Τον Αύγουστο του 1957 ο Νίκος Καζαντζάκης, μιλώντας στον Χρυσό Ευελπίδη, καταλόγισε στον Ηλία Βενέζη ότι «τα μυθιστορήματά του συγκινούν τον αναγνώστη, ενώ [ο ίδιος] ήθελ[ε] τη λογοτεχνία γεννήτρα σκέψεων»[1]. Θα εξετάσω συγκριτικά την κατασκευή του γενέθλιου τόπου στον Αλέξη Ζορμπά (για την ακρίβεια, Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά) και την Αιολική Γη. Εντοπίζοντας συγκλίσεις και αποκλίσεις, θα επιχειρήσω να προσδιορίσω τις ακριβείς διαστάσεις της ως άνω κριτικής του Καζαντζάκη για τα μυθιστορήματα του Βενέζη. Τη σύγκριση αυτή υπαγορεύουν επιπλέον τα εξής στοιχεία: ο Αλέξης Ζορμπάς υπήρξε το έργο που καθιέρωσε τον Καζαντζάκη ως μυθιστοριογράφο και η Αιολική Γη υπήρξε και παραμένει το πιο δημοφιλές μυθιστόρημα του Βενέζη.
Ξεκινώ με τον χρόνο και τις συνθήκες συγγραφής. Τη συγγραφή του Αλέξη Ζορμπά και της Αιολικής Γης επικαθόρισαν παρόμοιες συνθήκες, δηλαδή η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα και η κατοχή του γενέθλιου τόπου (τουρκική στον Βενέζη, γερμανική με υπενθύμιση της τουρκικής στον Καζαντζάκη)· η φυγή από τον γενέθλιο τόπο (στον Βενέζη η φυγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, στον Καζαντζάκη των Ελλήνων του Καυκάσου)· και το θέμα της νοερής επιστροφής του συγγραφέα-αφηγητή στη γενέθλια γη. Όσον αφορά τον ίδιο τον Βενέζη, υπενθυμίζω ότι εκπατρίστηκε από το Αϊβαλί το 1914, επανήλθε το 1919 και εκπατρίστηκε οριστικά το 1923 μετά από 14μηνη αιχμαλωσία. Η Αιολική Γη συνιστά νοσταλγική επιστροφή στη γενέθλια γη και στη ζωή των παιδικών του χρόνων και διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 1914 στα Κιμιντένια (με αναδρομές σε προηγούμενα καλοκαίρια).
Ο Καζαντζάκης έγραψε τον Αλέξη Ζορμπά στην Αίγινα στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, και ειδικότερα στο διάστημα από τον Αύγουστο του 1941 έως τον Μάιο του 1943, και τον δημοσίευσε το 1946. Όμως, το μυθιστόρημα δεν είναι γέννημα της Κατοχής, όπως συνέβη με την Αιολική Γη. Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά στο βιβλίο μου Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ. Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη (Ηράκλειο 2015, ΕΚΙΜ), η μυθοπλασιακή προετοιμασία είχε ξεκινήσει ήδη το 1927 αλλά πρόβαλε καθαρότερα το 1937. Η συγγραφή του Αλέξη Ζορμπά σηματοδοτεί διπλή στροφή του συγγραφέα προς την Κρήτη: (α) μυθιστοριογραφική, εφόσον φαίνεται ότι το 1937 ο Καζαντζάκης σχεδίαζε να διασπείρει τη δράση του μυθιστορήματος σε διάφορους τόπους, εντός και εκτός Ελλάδος, και (β) ιδεολογική, εφόσον στο ιδεολογικό πρόγραμμα του Καζαντζάκη η Κρήτη παρέμεινε για καιρό υποταγμένη στην Αφρική, ενώ στην Οδύσ(σ)ειά του, που είχε δημοσιευτεί μόλις τέσσερα χρόνια προτού αρχίσει να γράφει τον Αλέξη Ζορμπά, εκπροσωπούνταν από τον παρηκμασμένο μινωικό πολιτισμό που έπρεπε να καταστραφεί. Προεξαγγέλλοντας τη λογοτεχνική και ιδεολογική στροφή του προς την Κρήτη, ο Καζαντζάκης περιηγήθηκε το νησί την άνοιξη του 1940. Όπως γράφει η Ελένη Καζαντζάκη, νοσταλγούσε «ν’ αγγίξει, να μυριστεί, να γευτεί, να ξαναθυμηθεί πρόσωπα και πράγματα, που ξόμπλιαζαν τα παιδικά του χρόνια»[2].
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ζορμπάς έχει ξαναπάει στην Κρήτη: στη διάρκεια του ταξιδιού αναγνωρίζει το νησί από μακριά και εξιστορεί στον αφηγητή τη συμμετοχή του στην επανάσταση του 1896. Αν για τον Ζορμπά το ταξίδι σημαίνει δεύτερη επίσκεψη στην Κρήτη, για τον αφηγητή είναι πραγματικός νόστος: έχει κρητική καταγωγή, και μάλιστα αναφέρει πως η «φιλοξενία» που προσφέρει στον Ζορμπά στο κρητικό ακρογιάλι, για να του λέει τις ιστορίες του, συνεχίζει την παράδοση του παππού του, ο οποίος: «έψαχνε κάθε βράδυ να δει μην έφτασε ξένος στο χωριό του και τον φιλοξενούσε, για να ακούει τις ιστορίες του»[3]. Πρόκειται για τον παππού του Καζαντζάκη από την πλευρά της μάνας του, για τον οποίο μιλάει με τρυφερότητα και συγκίνηση στο τρίτο κεφάλαιο της Αναφοράς στον Γκρέκο. Αυτό το πρωτογενές επίπεδο με τον παππού του Καζαντζάκη και τις ιστορίες δεν αναπτύχθηκε στον Αλέξη Ζορμπά, ενώ αντίθετα αποτέλεσε τον πυρήνα της Αιολικής Γης. Κατ’ αναλογία, αργότερα δεν θα γράψει τους Γειτόνους, αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, αλλά τον Καπετάν Μιχάλη.
Η Αιολική Γη τυπώθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 από τις εκδόσεις «Άλφα» και επανεκδόθηκε ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1944. Καθώς ο Βενέζης ξαναδούλευε το μυθιστόρημα, ετοιμάζοντας την τρίτη έκδοση που θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 1953, δημοσίευσε στην εφημερίδα Το Βήμα μια σημαντική επιφυλλίδα με χρονολογία 17.3.1953, που ρίχνει φως σε δύο αλληλένδετα ζητήματα: τις συνθήκες γένεσης του μυθιστορήματος και τον χαρακτήρα της αφήγησης.
Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, ο Βενέζης σχολιάζει:
Σκέπτομαι συνεχώς: Πώς έγινε δυνατόν, μέσα σε τόση προσωπική και καθολική του κόσμου πίκρα, μέσα σε τόσο άγχος, να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο γαλήνης; Τίποτα ακόμα τότε, στα 1942, δεν ήταν βέβαιο για τη σωτηρία μας.
Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, ο Βενέζης εξομολογείται ότι οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία και οι αφηγήσεις της Αιολικής Γης συνιστούν εν μέρει κατασκευή που προέκυψε ως αντίδραση στις δραματικές συνθήκες της Κατοχής (δεν μνημονεύει καν την παιδική ανάμνηση από τα Κιμιντένια που είχε ενσωματώσει στο ΙΕ΄ κεφάλαιο του βιβλίου του Το νούμερο 31328). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
Μα είναι, λοιπόν, δυνατόν να γίνει αυτή η αφαίρεση, αυτή η απαγκίστρωση απ’ την πραγματικότητα; Αναρωτιέμαι εγώ ο ίδιος. Πώς είναι δυνατόν όχι πια η ψυχή, όχι το μυαλό, αλλά το σώμα να πραγματοποιεί αυτή την αποδέσμευση, να μη βλέπει τις πληγές του, και να ρίχνεται στην αυταπάτη της χίμαιρας; Ε, να που γίνεται. Στην ώρα που γράφτηκε η Αιολική Γη πράγματι τη χίμαιρα εξέφραζε. Τώρα δα θέτω τούτο το ερώτημα στον εαυτό μου: Υπήρξε στ’ αλήθεια ποτέ αυτός ο κύκλος της ζωής, αυτή η γη, αυτοί οι απλοί άνθρωποι της Βίβλου, αυτά τα βουνά, τα Κιμιντένια; Ή μήπως γελιέμαι, και όλα ήταν πλάσματα της φαντασίας και οράματα; Μήπως όλα αυτά τα περιστατικά της Αιολικής Γης —τα τόσο άλλωστε συγκεκριμένα— ήταν όνειρο; Μήπως ήταν ανάγκη να γίνουν, ανάγκη να πλασθούν, όπως ανάγκη ήταν να προσωποποιηθούν όλα τα πλάσματα μες σ’ αυτό το βιβλίο —τα δέντρα, τα ποτάμια, τα θεριά, οι ρίζες, οι βράχοι καθώς έγινε πάντα στην αυγή του ανθρώπου; Ελέγχουν συχνά τον γράφοντα οι κριτικοί του πως αυτοβιογραφείται στα βιβλία του. Πού να ξέρουν πόσο ελάχιστα κατέχει πια ο ίδιος ο γράφων το τί απ’ ό,τι γράφει ανήκει πράγματι στην περιοχή του κόσμου και τί στην περιοχή της φαντασίας!
Ως παράδειγμα φαντασιακής κατασκευής, ο Βενέζης μνημονεύει τη σπηλιά όπου πήγαιναν τα γερασμένα αγριογούρουνα για να πεθάνουν και μας πληροφορεί ότι αυτή εξελήφθη ως πραγματικότητα από τους αναγνώστες, οι οποίοι έσπευσαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή της. Όσον αφορά την «απαγκίστρωση» από την κατοχική πραγματικότητα για να κυνηγήσει «χίμαιρες», εξηγεί ότι έγραψε το κεφάλαιο της Αιολικής Γης με τίτλο «Η ιστορία ενός ανθρώπου που γύρευε να βρει το καμήλι με το άσπρο κεφάλι» την ημέρα που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τον φίλο του Μιχάλη Ακύλα (6 Ιουνίου 1942). Παραπέμπει εν προκειμένω στις σημειώσεις του στα περιθώρια του χφ της Αιολικής Γης για τα καθημερινά περιστατικά της Κατοχής (φόνους, ήττες, πείνα).
Παρά τις ουσιαστικές διαφορές τους, τόσο ο Αλέξης Ζορμπάς όσο και η Αιολική Γη αποτελούν, όπως ανέφερα ήδη, νοερή επιστροφή στη γενέθλια γη. Και τα δύο τη μυθοποιούν, και τα δύο παραπέμπουν τον αναγνώστη στο αρχέγονο, γονιμοποιό παρελθόν της,
Ως προς το πρώτο σημείο, απαιτείται να υπενθυμίσω ότι για τον Βενέζη η «επιστροφή» στον γενέθλιο τόπο δεν ταυτίζεται με τη «στροφή» προς τον γενέθλιο τόπο, όπως στην περίπτωση του Καζαντζάκη. Η ενασχόληση του Βενέζη με τη γενέθλια γη του τοποθετείται στην αφετηρία της λογοτεχνικής του πορείας και υπήρξε καθοριστική για αυτήν. Αν δεν συμπεριλάβουμε τις νεανικές δημοσιεύσεις του σε έντυπα της Λέσβου, η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1928, με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ο Μανώλης Λέκας κι άλλα διηγήματα. Στην Αιολική Γη η «στροφή» του Βενέζη συνίσταται σε κάτι διαφορετικό από αυτήν του Καζαντζάκη, δηλαδή στον χαρακτήρα που προσλαμβάνει πλέον η απεικόνιση του γενέθλιου τόπου. Ο αείμνηστος Peter Mackridge εντάσσει την Αιολική Γη στην πρώτη φάση της συγγραφής μυθιστορημάτων για τη Μικρά Ασία (1922-1943) και τη χαρακτηρίζει «κορύφωση της μυθοποίησης της Μικράς Ασίας»:
This novel represents the culmination of the process of mythologization of Asia Minor as a locus amoenus in Greek fiction. Whereas other novels present life in Asia Minor in largely realistic fashion, narrating events in more or less chronological order, Venezis’s novel presents a timeless world of myth that has been destroyed by history.[4]
Πρέπει, όμως, να υπενθυμίσω ότι στα δύο διηγήματα της συλλογής του 1928, που τιτλοφορούνται ο «Μανώλης Λέκας» και «Στα Κιμιντένια», η ζωή στο Αϊβαλί και γύρω από αυτό είναι εντελώς διαφορετική από την εξιδανικευμένη και μυθοποιημένη απεικόνιση της Αιολικής Γης. Συγκεκριμένα, η ζωή είναι σκληρή τόσο στο αστικό όσο και στο αγροτικό περιβάλλον. Στο πρώτο διήγημα, ο Λέκας δέρνει βάναυσα τη γυναίκα του όταν αυτή έχει δίκιο, αφήνει νοητικά ανάπηρο τον μεγάλο γιο τους από τα χτυπήματα, ενώ η αδιαφορία του είναι ο λόγος που ο νεότερος γιος τους θα σκοτωθεί στον πετροπόλεμο. Στο δεύτερο διήγημα, όταν ένας απλός παραγιός γίνεται επιστάτης στο τσιφλίκι, αλλάζει ολότελα η συμπεριφορά του. Η επιμονή του να ζέψουν στο αλέτρι ένα άρρωστο και εξαντλημένο βόδι, προκαλεί ανοιχτή σύγκρουση με τον ζευγά, ενώ τελικά το ζώο πεθαίνει. Ακόμη, ο Παρασκευάς ο Λημιός, που ερχόταν κάθε καλοκαίρι από το νησί του μαζί με άλλους για να δουλέψει ως εργάτης γης, αρρωσταίνει και πεθαίνει χωρίς να ξαναδεί τον τόπο του. Όλα αυτά συμβαίνουν «στην καρδιά του κάμπου» κάτω από τα Κιμιντένια, δηλαδή στην περιοχή κάτω από το μυθοποιημένο και μυστηριακό βουνό όπου τοποθετείται η κυρίως δράση της Αιολικής Γης. Εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του ο αφηγητής, όταν ήταν παιδί, μαζί με τις τέσσερις αδελφές του, ακούγοντας ιστορίες και παραμύθια από τον παππού και τη γιαγιά.
Η μυθοποίηση της ζωής στην Αιολική Γη είναι εύληπτη και κοινός τόπος στην κριτική. Υπάρχει εν προκειμένω αναλογία με τον Αλέξη Ζορμπά αλλά διαφορετικού τύπου: στη μυθοποίηση των παιδικών χρόνων του Βενέζη στον γενέθλιο τόπο αναλογεί ο καζαντζακικός χειρισμός του πρωτογενούς υλικού και των χαρακτήρων, ο λογοτεχνικός μύθος και το διακειμενικό υπόβαθρο. Τα αμιγώς κρητικά στοιχεία στον Αλέξη Ζορμπά είναι λίγα και η λειτουργία τους περιορίζεται στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Ανέφερα παραπάνω ότι ο Καζαντζάκης σχεδίαζε να διασπείρει τη δράση του μυθιστορήματος σε διάφορους τόπους, εντός και εκτός Ελλάδος, με στοιχεία εξωτικής περιπέτειας. Τελικά, όμως, επέλεξε να τη σκηνοθετήσει στην Κρήτη και να της δώσει αφηγηματικό βάθος: μετέφερε τις περιπέτειες του (Γιώργη) Ζορμπά και της Ορτάνς στο επίπεδο των αναμνήσεων και των αφηγήσεων, τις μετέτρεψε σε εσωτερικό στοιχείο, τις ενσωμάτωσε στο τοπίο και τις ενέγραψε στο πεδίο των διακειμενικών σχέσεων. Στο μυθιστόρημα τα «ταξίδια» γίνονται πλέον μέσα από τις σελίδες της ομηρικής Οδύσσειας, της πλατωνικής Πολιτείας, της Θείας Κωμωδίας και της Τρικυμίας του Σαίξπηρ. Μάλιστα, οι επιδράσεις από τη σαιξπηρική τραγωδία μεταμορφώνουν υπαινικτικά την Κρήτη σε εξωτικό νησί και εμπνέουν τη σκηνοθεσία της κωμικής συνάντησης του «πρίγκιπα» Ζορμπά με τη «βασίλισσα» Ορτάνς.
Έρχομαι τώρα στο δεύτερο και αλληλένδετο σημείο, δηλαδή την αξιοποίηση και στα δύο μυθιστορήματα ενός αρχέγονου, γονιμοποιού παρελθόντος, υπαρκτού ή κατασκευασμένου. Στον απώτατο λογοτεχνικό ορίζοντα του Αλέξη Ζορμπά τοποθετείται η επίσκεψη του αφηγητή στη μινωική νεκρόπολη, δίπλα στη γενέτειρα του Νίκου Καζαντζάκη. Την επίσκεψη αυτή θα ακολουθήσει τον Αύγουστο του 1943, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής του μυθιστορήματος, η διατύπωση εκ μέρους του Καζαντζάκη της περιώνυμης θεωρίας της «κρητικής ματιάς» με τη μινωική καταγωγή. Είναι ακριβώς ο γενέθλιος τόπος του Καζαντζάκη και οι μινωικές ρίζες του που υπαγορεύουν την κατά τον Πρεβελάκη «μυθοποιία» της Αναφοράς στον Γκρέκο. Ειδικότερα, το μισό περίπου του έργου αφιερώνεται στα κρητικά χρόνια της ζωής του Καζαντζάκη, ακολουθούν οι περιοδικές επιστροφές του στο νησί και στο τέλος καταγράφεται ο οριστικός, ιδεολογικός και λογοτεχνικός, νόστος του συγγραφέα: σύμφωνα με την Αναφορά, τότε γράφονται ο Αλέξης Ζορμπάς και η Οδύσ(σ)εια (με αυτή τη σειρά!), ενώ η συγγραφική έμπνευση για τον Αλέξη Ζορμπά ανάγεται στο μινωικό παρελθόν του νησιού. Συγκεκριμένα, τη σύλληψη της αφηγηματικής μορφής του Ζορμπά γονιμοποιεί μια τοιχογραφία της Κνωσού: ένα χελιδονόψαρο που έχει πεταχτεί έξω από τη θάλασσα, γιατί δεν αντέχει τη σκλαβιά του νερού και θέλει να ξεπεράσει τη φύση του και να ζήσει ελεύθερο σαν πουλί. Έτσι ο Καζαντζάκης ανάγει, αναδρομικά και συνειρμικά, στη μινωική Κρήτη την αρχική έμπνευση για το πλάσιμο της μυθιστορηματικής μορφής του ήρωά του.
Η Αιολική Γη δεν τοποθετείται, προγραμματικά και αφετηριακά, στη βιβλική Εδέμ, όπως έγραψαν μεταξύ των άλλων, προλογίζοντας εκδόσεις του έργου, ο Lawrence Durrell (αγγλική έκδοση), ο Pierre Amandry (γαλλική έκδοση) και έμμεσα ο Άγγελος Σικελιανός (2η ελληνική έκδοση), καθώς και αρκετοί άλλοι κριτικοί. Μάλιστα, οι όροι «Εδέμ» και «Παράδεισος» δεν απαντούν καν στο μυθιστόρημα. Αλλού βρίσκεται η μήτρα της ουτοπίας της Αιολικής Γης. Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο ίδιος ο Βενέζης στην επιφυλλίδα του 1953, εντοπίζεται στην «αυγή του ανθρώπου», τότε δηλαδή που οι διακρίσεις ανάμεσα στα όντα δεν είχαν οριστικοποιηθεί. Παραθέτω το σχετικό χωρίο:
Μήπως ήταν ανάγκη να γίνουν, ανάγκη να πλασθούν, όπως ανάγκη ήταν να προσωποποιηθούν όλα τα πλάσματα μες σ’ αυτό το βιβλίο —τα δέντρα, τα ποτάμια, τα θεριά, οι ρίζες, οι βράχοι— καθώς έγινε πάντα στην αυγή του ανθρώπου;
Η παραπάνω ερμηνεία συντονίζεται με τη διπλή κοσμογονία που ανοίγει την Αιολική Γη (μέρος πρώτο «Κόσμος», κεφάλαιο πρώτο «Κιμιντένια»)[5], και συνίσταται στην ανάδυση της Λέσβου στο Αιγαίο και τη δημιουργία του τόπου κάτω από τα Κιμιντένια στην απέναντι στεριά της Αιολίδας, όπου μάλιστα τα κύματα και τα βουνά έχουν προσωποποιηθεί. Παραθέτω ολόκληρο το σχετικό χωρίο:
Όταν παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν’ αναδύονται απ’ το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ’ τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο —ω, πόσο διαφορετικό! Γι’ αυτό είπαν τα κύματα:
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας. Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνησή του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα
κύματα, κι άλλα —όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής.
Τ’ άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ’
άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε
στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ’ τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
«Ας κάμουμε κ’ εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να ’ναι σαν το νησί!»
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο
τόπος της Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.
Απαιτείται να διευκρινιστεί εν προκειμένω η σχέση της Αιολικής Γης με το παραμύθι. Τον Βενέζη τον είπανε «παραμυθά» αλλά ο Κώστας Στεργιόπουλος προχώρησε στην παρακάτω σχετική διευκρίνιση:
Από το παραμύθι [ο Βενέζης] κρατάει την ατμόσφαιρα και τη γεύση του παραμυθιού, για να δημιουργήσει τη μυθική ατμόσφαιρα τη δική του. Αντλεί από κει και τις συνομιλίες των ζώων και των αψύχων, γνώρισμα συχνό και στο δημοτικό τραγούδι, κάνοντας μάλιστα κατάχρηση, από ένα σημείο κι έπειτα, στην προσωποποίηση του φυσικού κόσμου, με το να μιλούν κάθε τόσο τα δέντρα, τα βουνά, τα κύματα ή τα ζώα. Μα ο χαρακτηρισμός «παραμυθάς» δεν ανταποκρίνεται και τόσο στην περίπτωσή του.[6]
Κατά τη γνώμη μου, η σχέση της αιολικής ουτοπίας με το παραμύθι και το δημοτικό τραγούδι είναι δευτερογενής. Και αυτό διότι, ενώ στο μυθιστόρημα απαντούν στοιχεία που μας τα θυμίζουν, η μήτρα τους τοποθετείται, όπως εξήγησα, στην «αυγή του ανθρώπου», δηλαδή στο αρχέγονο παρελθόν της περιοχής, στην εποχή της δημιουργίας του κόσμου και των όντων, εμψύχων και αψύχων. Η σύλληψη του Βενέζη δεν έχει καμιά σχέση με τη ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη για τη δημιουργία του κόσμου και των όντων.
Στην Αιολική γη έννοιες, εμπειρίες και αισθήματα για τον γενέθλιο τόπο, την προσφυγιά, την ξενιτιά και τη νοσταλγία, συνδέονται παραδειγματικά (και εμφατικά, μέσω του λεξιλογίου) με δύο καρυδιές, που τις φέρνει το ποτάμι από τον Καύκασο και νοσταλγούν την πατρίδα τους, ενώ η νέα καρυδιά που γεννιέται κάτω από τα Κιμιντένια δεν έχει δοκιμάσει τον καημό της ξενιτιάς και ακούει να της λένε ιστορίες για τη μακρινή πατρίδα των προγόνων της χωρίς να υποφέρει από νοσταλγία· και με την αρκούδα από τον Λίβανο, που παίρνει δυο φορές τον δρόμο της προσφυγιάς, απομένει μόνη με το μικρό της και στο τέλος επιβιώνει μόνο το αρκουδάκι.
Αντίθετα με την καζαντζακική μυθοποιία των περιοδικών επιστροφών στην Κρήτη και εν τέλει του οριστικού νόστου (βλ. την Αναφορά στον Γκρέκο), οι παραπάνω ιστορίες προβάλλουν την ιδέα του εκπατρισμού —και μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση υπενθυμίζουν τον διπλό εκπατρισμό του συγγραφέα —και εν τέλει του αδύνατου νόστου. Ίσως, λοιπόν, η ουτοπία της Αιολικής Γης να μην είναι τόσο απλοϊκή όσο δείχνει σε πρώτη ανάγνωση. Η αξιοποίηση του κόσμου των φυτών και των ζώων ως οχήματος για την προβολή των εμπειριών, συναισθημάτων και ιδεών που αφορούν τον γενέθλιο τόπο και την απώλειά του, συνιστά κάτι πρωτόγνωρο στη μικρασιατική λογοτεχνία. Πρωτοπόρος υπήρξε, με άλλους όρους, και ο Αλέξης Ζορμπάς, και δεν είναι συμπτωματικό ότι και τα δύο μυθιστορήματα γνώρισαν τεράστια επιτυχία.
Μπορεί λοιπόν η Αιολική Γη να προσφέρει αναγνωστική συγκίνηση, όπως σχολίασε ο Καζαντζάκης, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν. Η στροφή του Βενέζη από τη ρεαλιστική στην ουτοπική απεικόνιση του γενέθλιου τόπου υπήρξε γέννημα της Κατοχής, όπως εξομολογήθηκε ο συγγραφέας, αλλά θεμελιώθηκε πάνω σε μια πρωτότυπη σύλληψη. Το απώτατο κοσμογονικό παρελθόν της Λέσβου και της Αιολίδας προσδίδει στις δίδυμες πατρίδες του Βενέζη προνομιακή θέση στο Αιγαίο, όπως ανάλογα συμβαίνει με το μινωικό παρελθόν της Κρήτης στον Καζαντζάκη. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι τα κύματα που φέρνουν στη γη της Αιολίδας το μήνυμα της ανάδυσης της Λέσβου «ήσαν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ’ τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής», όπως σημειώνει ο αφηγητής. Ο κοσμογονικός συσχετισμός της Αιολίδας με την Κρήτη του Καζαντζάκη ενδέχεται να μην είναι αδιάφορος.
Στην αφετηρία της, λοιπόν, η αιολική ουτοπία του Βενέζη λειτουργεί σε κάποιο βαθμό ως «γεννήτρα σκέψεων», όπως ήθελε ο συγγραφέας του Αλέξη Ζορμπά —χωρίς να παραγνωρίζω εν προκειμένω την απόσταση που χωρίζει τους δύο συγγραφείς στο επίπεδο της μυθιστοριογραφικής σύνθεσης και της κοσμοθεωρίας. Το γεγονός ότι το κοσμογονικό παρελθόν τροφοδότησε την ουτοπία του γενέθλιου τόπου στον Βενέζη θα μπορούσε αναλογικά να στοιχηθεί με τον τρόπο που η μινωική Κρήτη τροφοδότησε την ουτοπία της «κρητικής ματιάς», την οποία ο Πρεβελάκης αποκάλεσε «γοητευτικό εύρημα του Καζαντζάκη με περιορισμένη αποδεικτική αξία»[7]. Ο Βενέζης ασφαλώς τη γνώριζε από τον έντονο δημόσιο διάλογο που διεξήχθη το 1943 μέσω της Νέας Εστίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βενέζης, Η., 1968, Αιολική Γη, έβδομη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
Ευελπίδης, Χ., 1962, «Ο Καζαντζάκης για το έργο του και την ελληνική λογοτεχνία», στο Κρητική Πρωτοχρονιά, σσ. 192-194.
Καζαντζάκη, Ε., 1998 (Γ΄ έκδοση), Νίκος Καζαντζάκης ο ασυμβίβαστος, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Ν., 1955, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Δίφρος
Πρεβελάκης, Π., 1985, «Μνημόσυνο στο Βασίλειο Λαούρδα», στο Δείχτες πορείας. Δώδεκα κείμενα, Εστία, σσ. 235-257.
Στεργιόπουλος, Κ., 1992, «Ηλίας Βενέζης», στο Π. Μπιλίρη και Α. Κατσιγιάννη (επιμ.), Η μεσοπολεμική πεζογραφία, τόμ. Β΄, Σοκόλης, σσ. 334-376.
Mackridge, P. 2003, «The Myth of Asia Minor in Greek Fiction», στο R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean: An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη 2003, Berghahn Books, σσ. 235-46.