Ποια ήταν η παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη στον λογοτεχνικό τύπο του μεσοπολεμικού Ηρακλείου, πριν γίνει μεγάλος[1] και πώς καταγράφεται η κριτική πρόσληψη του πρώιμου έργου του από τους συντοπίτες ομοτέχνους, πολύ πριν τη δημιουργική δεκαετία του 1950, με τις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις; Η αναψηλάφηση των εντύπων της εποχής, ειδικότερα των δύο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολεμικού Ηρακλείου (Νεοελληνικά Γράμματα, Κρητικές Σελίδες), που αποτυπώνουν τις πνευματικές κινήσεις της πόλης την περίοδο αυτή, θα μας επιτρέψει, νομίζω, να συμπληρώσουμε[2] την εικόνα αυτή.
Το Ηράκλειο
Το Ηράκλειο των αρχών του 20ού αιώνα είναι πόλη με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, η οικονομική ζωή και επιπλέον οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές συντελούν ώστε το Κάστρο, όπως το ονομάζουν οι κάτοικοί του, να είναι «ένα μωσαϊκό μικρών κόσμων».[3] Στο μωσαϊκό αυτό συνυπάρχουν ο μουσουλμάνος με τον χριστιανό, ο «μάγκας» με τον αριστοκράτη, ο αγράμματος εργάτης με τον μορφωμένο αστό. Οι ετερόκλητες αυτές κοινωνικές ομάδες και ο συγκρητισμός παραδόσεων συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός κοσμοπολίτικου αστικού περιβάλλοντος με πολιτισμική ποικιλία και κοινωνική ρευστότητα. Στην κοινωνία αυτή με τα πολλά πρόσωπα τα γράμματα κατέχουν μια ιδιαίτερη (συμβατική κατά βάση) αξία. Στις αρχές του 20ού αιώνα παρατηρείται εισβολή ευρωπαϊκών ιδεών και ηθών και εμφανίζεται μια νέα γενιά με ζωηρά πνευματικά ενδιαφέροντα που βρίσκει την έκφρασή της σε νέους συγγραφείς. Ένας από αυτούς, ο ποιητής-κριτικός Μηνάς Δημάκης, θεωρεί το Ηράκλειο «πνευματική πρωτεύουσα της λογοτεχνικής Ελλάδας» (εξιδανικευμένη, μάλλον, οπτική) και πάνω από τους Γιάννη Κονδυλάκη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Λευτέρη Αλεξίου, Άρη Δικταίο, Κώστα Σφακιανάκη, Έλλη Αλεξίου τοποθετεί τον Νίκο Καζαντζάκη.[4] Γύρω από τη μορφή του Καζαντζάκη συσπειρώνονται οι φιλοπρόοδοι και με εκσυγχρονιστικές ιδέες νέοι, οι μαχητικοί Ηρακλειώτες «δημοτικιστάδες» και ιδρύουν το 1909 τον Σύλλογο «Ο Σολωμός».[5] Έτσι περίπου σκιαγραφείται την εποχή αυτή ο ορίζοντας προσδοκιών του τόπου.
Ο «πρώτος γραφιάς του τόπου»
Πάνω απ’ όλους, λοιπόν, ο Νίκος Καζαντζάκης.[6] Στην αρχή του εικοστού αιώνα ο Καζαντζάκης έχει τελειώσει τη Νομική Σχολή και έχει δημοσιεύσει, επωνύμως ή με ψευδώνυμο, αρκετά έργα: το μυθιστόρημα Όφις και κρίνο (1906). το δοκίμιο Η αρρώστεια του αιώνος (1906). το θεατρικό Ξημερώνει (1907). την επί υφηγεσία διατριβή του Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας (στο τυπογραφείο Στυλιανού Αλεξίου το 1909). το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές (1909-1910). το θεατρικό Ο πρωτομάστορας (1910) και κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες του Ηρακλείου (όπως το «Έρωτος θύμα» στην Ίδη του 1908[7] ή «Το πιστεύω ενός ιδεολόγου» και «Το κοινωνικόν πρόβλημα» στη Νέα Εφημερίδα του 1925[8]). Έχει κάνει λοιπόν την εμφάνισή του ως πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος, κριτικός.[9] Είναι «ο πρώτος γραφιάς του τόπου», σύμφωνα με την περιγραφή του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου, έχει ήδη δώσει το συγγραφικό του στίγμα, ειδικότερα την φιλοσοφική αναζήτηση ως χαρακτηριστικό της γραφής του. Αλλά δεν είναι ακόμη «μεγάλος».
Η έκδοση, ιδιαίτερα, του Όφις και κρίνο του 1905[10] – έργο που «τοποθετείται στο σύνθετο ιδεολογικό τοπίο του νεοελληνικού αισθητισμού»,[11]«με τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της Παρακμής»[12] και με εμφανείς οφειλές στον D’ Annunzio και στον Επισκοπόπουλο[13]- καθιέρωσε τον Καζαντζάκη ως ηγετική μορφή στη συνείδηση των επίδοξων λογοτεχνών της πόλης του Ηρακλείου. Φαίνεται ότι το ιδεολογικό υπόβαθρο του βιβλίου, η απέχθεια για τις αστικές αξίες, η λατρεία της ομορφιάς, η ρομαντική πίστη για την τελειότητα, το πάθος για ελευθερία και η επιθυμία για μετουσίωση της σάρκας σε πνεύμα, οι βασικές, δηλαδή, σταθερές του έργου του συγγραφέα, ήταν αυτές που κατέκτησαν τους συντοπίτες ομοτέχνους του. Είναι ενδεικτική η μαρτυρία του Ηρακλειώτη Νίκου Στρατάκη: «[Ήμασταν] θαυμαστές από τότε του Καζαντζάκη που είχεν εκδώσει εκείνο το περίφημο κόκκινο βιβλιαράκι Όφις και κρίνο. Το κρατούσε πάντα στην τσέπη του ο Λευτέρης, το ξεφύλλιζε και το διάβαζε αχόρταγα».[14] Πρόκειται για τον Λευτέρη Αλεξίου η σχέση του οποίου με τον Καζαντζάκη υπήρξε πολυκύμαντη.
Δημοσιεύσεις του ίδιου
Η επόμενη δημοσίευση του Καζαντζάκη[15] ανιχνεύεται στην Κρητική Στοά του Γιάννη Μουρέλου, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδίδεται στην πόλη του Ηρακλείου. Πρόκειται για το μονόπρακτο «Κωμωδία»[16] που πραγματεύεται την αδυναμία της χριστιανικής ελπίδας και υπογράφεται με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης.[17] Στο ίδιο περιοδικό και τον ίδιο χρόνο παρουσιάζεται από τις κριτικές στήλες η διατριβή του, ενώ, με το ίδιο ψευδώνυμο και δημοσιεύει το πεζό «Η πρώτη σειρήνα» το 1911.[18]
Τα επόμενα χρόνια ο Καζαντζάκης είναι περιπλανώμενος. Ζει στην Αθήνα με τη Γαλάτεια (έχουν παντρευτεί το 1911), έχει γνωριστεί με τον Σικελιανό, ταξιδεύει (Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Γερμανία, Ρωσία) και δραστηριοποιείται γενικά σε ποικίλους εξωλογοτεχνικούς τομείς. Έως το 1914 έχει γράψει έργα που αντιστοιχούν σε ποικίλα είδη του λόγου: μυθιστόρημα, θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, χρονογράφημα, ταξιδιωτικά κείμενα. Έχει παράλληλα, μεταφράσει επιστημονικά και φιλοσοφικά συγγράμματα που τον έφερναν σε στενή επαφή με κορυφαίες μορφές και κείμενα της παγκόσμιας πνευματικής σκηνής.[19] Αλλά θα περάσουν χρόνια ώσπου να δούμε ξανά δημιουργία του στα έντυπα της πόλης.
Αυτό θα συμβεί το 1927, με τη δημοσίευση αποσπάσματος του δράματος Νικηφόρος Φωκάς στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Γιάννη Μουρέλλου, ένα «ανοιχτό» και συγχρονισμένο με την εποχή του περιοδικό.[20] Το απόσπασμα υπογράφεται για πρώτη φορά.[21] Τον ίδιο χρόνο στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει το πεζό «Γιάννης Σταυριδάκης»,[22] αναφορά στον πρόωρα χαμένο φίλο που θα ενταχθεί αργότερα, το 1946, με παραλλαγμένη μορφή στον Ζορμπά. (Ο Σταυριδάκης είναι ο «φίλος» του αφηγητή στο μυθιστόρημα).[23] Το κείμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί –παρατηρεί ο Μιχάλης Πασχάλης– ένα «προσχέδιο» του Αλέξη Ζορμπά, καθώς εδώ συναντάμε «ένα σώμα από αναμνήσεις και όνειρα με πρωτογενή μυθοπλασιακή οργάνωση, που αργότερα θα ενταχθούν οργανικά στην πλοκή του μυθιστορήματος, αυτούσια ή τροποποιημένα».[24] Οι συγκινησιακές αυτές σελίδες για τον παλιό φίλο μαρτυρούν ότι η προετοιμασία του μυθιστορήματος είχε ξεκινήσει ήδη το 1927.[25]
Στα Νεοελληνικά Γράμματα δημοσιεύεται επίσης απόσπασμα της Οδύσσειας (Η΄ 875-913).[26] Στην προδημοσίευση αυτή του 1927, που πυροδότησε διαμάχες για τη φιλόδοξη σύνθεση, πριν τη δημοσίευση του έργου το 1938, υποσημειώνεται:
Οι στίχοι τούτοι είναι από ένα έπος που γράφεται τώρα, η ΟΔΥΣΣΕΙΑ. Αποτελείται από είκοσι τέσσερα γράμματα και κάθε γράμμα από 1200-1500 17σύλλαβους στίχους. Ο Οδυσσέας άμα γύρισε στην Ιθάκη, δε χωρούσε πια κι έφυγε για το στερνό μεγάλο ταξίδι. Εδώ, στο Η, περνά από την Κρήτη και καίει το παλάτι κι αφανίζει τον ξεπεσμένο πολιτισμό.
Στο ίδιο περιοδικό ο εκδότης Γιάννης Μουρέλος έχει προτάξει επιστολή του Καζαντζάκη στη νουβέλα του με τον τίτλο «Γκιουλμπέ».[27]
Δέκα χρόνια μετά: το περιοδικό Κρητικές Σελίδες της δραστήριας Χανιώτισσας Θάλειας Καλλιγιάννη, το σημαντικότερο στη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία, που εκπροσωπεί όλες τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου, ανοίγει με απόσπασμα από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, ο οποίος θα συνεργαστεί άλλες δύο φορές με το περιοδικό.[28] Το απόσπασμα που δημοσιεύεται (Μ, 1-21) έδινε την ευκαιρία στο ηρακλειώτικο κοινό να γνωρίσει δυο χρόνια πριν την έκδοσή της την μεγαλεπήβολη ποιητική σύνθεση. Το ερώτημα αν ήταν ο Τάκης Καλμούχος ή η Κατίνα Παΐζη που μεσολάβησαν για να σταλεί το απόσπασμα παραμένει ανοιχτό.
Στις Κρητικές Σελίδες δημοσιεύεται επίσης το «Πρόλογος στο μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».[29] Η δημοσίευση αποκτά, νομίζω, ειδικό ενδιαφέρον, αφού συνιστά τεκμήριο ότι το μυθιστόρημα (που εκδόθηκε πολύ αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1946) είχε σχεδιασθεί πριν από το 1936 και γράφεται επί δύο σχεδόν δεκαετίες (πρέπει να προσθέσουμε και το πεζό «Νίκος Σταυριδάκης» του 1927). Στον «Πρόλογο» συναντάμε βασικά σημεία του προλόγου του μυθιστορήματος και μια πρώτη μορφή της συνάντησης στο καφενείο του Πειραιά. Η μορφή του «φίλου» Σταυριδάκη περιπλέκεται με τη μορφή του Ζορμπά. Η σχέση του Προλόγου με το μυθιστόρημα φωτίζει τη συγγραφική πρόθεση, ειδικότερα τον προβληματισμό του συγγραφέα σχετικά με τη φόρμα και τη δομή που θα έπαιρνε η βιογραφία του Ζορμπά.[30] Τέλος, οι Κρητικές Σελίδες φιλοξενούν επιστολή του Καζαντζάκη που στέλνεται από την Αίγινα το 1938, με τον τίτλο «Ο Κοντυλάκης δημοτικιστής».[31]
Ασφαλώς η παρουσία του Καζαντζάκη στον τοπικό λογοτεχνικό τύπο δεν είναι πυκνή. Το γεγονός θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να αποδοθεί στο ότι ο συγγραφέας διασπάται τα χρόνια αυτά σε πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα και σε κοινωνικές ανησυχίες. Από το 1909, όταν επιστρέφει από το Παρίσι, είναι ουσιαστικά επισκέπτης στην πόλη του Ηρακλείου, περιπλανώμενος κυριολεκτικά και συμβολικά. Αν και διατηρεί επιφυλάξεις για το σινάφι της γενέτειράς του, δεν παύει να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα της πόλης και να μετέχει στην πνευματική ζωή της (λαμβάνει τα Νεοελληνικά Γράμματα ακόμη και στη Ρωσία). Διαπιστώνεται, πάντως, ότι, στις περιπτώσεις που του ζητήθηκε συνεργασία, ανταποκρίθηκε με προθυμία και ευγένεια. Σε κάθε περίπτωση βρίσκεται, σε συμβολικό έστω επίπεδο, «στο κέντρο της πνευματικής δημιουργίας στο Ηράκλειο μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου».[32]
Δημοσιεύματα από τους ομοτέχνους συντοπίτες
Αυτό προκύπτει από τις αναφορές στο πρόσωπο και στο έργο του στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και από το ζωηρό ενδιαφέρον για κάθε νέα παρουσία του. Ο Λευτέρης Αλεξίου που τον γνωρίζει το 1906, μέσω της Γαλάτειας, διασώζει τον θαυμασμό του στο ανέκδοτο Κρητικό Χρονικό των πολέμων και των κατοχών, που φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.[33] Η γνωριμία επηρέασε σημαντικά τη ζωή του Αλεξίου[34] και εξελίχθηκε σε πολύχρονη φιλία με πολλές διακυμάνσεις.[35] Η σκιά του Καζαντζάκη διατρέχει πολλά έργα του Αλεξίου -τον θαυμάζει από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν έμεναν κάτω από την ίδια στέγη-[36] και η ανθρώπινη παρουσία του σημάδεψε κατά ποικίλους τρόπους τις δύο του αδελφές, την Έλλη και τη Γαλάτεια.[37]
Στις θρυλικές θερινές συνάξεις στο Κράσι (Καζαντζάκης, Βάρναλης, Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Λευτέρης Αλεξίου και η μικρή Έλλη Αλεξίου),[38] ο Καζαντζάκης αναγνωρίζεται ήδη ως εξέχουσα πνευματική μορφή.[39] Ο Αλεξίου μάλιστα, όπως προκύπτει από τις επιστολές προς τη Γαλάτεια, φέρεται να πρόσκειται, μαζί με τον ιερέα Εμμανουήλ Παπαστεφάνου, τον Κώστα Σφακιανάκη, τον Μιχάλη Αναστασίου και άλλους, στην ουτοπική φαντασίωση του Καζαντζάκη για ίδρυση θρησκείας.[40]
Ο ίδιος ο Λευτέρης Αλεξίου τον θυμάται να απαγγέλλει ποιήματα από μια ιδιόχειρη συλλογή με αντιγραφές των Mallarme, Verlaine, Rimbaud, Παλαμά κ.ά. (ο αισθητισμός και ο συμβολισμός κυριαρχούν την περίοδο αυτή στα έντυπα της Κρήτης). Επηρεάζεται από αυτόν στο λογοτεχνικό έργο του (το θεατρικό «Ηρακλής και Ομφάλη» είναι ένα καζαντζακικής έμπνευσης δράμα που εισηγείται την εγκατάλειψη της μικρής ζωής, γράφεται λοιπόν «υπό την επίδραση των ιδεών και του αγωνιώδους πνεύματος του Νίκου Καζαντζάκη»[41]), κατανοεί τη σκέψη του, επηρεάζεται καταλυτικά από αυτήν, εναντιώνεται ακολούθως και υιοθετεί εν τέλει -μετά το 1926- αμφίθυμη στάση ως προς το έργο του.
Και κατά την επόμενη δεκαετία του 1920, όταν το Ηράκλειο μεγαλώνει και εκσυγχρονίζεται σε εντυπωσιακό βαθμό, εξαιτίας της έλευσης των προσφύγων, ο Καζαντζάκης κατέχει επίσης κεντρική θέση στην πνευματική κοινότητα της πόλης. Η παρουσία του στο γνωστό «Studio» των Αλεξίου[42] και στα άλλα πνευματικά στέκια προκαλεί έντονες δονήσεις.[43]
Τα συναισθήματα αυτά αποτυπώνονται σε δημοσιεύματα στον τύπο στα οποία ο Καζαντζάκης προσλαμβάνεται από τους ομοτέχνους συντοπίτες του ως ηγετική πνευματική μορφή, ως ο δημιουργός που «δόξασε την Ελλάδα».[44] Τον θαυμάζουν αλλά δεν τολμούν να αναμετρηθούν μαζί του, εκτός από τον Λευτέρη Αλεξίου. Το 1926, ο ποιητής-κριτικός -πλαγίως πλην εμφανώς υπεύθυνος της ύλης των Νεοελληνικών Γραμμάτων, κατά τον Αργυρίου-[45] δημοσιεύει στο περιοδικό μια σειρά άρθρων με τολμηρές αξιολογήσεις που ξαφνιάζουν ευχάριστα τον σημερινό μελετητή, καθώς προσεγγίζουν το είδος της πολύ μεταγενέστερης συγκριτικής φιλολογίας.
Στο «Δραγούμης και Καζαντζάκης»,[46] ένα έντονα φορτισμένο κείμενο[47] (με αφορμή μνημόσυνο άρθρο του Καζαντζάκη για τον Ίωνα Δραγούμη σε αθηναϊκή εφημερίδα)[48] ο Αλεξίου εμφανίζεται ιδιαίτερα οξύς (τον χαρακτηρίζει «θεατρίνο», «βολεμένο», «υπηρέτη δυο αφεντάδων»), του καταλογίζει αντιφατική συμπεριφορά και ιδεολογική σύγχυση, έλλειψη σταθερών αξιών, αντιφατικές τοποθετήσεις,[49] απουσία πίστης, «ακαταστασία του εσωτερικού του κόσμου, τάση προς την εξουσία, λατρεία του «άρχειν».
Πέρα από το γεγονός ότι ο Αλεξίου έχει αρχίσει να διαφοροποιείται όλο και περισσότερο από τον δάσκαλό του[50] –είναι και η χρονιά του διαζυγίου του Καζαντζάκη με τη Γαλάτεια– τα κριτήρια είναι σαφώς εξωαισθητικά και η αυστηρή αυτή κριτική αφορμάται μάλλον από την απόλυτη καθαρότητα και ειλικρίνεια των αισθημάτων που απαιτούσε ο Αλεξίου και την οποία δεν είχε, κατά την άποψή του, ο Καζαντζάκης. Ο κριτικός επισημαίνει από την εποχή αυτή την ιδιαιτερότητα ως προς την ιδεολογική πολυχρωμία του Καζαντζάκη.[51] Ο Καζαντζάκης κάνει σχετικές πικρές νύξεις στα γράμματά του προς την Ελένη Σαμίου τα δημοσιευμένα στον Ασυμβίβαστο.
Μια επόμενη αναφορά συναντάμε στο προσωπικό περιοδικό του Λευτέρη Αλεξίου Το Κάστρο. Το 6ο τεύχος, που επιγράφεται «φύλλο κριτικής» περιέχει αρνητική κριτική του εκδότη στη μετάφραση Καζαντζάκη της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, που είχε εκδοθεί το 1934.[52] Πρόκειται για την σημαντικότερη προπολεμική κριτική για το έργο του Καζαντζάκη.[53]
Στην κριτική του ο Αλεξίου καταθέτει καίριες παρατηρήσεις σχετικά με τη γλώσσα και τη συγγραφική πορεία του Καζαντζάκη και εύστοχες κρίσεις για την όλη του ποίηση. Προβληματίζεται σχετικά με το «ελεύθερο του στίχου», με την πιστότητα προς το νόημα του πρωτοτύπου και με το γενικότερο ζήτημα κατά πόσο μπορούσε ο Καζαντζάκης να είναι καλός μεταφραστής, αφού «έχει το προσωπικότερο ύφος που γίνεται στο κόσμο». Ο προβληματισμός τεκμηριώνεται με συγκεκριμένες αναφορές στο λεξικό της μετάφρασης,[54] στη σύνταξη και στη στιχουργία.[55] Το συμπέρασμα του Αλεξίου είναι ότι το προσωπικό ύφος του τον απομακρύνει από το δαντικό ποιητικό ύφος.[56] Αναφέρει συγκεκριμένα ο Αλεξίου: «Ποιητής του γοργού κινηματογραφικού ρυθμού» ο Καζαντζάκης, «του αργού ρυθμού και της συναρπαστικής λεπτομέρειας» ο Δάντης. «αντισχολαστικός, ελάχιστα γραμματικός, οραματιστής των μεγάλων συνόλων», ο πρώτος, «υπηρέτης της λεπτομέρειας» ο δεύτερος. ο ποιητής «κρατεί ψιλότατο πινέλο και μ’ αυτό δουλεύει, ο μεταφραστής εργάζεται με αδρές πινελιές». Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του, θεωρεί τον Αλεξίου «γραμματικό» που του λείπει «ο δαντικός αέρας».[57]
Είναι γεγονός, όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Κόκορης, ότι, ενώ ο Καζαντζάκης «καταφέρνει να κρατήσει τον ενδεκασύλλαβο στίχο ως ρυθμικό καλούπι της μετάφρασης», «δεν κατορθώνει να διατηρήσει τη σφιχτή ομοιοκαταληξία της τερτσίνας» και αυτό θεωρείται λογικό για ένα έργο με μεγάλη ποσότητα στίχων. Στα αρνητικά της μετάφρασης προσγράφονται οι νεολογισμοί και οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί, ενώ στα θετικά ο σταθερός ρυθμικός τρόπος και η σημασιολογική διαύγεια. «Είναι βέβαιο ότι προσλαμβάνουμε τον Δάντη διυλισμένο από το ισχυρό φίλτρο του Καζαντζάκη, αλλά, τουλάχιστον, επικοινωνούμε χωρίς μεγάλη προσπάθεια με τις σημασιολογικές συντεταγμένες του πρωτοτύπου, γεγονός που συμβάλλει στη λειτουργικότητα της μετάφρασης», καταλήγει ο Κόκορης.[58]
Οι κρίσεις του Αλεξίου, που εκφέρονται πάντως με σεβασμό στον Καζαντζάκη, –αρνητικά εκφράστηκαν για τη μετάφραση αυτή και οι Κωστής Παλαμάς και Γιώργος Σεφέρης- συνιστούν μια κειμενικού τύπου κριτική η οποία αφορμάται από τα αισθητικά κριτήρια και τις προϋποθέσεις που έθετε ο ίδιος για την καλή μετάφραση. Πρόκειται ασφαλώς για δύο διαφορετικές θεματικές θεωρητικού προβληματισμού. Στην απαντητική επιστολή του Καζαντζάκη διακρίνεται αβροφροσύνη και βαθιά εκτίμηση στο πρόσωπο του Αλεξίου με τον οποίο διατήρησε στενή φιλική σχέση μέχρι το τέλος.
Στην κριτική αυτή απάντησε στα Νεοελληνικά Γράμματα ο εμβριθής φιλόλογος Μιχάλης Αναστασίου καταλογίζοντας στον Αλεξίου γενικεύσεις, ατεκμηρίωτες προσωπικές απόψεις και έλλειψη βάθους. Αναγνωρίζει απόλυτη ειλικρίνεια αισθημάτων στον Καζαντζάκη, συνέπεια λόγων και έργων, αγωνιστικότητα και ακατάβλητη μαχητικότητα. Τον παρομοιάζει με φρουρό της Πομπηίας που «στέκεται ασάλευτος εκεί που του ώρισε το καθήκον», ως «πρωτοπόρο» που ανοίγει δρόμους.[59]
Ο Αλεξίου, πάντως, (σε κριτική του στο περιοδικό Κύκλος) αναγνώριζε τον Καζαντζάκη ως «συσσωρευτή τεράστιων δυνάμεων» και προέβλεπε από τότε την δυνατότητα παγκόσμιας αναγνώρισής του.[60] Αργότερα (το 1956) στο μυθιστόρημά του Αξέχαστοι Καιροί,[61] μια «μια αδίκως παραγνωρισμένη μυθιστορηματική βιογραφία», κατά τον Σαββίδη,[62] θα περιλάβει ως κεντρικό ήρωα τον Καζαντζάκη (Πέτρος Νίκας) και θα διασώσει γραφικά στιγμιότυπα της νεότητάς του, θα επικρίνει όμως μια επίδειξη «πόζας» που διέβλεπε στη συμπεριφορά του και θα διαφωνήσει ξανά για τις ιδέες του. Θα παραδεχθεί, ωστόσο, ότι είναι ο πλέον καταξιωμένος λογοτέχνης της πόλης, «για μάς καύχημα και στολίδι».
Σχόλια και αναφορές
Ο λογοτεχνικός τύπος του Ηρακλείου παρακολουθεί λοιπόν τη συγγραφική και εκδοτική δράση του Καζαντζάκη: Στα σχόλια επικαιρότητας η Σύνταξη πληροφορεί τους αναγνώστες ότι η εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της Αθήνας άρχισε να δημοσιεύει τις εντυπώσεις του Νίκου Καζαντζάκη από την Ισπανία. Ο συντάκτης εκφράζει την ανυπομονησία του να γευτεί «τα ωραία λουλούδια της ψυχής» του συγγραφέα που «συνεχίζει την παλιά παράδοση του ταξιδεμού των ποιητών».[63]
Αλλού η Σύνταξη πληροφορεί ότι ο Ελεύθερος Τύπος δημοσιεύει «μια σπουδαιότατη σειρά ανταποκρίσεων του ποιητή Νίκου Καζαντζάκη από το Σινά». Σχολιάζει ότι «οι ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη στέκουν έργα με κάθε αξίωση με τα ‘ισοβαρή’ με το κείμενο σκίτσα του Τάκη Καλμούχου».[64]
Οι αναφορές συνεχίζονται στο δωδέκατο τεύχος του περιοδικού (1927) με την είδηση ότι στην Αναγέννηση (το περιοδικό του Γληνού με το οποίο υπάρχει στενή συνεργασία) δημοσιεύτηκε «μακρότατο πεζό έργο του μεγάλου ποιητή και στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη».[65] Πρόκειται για το στοχαστικό δοκίμιο «Salvatores Dei. Ασκητική». Ο συντάκτης πρεσβεύει ότι πρόκειται για το απόσταγμα των ιδεών του συγγραφέα και υποδέχεται την Ασκητική ως «πεζό έργο μεγάλου ποιητή και στοχαστή. Προχωρεί σε υφολογικές παρατηρήσεις, επισημαίνει τη συνάφεια μορφής-περιεχομένου («εικόνες ζωντανές, πολύχρωμες, σκέψη πυρετώδης, ανήσυχη»), αναγνωρίζει τις δυσκολίες ευρύτερης πρόσληψης, αλλά θεωρεί το έργο «ένα μικρό λογοτεχνικό αριστούργημα».[66]
Η Ασκητική προκάλεσε έντονο κριτικό ενδιαφέρον και για τον λόγο αυτό ο συντάκτης των Νεοελληνικών Γραμμάτων δεν χαρίζεται στον νεαρό Πρεβελάκη για την «επίπεδη» (λογοτεχνίζουσα) κριτική του στο περιοδικό Αναγέννηση: ο νεαρός κριτικός δεν μπόρεσε να αποστασιοποιηθεί από τον κρινόμενο, με αποτέλεσμα, διαβάζοντάς τον, «σαν ν’ ακούει κανείς Καζαντζάκη». Επιπλέον, η κριτική του είναι «διθύραμβος», «ένα λυρικό τραγούδι, γραμμένο μάλιστα στα ίδια μοτίβα και στον ίδιο τόνο με το κρινόμενο έργο». «Αντί να διαβάζουμε αυτά, προτιμούμε να διαβάζουμε… Καζαντζάκη», καταλήγει.[67]
Για διαφορετικό λόγο ο ίδιος συντάκτης επικρίνει το περιοδικό Εκκλησία (επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδας) για τους χαρακτηρισμούς του («σκοτειναί, ζοφώδεις, ανατεταραγμένης ψυχής και παραφρονούσης διανοίας θεωρίαι περί Θεού») σχετικά με την Ασκητική. Πρόκειται για φρασεολογία «στερημένη από κάθε ευπρέπεια, σοβαρότητα και καλή πίστη», αποφαίνεται.[68] Σε άλλη περίπτωση ο συντάκτης αναγγέλλει την έκδοση του δράματος Χριστός «από τον μεγάλο Καζαντζάκη», αποφαίνεται ότι το έργο έχει ομοιότητες με τον Νικηφόρο Φωκά, με τον Οδυσσέα και «με τον ανέκδοτο και πιθανόν κατεστραμμένο από τον ποιητή Προμηθέα». Επικρίνοντας, τέλος, τις επιθέσεις ιεραρχών, διερωτάται αν «ο πολυμαθής επίσκοπος Σύρου, εδιάβασε τον Χριστό του Καζαντζάκη κι αν ερρίγησε από το λυρικό και βαθύτατα χριστιανικό μεγαλείο του έργου».[69]
Στο 15ο τεύχος του 1927 ο συντάκτης νιώθει περηφάνια «σαν Έλληνας και σαν Κρητικός και σαν Ηρακλειώτης» για την υποδοχή του Νικηφόρου Φωκά από τον τύπο. Το έργο «του μεγάλου συμπολίτη και συνεργάτη μας», σημειώνει, «με τη συναρπαστική πνοή του, με τον βαθύ λυρισμό και τη χειμαρρώδη ευγλωττία του, δεν μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητη την ελληνική κοινωνία». Ο θαυμασμός του πάντως δεν τον εμποδίζει να εκφέρει την αρνητική παρατήρηση ότι «το έργο υστερεί στην ηχητική του στίχου που φαίνεται να μην προσέχει καθόλου ο ποιητής, κοιτάζοντας μόνο ρυθμικά να ’ναι άψογοι οι στίχοι του».[70] Λίγο αργότερα σχολιάζει την «βαθυστόχαστη» κριτική της Γαλάτειας Καζαντζάκη για το ίδιο έργο στην αθηναϊκή Πρωία.[71]
Στο ίδιο περιοδικό και σε σχόλιο επικαιρότητας καταγγέλλεται το 1928 η δίωξη Καζαντζάκη-Γληνού για την υπόθεση Ιστράτι[72] (απειλήθηκε με δίωξη για την ομιλία του για τη Σοβιετική Ένωση στο θέατρο «Αλάμπρα»[73]) και σχολιάζεται θετικά η ενέργεια της εφημερίδας Ελεύθερο Βήμα που είχε καλέσει στην Ελλάδα τον Παναΐτ Ιστράτι.[74]
Είναι δριμεία, αντίθετα, η επίθεση κατά των Ελληνικών Γραμμάτων της Αθήνας (τα δύο έντυπα βρίσκονται σε διαρκή αντιπαλότητα), επειδή τα τελευταία επέκριναν τη δημοσίευση αποσπάσματος της Οδύσσειας, χαρακτηρίζοντας το έπος «ανούσια φλυαρία» και τους συντελεστές του περιοδικού «άμυαλους, αμαθείς και ασυνείδητους». Φαίνεται ότι το magnum opus προκάλεσε εξαρχής την κριτική δυσπιστία που ακολούθησε, ο συντάκτης, ωστόσο, των Νεοελληνικών Γραμμάτων θεωρεί χρέος του την υπεράσπιση του συντοπίτη δημιουργού: «Πώς τολμούν και κρίνουν ένα έργο σαν την Οδύσσεια του Καζαντζάκη χωρίς να την ξέρουν, μια κι είναι ανέκδοτη», διερωτάται.[75]
Στις Κρητικές Σελίδες συναντάμε ακόμη αναφορές στη συμβολή του Καζαντζάκη στην πνευματική ζωή του Ηρακλείου.[76] Διακρίνεται, ωστόσο, κάποια συστολή ως προς τον σχολιασμό έργων ή δράσεων του συγγραφέα. Για πρώτη φορά, μετά τον Αλεξίου, δημοσιεύεται ολοκληρωμένη κριτική στο Ταξιδεύοντας Β΄. Ιαπωνία-Κίνα και στην Οδύσσεια που μόλις είχε εκδοθεί. Ο κριτικός Δημάκης εστιάζει στην ιδιαιτερότητα του ταξιδιωτικού έργου του Καζαντζάκη (αναφορές στην ιστορία, την τέχνη, κοινωνικά προβλήματα, τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων) και το κατατάσσει στη σειρά των μεγάλων λογοτεχνιών. Σχολιάζει επίσης την αμφίθυμη έως αρνητική πρώτη υποδοχή της Οδύσσειας, θεωρεί την κριτική ανέτοιμη να την αξιολογήσει, παραθέτει εκτενές σημείωμα του συγγραφέα για τη σημασία που απέδιδε στο έργο και αισιοδοξεί ότι στο μέλλον οι αναγνώστες θα εκτιμήσουν την κορύφωση αυτή της νεοελληνικής ποίησης και τον «Όμηρο των νεοελληνικών γραμμάτων».[77]
Δεν θα αναφερθώ στα πολλά σχόλια που ανιχνεύονται στις εφημερίδες της πόλης οι οποίες στις φιλολογικές σελίδες τους παρακολουθούν τη συγγραφική πορεία του Καζαντζάκη και φιλοξενούν κείμενά του. Η παρουσία, πάντως, αλλά και η απουσία του από ένα έντυπο θεωρείται γεγονός.[78]
Συμπεράσματα:
Στην αρχή, επομένως, του εικοστού αιώνα και ενώ δεν έχουν ακόμη εκδοθεί τα μυθιστορήματα που έκαναν διάσημο τον συγγραφέα στη δεκαετία του 1950, ο Νίκος Καζαντζάκης προσλαμβάνεται από τους ομοτέχνους συντοπίτες του ως «μεγάλος ποιητής και δάσκαλος», «στοχαστής τεράστιων δυνάμεων», «πρωτοπόρος» που ανοίγει δρόμους», «ο πρώτος γραφιάς της πόλης», ο «Όμηρος των νεοελληνικών γραμμάτων».
Οι χαρακτηρισμοί, βέβαια, αυτοί, όπως και άλλοι («καύχημα και στολίδι», με «αγωνιστικότητα και ακατάβλητη μαχητικότητα», με «ειλικρίνεια αισθημάτων»,), αποτυπώνουν τη γοητεία που ασκούσε ο συγγραφέας στους συντοπίτες ομοτέχνους του και συνιστούν ταυτόχρονα τεκμήρια μιας εμπειρικού τύπου κριτικής η οποία κυριαρχεί την συγκεκριμένη περίοδο. Η λεγόμενη «προσωποπαγής» ή «εντυπωσιολογική» κριτική του Μεσοπολέμου, η οποία επικράτησε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, βασίζεται, συνήθως, στην ευαισθησία, στην ενόραση, στο ταλέντο και αναλαμβάνει έναν μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη.
Το γεγονός είναι ότι, αν και από το 1909, όταν επιστρέφει από το Παρίσι, ο Καζαντζάκης είναι ουσιαστικά επισκέπτης στην πόλη του Ηρακλείου, περιπλανώμενος κυριολεκτικά και συμβολικά, αν και διατηρεί επιφυλάξεις για το σινάφι της γενέτειράς του, κατέχει δεσπόζουσα θέση στην πνευματική ζωή του Ηρακλείου και δεν παύει να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα της πόλης.
Οι διανοούμενοι της πόλης εκφράζουν σε κάθε περίπτωση βαθύτατο σεβασμό και εκτίμηση στο πρόσωπο και στο έργο του. Δημιουργούν και εκφράζονται κάτω από τη βαριά σκιά του, δημοσιεύουν σχόλια (συνήθως θετικά) σχετικά με τη δράση και το έργο του, διστάζουν, ωστόσο, να συνθέσουν εκτενέστερα κριτικά κείμενα όπως εκείνα του Λευτέρη Αλεξίου ή του Μηνά Δημάκη.
Οι αναφορές που συναντήσαμε πιστοποιούν ότι ο Καζαντζάκης θεωρείται «μεγάλος» από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Φαίνεται ότι ο επαγγελματισμός του συγγραφέα, που τον καθιέρωσε νωρίς στη συνείδηση των συντοπιτών του ως «άνθρωπο των γραμμάτων», σε συνδυασμό με την πρωτεϊκή συγγραφική του φυσιογνωμία, που απαξιώνει τον μοντερνισμό, και με τις ιδέες του, τη θέση, κυρίως, που εκχωρούσε στον αδύναμο άνθρωπο της «μεταβατικής εποχής», τη «βαθύτερη δυνατή σύλληψη της ζωής» και την «ηρωική κατάφασή της»,[79] την πραγμάτευση υψηλών θεμάτων, όπως το νόημα της ζωής, ο Θεός, η Ψυχή κλπ., σε ένα ρεαλιστικό –κατά το μάλλον ή ήττον– αφηγηματικό ύφος»,[80] βρίσκονται στη βάση της εκτίμησης αυτής. Το έργο του, στο οποίο είναι ορατή εξαρχής η αντιπαράθεση του απλού και γνήσιου ανθρώπου προς τον διανοούμενο, η αντίθεση ανάμεσα στο αυθεντικό και το κίβδηλο, «υπέθαλψε ποικίλα στερεότυπα περί αρρενωπής ελληνικότητας, αποθέωσης του λαϊκού και μυθοποίησης της λεβεντιάς»[81] ανταποκρινόταν, όπως προκύπτει, στον «ορίζοντα προσδοκιών»[82] μεγάλου μέρους της συγκεκριμένης αναγνωστικής κοινότητας και, σε συνδυασμό με την δημοτική, λαϊκής υφής γλώσσα του, τα διάσπαρτα λαϊκότροπα στοιχεία[83] και την εντοπιότητα, έγινε ευρύτατα αποδεκτό. Η διερεύνηση σήμερα του συγκεκριμένου «διανοητικού πεδίου»,[84] μας επιτρέπει να εξηγήσουμε τις κριτικές διαφοροποιήσεις στις αξιολογήσεις του έργου αυτού.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι τα στοιχεία αυτά του πρώιμου καζαντζακικού έργου, η βαρύτητα, κυρίως, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας απέδιδε στις ιδέες του, έστρεψαν ήδη τους πρώτους κριτικούς στο ιδεολογικό μήνυμα των έργων, στην ιδεοπλαστική εν γένει λειτουργία τους. Η τακτική αυτή ενισχύθηκε αργότερα και από την πρόθεση του ίδιου του συγγραφέα ο οποίος παρουσιάζει τα βιβλία του ως βιβλία στοχασμού.[85] Η πρακτική όμως αυτή φαίνεται να αποβαίνει επιζήμια για την εν γένει κριτική αποτίμησή του, καθώς παρακάμπτεται «η πολυεδρικότητα του φαινομένου Καζαντζάκη»,[86] η ποιητική του λογοτεχνικού έργου, και πριμοδοτείται η ιδεολογία εις βάρος της λογοτεχνίας. Όσο κι αν τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατόν να διακριθούν απόλυτα, αφού το λογοτεχνικό κείμενο παράγεται και μελετάται στο πλαίσιο της διαλογικής διάδρασής του με το περικείμενο και το διακείμενό του, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα πρώτα ήδη κείμενα του συγγραφέα μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν μονομερώς. Η παράκαμψη της λογοτεχνικότητάς τους είχε ως αποτέλεσμα να διατυπωθούν απόλυτες κρίσεις-διαζεύξεις, σε αντίθεση με την σύγχρονη κριτική που είδε τον Καζαντζάκη ως «δημιουργό μιας πολυφωνικής ιδεολογικής και λογοτεχνικής διαλογικότητας» και στη βάση της διαλογικότητασς αυτής ερμήνευσε τον ιδεολογικό κόσμο του συγγραφέα,[87] στρεφόμενη, για παράδειγμα, στη δομή της πλοκής ή στη διαγραφή των χαρακτήρων.[88]
Το «μεγαλείο» της καζαντζακικής μορφής αποτυπώνεται και στις βιογραφήσεις που εκδίδονται αργότερα από τέσσερεις γυναίκες: την Γαλάτεια Καζαντζάκη, την Έλλη Αλεξίου, την Ελένη Καζαντζάκη και την Λιλή Ζωγράφου. Ο Καζαντζάκης τον οποίο αναπαριστούν («υπεράνθρωπος», «ασυμβίβαστος», τραγικός» ή «μεγάλος») «είναι μια διακειμενική κατασκευή που σχετίζεται με το βιογραφικό μοντέλο που ακολουθεί η κάθε βιογράφος και κυρίως με την ιδεολογική ανάγνωση ή την κριτική παρουσίαση του συνδυασμού των στερεοτύπων κυρίως του ήρωα και του αγίου»,[89] σε κάθε περίπτωση όμως θεωρείται σημαντικός και για το λόγο αυτό προσπαθούν και οι τέσσερεις να γίνουν μέρος της γραπτής εικόνας του. Μέσα από τις μεροληπτικές κρίσεις της Γαλάτειας, το δέος της Ελένης για τον συγγραφέα, την ανίχνευση της «τραγικότητας» του προσώπου με την ψυχοβιογράφηση της Λιλής Ζωγράφου και την κριτική των ίσων αποστάσεων της Έλλης Αλεξίου καταβάλλεται προσπάθεια να προβληθεί η φύση του καζαντζακικού μεγαλείου.[90]
Στο Ηράκλειο λοιπόν του Μεσοπολέμου, στην «παλίμψηστη» πόλη, την πολυώνυμη, με τις πνευματικές κινήσεις και το ζωηρό ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, φαίνεται ότι το γενικό πολιτισμικό πεδίο αλλά και τα επιμέρους πεδία που αλληλενεργούν μέσα στη συγκεκριμένη λογοτεχνική κοινότητα, ευνοούν την συγγραφική παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη και τον εντάσσουν εξαρχής ως κορυφαία μορφή στον πνευματικό χάρτη της πόλης, πολύ πριν γίνει μεγάλος.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ
Αλεξίου, Ε., 1966, Για να γίνει μεγάλος, Βιογραφία Νίκου Καζαντζάκη, Άπαντα, τ. 12, Δωρικός 1966.
Ζαϊμάκης, Γ., 2008, «Καταγώγια ακμάζοντα» στον Λάκκο Ηρακλείου. Παρέκκλιση, Πολιτισμική Δημιουργία, Ανώνυμο Ρεμπέτικο (1900-1940), Πλέθρον
Δημάκης, Μ., 1975, Καζαντζάκης. Επιστολές – Σχόλια, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1975.
Petre, B., 2012, Οι λόγιοι του Ηρακλείου και το γλωσσικό ζήτημα (1890-1920). Αναζητήσεις με αφορμή την αλλαγή στάσης του Κονδυλάκη, Παλίμψηστον Ηρακλέιου, τχ. 29, φθινόπωρο 2012.
Λαγουδάκη, Ε., 2015, Οι δημοτικιστές της Κρήτης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, Παλίμψηστον Ηρακλείου, τχ. 32, φθινόπωρο 2015, σ. 165-178.
Μανουσάκης, Γ., 2004, Οι λογοτέχνες του Ηρακλείου από τα τέλη του 19ου αι. ώς σήμερα», στο Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο. Ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία, κοινωνία, Επιμέλεια Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας-Γενική Γραμματεία Ολυμπιακών Αγώνων, Ηράκλειο, σ. 529-570.
Μπουρναζάκης, Κ., 2007, Ο Καζαντζάκης και η αναζήτηση της προσωπικής του φωνής, Το Δέντρο, τχ. 155-156 [αφιέρωμα: «Νίκος Καζαντζάκης. Καταφάσεις & Αμφιθυμίες»], σ. 86-95.
Petre, B., 2014, Φιλολογική δραστηριότητα και λογοτεχνική παραγωγή στο Ηράκλειο Κρήτης, 1978-1941, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστημιούπολη Γάλλος, 2014, σ. 75).
Κόκορης, Δ., 2020, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, Πεδίο, σ. 32-33.
Καστρινάκη, Α., 1998, Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο αισθητισμός: έλξη και άπωση, στο Μουτζούρης, Κ., (επιμ.), 1998, Πεπραγμένα επιστημονικού διημέρου: Νίκος Καζαντζάκης, σαράντα χρόνια από το θάνατό του, Χανιά, 1-2 Νοεμβρίου 1997, Έκδοση της Δημοτικής Πολιτιστικής Επιχείρησης Χανίων, Χανιά, σ. 127-153.
Ντουνιά, Χ., 2019, Στη σαγήνη του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ροΐδης-Επισκοπόπουλος-Καρυωτάκης -Σκαρίμπας-Σεφέρης-Εμπειρίκος, Γαβριηλίδης, σ. 47-48.
Γλυτζουρής, Α., 2006, «Ο Μωρίς Μάτερλιγκ, ο Συμβολισμός και η πρώιμη δραματουργία του Νίκου Καζαντζάκη», στο Ψυχογιός, Κ.Ε., [επιμ.], 2006, Νίκος Καζαντζάκης: το έργο και η πρόσληψή του. Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, (Πανεπιστημιούπολη Ρεθύμνου, Γάλλος, 23-25 Απριλίου 2004, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο, σ. 57-72.
Ντουνιά, Χ. – Βασιλειάδη, Π., 2020 (Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια), Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος, Ν/βρης – Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο, σ. xviii (Εισαγωγή).
Αργυρίου, Α., 2001, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Α΄, Καστανιώτης, σ. 235.
Μπην, Π., 2007, Οκτώ κεφάλαια για τον Νίκο Καζαντζάκη, επιμ. Σ.Ν. Φιλιππίδης, Πανεπιστήμιο Κρήτης – Εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 57-67).
Πασχάλης, Μ., 2015, Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ. Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο, σ. 34-35.
Πασχάλης, Μ., 2010, Η τοπογραφία του Ζορμπά: ιδεολογική λειτουργία και διακείμενα, στο Φιλιππίδης, Σ.Ν., (επιμ.), 2010, Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα. Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Νίκος Καζαντζάκης 2007: Πενήντα χρόνια μετά», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο, σ. 221-246.
Λαγουδάκη, Ε., 2021, Ο βίος και το έργο του Λευτέρη Αλεξίου, Ίδρυμα «Έλλη Αλεξίου», Ηράκλειο, σ. 34.
Χρυσός, Ν., 2016, «Λευτέρης Αλεξίου-Νίκος Καζαντζάκης: Το χρονικό μιας φιλίας», Νέα Εστία, τ. 179, τχ. 1870, Σεπτέμβριος 2016, σ. 187-210.
Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη (Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 21984).
Αλεξίου, Σ., 1990, «Ο Ηρακλειώτης ποιητής Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964)», Παλίμψηστον Ηρακλείου, τχ. 9/10, Δεκ. 1989-Ιούνιος 1990, σ. 5-22: 6.
Αλεξίου, Σ., 2009, «Τρεις Αλεξίου εναντίον Καζαντζάκη», στο Ποικίλα Ελληνικά, Μελέτες, Στιγμή, σ. 169-174.
Καστρινάκη, Α., 2004, «Η μουσόληπτη οικογένεια Αλεξίου» στο Λαγουδάκη-Σασλή, Ε. (επιμ.), 2004, Αποκαλυπτήρια των προτομών των Αλεξίου, Κράσι 27 Ιουλίου 2003, Δήμος Μαλίων, σ. 8-18.
Δασκαλόπουλος, Δ., 2011, (εισαγ. – επιμ.], Ο ποιητής Λευτέρης Αλεξίου, εκδ. Δοκιμάκης [σειρά: «Οι λησμονημένοι του τόπου», αρ. 5], Ηράκλειο, σ. 141
Φρέρη, Μ., (Το Κάστρο μας. Κρητικό ηθογραφικό χρονικό, Καστανιώτης 1979, σ. 74-75).
Αλεξίου, Σ., 2010, Κείμενα φιλίας και μνήμης, εκδ. Δοκιμάκης, Ηράκλειο, σ. 22.
Καρτσάκης, Α., 2013, Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Κείμενα, Έντυπα, Δημιουργοί, Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, σ. 50-53.
Λαγουδάκη, Ε., 2006, «Η πνευματική ζωή στο Ηράκλειο στα 1930-1940. Πληροφορίες από τον Τύπο της εποχής», Παλίμψηστον Ηρακλείου, τχ. 21/22, 2006-7, σ. 91-120.
Μπην, Π., 2001, Καζαντζάκης. Η πολιτική του πνεύματος, απόδοση στα ελληνικά: Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Χρυσός, Ν. (εισαγωγή-σχόλια), 2014, Λευτέρης Αλεξίου, Αξέχαστοι καιροί. Χρονικό της νιότης, Καστανιώτης, 2014.
Σαββίδης, Γ.Π., 1989, Καστανόχωμα, Καστανιώτης 1989, σ. 153.
Φιλιππίδης, Σ. Ν., 2006, «Ο Λόγος του Πατρός και ο Λόγος του Υιού: Αυθεντική ζωή και αυθεντικός λόγος στο μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη», στο Νίκος Καζαντζάκης. Το έργο και η πρόσληψή του. Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, ό.π., σ. 163-188.
Φιλιππίδης, Σ. Ν., Αμφισημίες. Μελετήματα για τον αφηγηματικό λόγο έξι νεοελλήνων συγγραφέων, Ίνδικτος, σ. 153-183.
Τζιόβας, Δ., 2017, Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας. Από την ερμηνεία στην ηθική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο σ. 228-9.
Jauss, H. R., 1995, Η αισθητική της πρόσληψης και η λογοτεχνική επικοινωνία, στο Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, Εισαγωγή, Μετάφραση, Επίμετρο, Μίλτος Πεχλιβάνος, Εστία, σ. 99.
Φιλιππίδης, Σ.Ν., 1997, Λαϊκότροπα στοιχεία στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, στο Τόποι. Μελετήματα για τον αφηγηματικό λόγο επτά νεοελλήνων πεζογράφων, Καστανιώτης, σ. 209-230.
Moisan, Clément, 1992, Θεωρίες του θεσμού και του πεδίου, στο Η λογοτεχνική ιστορία [μτφρ. Αριστέα Παρίση], Καρδαμίτσα, σ. 69 κ.ε.
Τζιόβας, Δ., 2007, Η ποιητική της αντριγιάς: Λογοτεχνικό είδος και ατομική ταυτότητα στον Καπετάν Μιχάλη, στο Ο άλλος εαυτός: ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, μτφρ. Άννα Ρόζενμπεργκ, θεώρηση μτφρ.-επιμ. Ουρανία Ιορδανίδου, Πόλις, σ. 219-361.
Ραυτόπουλος, Δ., 1958, Τα πρόσωπα της Ασκητικής. Ιδεολογικές ρίζες του καζαντζακικού μυθιστορήματος, Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 37-38, Γενάρης-Φλεβ. 1958.
Ροϊλός, Π., 2006, «Το μυθιστορηματικό έργο του Καζαντζάκη: Ετερογλωσσικοί αφηγητές και ιδεολογικές παρερμηνείες», στο Νίκος Καζαντζάκης. Το έργο και η πρόσληψή του, ό.π., σ. 271-293. Μπην, Π., 2001, στο Καζαντζάκης. Η πολιτική του πνεύματος, μτφρ. Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, σ. 63.
Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ., «Τέσσερεις γυναίκες βιογραφούν τον Καζαντζάκη» στο Φιλιππίδης, Σ.Ν. (επιμέλεια), 2010, Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης σ. 291-338.
Bordieu, P., 1990, «The intellectual field: a world apart», στο In other Words. Essays Towards a Reflexive Sociology, Κέμπριτζ, Polity Press, σ. 140 κ.ε.