Ο Καζαντζάκης του Βάρναλη: απόκλιση, σύμπλευση, κατάκριση, αποδοχή

Κράσι Κρήτης 1912. Βάρναλης, Καζαντζάκης, Αλεξίου, Γαλάτεια κ.ά.
Κράσι Κρήτης 1912. Βάρναλης, Καζαντζάκης, Αλεξίου, Γαλάτεια κ.ά.



Η πρόσληψη του έργου, των κριτικών εκτιμήσεων και του βιοθεωρήματος του Νίκου Καζαντζάκη από τον Κώστα Βάρναλη είναι σύνθετη και απλώνεται σε χρονικό άνυσμα, που αγγίζει το ήμισυ του αιώνος. Η απόκλιση αλλά και η σύμπλευση των δύο συγγραφέων εντοπίζονται ως προς ειδικότερα ζητήματα ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, ενώ τα σχετικά ίχνη απόκεινται και στις σελίδες του αλεξανδρινού περιοδικού Γράμματα.[1] Η πολλαπλά επιβεβαιωμένη συναναστροφή τους[2] και οι λογικά εννοούμενες συζητήσεις τους για το νόημα της τέχνης και της ζωής ήταν, προφανώς, από τους λόγους που οδήγησαν τον Βάρναλη να αφιερώσει «του Πέτρου Ψηλορείτη» το ποίημά του «Συμπόσιον», που δημοσιεύτηκε το 1911:

Συμπόσιον

του Πέτρου Ψηλωρείτη

Ανοίχτε στα τραπέζι’ απλοχωριά
για την ωριά,
που με τ’ αψό
κορμί θα μας δειχτεί το μελαψό

χορεύοντας· κι απά στα φειδωτά

ψηφιδωτά
απλώστε, ω νιοί
σκλάβοι, τα ρόδα σκύβοντας γυμνοί!

Και φέρε σε κροντήρι ξομπλιαστό
κρασί λιαστό
κι άλλο κρασί,
ω με τα δάχτυλα τα μικρά συ!

Και στις κολόνες, που πρασινωπά
κλαριά νωπά,
κισσού κλαριά
με τα κομμένα φύλλα και τ’ αριά

τις ζώνουνε για την καλή γιορτή,
ας μπούνε ορτοί
και σιμωτά
καθρέφτες με στεφάνι’ ασημωτά,

να χιλιάζουν το κάλλι της αχνό
μες τον αχνό,
οπού γι’ αυτή
θα βγάνει όσο λιβάνι θ’ αναφτεί!…

Ω! υψώστε τις φωνούλες τις ψιλές!
τις αψηλές
δάδες, ω νιοί,
χαμηλώστε! το ρούχο της ανοιεί

σκίζοντάς το· και λάμπουν στο γερό,
το λυγερό
κορμί, που αχεί,
τα κρυφά, που με σπάνιο έχουν βραχεί,

νάρδο!… Ω! με τους καπνούς της κεφαλής,
Φαλλής! Φαλλής!
με την ορμή,
που ακράτητο μας κάνει το κορμί,

ως θέλει κάθε σύντροφος λαμπρός
ας φερθεί μπρος
σ’ όλους, ξηρά
χείλια δαγκάνοντας, — με τη σειρά!…

Κ.Ι. ΒΑΡΝΑΛΗΣ[3]

Ας σημειωθεί πως, παρότι το ποίημα εκπροσωπούσε το πρώιμο στάδιο της καλλιτεχνικής αλλά και ιδεολογικής πορείας του συντάκτη του, ο Βάρναλης ουδέποτε το αρνήθηκε, συμπεριλαμβάνοντάς το (με ορισμένες όχι κεφαλαιώδεις αλλαγές, αλλά και χωρίς την αφιέρωσή προς τον Καζαντζάκη) στο σώμα των Ποιητικών του, που εκδόθηκε το 1956.[4] Ικανά στοιχεία της απάντησης του Καζαντζάκη στο ερώτημα «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» διαφαίνονται ως ίχνη του διαμορφωνόμενου ηρωικού του μηδενισμού και στα τέσσερα σονέτα, που δημοσίευσε στα Γράμματα το 1914[5] Και ενώ ο Βάρναλης, ωθώντας σε συλλειτουργία τεχνικά γνωρίσματα του παρνασσισμού και θεματικές συνιστώσες της τότε βιοθεωρίας του, που δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί σε μαρξιστική, υπογράμμιζε ένα προσωπικής κοπής carpe diem, προσανατολισμένο στην υπεροχή του έρωτα ως σαρκικού βιώματος, ο Καζαντζάκης, αποκλίνοντας από το τότε βιοθεώρημα του Βάρναλη και τηρώντας με επιτυχία την αυστηρή ρυθμολογία του σονέτου, εκλαμβάνει «την υπαρξιακή δικαίωση ως αίτημα ελευθερίας, ως ατομική υπόθεση που μέσω του νου μπορεί να συντελεστεί».[6]
Σύμπλευση των δύο συγγραφέων ανιχνεύεται με έναυσμα τον ηρωικό θάνατο του Λορέντζου Μαβίλη, ο οποίος, ως γνωστόν, επήλθε στις 28 Νοεμβρίου 1912, στον Δρίσκο, έξω από τα Γιάννενα. Λίγους μήνες μετά και προφανώς για να τιμηθούν το έργο αλλά και η μνήμη του ποιητή, το περιοδικό Γράμματα σταχυολογεί και δημοσιεύει «Γνώμες για το Μαβίλη»,[7] προερχόμενες από λογίους και πνευματικούς ανθρώπους. Η γνώμη του Κ.Ι. Βάρναλη:

Ο Μαβίλης – ο κορυφαίος των λυρικών της εποχής του. Θαύμα τελειότητας στη μορφή και στη διάθεση – κι’ αυτό είναι η ποίηση. Θα μείνει δάσκαλος της περισσότεχνης ακριβολογίας σε όλα, μα δίχως κανένα υλικό βάρος. Όσο για τον θάνατό του – μια πλούσια ρίμα με τη ζωή του.[8]

Ιδού και η γνώμη του Πέτρου Ψηλορείτη:

Ο Μαβίλης ανέβηκε την πιο αψηλή κορυφή της αξίας του με τη συνειδητή απόφαση, που λεύτερα πήρε, να συμπληρώσει τη ζωή του με το θάνατό του. Έτσι πάντα, μόνος του, με τη λεύτερη βούληση του Δημιουργού, έγραφε την ιστορία του . σα να ’ταν ήρωας της φαντασίας του και του άδολου λογισμού του ο εαυτός του.
Και γι’ αυτό ο θάνατός του είναι έργο τέχνης άρτιο, με πλούσια ρίμα και μ’ επιγραμματική μεγαλοπρέπεια και συντομία.[9]

Η λογική λέει πως οι δύο λογοτέχνες δεν είχαν συνεννοηθεί ως προς την έκφραση της γνώμης τους για τον Μαβίλη, οπότε είναι χαρακτηριστική η σύμπτωση των τοποθετήσεών τους, όχι απλώς σε επίπεδο εννοιολογικό, αλλά ακόμη σε επίπεδο γλωσσικό και εικονοπλαστικό (η «πλούσια ρίμα», έκφραση που χρησιμοποιούν και οι δύο αποτιμώντες, συνταιριάζεται ως ηχοφθογγολογικό απείκασμα όχι μόνον με τη ζωή του Μαβίλη αλλά και με το «κορυφαίος» του Βάρναλη, καθώς και με την «αψηλή κορυφή» του Καζαντζάκη). Οι δύο τελευταίοι εναρμονίζουν σε ύψος και καλλιτεχνική ένταση το έργο του Μαβίλη με τη ζωή και τον ηρωικό του θάνατο, με υποφώσκουσα αλλά σαφή την εξίσωση της ρίμας ως υψηλής ένδειξης καλλιτεχνικού ρυθμού με την υπαρξιακή ανάταση που υπέβαλαν τόσο ο βίος όσο και θάνατος του ποιητή για την ελευθερία της πατρίδας. Τα βιοθεωρητικά προτάγματα, που διαμόρφωσαν οι Βάρναλης και Καζαντζάκης κατά την κατοπινή φιλοσοφική και καλλιτεχνική τους ωριμότητα, ήταν ακόμη υπό εκκόλαψιν στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, οπότε οι ιδεαλιστικές και ρομαντικές ως προς τον πυρήνα τους ρίζες των κριτικών τους εκτιμήσεων, ενδυναμωμένες και από τη συγκινησιακή δόνηση του ηρωικού θανάτου του Μαβίλη, γίνονται εδώ αισθητές.

Η κριτική απόρριψη του Καζαντζάκη από τον Βάρναλη τεκμηριώνεται από αρκετά κείμενα, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται εξ ολοκλήρου σε έργα ή στην πνευματική παρουσία του Καζαντζάκη (ορισμένες άλλες αναφορές του Βάρναλη στον Καζαντζάκη είναι περιφερειακές, υπό την έννοια ότι ο κρίνων ρίχνει αλλού το βάρος της κριτικής του, αναφερόμενος στον Καζαντζάκη παρεμπιπτόντως). Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, μπορεί μεν το πρόσημο που θέτει ο Βάρναλης στον Καζαντζάκη να είναι αρνητικό, αλλά από την άλλη ο πρώτος δεν μηδενίζει ούτε απαξιώνει εντελώς τον δεύτερο. Ο Βάρναλης το 1928 στο στιχουργημένο δράμα Χριστός και στην Ασκητική επιφυλάσσει τους χαρακτηρισμούς «έργο ψέφτικο κι αντιδραστικό».[10] Προφανώς, «αντιδραστικό» κατά τον κρίνοντα, μια και το αναδυόμενο από τα κείμενα του Καζαντζάκη βιοθεώρημα δεν συνάδει με τη μαρξιστική ιδεολογική σκευή του Βάρναλη, που δεν ήταν άκαμπτη, αλλά εμπλουτισμένη και με τον θετικό νεοϊδεοκρατισμό για την σχετική αυτονομία της τέχνης του Benedetto Croce και με τα κοινωνιολογικά κριτήρια του Charles Lalo ως προς την προσέγγιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας,[11] «Ψέφτικο», γιατί ο Βάρναλης θεωρεί πως ο Καζαντζάκης «αιστάνεται με το κεφάλι, ενώ έπρεπε τις σκέψεις του να τις αιστάνεται με την καρδιά». Ωστόσο, στη γενικά αρνητική πρόσληψη του Βάρναλη δεν αποσιωπάται το ότι «ο κ. Καζαντζάκης [είναι] ένας από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους της […] σημερινής γενιάς, που τόνε τιμούμε και τόνε σεβόμαστε σαν άνθρωπο της μελέτης, της σκέψης και της δουλειάς».
Σε συνέντευξη, που έδωσε το 1932 ο Βάρναλης στον Γιώργο Κοτζιούλα για το περιοδικό Μπουκέτο, τα σχόλιά του για τον Καζαντζάκη είναι αρνητικά (αλλά με αναγνώριση του ότι «ξέρει να γράφει ωραία»), ενώ η καυστική του διατύπωση για τον Σικελιανό διανθίζεται και από κριτική αποδοχή ορισμένων ποιημάτων του τελευταίου.[12] Ως προς τη δηκτική, σατιρική, σαρκαστική πτυχή της λογοτεχνικής έκφρασης, ο Βάρναλης παίρνει υψηλό βαθμό, αφού ο καταγγελτικός του τόνος είναι οξύς, συχνά διανθισμένος με δραστικό χιούμορ, που αρκετοί λεπταίσθητοι κριτικοί του το θεώρησαν χοντροκομμένο.[13] Δεδομένων και των ιδεολογικών, φιλοσοφικών και αισθητικών του διαφορών με τον Καζαντζάκη, επόμενο ήταν να κρίνει την καζαντζακική Οδύσσεια σαρκαστικά και δηκτικά, σε ένα κείμενο του 1939. To 1938 είχε δημοσιοποιηθεί η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, που αποτελούνταν από 33.333 στίχους. Την εμμονή του Καζαντζάκη με τον μεταφυσικά και συμβολικά φορτισμένο αριθμό «3»[14] θα διακωμωδήσει ο Βάρναλης στο κείμενό του «33.333 και 3!»:[15]

Είναι μήνες τώρα, που ο ποιητής της «Οδυσσείας» κ. Καζαντζάκης, ο ερημίτης της Αίγινας, ο αρχηγός των ουρανίων ταγμάτων, […] βάζει σε τραγικό δίλημμα τη σοβαρότητα της νεοελληνικής διανόησης. Κάνει εις βάρος της διάφορες φάρσες. Κι οι φάρσες του πιάνουν. Κι αυτό προξενεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση σε κείνους, που δεν έχουν σε πολύ μεγάλη υπόληψη τους γραμματισμένους της τελευταίας γενεάς.
Είμαι, λοιπόν, θαυμαστής του γι’ αυτό του το κατόρθωμα. […] Γελοιοποιώντας τη νεοελληνική σκέψη, θα τη γιατρέψει πολύ γρήγορα.
Την καλή αρχή την έκαμε ο κ. Κ. Μπορούμε να τη συνεχίσουμε κι εμείς κι ας μην ανήκουμε στον ιερό κύκλο των μυστών της ντόπιας Διανόησης. Θα κάνουμε φάρσα της φάρσας – με το μέτρο των δυνάμεών μας. Η καλή μας πρόθεση επικαλείται την επιείκεια των αναγνωστών για το πενιχρό αποτέλεσμα. Και δε θα θυμώσει ο φίλος κ. Κ. για την ανευλάβειά μας, γιατί, […] το καλό και το κακό συνεργάζονται, τα δυο γίνονται ένα και το ένα … τίποτα! […]
Αλλά ο κ. Κ. κάνει απιστίες στον ιερό αριθμό 3. Έγραψε την «Οδύσσειά» του σε δεκαεπτασύλλαβους στίχους. Αλλ’ ο 3 που διαιρεί το 33.333 δεν διαιρεί το 17. Ο δεκαπεντασύλλαβος μπορεί να διαιρεθεί με το 3. Γιατί ο αριθμός των συλλαβών του είναι πολλαπλάσιον του 3. Και μπορείς να τον παραστήσεις αριθμητικά μονάχα με τριάρια και με πολλούς τρόπους . […]
Επομένως ο κ. Κ. έκανε άσχημα να προδώσει τον ιερό αριθμό 3, θεωρώντας τον δεκαπεντασύλλαβο για στίχο στενόχωρο . ας έγραφε τουλάχιστο 18σύλλαβους, γιατί ο αριθμός 18 έχει μέσα του το 2x3 φορές το 3!
Αυτή η αριθμοφρενία (ας σημειώσουν οι ψυχογιατροί αυτόν τον όρο) δεν είνε καινούργια. Οι Πυθαγόρειοι την είχανε λανσάρει εδώ και 25 αιώνες! […]

Ωστόσο, και την προηγούμενη χρονιά, το 1938, και παρότι ο Βάρναλης είχε βασικό στόχο να στηλιτεύσει αισθητικές και κριτικές απόψεις του Πέτρου Σπανδωνίδη, τον οποίο θεωρούσε μαθητή τού παλαιότερου μεγάλου αντιπάλου του, του Γιάννη Αποστολάκη, κατέκρινε τόσο τον Καζαντζάκη όσο και τον Σικελιανό. Τους θεωρεί «μεγάλους» συγγραφείς –και δεν αποδίδει τον χαρακτηρισμό ειρωνικά, εννοώντας το αντίθετο από το διατυπωμένο– αλλά έχει και πολλά να τους καταμαρτυρήσει:

Ρήξη των σχέσεων της συνείδησης με τον εξωτερικό κόσμο. Ομαδική σχιζοφρενία. Σ’ αυτό το ομαδικό παραλήρημα ο κ. Απ. είνε τριταγωνιστής. Μπροστύτερα απ’ αυτόν και πολύ μακρύτερα τρέχουνε δυο άσσοι του νεοελληνικού βερμπαλισμού : ο Σικελιανός κι ο Καζαντζάκης. Ένας μεγάλος ποιητής κι’ ένας μεγάλος γραφιάς. Αυτοί οι δυο ακούονται, ενώ ο κ. Απ. δεν ακούεται. Ο Καζαντζάκης […] μας ξετίναξε στα τετραούρανα της αρλούμπας κι ο Σικελιανός με τη δελφική ιδέα και τη συνένωση των λαών γύρω στο[ν] αφαλό της γης μάς γκρέμισε στα τετράβαθα του κομποτινισμού.[16]

Ο Βάρναλης, όπως έχει ήδη διαφανεί, κατέκρινε τον ηρωικό μηδενισμό του Καζαντζάκη, θεωρώντας τον αντιδραστικό και σκοταδιστικό, δείγμα φιλοσοφικών τοποθετήσεων τις οποίες ως συνειδητοποιημένος μαρξιστής κατήγγειλε και κατά τη δεκαετία του 1940, τουλάχιστον σε δύο κριτικά κείμενα: το ένα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Πρωία το 1942[17] και το άλλο στον Ριζοσπάστη το 1947.[18] Περί τα μέσα όμως της συγκεκριμένης δεκαετίας, τον Δεκέμβριο του 1946, ανιχνεύεται και ένα δείγμα κριτικής αποδοχής, στο οποίο δεν αποσιωπώνται ορισμένες αντιρρήσεις του Βάρναλη για τη γραφή και την κοσμοθεωρία του Καζαντζάκη, αλλά είναι έκδηλη η κατάφαση προς το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά:

Ένα σοβαρό βιβλίο: «Ο Βίος κι η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ενός από τους σοβαρούς λογοτέχνες του τόπου: του Νίκου Καζαντζάκη. Συγγραφέας με αξία. Βιβλίο με αξιώσεις. Είναι πολύ σπάνιες οι ευκαιρίες για τους κριτικούς των βιβλίων να χαρούν απλωτά ένα καλό έργο. Γιατί το καλό έργο δίνει μεγάλα περιθώρια στη γνώμη του κριτικού να ’ναι όσο θέλει ακριβοδίκαιη ή, και αυστηρή […]
Το έργο διαβάζεται με πολύ ενδιαφέρο γιατί κεντάει απ’ όλες τις πλευρές τον άνθρωπο. Αλλά οι αρετές αυτές του συγγραφέα δεν πρέπει να μας κάνουνε να παρασιωπήσουμε ό,τι νομίζουμε για ελάττωμα. Το κυριότερο απ’ όλα είναι το παρατράβηγμα που κάνει ο Κ. του υλικού του ή το αφύσικο και το απίθανο. Έργο κατά βάση ρεαλιστικό υπερπηδά τα όρια του πραγματικού και μετατοπίζεται συχνά στη σφαίρα του μυθικού, όπου μπορούνε να παραβιάζονται οι φυσικοί και οι ψυχολογικοί νόμοι και ν’ αγνοούνται οι κοινωνικοί. Ο συγγραφέας έχει πάντα αυτήν την αδυναμία: να επιζητά την εντύπωση όπως-όπως και κυρίως με την υπερβολή. Οι ήρωές του είναι υπεράνθρωποι κι ο κόσμος υπερφυσικός.[…]
Όλο γενικά το βιβλίο είναι κατάσπαρτο από ιστοριούλες, μύθους, απολόγους γεμάτους ουσία και πείρα της ζωής, που μονάχα αυτά τα πολύτιμα στοιχεία φτάνουνε να δώσουνε στο έργο τη βαρύτητα των σοβαρών δημιουργημάτων. Και ξεχνάς πως ο Ζορμπάς παραείναι φιλόσοφος· πως, ο ψευτογάμος του Ζορμπά, η σφαγή της χήρας, ο θάνατος της Ορτάνς παραείναι απίθανα συμβάντα· ξεχνάς, πως ο πεσσιμιστικός μηδενισμός του συγγραφέα αποσυνθέτει ηθικά τον αναγνώστη και παραλύει την πράξη –και μένεις στις αξεπέραστες τεχνικές αξίες του έργου και στον πλούτο της σοφίας του και της πολυγνωσίας του.[19]

Ο Κώστας Βάρναλης


Ο Βάρναλης, με κείμενό του που δημοσιεύτηκε στην Αυγή το 1954,[20] λογικό και αναμενόμενο να ήταν να στηρίξει ηθικά τον Καζαντζάκη, στις επιθέσεις που ο τελευταίος δεχόταν από την Εκκλησία για ορισμένα μυθιστορήματά του. Το κριτικό ισοζύγιο του Βάρναλη για τον Καζαντζάκη έγειρε προς την αποδοχή και τη συνολικότερη αναγνώριση με κείμενο, που δημοσιεύτηκε πέντε μόλις μέρες μετά τον θάνατο του Κρητικού δημιουργού. Ο Βάρναλης, σφαιρικά και ξεκάθαρα, δεν υποβιβάζει τις αντιρρήσεις του ως προς ορισμένες πτυχές του καζαντζακικού έργου, αλλά αναγνωρίζει σε αυτό και θετικές συνιστώσες, που απορρέουν από μία σφαιρική και νηφάλια αποτίμηση, η οποία είναι σε γενικές γραμμές δίκαιη, χωρίς να ρέπει προς τον υπερβολικό έπαινο, ορμώμενη από το κλίμα συγκινησιακής έξαρσης που αναπότρεπτα διαμορφώθηκε από τον θάνατο του Καζαντζάκη:

[…] Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ’ ακόμα, κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή.
Ο Καζαντζάκης ήταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος! Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Ο Σικελιανός ήτανε πηγαίος πληθωρικός τύπος — εκρηκτικός και στη ζωή του και στους στίχους του. Έφτανε με άλματα στο τέρμα. Ήτανε προικισμένος από τη Φύση μέσα στη Φύση — αυτός το κέντρο. Ο Καζαντζάκης κατάφερνε ν' αντικατασταίνει τον αυθορμητισμό με τον καιρό και με τον κόπο - καταπώς ήθελε ο Σολωμός. Όμως κι ο καιρός κι ο κόπος αφήσανε τα ίχνη τους στα κείμενα του.
Όλη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, ήτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι' αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθει. Δεν κινεί την πραγματικότητα - γιατί μένει έξω απ’ τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα.
Άλλωστε, στην ουσία της, η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας: του φαινομένου! Είναι πέρα κι από τις αλήθειες κι από τα ψέματα, όπως ο Νίτσε πέρ' απ' το καλό και το κακό. Ο θάνατος - η τελευταία πράξη. Και αρχή.
Αυτός ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Έμεινε πάντα έξω απ' όλα - έκτος αν κάποτε κάπου ερασιτεχνικά και περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής κ' ένας από τους τελευταίους, που απομείναμε, οπαδούς του Κανόνα.
Μόνον έξω από τα πράγματα ένιωθε τον εαυτό του λεύτερο: αποδεσμευμένον από μάταιες ευθύνες. Στα παλιά του τα χρόνια βρήκε τη θεωρία του μετακομμουνισμού - μια θεωρία που τον ευκόλυνε να ξεφορτωθεί το παρόν. […] Αυτός ο μηδενισμός κι εξωπραγματισμός του ήταν ίσως φυσική εκδήλωση μιας πικραμένης ιδιοσυγκρασίας. Αλλά του μεγάλωσε την απελπισία και τον οδήγησε στο μυστικισμό και στη θεοληψία. Αυτά τα διαλυτικά πνευματικά στοιχεία αφαιρούν από το έργο του τη δύναμη, που πρέπει να έχουν όλα τα ζωντανά έργα: να κινούνε την πραγματικότητα, να φρονηματίζουνε τα νιάτα και να φωτίζουνε το δρόμο του μέλλοντος.
Ανεξάρτητ’ απ’ όλα αυτά, το έργο του όλο είναι καταπληχτικό σε ποσότητα και σε ποιότητα. Σ' όλα τα είδη του εντέχνου Λόγου στάθηκε θαυμαστός, αλλά πάντοτες έντεχνος. Έγραψε δεκάδες χιλιάδες στίχους και πεζά. Κι όλα με την αγωνία της έκφρασης μη περαιτέρω […] Οι νέοι (κ’ οι γέροι) έχουνε να πάρουνε πολλά διδάγματα απ’ τον Καζαντζάκη: Να χουνε φιλοσοφικές περιέργειες, να μην είναι αδιάβαστοι και προχειρολόγοι, να δίνουν όλη τους τη ζωή στην Τέχνη και στο δούλεμα της έκφρασης - αλλά και στην αναζήτηση της αλήθειας, του δίκιου και της ελευθερίας. Γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνια της ελευθερίας. […][21]

Νίκος Καζαντζάκης, Κώστα Βάρναλης Άγγελος Σικελιανός: συνομήλικοι μείζονες λογοτέχνες μας. Ο καθένας διαμόρφωσε το προσωπικό του φιλοσοφικό – ιδεολογικό σύμπαν και συχνά συνεκφέρονται σε κριτικές και γραμματολογικές εκτιμήσεις.[22] Αξιοσημείωτο και ενδιαφέρον είναι το ότι δεν έκαναν ούτε καν την απόπειρα να συγγράψουν ένα πραγματικά μοντερνιστικό ποίημα, παρότι μπορούμε λογικά να υποθέσουμε πως είχαν γνωρίσει τουλάχιστον ως αναγνώστες και τη νεοελληνική νεωτερική ποίηση, που άρχισε να ενδυναμώνεται από τη μεσοπολεμική εποχή και μετά. Η εκφρασμένη και λογοτεχνικά φιλοσοφική τους αποκρυστάλλωση δεν κατευθύνθηκε προς την απεικόνιση του χαώδους, θραυσματικού και αντιφατικού χαρακτήρα της ζωής και της ύπαρξης, ούτε ενωτίστηκε τη διάσπαση της λογικής αλληλουχίας και έναν βαθμό ερμητικότητας, στοιχείων που θεωρούνται βασικά για την εκδίπλωση της νεωτερικής ποιητικής έκφρασης.[23] Αναμενόμενο ήταν για συγγραφείς, που είχαν απολήξει σε διανοητικά συγκροτημένη απάντηση για το πώς ο άνθρωπος θα δικαιωθεί υπαρξιακά, να αξιοποιήσουν τη συγκινησιακή φλόγα της καλλιτεχνικής τους έκφρασης για τον άπλετο διανοητικό και φιλοσοφικό φωτισμό του βιοθεωρήματός τους.
Καζαντζάκης, Βάρναλης και Σικελιανός οδηγήθηκαν σε διαφορετικό ο καθένας κοσμοείδωλο, αλλά το ότι ο καθένας φιλοσοφικά και ιδεολογικά αγωνίστηκε, για να το διαμορφώσει και λογοτεχνικά να το εκφράσει ως διαυγώς οροθετημένο και επιδιωκόμενο στόχο με οργανική ενότητα, είναι κάτι που τους συνδέει. Ο Βάρναλης διαφωνούσε με τον Καζαντζάκη σε πολλά και, κυρίως, στην ερμηνεία της ζωής και του κόσμου, συν το ότι ο υφολογικός και ρητορικός τόνος ιδίως της καζαντζακικής ποιητικής έκφρασης δεν εναρμονιζόταν με τον αντίστοιχο τόνο της βαρναλικής. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Βάρναλης ως λογοτεχνικός κριτικός κατέκρινε την ποίηση του Καζαντζάκη, ενώ φαίνεται –με ένδειξη την κριτική του για τον Ζορμπά– ότι μάλλον αποδεχόταν την μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο πεζογραφική συνεισφορά του. Ωστόσο, ο Βάρναλης, σε όλο το άνυσμα της συγγραφικής πορείας του και παρ’ όλες τις κριτικές του ενστάσεις, που σε ορισμένες των περιπτώσεων εκφράστηκαν με δηκτικότητα και σαρκασμό, αποδεχόταν και σεβόταν το πνευματικό εκτόπισμα του Καζαντζάκη και αυτό δεν πρέπει να αποσιωπάται.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: