Ο Καζαντζάκης στην πλευρά του εξπρεσιονισμού και της διαλογικότητας

Νίκος και Γαλάτεια, Αθήνα 1919
Νίκος και Γαλάτεια, Αθήνα 1919


Κα­ζαν­τζά­κης και Γα­λά­τεια: εξ­πρε­σιο­νι­στι­κός vs μι­μη­τι­κού τρό­που γρα­φής
________________



Ο Κα­ζαν­τζά­κης, αν και έχει εμ­φα­νι­στεί στα γράμ­μα­τα νω­ρίς (το 1906 εκ­δί­δε­ται το Όφις και Κρί­νο) τα επό­με­να χρό­νια γί­νε­ται γνω­στός και τη δε­κα­ε­τία του ᾽20 κά­νει πιο αι­σθη­τή την πα­ρου­σία του. Ο ελ­λη­νι­κός λο­γο­τε­χνι­κός κύ­κλος που τον επη­ρέ­α­σε ή που του­λά­χι­στον τον άκου­γε και τον πα­ρα­κο­λου­θού­σε ήταν η Γα­λά­τεια, ο Λευ­τέ­ρης Αλε­ξί­ου, ο Κώ­στας Βάρ­να­λης, ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, ο Μάρ­κος Αυ­γέ­ρης, ο Φώ­της Κό­ντο­γλου, ο Πα­ντε­λής Πρε­βε­λά­κης στη συ­νέ­χεια. Με αυ­τούς ένιω­θε πιο οι­κεία. Ο Κα­ζαν­τζά­κης δια­φέ­ρει όμως από τους λο­γο­τέ­χνες τού κύ­κλου αυ­τού στο ότι, μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του ανέ­βαι­νε νέα σκα­λο­πά­τια δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, δεν στα­μά­τη­σε να ανα­ζη­τά και ως εκ τού­του δεν στα­μά­τη­σε σε μια επο­χή, λο­γο­τε­χνι­κή ή πνευ­μα­τι­κή. Έτσι δεν τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει το ένα έρ­γο, δεν τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει το πρώ­το έρ­γο, όπως πολ­λούς συγ­γρα­φείς αυ­τής της επο­χής, δεν τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει μία γε­νι­κή αι­σθη­τι­κή κά­ποιας Σχο­λής.
Για τις σχέ­σεις Κα­ζαν­τζά­κη-Γα­λά­τειας, σε αυ­τές συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νου­με και τις καλ­λι­τε­χνι­κές κυ­ρί­ως σχέ­σεις, μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με μια κά­ποια ανα­φο­ρά σε με­λέ­τες που εμ­φα­νί­στη­καν, με­τά το θά­να­τό τού συγ­γρα­φέα. Εί­ναι αλή­θεια κά­ποια από αυ­τά προ­σπά­θη­σαν να ανα­συ­στή­σουν το ρό­λο της Γα­λά­τειας στις σχέ­σεις τους. Εδώ εν­νο­ού­με τα έρ­γα της Έλ­λης Αλε­ξί­ου Για να γί­νει με­γά­λος και Λι­λής Ζω­γρά­φου Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, ένας τρα­γι­κός. Τα έρ­γα αυ­τά προ­σπά­θη­σαν να δι­καιώ­σουν τις επι­λο­γές ιδε­ο­λο­γι­κές και αι­σθη­τι­κές της Γα­λά­τειας και δεν ασχο­λή­θη­καν με τις βα­θύ­τε­ρες καλ­λι­τε­χνι­κές δια­φο­ρές που εντο­πί­ζο­νται στις σχέ­σεις τους. Θα ήταν λά­θος να υπο­τι­μή­σου­με την αξία τους και την ευαι­σθη­σία τους. Γρά­φη­καν υπό τα κυ­ρί­αρ­χα ρεύ­μα­τα της αι­σθη­τι­κής ανά­λυ­σης της επο­χής εκεί­νης και εί­ναι έρ­γα που έχουν μια γραμ­μή πλεύ­σης που την υπη­ρε­τούν. Αυ­τα αν και κα­τά­λα­βαν επαρ­κώς το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο τού συγ­γρα­φέα, ωστό­σο έδω­σαν ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή στον βιο­γρα­φι­κό πα­ρά­γο­ντα. Εξάλ­λου η ανά­λυ­σή τους στη­ρί­ζε­ται στη βιο­γρα­φι­κή μέ­θο­δο.
Παίρ­νο­ντας όμως ευ­και­ρία μπο­ρού­με να πού­με πως αυ­τοί οι δύο άν­θρω­ποι Κα­ζαν­τζά­κης και Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη, αντι­προ­σώ­πευαν δύο δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές γω­νί­ες της λο­γο­τε­χνι­κής ποι­η­τι­κής. Ενώ ο μεν πρώ­τος, ο Κα­ζαν­τζά­κης, εί­ναι αυ­τός που ει­σά­γει, χρειά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη με­λέ­τη για να ει­πω­θεί τε­λε­σί­δι­κα αυ­τό, του­λά­χι­στον ακο­λου­θεί στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα την μη να­του­ρα­λι­στι­κή γρα­φή, δη­λα­δή τον μη μι­μη­τι­κό τρό­πο γρα­φής, στον οποί­ον ο συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­ναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να απει­κο­νί­σει πι­στά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που βλέ­πει δί­πλα του, αλ­λά με την φα­ντα­σία και τον εξ­πρε­σιο­νι­σμό του, με ανα­φο­ρές στον πο­λι­τι­σμό και στη λα­ο­γρα­φία, θέ­λει να δη­μιουρ­γή­σει ένα δι­κό του υπό­στρω­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, η Γα­λά­τεια από την άλ­λη σαν συγ­γρα­φέ­ας ακο­λου­θεί πι­στά τον άλ­λον τρό­πο γρα­φής την ποι­η­τι­κή της μι­μη­τι­κής γρα­φής. Η Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι ακρι­βώς το αντί­θε­τό του καλ­λι­τε­χνι­κά τη δε­κα­ε­τία του 1950 που γρά­φει το μυ­θι­στό­ρη­μα Άν­θρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι. Εάν ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι υπέρ­μα­χος της εξ­πρε­σιο­νι­στι­κής ποι­η­τι­κής, εκεί­νη, ως λο­γο­τέ­χνης, εί­ναι υπέρ­μα­χος της μι­μη­τι­κής γρα­φής στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, με με­γά­λη αφο­σί­ω­ση στο ρε­α­λι­σμό. Η έντο­νη αντι­πα­ρά­θε­σή τους, κά­τι που μας δί­νει να κα­τα­λά­βου­με και το βι­βλίο της Γα­λά­τειας Άν­θρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι, ση­μαί­νει πως στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα εκεί­νη τη δε­δο­μέ­νη στιγ­μή, αρ­χές του 1910, οι άν­θρω­ποι της λο­γο­τε­χνί­ας, στο πρό­σω­πο των δύο, Κα­ζαν­τζά­κη-Γα­λά­τειας, συ­νει­δη­το­ποιούν, συ­ζη­τούν και δη­μιουρ­γούν κα­θα­ρά με δύο τρό­πους λο­γο­τε­χνί­ας και η πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή επα­φή με­τα­ξύ τους οδη­γεί μα­κρο­πρό­θε­σμα σε δύο δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές, ίσως και σε ρή­ξη. Θα έλε­γα όμως πως η Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη σε αρ­κε­τά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα των επό­με­νων δε­κα­ε­τιών 1910-1920, όπως το Γέ­λα Πα­λιά­τσο ή το Άν­δρες εμ­φα­νί­ζει στοι­χεία και πα­ρό­μοια με εκεί­να του Κα­ζαν­τζά­κη του εξ­πρε­σιο­νι­σμού και της δια­λο­γι­κό­τη­τας, μό­νο που εκεί­νη υπα­να­χω­ρεί και δεν τα υιο­θε­τεί ως το τέ­λος.
Για την πα­ρα­πά­νω σκέ­ψη ξε­κι­νά­με από τις από­ψεις του Έριχ Άου­ερ­μπαχ, ο οποί­ος διέ­γνω­σε και χα­ρα­κτή­ρι­σε το τρό­πο γρα­φής του Ομή­ρου και της Βί­βλου με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο:  

«Αυ­τά τα ύφη εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά και απο­τε­λούν δύο βα­σι­κούς τύ­πους. Ο πρώ­τος τύ­πος (ο μι­μη­τι­κός, Μ.Π.) εί­ναι η πε­ρι­γρα­φή, η οποία προσ­δί­δει στα πράγ­μα­τα κλει­στό­τη­τα και επο­πτι­κό­τη­τα, το φως ισο­με­ρώς κα­τα­νέ­με­ται σε όλα τα μέ­ρη, υπάρ­χει σχέ­ση ανά­με­σά τους χω­ρίς απο­κο­πές ή κε­νά κα­θώς και ελεύ­θε­ρη ροή του λό­γου, των επει­σο­δί­ων, τα οποία εκτυ­λίσ­σο­νται απο­λύ­τως σε πρώ­το πλά­νο, υπάρ­χει μο­νο­σή­μα­ντη σα­φή­νεια, η οποία οριο­θε­τεί­ται από την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη κα­θώς και την αν­θρώ­πι­νη προ­βλη­μα­τι­κή. Ο δεύ­τε­ρος τύ­πος (ο μη μι­μη­τι­κός, Μ.Π.) προ­ϋ­πο­θέ­τει την προ­βο­λή με­ρι­κών και την επι­σκί­α­ση κά­ποιων άλ­λων με­ρών, την απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, την επί­δρα­ση του άρ­ρη­του, την ει­σα­γω­γή του πί­σω πλά­νου, την πο­λυ­ση­μία και την ανα­γκαιό­τη­τα της ερ­μη­νεί­ας».[1]

Από αυ­τούς τους δύο τύ­πους γρα­φής, ο πρώ­τος ανή­κει στημί­μη­ση, ο δεύ­τε­ρος στην μη μί­μη­ση, στον εξ­πρε­σιο­νι­σμό. Ο Άου­ερ­μπαχ κα­τα­τάσ­σει στους μη μι­μη­τι­κούς συγ­γρα­φείς τον Ρα­μπε­λαί (1483-1553), τον Θερ­βά­ντες (1547-1616), τον Σαίξ­πηρ (1564-1616), τον Λό­ρενς Στερν (1713-1768), τον Πιέρ Λα­κλό (1741-1803), αλ­λά και τους Χέν­ρυ Τζαί­ημς (1843-1916), και Βιρ­τζί­νια Γουλφ (1882-1941).
Ο Κα­ζαν­τζά­κης πι­στεύ­ου­με πως έχει σχέ­ση με αυ­τή την ομά­δα των συγ­γρα­φέ­ων. Οι νε­ό­τε­ρες νε­ο­ελ­λη­νι­κές με­λέ­τες επί­σης δια­τυ­πώ­νουν πα­ρα­πλή­σιες από­ψεις. Ο Πή­τερ Μπην ανα­φέ­ρει: 

«Το έρ­γο του (του Κα­ζαν­τζά­κη), δεν μας εμπνέ­ει με τον ρε­α­λι­σμό του, αλ­λά με τον τό­νο της φω­νής του, έναν τό­νο που θυ­μί­ζει τους προ­φη­τι­κούς συγ­γρα­φείς της Πα­λαιάς Δια­θή­κης».[2]

Υπ᾽ αυ­τήν την οπτι­κή γω­νία μπο­ρού­με να ερ­μη­νεύ­σου­με καλ­λι­τε­χνι­κά, λο­γο­τε­χνι­κά, την αντι­πα­ρά­θε­ση που δο­μεί τη σχέ­ση των ηρώ­ων στο εν λό­γω μυ­θι­στό­ρη­μα της Γα­λά­τειας, δη­λα­δή της Δα­νά­ης Φραν­τζή και του Αλέ­ξαν­δρου Αρ­τά­κη, οι οποί­οι απο­τε­λούν κα­τά την αρ­χι­κή σχε­δί­α­ση και το alter ego των δύο συγ­γρα­φέ­ων. Οι συ­χνές επι­κρί­σεις προς το πρό­σω­πο του Αλέ­ξαν­δρου από την ηρω­ί­δα δη­λώ­νουν την βα­θύ­τε­ρη απο­στρο­φή του μι­μη­τι­κού τρό­που προς τον μη μι­μη­τι­κό. Σχο­λιά­ζει ο αφη­γη­τής την επί­σκε­ψη στο ερ­γα­στή­ρι ενός λαϊ­κού ζω­γρά­φου: 

«Η Δα­νάη δεν ξε­κολ­λού­σε το βλέμ­μα της από το πρό­σω­πο του Αλέ­ξαν­δρου. Τι ανα­κά­λυ­πτε σε όλα αυ­τά τα ξυ­λό­γλυ­πτα; Άρα­γε τη δια­φο­ρά και την τρο­με­ρή από­στα­ση που τον χώ­ρι­ζε από τον αφε­λή και απλοϊ­κό του — το χω­ριά­τη; Κι αυ­τή η από­στα­ση δεν του άνοι­γε τα μά­τια; Άρα­γε θα τον βοη­θού­σε να κα­τα­λά­βει πό­σο ο δρό­μος του μά­στρο-Μα­νό­λη ήτα­νε ο μό­νος σω­στός προς την τέ­χνη; (Υπο­γρ. Μ.Π.)…Βέ­βαια θα τό­νε ξάφ­νια­ζε το αλά­θευ­το καλ­λι­τε­χνι­κό έν­στι­χτο του αγράμ­μα­του καλ­λι­τέ­χνη...κι ίσως να νιω­θε για πρώ­τη φο­ρά τα δι­κά του έρ­γα νε­κρά, μπρος στη ζω­ντά­νια και τη ζε­στα­σιά αυ­τών εδώ».[3]

Οι επι­ση­μάν­σεις της Γα­λά­τειας, για το τι εί­ναι καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο και ποια εί­ναι τα στοι­χεία της «σω­στής» τέ­χνης, εί­ναι ίσως αυ­τοί οι πα­ρά­γο­ντες, οι οποί­οι στην πο­ρεία του χρό­νου τους το­πο­θέ­τη­σαν σε δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους, τό­σο καλ­λι­τε­χνι­κούς, όσο και ζω­ής. Επι­πλέ­ον, η πε­ποί­θη­ση που δια­πνέ­ει το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, το οποίο εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε με­τα­γε­νέ­στε­ρο, του 1957, αλ­λά δια­τρέ­χει κα­τά τη γνώ­μη μας τις δια­φο­ρές τους από αυ­τή την επο­χή του 1910 ακό­μα, πως ο νε­α­ρός Αλέ­ξαν­δρος δεν κοι­τά­ζει κα­τά­μα­τα τη ζωή και το λαό, αλ­λά έχει εν­στερ­νι­στεί τις από­ψεις του Υπε­ράν­θρω­που, δεν μπο­ρεί σή­με­ρα πια, πα­ρά να εί­ναι δια­φω­τι­στι­κή για την πνευ­μα­τι­κή ανά­πτυ­ξη του συγ­γρα­φέα και σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν αξιο­λο­γούν αρ­νη­τι­κά τον ίδιον. Σή­με­ρα γνω­ρί­ζου­με πως όλη αυ­τή η αφο­σί­ω­ση και ο τι­τά­νιος μό­χθος που αφιέ­ρω­σε ο Κα­ζαν­τζά­κης στο έρ­γο του, δεν εί­ναι απλώς μια δι­καιο­λο­γία για εξω­τε­ρι­κή ανα­γνώ­ρι­ση, αλ­λά μια βα­θύ­τε­ρη εσω­τε­ρι­κή δι­κή του ανά­γκη, που αντα­να­κλά και τις προ­κλή­σεις της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Αν η Γα­λά­τεια τον κρί­νει βε­βια­σμέ­να, εμείς μπο­ρού­με πά­λι να κα­τα­λά­βου­με την από­στα­ση και το με­τα­ξύ τους χά­σμα.
Υπ᾽ αυ­τή την οπτι­κή γω­νία, το βι­βλίο της Γα­λά­τειας δεν αμαυ­ρώ­νει σή­με­ρα πια την ει­κό­να του Κα­ζαν­τζά­κη, αντι­θέ­τως μάς τον πε­ρι­γρά­φει να πα­ρα­κο­λου­θεί, αλ­λά και να έχει τις ίδιες ανα­ζη­τή­σεις με τους άλ­λους ξέ­νους συγ­γρα­φείς της επο­χής του, κά­τι που εί­ναι ση­μα­ντι­κό για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Άρα, οι στό­χοι που έχει θέ­σει η Γα­λά­τεια στο έρ­γο της, δη­λα­δή να δη­λώ­σει πως ο Αλέ­ξαν­δρος Αρ­τά­κης εί­ναι ένας συγ­γρα­φέ­ας από­μα­κρος από την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την ελ­λη­νι­κή ζωή δεν επι­τυγ­χά­νο­νται, για­τί η ζωή εί­ναι πο­λύ πιο πλού­σια ίσως, από την μι­μη­τι­κή τέ­χνη ή την ρε­α­λι­στι­κή πρό­θε­ση.
Η εμ­μο­νή της Γα­λά­τειας να ασκεί κρι­τι­κή για την απο­μά­κρυν­ση του από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στον τρό­πο γρα­φής του, δεν απο­τε­λεί μό­νο μια πί­στη, απο­τε­λεί μια θε­ώ­ρη­ση που στη­ρί­ζε­ται σε δι­κές της καλ­λι­τε­χνι­κές από­ψεις και σε ένα με­γά­λο βαθ­μό αντα­να­κλά και αντί­στοι­χες «συ­γκρού­σεις» ή «συ­ζη­τή­σεις» που έλα­βαν χώ­ρα στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα με­τα­ξύ μι­μη­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων και μη μι­μη­τι­κών κα­θ᾽ όλον τον ει­κο­στό αιώ­να.
Εί­ναι επί­σης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πως συγ­γρα­φείς, οι οποί­οι ακο­λου­θούν το ρεύ­μα της Γα­λά­τειας Κα­ζαν­τζά­κη στην κρι­τι­κή τους απέ­να­ντι στον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, προ­τάσ­σουν τους κα­νό­νες της αλη­θο­φά­νειας και της πει­στι­κό­τη­τας. Έτσι η Λι­λή Ζω­γρά­φου θα υπο­στη­ρί­ξει την άπο­ψη πως το έρ­γο του συγ­γρα­φέα Κα­πε­τάν Μι­χά­λης, εί­ναι σί­γου­ρα πο­λύ ελ­κυ­στι­κό:  

«Παρ όλες τις αντι­νο­μί­ες και υπερ­βο­λές του»…«οι τύ­ποι του βι­βλί­ου αυ­τού, παρ­μέ­νοι απ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­ναι όλοι σχε­δόν αλη­θο­φα­νείς και πει­στι­κοί. Από μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που μέ­σα σ αυ­τήν ανά­σα­νε κι έζη­σε θέ­λο­ντας και μη ο συγ­γρα­φέ­ας, ως τα εί­κο­σί του χρό­νια».[4] 

Μπο­ρού­με όμως να πού­με πως το πα­ρά­δειγ­μα του εξ­πρε­σιο­νι­σμού θα το ακο­λου­θή­σουν και άλ­λοι συγ­γρα­φείς. Εδώ δεν θέ­λω να ανα­φέ­ρω πως οι συγ­γρα­φείς αυ­τοί ακο­λου­θούν το πα­ρά­δειγ­μα με άμε­ση επί­δρα­ση του κρη­τι­κού συγ­γρα­φέα, αλ­λά βρί­σκο­νται στην ίδια συγ­γρα­φι­κή οπτι­κή γω­νία. Τέ­τοιοι συγ­γρα­φείς εί­ναι ο Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας (1893-1984) με έρ­γα που τη δε­κα­ε­τία του 1930 έκα­ναν αί­σθη­ση όπως Το θείο τρα­γί ή ο Μα­ριά­μπας, ο Νί­κος Γα­βρι­ήλ Πεν­τζί­κης (1908-1993) με τον Αν­δρέα Δη­μα­κού­δη και άλ­λα έρ­γα του, ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς (1938-2000) με πολ­λά από τα ιδιαί­τε­ρα έρ­γα του, ο Πέ­τρος Αμπα­τζό­γλου (1931-2004) με πολ­λά έρ­γα του και δι­η­γή­μα­τα, ανα­φέ­ρω το δι­ή­γη­μα Γά­μος εν Κα­νά­κι, αλ­λά και ο Άρης Αλε­ξάν­δρου στο μυ­θι­στό­ρη­μα Το Κι­βώ­τιο ή στα νε­ό­τε­ρα χρό­νια συγ­γρα­φείς που θα λέ­γα­με πως ακο­λου­θούν το με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό συγ­γρα­φι­κό δρό­μο όπως Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης Πε­θαί­νω σαν χώ­ρα ή ο Δη­μή­τρης Λυά­κος με τα έρ­γα του Ζ213: Έξο­δος, Με τους αν­θρώ­πους από τη γέ­φυ­ρα, Ο πρώ­τος θά­να­τος. Συγ­γρα­φείς που ακο­λού­θη­σαν το δι­κό τους δρό­μο ανε­ξάρ­τη­τα από τον Κα­ζαν­τζά­κη, αλ­λά που πα­ρ’ όλα αυ­τά τα­ξί­δε­ψαν στην κοι­νή οδό της μη μι­μη­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.
Κα­τά τη γνώ­μη μου αυ­τό το ρεύ­μα εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρο και συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει πολ­λούς συγ­γρα­φείς οι οποί­οι αντι­κα­θι­στούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τη δι­κή τους πρό­θε­ση αλή­θειας. 

Δια­λο­γι­κό­τη­τα
_______

Η δια­λο­γι­κό­τη­τα εί­ναι μια έν­νοια η οποία επι­νο­ή­θη­κε από τον Ρώ­σο φι­λό­λο­γο και συγ­γρα­φέα Μπα­χτίν και έγι­νε ευ­ρέ­ως γνω­στή κα­τά τον ει­κο­στό αιώ­να, αλ­λά και ως τις μέ­ρες συ­νε­χί­ζει να εμπνέ­ει. Η έν­νοια αυ­τή σή­μαι­νε δύο του­λά­χι­στον πτυ­χές σκέ­ψης, πρώ­τον σή­μαι­νε το πο­λυ­φω­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, το οποίο ερ­χό­ταν σε αντί­θε­ση με το μο­νο­λο­γι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα σύμ­φω­να με τον Μπα­χτίν. Ποιο εί­ναι το πο­λυ­φω­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα; Το μυ­θι­στό­ρη­μα εκεί­νο στο οποίο πα­ρου­σιά­ζο­νται δια­φο­ρε­τι­κοί ήρω­ες με ξε­χω­ρι­στή υπό­στα­ση, ιδε­ο­λο­γία, φω­νή ο κα­θέ­νας, οι οποί­ος κι­νού­νται για την απο­κά­λυ­ψη της προ­σω­πι­κής τους αλή­θειας. Αυ­τή η αλή­θεια ανα­κα­λύ­πτε­ται με τρό­πο δια­λο­γι­κό κα­τά τη διάρ­κεια εξέ­λι­ξης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και δεν προ­κα­θο­ρί­ζε­ται αυ­στη­ρά από τη συγ­γρα­φι­κή οπτι­κή γω­νία. Εδώ ανα­φε­ρό­μα­στε στην λο­γο­τε­χνία και ιδί­ως στο μυ­θι­στό­ρη­μα το εί­δος εκεί­νο που ο Μπα­χτίν θε­ω­ρεί πως απη­χεί τη νε­ό­τε­ρη επο­χή.
Ο Κα­ζαν­τζά­κης φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζε­ται με τις ιδέ­ες αυ­τές στο έρ­γο και στη ζωή του. Πώς έφτα­σε όμως σε αυ­τές; Ίσως όταν πή­γε στη Ρω­σία να γνω­ρί­στη­κε με το πο­λυ­φω­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ίσως όμως και όχι, να εμ­φα­νί­ζει μια πο­λυ­φω­νία, του­λά­χι­στον στον φι­λο­σο­φι­κό το­μέα εμπνευ­σμέ­νη από τον ίδιον και την ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση όπως την κα­τα­λά­βαι­νε ο ίδιος.
Ο Κα­ζαν­τζά­κης του­λά­χι­στον από το έρ­γο Τό­ντα Ρά­μπα πα­ρου­σιά­ζει στο μυ­θι­στό­ρη­μα δια­φο­ρε­τι­κές ισό­τι­μες με­τα­ξύ τους φω­νές ηρώ­ων οι οποί­ες προ­σπα­θούν να εντο­πί­σουν την αλή­θεια. Λες και γνω­ρί­ζει την ιδέα της πο­λυ­φω­νί­ας. Σε άλ­λα έρ­γα του στο μέλ­λον θα ακο­λου­θή­σει αυ­τή την αρ­χή, όπου οι ήρω­ες θα προ­σπα­θούν μό­νοι τους να ακο­λου­θή­σουν το δρό­μο τους. Έτσι σε πολ­λά έρ­γα του βρί­σκου­με του ήρω­ες που εκ­προ­σω­πούν ξε­κά­θα­ρα δια­φο­ρε­τι­κή φω­νή και κά­ποιοι δη­μιουρ­γού­νται με αντι­θε­τι­κό τρό­πο, όπως ο Ζορ­μπάς και ο αφη­γη­τής ή ο Μα­νο­λιός και ο Πα­να­γιώ­τα­ρος στο Χρι­στός ξα­να­σταυ­ρώ­νε­ται έρ­γο το οποίο έχει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες φω­νές και οπτι­κές γω­νί­ες ή στους Αδερ­φο­φά­δες που πα­ρου­σιά­ζει τις δύο αντί­μα­χες πλευ­ρές βα­στώ­ντας ίση από­στα­ση για τα γε­γο­νό­τα του εμ­φυ­λί­ου. Ο Κα­ζαν­τζά­κης τα έρ­γα του τα επε­ξερ­γά­ζε­ται και τα αντι­γρά­φει πολ­λές φο­ρές, θέ­λο­ντας να τα κά­νει κα­λύ­τε­ρα. Νο­μί­ζω πως εκτός από την γλωσ­σι­κή εξο­μά­λυν­ση που θέ­λει να επι­φέ­ρει επι­διώ­κει ναι μειώ­σει και το βά­ρος της προ­σω­πι­κής του οπτι­κής γω­νί­ας.
Άλ­λα έρ­γα της επο­χής, ιδί­ως της γε­νιάς του ’30 ακο­λου­θούν ένα πιο μο­νο­λο­γι­κό τρό­πο έκ­θε­σης της ιστο­ρί­ας.
Αντι­θέ­τως ακο­λου­θούν την πο­λυ­φω­νία κά­ποια έρ­γα της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, όπως το μυ­θι­στό­ρη­μα του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά Πο­λιορ­κία, αλ­λά και άλ­λων συγ­γρα­φέ­ων της επο­χής όπως το Πυ­ρα­μί­δα 67 του Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη. Νο­μί­ζω και άλ­λοι συγ­γρα­φείς που μα­θή­τευ­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο στον Ντο­στο­γιέφ­σκι πα­ρά στον Κα­ζαν­τζά­κη ακο­λου­θούν αυ­τό το ρεύ­μα. Ο Κα­ζαν­τζά­κης συ­να­ντιέ­ται με πολ­λούς συγ­γρα­φείς που ίσως δεν εί­χαν σχέ­ση μα­θη­τεί­ας μα­ζί του, όπως με τον Δη­μή­τρη Χα­τζή και τα δι­η­γή­μα­τά του —ιδί­ως τους Ανυ­πε­ρά­σπι­στους—, κα­θώς και με τα πρώ­τα έρ­γα του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα.
Εδώ θα ήθε­λε να θυ­μη­θώ και τα ρω­σό­φω­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Αλέ­ξη Πάρ­νη, Ο διορ­θω­τής, Λε­ω­φό­ρος Πα­στερ­νάκ, Μια Πρά­γα στον κα­θέ­να, τα οποία εί­ναι χτι­σμέ­να με τον κα­νό­να της εσω­τε­ρι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης των οπτι­κών γω­νιών, των δια­φο­ρε­τι­κών ιδε­ών. Ο συγ­γρα­φέ­ας και εδώ μέ­νει αμέ­το­χος, απλώς σχο­λιά­ζει τους ήρω­ες και τη δρά­ση τους.
Η άλ­λη πτυ­χή της δια­λο­γι­κό­τη­τας έχει άμε­ση συ­νά­φεια με τον κό­σμο των ιδε­ών και με την προ­σω­πι­κό­τη­τα του αν­θρώ­που. Ο άν­θρω­πος που σκέ­φτε­ται πο­λυ­φω­νι­κά κα­τα­λα­βαί­νει πως η σκέ­ψη της επο­χής δεν εί­ναι μο­νο­λο­γι­κή, αλ­λά εί­ναι δια­λο­γι­κή, πρέ­πει να συ­μπιέ­σει και να χω­ρέ­σει πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις μέ­σα του. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο το βλέ­που­με στον Κα­ζαν­τζά­κη με με­γά­λη ευ­κρί­νεια στον το­μέα των ιδε­ών, όταν μπο­ρεί με με­γά­λη ευ­κο­λία να κι­νεί­ται σε χώ­ρους απα­γο­ρευ­μέ­νους από τους αντί­θε­τους.
Ο Κα­ζαν­τζά­κης μπο­ρού­σε να συν­δυά­ζει δια­φο­ρε­τι­κούς ιδε­ο­λο­γι­κούς κό­σμους στη σκέ­ψη και στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Το βλέ­που­με εξάλ­λου και στις τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις του συγ­γρα­φέα, από τη μια έχου­με την πε­ρί­πτω­ση του Τα­ξι­δεύ­ο­ντας — Ρου­σία και από την άλ­λη του Τα­ξι­δεύ­ο­ντας Ισπα­νία στο οποίο συ­νο­μι­λεί με οπα­δό του στρα­τη­γού Φράν­κο. Εξάλ­λου το ίδιο δεν συμ­βαί­νει και με τη συ­νέ­ντευ­ξη που του δί­νει ο δι­κτά­το­ρας Μου­σο­λί­νι;

Τι απο­τε­λεί τη δια­λο­γι­κό­τη­τα στον Κα­ζαν­τζά­κη;

1) Συ­νεμ­φά­νι­ση πολ­λές φο­ρές στο έρ­γο του δια­φο­ρε­τι­κών φι­λο­σο­φιών και ιδε­ών και ταυ­τό­χρο­να η απο­δο­χή της κα­θε­μιάς από αυ­τές τις δύο ιδε­ο­λο­γί­ες, π.χ. στο Ο Χρι­στός ξα­να­σταυ­ρώ­νε­ται βλέ­που­με τό­σες δια­φο­ρε­τι­κές συ­νει­δή­σεις να συ­νεμ­φα­νί­ζο­νται και να συ­νυ­πάρ­χουν, το ίδιο και σε άλ­λα έρ­γα του συγ­γρα­φέα.
2) Η απο­δο­χή της άπο­ψης πως ο κό­σμος χρειά­ζε­ται τα αντί­θε­τα για να λει­τουρ­γή­σει. Πο­λύ συ­χνά το κα­λό πη­γαί­νει με το κα­κό στο έρ­γο του, χω­ρίς κά­ποιο από τα δύο να παίρ­νει το πά­νω χέ­ρι. Ο άν­θρω­πος: 

«έχει χρέ­ος μέ­σα στις αντι­μα­χό­με­νες προ­σπά­θειες τι θε­τι­κό κα­λό προ­σφέ­ρει η κα­θε­μιά, τι συ­νει­σφο­ρά στη λα­χτά­ρα του ση­με­ρι­νού αν­θρώ­που να δη­μιουρ­γή­σει ένα πιο δί­καιο κό­σμο».[5]

3) Στην κοι­νω­νία η πο­λυ­φω­νία του τον ωθεί να βρί­σκει τη σύν­θε­ση και την απο­δο­χή. Εδώ θυ­μά­μαι την πρό­τα­ση του Κα­ζαν­τζά­κη για την με­τα­πο­λε­μι­κή κυ­βέρ­νη­ση, η οποία έπρε­πε να συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει όλα τα κα­λύ­τε­ρα μυα­λά από όλες τις πα­ρα­τά­ξεις.
4) Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δε­χό­ταν πο­λύ συ­χνά να δια­πνέ­ε­ται και ο ίδιος από δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις και ιδέ­ες, π.χ. το θρη­σκευ­τι­κό πνεύ­μα συ­νευ­ρί­σκε­ται στον ίδιον με το πο­λι­τι­κό, η δε­ξιά και η αρι­στε­ρά, η σύγ­χρο­νη επο­χή με την πα­ρά­δο­ση. Γρά­φει:

«να προ­σπα­θεί όλες τού­τες τις (δια­φο­ρε­τι­κές) θε­τι­κές συ­νει­σφο­ρές να τις τα­ξι­νο­μεί μέ­σα του, στο μι­κρό χώ­ρο του στή­θους του να πλά­σει τη μα­κέ­τα του ερ­χό­με­νου πο­λι­τι­σμού….να ζει τη ση­με­ρι­νή αγω­νία του αν­θρώ­που και να μά­χε­ται να τη δια­τυ­πώ­νει όχι μο­νά­χα με το στο­χα­σμό…μα με το πα­ρά­δειγ­μα της ζω­ής».[6] 

Ο Κα­ζαν­τζά­κης ει­ση­γή­θη­κε ένα νέο τρό­πο θε­ώ­ρη­σης των πραγ­μά­των. Έγι­νε αυ­τός απο­δε­κτός; Κα­τά τη γνώ­μη μου, αν εξαι­ρέ­σου­με κά­ποιες λί­γες πε­ρι­πτώ­σεις του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού η πο­λυ­φω­νία και η δια­λο­γι­κό­τη­τα μάλ­λον δεν εί­ναι στοι­χείο της κοι­νω­νί­ας μας, η οποία επι­θυ­μεί ξε­κά­θα­ρες απα­ντή­σεις και λή­ψη συ­γκε­κρι­μέ­νης οπτι­κής γω­νί­ας από τον άν­θρω­πο.
Όμως πως να κα­τα­νο­ή­σου­με από την άλ­λη πως ο Κα­ζαν­τζά­κης πα­ρου­σιά­ζε­ται σε πολ­λούς δια­φο­ρε­τι­κούς, κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους να πλη­σιά­ζει το δι­κό τους ψυ­χι­κό κό­σμο. Νο­μί­ζω πως αυ­τή η αντι­νο­μία μπο­ρεί να λυ­θεί αν η κρι­τι­κή και όλοι όσοι ασχο­λού­νται με τον συγ­γρα­φέα θέ­σουν στο πε­δίο της σκέ­ψης τους τον πο­λυ­φω­νι­κό και δια­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα του.
Νο­μί­ζω πως αυ­τό το στοι­χείο, το να πα­ρου­σιά­ζει όλους τους δυ­να­τούς δια­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους ως πα­ρό­ντες και δυ­να­τούς σε μία ψυ­χή τον κά­νει ιδιαί­τε­ρο αγα­πη­τό. Αυ­τό έχει συ­νά­φεια με την εσω­τε­ρι­κή πο­λυ­φω­νία και την δια­λο­γι­κό­τη­τα του αν­θρώ­που. Αυ­τό εί­ναι και ένα στοι­χείο που ο κά­θε απλός άν­θρω­πος θε­ω­ρεί τον Κα­ζαν­τζά­κη αγα­πη­τό, αφού μπο­ρεί να τον απο­δε­χθεί και να θε­ω­ρεί πως εκ­φρά­ζε­ται μέ­σω του έρ­γου του ο εαυ­τός του. Το πρό­σω­πο της σκέ­ψης του Κα­ζαν­τζά­κη μοιά­ζει με ένα τσα­μπί στα­φύ­λια με δια­φο­ρε­τι­κής ψη­φί­δες ηθι­κής και φι­λο­σο­φι­κής υπό­στα­σης. Από αυ­τό το στοι­χείο της προ­σέγ­γι­σης δια­φο­ρε­τι­κών αν­θρώ­πι­νων συ­νει­δή­σε­ων στο έρ­γο του τον κά­νει και δη­μο­φι­λή, αλ­λά και συγ­γρα­φέα στον οποί­ον δεν χά­νουν οι άν­θρω­ποι το εν­δια­φέ­ρον τους.
Έγρα­ψα πως ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι ει­ση­γη­τής της δια­λο­γι­κό­τη­τας, αυ­τό μάλ­λον εί­ναι εσπευ­σμέ­νη άπο­ψη, αφού κα­λό θα εί­ναι και εγώ απο­δέ­χο­μαι μια τέ­τοια άπο­ψη όλα τα ση­μα­ντι­κά στην ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία να ξε­κι­νούν από τον προη­γού­με­νο αιώ­να. Μά­λι­στα ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν μπο­ρώ να ξε­χά­σω πως στη Με­τα­νά­στι­δα, στην αρ­χή συλ­λο­γά­ται για τις φι­λο­σο­φι­κές επό­ψεις πε­ρί αυ­το­κτο­νί­ας. Απλώς ο βί­ος του Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι πο­λυ­σχι­δής, ευ­ρύς, εμ­φα­νί­ζε­ται σε πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές της κοι­νω­νί­ας, επο­μέ­νως το πα­ρά­δειγ­μά του πιο γε­νι­κό και από­λυ­το. Επί­σης, κά­τι ση­μα­ντι­κό ο Κα­ζαν­τζά­κης έγρα­ψε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, έρ­γα στα οποία εμ­φα­νί­ζε­ται το πνεύ­μα της επο­χής μας, το πνεύ­μα της διαρ­κούς αλ­λα­γής και συ­νε­χούς εξέ­λι­ξης. Για όλα αυ­τά και τον ανέ­φε­ρα ως ει­ση­γη­τή.
Αν πρέ­πει να ανα­λο­γι­στού­με από πού ο Κα­ζαν­τζά­κης παίρ­νει τη θε­ω­ρία για το διά­λο­γο και τη δια­λο­γι­κό­τη­τα, σε άλ­λη ευ­και­ρία γρά­ψα­με πως στη Ρω­σία όταν πή­γε βρέ­θη­κε στον κύ­κλο του Βί­κτωρ Σερζ το 1928 και εκεί­νος τον γνώ­ρι­σε με τους ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς του Λέ­νιν­γκραντ (Πε­τρού­πο­λης) και ιδιαί­τε­ρα με τον ποι­η­τή Νι­κο­λάι Κλιού­εφ στον κύ­κλο του οποί­ου εί­χε βρε­θεί ο Μπα­χτίν.[7] Εκεί­νη την επο­χή ο Μπα­χτίν επε­ξερ­γα­ζό­ταν το βι­βλίο του για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι και πολ­λές ιδέ­ες του δια­χέ­ο­νταν στους άλ­λους φί­λους του. Ίσως από εδώ να γνω­ρί­στη­κε και ο Κα­ζαν­τζά­κης για­τί στο έρ­γο του Τι εί­δα στη Ρου­σία κά­νει λό­γο για τους δια­λο­γι­κούς αν­θρώ­πους.
Όμως πε­ρισ­σό­τε­ρο νο­μί­ζω πως αυ­τή η πο­λυ­φω­νι­κό­τη­τα, η οποία πολ­λές φο­ρές στο έρ­γο του συγ­χέ­ε­ται με απο­κλί­νου­σες από­ψεις έχει προ­σω­πι­κές ή και ελ­λη­νι­κές ακό­μα πη­γές και ρί­ζες. Ο Κα­ζαν­τζά­κης υπεν­θυ­μί­ζει πως το χρέ­ος του αν­θρώ­που εί­ναι: 

«να συ­γκλί­νει μέ­σα του όλους τους απο­κλί­νο­ντες σή­με­ρα αγώ­νες και να βά­λει τά­ξη στο χά­ος, να το με­του­σιώ­σει δη­λα­δή μέ­σα του σε ¨κό­σμο¨. Να κρα­τά­ει αλύ­γι­στη την προ­σω­πι­κή του ανε­ξαρ­τη­σία, για να βρε­θεί όρ­θιος, όταν θα έρ­θει η στιγ­μή του».[8]

Η ανα­φο­ρά στην έν­νοια «κό­σμος» από τον ίδιον τον Κα­ζαν­τζά­κη μου θύ­μι­σε μια πα­λιό­τε­ρη δι­κή μου δια­τύ­πω­ση.

Έγρα­φα στο «Κα­ζαν­τζά­κης και Ρω­σία»:

«Οι Έλ­λη­νες λό­γιοι του 18-19ου αιώ­νος νιώ­θουν, κα­τα­λα­βαί­νουν την ενό­τη­τα του ευ­ρω­παϊ­κού κό­σμου πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­θόρ­μη­τα, αλ­λά και επί τη βά­σει αν­θρω­πι­στι­κών, δη­λα­δή αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κών ιδα­νι­κών, αφού και η λέ­ξη «κό­σμος» ση­μαί­νει την αρ­μο­νία. Συν­δυά­ζουν στο έρ­γο τους την ευ­ρω­παϊ­κή πα­ρά­δο­ση αλ­λά και την ελ­λη­νι­κή, η οποία σχε­τί­ζε­ται με την θρη­σκεία ή με την βυ­ζα­ντι­νή κουλ­τού­ρα... Ο Κα­ζαν­τζά­κης συ­νε­χί­ζει, θα λέ­γα­με, σε αυ­τήν την πα­ρά­δο­ση των ανε­ξάρ­τη­των ελ­λη­νι­κών πνευ­μά­των, οι οποί­οι επι­θυ­μούν να γνω­ρί­σουν τον κό­σμο και να δια­μορ­φώ­σουν μια ενω­τι­κή, μια συν­θε­τι­κή κο­σμο­θέ­α­σή του, στον έναν ή στον άλ­λον βαθ­μό. Αυ­τή η ενιαία πρό­σλη­ψη και ενα­τέ­νι­ση, αλ­λά και η σύν­θε­ση του γνω­στού πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου εί­ναι στοι­χείο του νε­ο­ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος ».[9]

Ο Ν. Κα­ζαν­τζά­κης κα­τέ­θε­σε στο μυ­θι­στό­ρη­μά του έναν ιδιαί­τε­ρο τρό­πο κα­τα­νό­η­σης της θέ­σης του αν­θρώ­που στην επο­χή του, για το λό­γο αυ­τό, η λο­γι­κή της προ­σπά­θειάς του και οι δια­στά­σεις της πρέ­πει να γί­νουν αντι­λη­πτά και να απο­κρυ­πτο­γρα­φη­θούν από την έρευ­να. Κα­τά τη γνώ­μη μου αυ­τός ο τρό­πος σκέ­ψης δεν έρ­χε­ται σε αντί­θε­ση, απε­να­ντί­ας συ­νε­χί­ζει την πα­λιό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση η οποία επι­ζη­τού­σε τη με­σό­τη­τα και τη σύν­θε­ση. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: