελένη Πουσκούρη, στην οποία ο Καζαντζάκης έδωσε συνέντευξη το 1952, σχολίασε ότι ο ίδιος ήταν απόλυτα ενημερωμένος σχετικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία: «Ήταν [ο Καζαντζάκης] απόλυτα ενημερωμένος. Του άρεσε ο Σκελετόβραχος της Εύας Βλάμη για τη γλώσσα του και το γερό του χτίσιμο, αν και βρίσκει πολύ φολκλορισμό. Και τα Ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη, ενώ Ο άλλος Αλέξανδρος, λέει, δεν αξίζει. Τα τραγούδια του Μηνά Δημάκη με την ηρωική απαισιοδοξία τους […] ο Βρεττάκος, ο Ρίτσος».[93] Από τη νεότερη γενιά λογοτεχνών ο Καζαντζάκης είχε ξεχωρίσει το έργο του Στρατή Τσίρκα, της Εύας Βλάμη και του Γιάννη Μαγκλή, ο οποίος είχε μεταφράσει τον Τόντα Ράμπα του Καζαντζάκη στα ελληνικά.[94] Το 1957, κάνοντας μια συνολική εκτίμηση, ο Καζαντζάκης έκρινε ότι στη νεοελληνική λογοτεχνία βρίσκονται αξιόλογοι συγγραφείς σε κάθε λογοτεχνικό είδος («βρίσκουμε λοιπόν στην Ελλάδα άξιους συγγραφείς, σ’ όλα τα λογοτεχνικά είδη»). Πρόσθεσε, επίσης, ότι αξίζει στη νεοελληνική λογοτεχνία να είναι γνωστή στο εξωτερικό: «Είναι λυπηρό […] πως η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι αρκετά γνωστή στο εξωτερικό. Γιατί θεωρώ τη σημερινή λογοτεχνία μας ανώτερη από τη σύγχρονη γαλλική».[95]
Εν κατακλείδι, μέσα από την ανίχνευση των αναγνωσμάτων του Καζαντζάκη από τα φοιτητικά του χρόνια (1902) έως τους τελευταίους μήνες της ζωής του (1957), διαπιστώνουμε τη βαθιά του γνώση και συστηματική ενασχόληση με τη νεοελληνική λογοτεχνία ως αναγνώστης της. Όσο βρισκόταν στο εξωτερικό ζητούσε να λαμβάνει βιβλία, προκειμένου να είναι ενημερωμένος. Όντας ο ίδιος ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ήθελε να γνωρίζει τη λογοτεχνική παραγωγή των Ελλήνων ομότεχνών του και το δικό του έργο να εναρμονίζεται με αυτή. Πριν γράψει τα δικά του λογοτεχνικά ή μεταφραστικά έργα διάβαζε βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα κριτήριά του για την αξιολόγηση των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας αφορούσαν τον γλωσσικό τους πλούτο, τη δημοτική γλώσσα, τις ιδέες τους καθώς και τις συνδέσεις με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πιστεύοντας μάλιστα πως η νεοελληνική λογοτεχνία περιλάμβανε άξιους συγγραφείς σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, προσπάθησε να την κάνει γνωστή στο διεθνές αναγνωστικό κοινό μέσα από τα άρθρα και τις ομιλίες του στη Γαλλία. Τον Μάιο του 1957, κάνοντας μια αποτίμηση της προσφοράς του, ο Καζαντζάκης λέει χαρακτηριστικά: «εκείνο που νομίζω πως κατώρθωσα […] είναι ν’ ανοίξω μια πόρτα για την νεοελληνική λογοτεχνία. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η προβολή της Ελλάδας, όχι η προσωπική μου επιτυχία».[96]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αποσκίτου-Αλεξίου, Μ., 1978, «Τριάντα τέσσερα άγνωστα γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη», περ. Αμάλθεια, 9, τχ. 35, σσ. 117-164.
Γιαλουράκης, Μ., 1958, «Ο Καζαντζάκης μου είπε...», Καινούρια Εποχή, σσ. 154-162.
__, 1964, Καζαντζάκης. Μια μέρα στην Αντίμπ, Αλεξάνδρεια: Εμπόριο.
__, 1978, Ο Κριτικός Ν. Καζαντζάκης, Δίοδος.
Δετοράκης, Θ. (εισαγωγή) - Κατσαλάκη, Γ. (Πρόλογος), 1997, Η βιβλιοθήκη του Νίκου Καζαντζάκη στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ηράκλειο: Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.
Δημάκης, Μ., 1975, Καζαντζάκης, Επιστολές-Σχόλια, Το Ελληνικό Βιβλίο.
Δημηρούλης, Δ., 2020, «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Γενιά του ’30. Τα ίχνη της απουσίας», στο: Σ. Ν. Φιλιππίδης (επιμ.), Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα. Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Νίκος Καζαντζάκης 2007: 50 χρόνια μετά», Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 77-105.
Ευελπίδης, Χ., 1962, «Ο Καζαντζάκης για το έργο του και για την ελληνική λογοτεχνία», Κρητική Πρωτοχρονιά, έτος Β', σσ. 192-195.
Καζαντζάκη, Ε. Ν., 31998, Νίκος Καζαντζάκης ο ασυμβίβαστος, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Ν., 1909α, Σ. Σκίπη «Ο Απέθαντος», Νέα Ζωή, τόμ. 6, αρ. 3, σσ. 121-128.
__, 1909β, «Γαλάτεια Αλεξίου (Αφορμή από το “Ridi Pagliaccio” της)», Ο Νουμάς, 348, σσ. 1-3.
__, 1916, Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων, Επιθεώρησις των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, σσ. 198-200.
__, 1927, Η πνευματική κίνησις της Αιγύπτου. Ο Αλεξανδρινός ποιητής Καβάφης. Από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού, εφ. Ελεύθερος Λόγος (15 Απριλίου 1927).
__, 1929, La Littérature grecque contemporaine, Le Monde, Les Lettres, 16 Μαρτίου 1929.
__, 1938, Γνώμη για τον Κοντυλάκη, Κρητικές Σελίδες (Ιούλιος-Αύγουστος 1938), σ. 247.
__, 1943, «Ένα σχόλιο στην Οδύσσεια», Νέα Εστία, 34, σσ. 1028-1034.
__, 1947, Επιστολή του Καζαντζάκη στον Börje Knös, 12 Απριλίου 1947, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη.
__, 1948, La Liberté dans la Littérature Néogrecque, Αρχείο Πρεβελάκη του Πανεπιστημίου Κρήτης.
__, 1953, Συνέντευξις με Ν. Καζαντζάκην, εφ. Αθηναϊκή (3 Δεκεμβρίου 1953).
__, 1954, Ο Παπούς ‒ η Ρίζα, Νέα Εστία, 55, σ. 566.
__, 1955, “Crete”, Holiday, 18, σσ. 34-39.
__, 1956, Ο Καζαντζάκης στη Σλοβενία, Εβδομαδιαίο Βήμα, ΤΤ, Ljubljana.
__, 1958, Επιστολές προς την Γαλάτεια, Δίφρος.
__, 21965, Ταξιδεύοντας. Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη.
__, 1979, Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη από τα νεανικά έως τα ώριμα χρόνια του, Αθήνα: Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη.
__, 21984, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
__, 2007, Ασκητική. Salvatores Dei, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
__, 2010, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Κακριδής, Ι. Θ., 1977, 84 γράμματα του Καζαντζάκη στον Κακριδή, Νέα Εστία, τόμ. 102, τεύχος 1211, σσ. 257-300.
Κασίνης, Κ. Γ., 1986, «Κωστής Παλαμάς-Νίκος Καζαντζάκης», Εκηβόλος, 14, σσ. 1295-1318.
Κατσίμπαλης, Γ., K., 1958, Βιβλιογραφία Ν. Καζαντζάκη Α΄1906-1948, Αθήνα.
Κοντιάδη, Ε. (μτφρ.), 1977, «Έξι γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στον Max Tau», Νέα Εστία, τόμ. 102, τεύχος 1211, σσ. 308-310.
Νικολαρεΐζης, Δ., 1962, Δοκίμια Κριτικής, Φέξης.
Πουσκούρη, Ε., 1952, «Ένα απόγευμα με τον Καζαντζάκη», Νέα Εστία, 52, τ. 607, σσ. 1388-1390.
Τζιόβας, Δ., 2011, Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, Πόλις.
Bien P. (επιμ., μτφρ.), 2012, The selected letters of Nikos Kazantzakis, Πρίνστον / Οξφόρδη: Princeton University Press.
Kokkinidi, E., 2016, The Modern Greek literary tradition in the major novels of Nikos Kazantzakis, PhD thesis, King’s College London, διαθέσιμο στο: https://kclpure.kcl.ac.uk/ws/portalfiles/portal/57942010/2015_Kokkinidi_Evangelia_0833682_ethesis.pdf, (ανακτήθηκε στις 28/7/2023).
Vitti, M., 2000, Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Ερμής.