Καζαντζάκης και Γαλάτεια: εξπρεσιονιστικός vs μιμητικού τρόπου γραφής
________________
Ο Καζαντζάκης, αν και έχει εμφανιστεί στα γράμματα νωρίς (το 1906 εκδίδεται το Όφις και Κρίνο) τα επόμενα χρόνια γίνεται γνωστός και τη δεκαετία του ᾽20 κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Ο ελληνικός λογοτεχνικός κύκλος που τον επηρέασε ή που τουλάχιστον τον άκουγε και τον παρακολουθούσε ήταν η Γαλάτεια, ο Λευτέρης Αλεξίου, ο Κώστας Βάρναλης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Παντελής Πρεβελάκης στη συνέχεια. Με αυτούς ένιωθε πιο οικεία. Ο Καζαντζάκης διαφέρει όμως από τους λογοτέχνες τού κύκλου αυτού στο ότι, μέχρι το τέλος της ζωής του ανέβαινε νέα σκαλοπάτια δημιουργικής γραφής, δεν σταμάτησε να αναζητά και ως εκ τούτου δεν σταμάτησε σε μια εποχή, λογοτεχνική ή πνευματική. Έτσι δεν τον χαρακτηρίζει το ένα έργο, δεν τον χαρακτηρίζει το πρώτο έργο, όπως πολλούς συγγραφείς αυτής της εποχής, δεν τον χαρακτηρίζει μία γενική αισθητική κάποιας Σχολής.
Για τις σχέσεις Καζαντζάκη-Γαλάτειας, σε αυτές συμπεριλαμβάνουμε και τις καλλιτεχνικές κυρίως σχέσεις, μπορούμε να εντοπίσουμε μια κάποια αναφορά σε μελέτες που εμφανίστηκαν, μετά το θάνατό τού συγγραφέα. Είναι αλήθεια κάποια από αυτά προσπάθησαν να ανασυστήσουν το ρόλο της Γαλάτειας στις σχέσεις τους. Εδώ εννοούμε τα έργα της Έλλης Αλεξίου Για να γίνει μεγάλος και Λιλής Ζωγράφου Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός. Τα έργα αυτά προσπάθησαν να δικαιώσουν τις επιλογές ιδεολογικές και αισθητικές της Γαλάτειας και δεν ασχολήθηκαν με τις βαθύτερες καλλιτεχνικές διαφορές που εντοπίζονται στις σχέσεις τους. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε την αξία τους και την ευαισθησία τους. Γράφηκαν υπό τα κυρίαρχα ρεύματα της αισθητικής ανάλυσης της εποχής εκείνης και είναι έργα που έχουν μια γραμμή πλεύσης που την υπηρετούν. Αυτα αν και κατάλαβαν επαρκώς το λογοτεχνικό έργο τού συγγραφέα, ωστόσο έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στον βιογραφικό παράγοντα. Εξάλλου η ανάλυσή τους στηρίζεται στη βιογραφική μέθοδο.
Παίρνοντας όμως ευκαιρία μπορούμε να πούμε πως αυτοί οι δύο άνθρωποι Καζαντζάκης και Γαλάτεια Καζαντζάκη, αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες της λογοτεχνικής ποιητικής. Ενώ ο μεν πρώτος, ο Καζαντζάκης, είναι αυτός που εισάγει, χρειάζεται μεγαλύτερη μελέτη για να ειπωθεί τελεσίδικα αυτό, τουλάχιστον ακολουθεί στα ελληνικά γράμματα την μη νατουραλιστική γραφή, δηλαδή τον μη μιμητικό τρόπο γραφής, στον οποίον ο συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να απεικονίσει πιστά την πραγματικότητα που βλέπει δίπλα του, αλλά με την φαντασία και τον εξπρεσιονισμό του, με αναφορές στον πολιτισμό και στη λαογραφία, θέλει να δημιουργήσει ένα δικό του υπόστρωμα πραγματικότητας, η Γαλάτεια από την άλλη σαν συγγραφέας ακολουθεί πιστά τον άλλον τρόπο γραφής την ποιητική της μιμητικής γραφής. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη είναι ακριβώς το αντίθετό του καλλιτεχνικά τη δεκαετία του 1950 που γράφει το μυθιστόρημα Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι. Εάν ο Καζαντζάκης είναι υπέρμαχος της εξπρεσιονιστικής ποιητικής, εκείνη, ως λογοτέχνης, είναι υπέρμαχος της μιμητικής γραφής στα ελληνικά γράμματα, με μεγάλη αφοσίωση στο ρεαλισμό. Η έντονη αντιπαράθεσή τους, κάτι που μας δίνει να καταλάβουμε και το βιβλίο της Γαλάτειας Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, σημαίνει πως στα ελληνικά γράμματα εκείνη τη δεδομένη στιγμή, αρχές του 1910, οι άνθρωποι της λογοτεχνίας, στο πρόσωπο των δύο, Καζαντζάκη-Γαλάτειας, συνειδητοποιούν, συζητούν και δημιουργούν καθαρά με δύο τρόπους λογοτεχνίας και η πρώτη συστηματική επαφή μεταξύ τους οδηγεί μακροπρόθεσμα σε δύο διαφορετικές οπτικές, ίσως και σε ρήξη. Θα έλεγα όμως πως η Γαλάτεια Καζαντζάκη σε αρκετά μυθιστορήματα των επόμενων δεκαετιών 1910-1920, όπως το Γέλα Παλιάτσο ή το Άνδρες εμφανίζει στοιχεία και παρόμοια με εκείνα του Καζαντζάκη του εξπρεσιονισμού και της διαλογικότητας, μόνο που εκείνη υπαναχωρεί και δεν τα υιοθετεί ως το τέλος.
Για την παραπάνω σκέψη ξεκινάμε από τις απόψεις του Έριχ Άουερμπαχ, ο οποίος διέγνωσε και χαρακτήρισε το τρόπο γραφής του Ομήρου και της Βίβλου με διαφορετικό τρόπο:
«Αυτά τα ύφη είναι διαφορετικά και αποτελούν δύο βασικούς τύπους. Ο πρώτος τύπος (ο μιμητικός, Μ.Π.) είναι η περιγραφή, η οποία προσδίδει στα πράγματα κλειστότητα και εποπτικότητα, το φως ισομερώς κατανέμεται σε όλα τα μέρη, υπάρχει σχέση ανάμεσά τους χωρίς αποκοπές ή κενά καθώς και ελεύθερη ροή του λόγου, των επεισοδίων, τα οποία εκτυλίσσονται απολύτως σε πρώτο πλάνο, υπάρχει μονοσήμαντη σαφήνεια, η οποία οριοθετείται από την ιστορική εξέλιξη καθώς και την ανθρώπινη προβληματική. Ο δεύτερος τύπος (ο μη μιμητικός, Μ.Π.) προϋποθέτει την προβολή μερικών και την επισκίαση κάποιων άλλων μερών, την αποσπασματικότητα, την επίδραση του άρρητου, την εισαγωγή του πίσω πλάνου, την πολυσημία και την αναγκαιότητα της ερμηνείας».[1]
Από αυτούς τους δύο τύπους γραφής, ο πρώτος ανήκει στημίμηση, ο δεύτερος στην μη μίμηση, στον εξπρεσιονισμό. Ο Άουερμπαχ κατατάσσει στους μη μιμητικούς συγγραφείς τον Ραμπελαί (1483-1553), τον Θερβάντες (1547-1616), τον Σαίξπηρ (1564-1616), τον Λόρενς Στερν (1713-1768), τον Πιέρ Λακλό (1741-1803), αλλά και τους Χένρυ Τζαίημς (1843-1916), και Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941).
Ο Καζαντζάκης πιστεύουμε πως έχει σχέση με αυτή την ομάδα των συγγραφέων. Οι νεότερες νεοελληνικές μελέτες επίσης διατυπώνουν παραπλήσιες απόψεις. Ο Πήτερ Μπην αναφέρει:
«Το έργο του (του Καζαντζάκη), δεν μας εμπνέει με τον ρεαλισμό του, αλλά με τον τόνο της φωνής του, έναν τόνο που θυμίζει τους προφητικούς συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης».[2]
Υπ᾽ αυτήν την οπτική γωνία μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, την αντιπαράθεση που δομεί τη σχέση των ηρώων στο εν λόγω μυθιστόρημα της Γαλάτειας, δηλαδή της Δανάης Φραντζή και του Αλέξανδρου Αρτάκη, οι οποίοι αποτελούν κατά την αρχική σχεδίαση και το alter ego των δύο συγγραφέων. Οι συχνές επικρίσεις προς το πρόσωπο του Αλέξανδρου από την ηρωίδα δηλώνουν την βαθύτερη αποστροφή του μιμητικού τρόπου προς τον μη μιμητικό. Σχολιάζει ο αφηγητής την επίσκεψη στο εργαστήρι ενός λαϊκού ζωγράφου:
«Η Δανάη δεν ξεκολλούσε το βλέμμα της από το πρόσωπο του Αλέξανδρου. Τι ανακάλυπτε σε όλα αυτά τα ξυλόγλυπτα; Άραγε τη διαφορά και την τρομερή απόσταση που τον χώριζε από τον αφελή και απλοϊκό του — το χωριάτη; Κι αυτή η απόσταση δεν του άνοιγε τα μάτια; Άραγε θα τον βοηθούσε να καταλάβει πόσο ο δρόμος του μάστρο-Μανόλη ήτανε ο μόνος σωστός προς την τέχνη; (Υπογρ. Μ.Π.)…Βέβαια θα τόνε ξάφνιαζε το αλάθευτο καλλιτεχνικό ένστιχτο του αγράμματου καλλιτέχνη...κι ίσως να ᾽νιωθε για πρώτη φορά τα δικά του έργα νεκρά, μπρος στη ζωντάνια και τη ζεστασιά αυτών εδώ».[3]
Οι επισημάνσεις της Γαλάτειας, για το τι είναι καλλιτεχνικό έργο και ποια είναι τα στοιχεία της «σωστής» τέχνης, είναι ίσως αυτοί οι παράγοντες, οι οποίοι στην πορεία του χρόνου τους τοποθέτησαν σε διαφορετικούς δρόμους, τόσο καλλιτεχνικούς, όσο και ζωής. Επιπλέον, η πεποίθηση που διαπνέει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το οποίο είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερο, του 1957, αλλά διατρέχει κατά τη γνώμη μας τις διαφορές τους από αυτή την εποχή του 1910 ακόμα, πως ο νεαρός Αλέξανδρος δεν κοιτάζει κατάματα τη ζωή και το λαό, αλλά έχει ενστερνιστεί τις απόψεις του Υπεράνθρωπου, δεν μπορεί σήμερα πια, παρά να είναι διαφωτιστική για την πνευματική ανάπτυξη του συγγραφέα και σε καμιά περίπτωση δεν αξιολογούν αρνητικά τον ίδιον. Σήμερα γνωρίζουμε πως όλη αυτή η αφοσίωση και ο τιτάνιος μόχθος που αφιέρωσε ο Καζαντζάκης στο έργο του, δεν είναι απλώς μια δικαιολογία για εξωτερική αναγνώριση, αλλά μια βαθύτερη εσωτερική δική του ανάγκη, που αντανακλά και τις προκλήσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Αν η Γαλάτεια τον κρίνει βεβιασμένα, εμείς μπορούμε πάλι να καταλάβουμε την απόσταση και το μεταξύ τους χάσμα.
Υπ᾽ αυτή την οπτική γωνία, το βιβλίο της Γαλάτειας δεν αμαυρώνει σήμερα πια την εικόνα του Καζαντζάκη, αντιθέτως μάς τον περιγράφει να παρακολουθεί, αλλά και να έχει τις ίδιες αναζητήσεις με τους άλλους ξένους συγγραφείς της εποχής του, κάτι που είναι σημαντικό για την ελληνική λογοτεχνία. Άρα, οι στόχοι που έχει θέσει η Γαλάτεια στο έργο της, δηλαδή να δηλώσει πως ο Αλέξανδρος Αρτάκης είναι ένας συγγραφέας απόμακρος από την ελληνική πραγματικότητα και την ελληνική ζωή δεν επιτυγχάνονται, γιατί η ζωή είναι πολύ πιο πλούσια ίσως, από την μιμητική τέχνη ή την ρεαλιστική πρόθεση.
Η εμμονή της Γαλάτειας να ασκεί κριτική για την απομάκρυνση του από την πραγματικότητα και στον τρόπο γραφής του, δεν αποτελεί μόνο μια πίστη, αποτελεί μια θεώρηση που στηρίζεται σε δικές της καλλιτεχνικές απόψεις και σε ένα μεγάλο βαθμό αντανακλά και αντίστοιχες «συγκρούσεις» ή «συζητήσεις» που έλαβαν χώρα στα ελληνικά γράμματα μεταξύ μιμητικών συγγραφέων και μη μιμητικών καθ᾽ όλον τον εικοστό αιώνα.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως συγγραφείς, οι οποίοι ακολουθούν το ρεύμα της Γαλάτειας Καζαντζάκη στην κριτική τους απέναντι στον Νίκο Καζαντζάκη, προτάσσουν τους κανόνες της αληθοφάνειας και της πειστικότητας. Έτσι η Λιλή Ζωγράφου θα υποστηρίξει την άποψη πως το έργο του συγγραφέα Καπετάν Μιχάλης, είναι σίγουρα πολύ ελκυστικό:
«Παρ᾽ όλες τις αντινομίες και υπερβολές του»…«οι τύποι του βιβλίου αυτού, παρμένοι απ᾽ την πραγματικότητα, είναι όλοι σχεδόν αληθοφανείς και πειστικοί. Από μία πραγματικότητα, που μέσα σ᾽ αυτήν ανάσανε κι έζησε θέλοντας και μη ο συγγραφέας, ως τα είκοσί του χρόνια».[4]
Μπορούμε όμως να πούμε πως το παράδειγμα του εξπρεσιονισμού θα το ακολουθήσουν και άλλοι συγγραφείς. Εδώ δεν θέλω να αναφέρω πως οι συγγραφείς αυτοί ακολουθούν το παράδειγμα με άμεση επίδραση του κρητικού συγγραφέα, αλλά βρίσκονται στην ίδια συγγραφική οπτική γωνία. Τέτοιοι συγγραφείς είναι ο Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984) με έργα που τη δεκαετία του 1930 έκαναν αίσθηση όπως Το θείο τραγί ή ο Μαριάμπας, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) με τον Ανδρέα Δημακούδη και άλλα έργα του, ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000) με πολλά από τα ιδιαίτερα έργα του, ο Πέτρος Αμπατζόγλου (1931-2004) με πολλά έργα του και διηγήματα, αναφέρω το διήγημα Γάμος εν Κανάκι, αλλά και ο Άρης Αλεξάνδρου στο μυθιστόρημα Το Κιβώτιο ή στα νεότερα χρόνια συγγραφείς που θα λέγαμε πως ακολουθούν το μετανεοτερικό συγγραφικό δρόμο όπως Δημήτρης Δημητριάδης Πεθαίνω σαν χώρα ή ο Δημήτρης Λυάκος με τα έργα του Ζ213: Έξοδος, Με τους ανθρώπους από τη γέφυρα, Ο πρώτος θάνατος. Συγγραφείς που ακολούθησαν το δικό τους δρόμο ανεξάρτητα από τον Καζαντζάκη, αλλά που παρ’ όλα αυτά ταξίδεψαν στην κοινή οδό της μη μιμητικής λογοτεχνίας.
Κατά τη γνώμη μου αυτό το ρεύμα είναι ευρύτερο και συμπεριλαμβάνει πολλούς συγγραφείς οι οποίοι αντικαθιστούν την πραγματικότητα με τη δική τους πρόθεση αλήθειας.
Διαλογικότητα
_______
Η διαλογικότητα είναι μια έννοια η οποία επινοήθηκε από τον Ρώσο φιλόλογο και συγγραφέα Μπαχτίν και έγινε ευρέως γνωστή κατά τον εικοστό αιώνα, αλλά και ως τις μέρες συνεχίζει να εμπνέει. Η έννοια αυτή σήμαινε δύο τουλάχιστον πτυχές σκέψης, πρώτον σήμαινε το πολυφωνικό μυθιστόρημα, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με το μονολογικό μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Μπαχτίν. Ποιο είναι το πολυφωνικό μυθιστόρημα; Το μυθιστόρημα εκείνο στο οποίο παρουσιάζονται διαφορετικοί ήρωες με ξεχωριστή υπόσταση, ιδεολογία, φωνή ο καθένας, οι οποίος κινούνται για την αποκάλυψη της προσωπικής τους αλήθειας. Αυτή η αλήθεια ανακαλύπτεται με τρόπο διαλογικό κατά τη διάρκεια εξέλιξης του μυθιστορήματος και δεν προκαθορίζεται αυστηρά από τη συγγραφική οπτική γωνία. Εδώ αναφερόμαστε στην λογοτεχνία και ιδίως στο μυθιστόρημα το είδος εκείνο που ο Μπαχτίν θεωρεί πως απηχεί τη νεότερη εποχή.
Ο Καζαντζάκης φαίνεται να γνωρίζεται με τις ιδέες αυτές στο έργο και στη ζωή του. Πώς έφτασε όμως σε αυτές; Ίσως όταν πήγε στη Ρωσία να γνωρίστηκε με το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Ίσως όμως και όχι, να εμφανίζει μια πολυφωνία, τουλάχιστον στον φιλοσοφικό τομέα εμπνευσμένη από τον ίδιον και την ελληνική παράδοση όπως την καταλάβαινε ο ίδιος.
Ο Καζαντζάκης τουλάχιστον από το έργο Τόντα Ράμπα παρουσιάζει στο μυθιστόρημα διαφορετικές ισότιμες μεταξύ τους φωνές ηρώων οι οποίες προσπαθούν να εντοπίσουν την αλήθεια. Λες και γνωρίζει την ιδέα της πολυφωνίας. Σε άλλα έργα του στο μέλλον θα ακολουθήσει αυτή την αρχή, όπου οι ήρωες θα προσπαθούν μόνοι τους να ακολουθήσουν το δρόμο τους. Έτσι σε πολλά έργα του βρίσκουμε του ήρωες που εκπροσωπούν ξεκάθαρα διαφορετική φωνή και κάποιοι δημιουργούνται με αντιθετικό τρόπο, όπως ο Ζορμπάς και ο αφηγητής ή ο Μανολιός και ο Παναγιώταρος στο Χριστός ξανασταυρώνεται έργο το οποίο έχει πολύ περισσότερες φωνές και οπτικές γωνίες ή στους Αδερφοφάδες που παρουσιάζει τις δύο αντίμαχες πλευρές βαστώντας ίση απόσταση για τα γεγονότα του εμφυλίου. Ο Καζαντζάκης τα έργα του τα επεξεργάζεται και τα αντιγράφει πολλές φορές, θέλοντας να τα κάνει καλύτερα. Νομίζω πως εκτός από την γλωσσική εξομάλυνση που θέλει να επιφέρει επιδιώκει ναι μειώσει και το βάρος της προσωπικής του οπτικής γωνίας.
Άλλα έργα της εποχής, ιδίως της γενιάς του ’30 ακολουθούν ένα πιο μονολογικό τρόπο έκθεσης της ιστορίας.
Αντιθέτως ακολουθούν την πολυφωνία κάποια έργα της μεταπολεμικής περιόδου, όπως το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά Πολιορκία, αλλά και άλλων συγγραφέων της εποχής όπως το Πυραμίδα 67 του Ρένου Αποστολίδη. Νομίζω και άλλοι συγγραφείς που μαθήτευσαν περισσότερο στον Ντοστογιέφσκι παρά στον Καζαντζάκη ακολουθούν αυτό το ρεύμα. Ο Καζαντζάκης συναντιέται με πολλούς συγγραφείς που ίσως δεν είχαν σχέση μαθητείας μαζί του, όπως με τον Δημήτρη Χατζή και τα διηγήματά του —ιδίως τους Ανυπεράσπιστους—, καθώς και με τα πρώτα έργα του Μένη Κουμανταρέα.
Εδώ θα ήθελε να θυμηθώ και τα ρωσόφωνα μυθιστορήματα του Αλέξη Πάρνη, Ο διορθωτής, Λεωφόρος Παστερνάκ, Μια Πράγα στον καθένα, τα οποία είναι χτισμένα με τον κανόνα της εσωτερικής αντιπαράθεσης των οπτικών γωνιών, των διαφορετικών ιδεών. Ο συγγραφέας και εδώ μένει αμέτοχος, απλώς σχολιάζει τους ήρωες και τη δράση τους.
Η άλλη πτυχή της διαλογικότητας έχει άμεση συνάφεια με τον κόσμο των ιδεών και με την προσωπικότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που σκέφτεται πολυφωνικά καταλαβαίνει πως η σκέψη της εποχής δεν είναι μονολογική, αλλά είναι διαλογική, πρέπει να συμπιέσει και να χωρέσει πολλές και διαφορετικές απόψεις μέσα του. Αυτό το τελευταίο το βλέπουμε στον Καζαντζάκη με μεγάλη ευκρίνεια στον τομέα των ιδεών, όταν μπορεί με μεγάλη ευκολία να κινείται σε χώρους απαγορευμένους από τους αντίθετους.
Ο Καζαντζάκης μπορούσε να συνδυάζει διαφορετικούς ιδεολογικούς κόσμους στη σκέψη και στη συμπεριφορά του. Το βλέπουμε εξάλλου και στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του συγγραφέα, από τη μια έχουμε την περίπτωση του Ταξιδεύοντας — Ρουσία και από την άλλη του Ταξιδεύοντας — Ισπανία στο οποίο συνομιλεί με οπαδό του στρατηγού Φράνκο. Εξάλλου το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη συνέντευξη που του δίνει ο δικτάτορας Μουσολίνι;
Τι αποτελεί τη διαλογικότητα στον Καζαντζάκη;
1) Συνεμφάνιση πολλές φορές στο έργο του διαφορετικών φιλοσοφιών και ιδεών και ταυτόχρονα η αποδοχή της καθεμιάς από αυτές τις δύο ιδεολογίες, π.χ. στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται βλέπουμε τόσες διαφορετικές συνειδήσεις να συνεμφανίζονται και να συνυπάρχουν, το ίδιο και σε άλλα έργα του συγγραφέα.
2) Η αποδοχή της άποψης πως ο κόσμος χρειάζεται τα αντίθετα για να λειτουργήσει. Πολύ συχνά το καλό πηγαίνει με το κακό στο έργο του, χωρίς κάποιο από τα δύο να παίρνει το πάνω χέρι. Ο άνθρωπος:
«έχει χρέος μέσα στις αντιμαχόμενες προσπάθειες τι θετικό καλό προσφέρει η καθεμιά, τι συνεισφορά στη λαχτάρα του σημερινού ανθρώπου να δημιουργήσει ένα πιο δίκαιο κόσμο».[5]
3) Στην κοινωνία η πολυφωνία του τον ωθεί να βρίσκει τη σύνθεση και την αποδοχή. Εδώ θυμάμαι την πρόταση του Καζαντζάκη για την μεταπολεμική κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να συμπεριλαμβάνει όλα τα καλύτερα μυαλά από όλες τις παρατάξεις.
4) Ο συγγραφέας αποδεχόταν πολύ συχνά να διαπνέεται και ο ίδιος από διαφορετικές απόψεις και ιδέες, π.χ. το θρησκευτικό πνεύμα συνευρίσκεται στον ίδιον με το πολιτικό, η δεξιά και η αριστερά, η σύγχρονη εποχή με την παράδοση. Γράφει:
«να προσπαθεί όλες τούτες τις (διαφορετικές) θετικές συνεισφορές να τις ταξινομεί μέσα του, στο μικρό χώρο του στήθους του να πλάσει τη μακέτα του ερχόμενου πολιτισμού….να ζει τη σημερινή αγωνία του ανθρώπου και να μάχεται να τη διατυπώνει όχι μονάχα με το στοχασμό…μα με το παράδειγμα της ζωής».[6]
Ο Καζαντζάκης εισηγήθηκε ένα νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων. Έγινε αυτός αποδεκτός; Κατά τη γνώμη μου, αν εξαιρέσουμε κάποιες λίγες περιπτώσεις του λαϊκού πολιτισμού η πολυφωνία και η διαλογικότητα μάλλον δεν είναι στοιχείο της κοινωνίας μας, η οποία επιθυμεί ξεκάθαρες απαντήσεις και λήψη συγκεκριμένης οπτικής γωνίας από τον άνθρωπο.
Όμως πως να κατανοήσουμε από την άλλη πως ο Καζαντζάκης παρουσιάζεται σε πολλούς διαφορετικούς, καθημερινούς ανθρώπους να πλησιάζει το δικό τους ψυχικό κόσμο. Νομίζω πως αυτή η αντινομία μπορεί να λυθεί αν η κριτική και όλοι όσοι ασχολούνται με τον συγγραφέα θέσουν στο πεδίο της σκέψης τους τον πολυφωνικό και διαλογικό χαρακτήρα του.
Νομίζω πως αυτό το στοιχείο, το να παρουσιάζει όλους τους δυνατούς διαφορετικούς κόσμους ως παρόντες και δυνατούς σε μία ψυχή τον κάνει ιδιαίτερο αγαπητό. Αυτό έχει συνάφεια με την εσωτερική πολυφωνία και την διαλογικότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι και ένα στοιχείο που ο κάθε απλός άνθρωπος θεωρεί τον Καζαντζάκη αγαπητό, αφού μπορεί να τον αποδεχθεί και να θεωρεί πως εκφράζεται μέσω του έργου του ο εαυτός του. Το πρόσωπο της σκέψης του Καζαντζάκη μοιάζει με ένα τσαμπί σταφύλια με διαφορετικής ψηφίδες ηθικής και φιλοσοφικής υπόστασης. Από αυτό το στοιχείο της προσέγγισης διαφορετικών ανθρώπινων συνειδήσεων στο έργο του τον κάνει και δημοφιλή, αλλά και συγγραφέα στον οποίον δεν χάνουν οι άνθρωποι το ενδιαφέρον τους.
Έγραψα πως ο Καζαντζάκης είναι εισηγητής της διαλογικότητας, αυτό μάλλον είναι εσπευσμένη άποψη, αφού καλό θα είναι και εγώ αποδέχομαι μια τέτοια άποψη όλα τα σημαντικά στην ελληνική πεζογραφία να ξεκινούν από τον προηγούμενο αιώνα. Μάλιστα ο Παπαδιαμάντης δεν μπορώ να ξεχάσω πως στη Μετανάστιδα, στην αρχή συλλογάται για τις φιλοσοφικές επόψεις περί αυτοκτονίας. Απλώς ο βίος του Καζαντζάκη είναι πολυσχιδής, ευρύς, εμφανίζεται σε πολλές και διαφορετικές πτυχές της κοινωνίας, επομένως το παράδειγμά του πιο γενικό και απόλυτο. Επίσης, κάτι σημαντικό ο Καζαντζάκης έγραψε μυθιστορήματα, έργα στα οποία εμφανίζεται το πνεύμα της εποχής μας, το πνεύμα της διαρκούς αλλαγής και συνεχούς εξέλιξης. Για όλα αυτά και τον ανέφερα ως εισηγητή.
Αν πρέπει να αναλογιστούμε από πού ο Καζαντζάκης παίρνει τη θεωρία για το διάλογο και τη διαλογικότητα, σε άλλη ευκαιρία γράψαμε πως στη Ρωσία όταν πήγε βρέθηκε στον κύκλο του Βίκτωρ Σερζ το 1928 και εκείνος τον γνώρισε με τους ποιητές και συγγραφείς του Λένινγκραντ (Πετρούπολης) και ιδιαίτερα με τον ποιητή Νικολάι Κλιούεφ στον κύκλο του οποίου είχε βρεθεί ο Μπαχτίν.[7] Εκείνη την εποχή ο Μπαχτίν επεξεργαζόταν το βιβλίο του για τον Ντοστογιέφσκι και πολλές ιδέες του διαχέονταν στους άλλους φίλους του. Ίσως από εδώ να γνωρίστηκε και ο Καζαντζάκης γιατί στο έργο του Τι είδα στη Ρουσία κάνει λόγο για τους διαλογικούς ανθρώπους.
Όμως περισσότερο νομίζω πως αυτή η πολυφωνικότητα, η οποία πολλές φορές στο έργο του συγχέεται με αποκλίνουσες απόψεις έχει προσωπικές ή και ελληνικές ακόμα πηγές και ρίζες. Ο Καζαντζάκης υπενθυμίζει πως το χρέος του ανθρώπου είναι:
«να συγκλίνει μέσα του όλους τους αποκλίνοντες σήμερα αγώνες και να βάλει τάξη στο χάος, να το μετουσιώσει δηλαδή μέσα του σε ¨κόσμο¨. Να κρατάει αλύγιστη την προσωπική του ανεξαρτησία, για να βρεθεί όρθιος, όταν θα έρθει η στιγμή του».[8]
Η αναφορά στην έννοια «κόσμος» από τον ίδιον τον Καζαντζάκη μου θύμισε μια παλιότερη δική μου διατύπωση.
Έγραφα στο «Καζαντζάκης και Ρωσία»:
«Οι Έλληνες λόγιοι του 18-19ου αιώνος νιώθουν, καταλαβαίνουν την ενότητα του ευρωπαϊκού κόσμου περισσότερο αυθόρμητα, αλλά και επί τη βάσει ανθρωπιστικών, δηλαδή αρχαιοελληνικών ιδανικών, αφού και η λέξη «κόσμος» σημαίνει την αρμονία. Συνδυάζουν στο έργο τους την ευρωπαϊκή παράδοση αλλά και την ελληνική, η οποία σχετίζεται με την θρησκεία ή με την βυζαντινή κουλτούρα... Ο Καζαντζάκης συνεχίζει, θα λέγαμε, σε αυτήν την παράδοση των ανεξάρτητων ελληνικών πνευμάτων, οι οποίοι επιθυμούν να γνωρίσουν τον κόσμο και να διαμορφώσουν μια ενωτική, μια συνθετική κοσμοθέασή του, στον έναν ή στον άλλον βαθμό. Αυτή η ενιαία πρόσληψη και ενατένιση, αλλά και η σύνθεση του γνωστού πολιτισμένου κόσμου είναι στοιχείο του νεοελληνικού πνεύματος ».[9]
Ο Ν. Καζαντζάκης κατέθεσε στο μυθιστόρημά του έναν ιδιαίτερο τρόπο κατανόησης της θέσης του ανθρώπου στην εποχή του, για το λόγο αυτό, η λογική της προσπάθειάς του και οι διαστάσεις της πρέπει να γίνουν αντιληπτά και να αποκρυπτογραφηθούν από την έρευνα. Κατά τη γνώμη μου αυτός ο τρόπος σκέψης δεν έρχεται σε αντίθεση, απεναντίας συνεχίζει την παλιότερη ελληνική παράδοση η οποία επιζητούσε τη μεσότητα και τη σύνθεση.