_________
Το σπήλαιο της έμπνευσης και οι σταλακτίτες της γραφής
___________
Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κώστας Μουρσελάς είναι συγγραφείς από διαφορετικές γενιές με ενδιαφέρουσες συγκλίσεις και αποκλίσεις. Γράφουν θέατρο και ταυτοχρόνως δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στο μυθιστόρημα. Ο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά είναι έργα της ωριμότητάς τους. Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε για το πότε, από ποιους δρόμους και με ποιον τρόπο δύο χαρτοπόντικες ροκανίζουν τον βίο των ηρώων τους για χάρη κάποιας ανεξιχνίαστης μυθιστορηματικής αναγκαιότητας .
ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
«Χωρίς να το θέλω και μάλιστα θέλοντας το αντίθετο κίνησε από καιρό να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά»,[1] ομολογεί ο Καζαντζάκης όταν η μορφή του επέστρεφε ξανά και ξανά παρά τους αρχικούς δισταγμούς του συγγραφέα. Ο Γιώργης Ζορμπάς, πριν γίνει Αλέξης και ήρωας ενός μυθιστορήματος, υπήρξε «εργοδηγός» της ζωής, όταν το 1917, όπως μας πληροφορεί η Ελένη Καζαντζάκη, ο Νίκος Καζαντζάκης αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και ως επιχειρηματίας. Όμως το μεταλλείο λιγνίτη που προσπάθησε να αξιοποιήσει «πήγε κατά διαβόλου»,[2] κι έτσι ο μεν Ζορμπάς έφυγε για τη Χαλκιδική και κατόπιν περιπλανήθηκε στα Βαλκάνια, ενώ ο Καζαντζάκης κατευθύνθηκε στην Ελβετία.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Μουρσελάς αποκαλύπτει ότι: «Τον Μανώλη, γιατί Μανώλης ήταν το πραγματικό του όνομα […] τον γνώρισα πρώτη φορά τη δεκαετία του '50. Στο σχολείο εκείνη την εποχή είχαμε δημιουργήσει μια παρέα που διαβάζαμε πολλή λογοτεχνία και αγοράζαμε συνέχεια βιβλία. Ένας γνωστός μας τότε μας έφερε σε επαφή με τον Μανώλη, γιατί εκείνος πουλούσε βιβλία με δόσεις. Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση. Ύστερα, όμως, ο Μανώλης άρχισε να με γοητεύει…».[3]
Αυτό που μας εμπιστεύονται οι δύο συγγραφείς είναι ότι ο ήρωας δεν είναι αυτός που γνωρίσαν κάποτε, αλλά εκείνος που «αποκρυσταλλώθηκε» μέσα τους. Αν θέλουμε δηλαδή να σχηματίσουμε μια εικόνα, θα ήταν ίσως αρκετό να σκεφτούμε τον τρόπο που μεγαλώνουν σ’ ένα σπήλαιο οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες. Πιθανόν η τύχη και η αναγκαιότητα να έχουν κάνει ένα προσχέδιο για τη φαντασμαγορία που αντικρίζουμε, αλλά, μόνο η βραδύτητα μπορεί να φιλοτεχνήσει το αριστούργημα του μέλλοντος. Αν δηλαδή η έμπνευση είναι το σπήλαιο, τότε οι ήρωές μας είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα όσο ένας σταλαγμίτης που περιμένει υπομονετικά τον σταλακτίτη που θα έρθει να τον συναντήσει. Όταν ο μυθιστορηματικός ήρωας συναντηθεί με τον σχεδόν μυθιστορηματικό αναγνώστη, τότε η προσδοκία δικαιώνεται.
Ο Καζαντζάκης συναντάει έναν άνθρωπο και δημιουργεί μια ιδέα. Ο Μουρσελάς δεν συνάντησε ποτέ τον Λούη. Τον κουβαλούσε μέσα του πριν ακόμα γίνει η λογοτεχνική περσόνα στην οποία αναφερόμαστε. Τα όρια του φαντασιακού και του πραγματικού βρίσκονται υπό διαρκή διερεύνηση. Αξίζει ως εκ τούτου να υπογραμμίσουμε την πληροφορία που μας παρέχει ο Καζαντζάκης τόσο για τον αρχικό του δισταγμό, όσο και για την πυρετική γραφή του στη συνέχεια. «Δούλευα σαν τους μάγους στις άγριες φυλές της Αφρικής, που ζωγραφίζουν μέσα στις σπηλιές τον Πρόγονο που είδαν στ΄ όνειρό τους και μάχονται να τον ζωγραφίσουν όσο μπορούν πιο πιστά, για να μπορέσει ν’ αναγνωρίσει η ψυχή το σώμα της και να ξαναγυρίσει».[4]
Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης παρατηρεί ότι ο «πλήρης τίτλος του έργου του Καζαντζάκη είναι Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Όμως τον Ζορμπά τον βλέπουμε μόλις σε ένα τρίμηνο της ζωής του, τότε που αναλαμβάνει την επιχείρηση τού λιγνιτωρυχείου με τον συγγραφέα, ενώ για την υπόλοιπη ζωή του ακούμε κάποιες σκόρπιες αφηγήσεις δικές του, και μαθαίνουμε λίγα από τον συγγραφέα στην αρχή και το τέλος του βιβλίου. Ο “Ζορμπάς” του Μουρσελά, ο Λούης, είναι πραγματικά “βίος και πολιτεία”, επίσης υπαρκτού προσώπου, γεμάτος από τις πιο εξωφρενικές, τις πιο ασύλληπτες περιπέτειες…».[5]
Η διαφορά του Καζαντζάκη από τον Μουρσελά είναι ότι ο πρώτος δίσταζε να φιλοτεχνήσει το λογοτεχνικό πορτρέτο του Ζορμπά όσο ο ήρωάς του βρισκόταν στη ζωή, ενώ η προετοιμασία για τη συγγραφή του βιβλίου έχει αρχίσει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Ο θάνατός του όμως ξεκλειδώνει σχεδόν αυτόματα τον μηχανισμό της δημιουργίας. Αντιθέτως ο Μουρσελάς έγραψε τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά όταν ο Λούης ακόμα μεσουρανούσε, όταν δηλαδή αποτελούσε ένα ζωντανό και πολύτιμο τεκμήριο μιας εποχής που είχε αρχίσει να θαμπώνει και να χάνεται στο βάθος του χρόνου. Μια ακόμα διαφορά είναι ότι για τον Καζαντζάκη είναι αρκετό ένα στιγμιότυπο από τη ζωή του ήρωά του για να γεννήσει τον μύθο του Ζορμπά, ενώ ο Μουρσελάς μοιάζει να ακολουθεί τον Λούη μέχρι την ώρα που καμία συνθήκη δεν του επιτρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Ο Λούης είναι το ώριμο τέκνο μιας εποχής. Ο Ζορμπάς είναι υιοθετημένο τέκνο ενός μεγάλου στοχαστή. Ο Καζαντζάκης έχει ανάγκη τον ήρωά του για να σηκώσει στις πλάτες του ένα μεγάλο όραμα. Ο Μουρσελάς, έχει ανάγκη τον Λούη για να δώσει διέξοδο στη μικροαστική αμφισβήτηση που έκανε τους πιο μεγάλους συμβιβασμούς, δίχως να πάψει να υποκρίνεται ότι κρατάει «το όπλο παρά πόδα».
Ο Καζαντζάκης, μας συστήνει τον Αλέξη Ζορμπά διακηρύσσοντας από τον πρόλογο πως «είχε αυτό που ήθελε ένας καλαμαράς για να σωθεί».[6] Διέθετε δηλαδή πρωτόγονη ματιά, δημιουργική αφέλεια, παλικαριά και γάργαρο γέλιο.
Ο Μουρσελάς μας συστήνει τον δικό του ήρωα με τον τρόπο που επιδρά στη ζωή των άλλων: «…έτσι και κάνεις παρέα με τον Λούη, η ζωή σου δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, δεν κατακάθεται ποτέ, δεν λιμνάζει τίποτα, δεν τελειώνει τίποτα».[7]
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΔΥΟ ΗΡΩΩΝ
Αυτοί οι ήρωες λοιπόν μαγνητίζουν τους δύο συγγραφείς και επιδρούν στο έργο τους. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ούτε στιγμή ότι μιλάμε για λογοτεχνία. Αυτό, από μόνο του, προϋποθέτει στοιχεία ασάφειας και πλήθος αποσιωπήσεις. Ο Καζαντζάκης σχεδόν μας βεβαιώνει ότι από τον Γιώργη μέχρι τον Αλέξη Ζορμπά δεν μεσολαβεί ούτε μια γραφίδα δρόμος και μόνο ο επιμελής αναγνώστης ανακαλύπτει πλήθος ανείπωτες πληροφορίες και ηθελημένα μισόλογα. Με το ίδιο ζήτημα έχει ασχοληθεί και η κριτική. Ο Μάρκος Αυγέρης δίνει το 1965 μια συνέντευξη στην εφημερίδα Αυγή με αφορμή την προβολή της ταινίας του Κακογιάννη και προσπαθεί να διαχωρίσει τον πραγματικό από τον λογοτεχνικό και κινηματογραφικό Ζορμπά. Σύμφωνα με τον Αυγέρη, που τον είχε γνωρίσει, ο Γιώργης Ζορμπάς «ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, ένας εμπειρικός μεταλλειολόγος που σ’ όλη του τη ζωή τον απασχολούσαν η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση μεταλλείων».[8] Αυτόν τον άνθρωπο που ο Αυγέρης χαρακτηρίζει «κανονικό», τον έχει φυσικά ανάγκη η κοινωνία, αλλά δεν τον έχει ανάγκη η λογοτεχνία. Δεν έχει νόημα λοιπόν να ανασκάπτουμε το παρελθόν ελπίζοντας ότι θα συναντήσουμε τον αληθινό και τον λογοτεχνικό Ζορμπά ενωμένους εις σάρκα μίαν. Έχει όμως νόημα να κατανοήσουμε ότι ο Καζαντζάκης μπορεί να απέτυχε στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, αλλά πέτυχε να ανασύρει από τα βάθη της ψυχής ενός κανονικού ανθρώπου έναν «ιδανικό» ήρωα. Ο Γιώργης Ζορμπάς ήταν δηλαδή καταδικασμένος με τον θάνατό του να δώσει ζωή σε ένα ήρωα που θα του χάριζε την αθανασία. Ο πραγματικός μεταλλειολόγος είναι ο Καζαντζάκης. Το μεταλλευτικό προϊόν είναι οι λέξεις που σφυρηλατούν έναν ήρωα στα μέτρα του νιτσεϊκού προτύπου. Το κράμα του μετάλλου που αποτελεί τον Ζορμπά έχει υποστεί ιδιαίτερη κατεργασία. Φιλοσοφικά, κρατάει από τη σχολή του Μπεργκσόν και του Νίτσε. Λογοτεχνικά στοιχεία του μπορούμε να διακρίνουμε στον Θερβάντες, τον Κνουτ Χάμσουν, καθώς και στον Παναΐτ Ιστράτι.
Στον Βίο του Αλέξη Ζορμπά ο δημιουργός του ιδεολογικά δεν καταθέτει τίποτα πέρα από αυτό που έχει ήδη καταθέσει με την Ασκητική. Προσθέτει όμως μια ώριμη μυθιστορηματική γραφή και δημιουργεί μια ύπαρξη που καταφέρνει να κατεβάσει αυτή τη διδασκαλία στις στοές ενός λογοτεχνικού ορυχείου. Σε αυτές τις στοές μας καλεί να αναζητήσουμε τα πολύτιμα κοιτάσματα της ζωής. Όχι γιατί ο Αλέξης Ζορμπάς είναι το πρότυπο μιας νιτσεϊκής αρετής που συνάντησε έναν μεγάλο δημιουργό, αλλά γιατί ο δημιουργός νιώθει την ανάγκη να συναντήσει αυτό το ιδεατό πρότυπο ανάμεσά μας. Ο Ζορμπάς δεν είναι παρά ένας ακόμα Καζαντζάκης που σπρώχνει τους εργάτες στα ορυχεία και μετά φτιάχνει νόστιμες σούπες για να ταΐσει την αιώνια πείνα μας. Ένας Καζαντζάκης που ερωτοτροπεί την ώρα που ο άλλος εαυτός του κρατάει «κατάστιχα» γράφοντας και σβήνοντας τα παθήματά του και τα φερσίματά μας.
Σύμφωνα με τον Μουρσελά, «η μισή ζωή του Λούη καλύπτεται από μυστήριο».[9] Η αλήθεια είναι ότι η ζωή κάθε ανθρώπου περικλείει κάποιο μυστήριο. Όταν όμως ένας συγγραφέας προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο της ζωής των ηρώων του το κάνει για να συγκαλύψει το μυστήριο της δικής του ζωή. Στην περίπτωσή μας αυτό αφορά τόσο τον Μουρσελά, όσο και τον Καζαντζάκη. Ο Μουρσελάς μας διαφωτίζει σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του αλλά όχι μέχρι του σημείου που θα ικανοποιούσε την περιέργειά μας,περιφέροντας τους αναγνώστες στα συγγραφικά παρασκήνια. Ομολογεί όμως ότι «κάθε χαρακτήρας σε όλα τα έργα τέχνης, έχει μέσα του και ένα κομμάτι από τον δημιουργό του… γι’ αυτό και σε όλα τα έργα μου, σε κάθε ήρωά μου θα βρεις κάτι και από μένα».[10]
Δεν λησμονούμε ότι ο Ζορμπάς και ο Λούης, ως μυθιστορηματικοί ήρωες του εικοστού αιώνα είναι οι ήρωες που έχουμε ανάγκη. Κατοικούν ανάμεσά μας. Μας μοιάζουν δίχως να ταυτίζονται μαζί μας. Είναι οι ήρωες του σχεδόν και οι σχεδόν ήρωες. Ο Καζαντζάκης συναντάει έναν θνητό και τον κάνει ημίθεο. Ο Μουρσελάς βολεύεται με έναν Λούη και, αν υπήρχε ανάγκη, θα μπορούσε να πέσει και πιο χαμηλά. Δεν θα δίσταζε δηλαδή να τοποθετήσει στο αναλόγιό μας δύο περιθωριακούς αντιήρωες όπως είχε κάνει πιο νωρίς στο «Εκείνος κι Εκείνος» με τον Λουκά και τον Σόλωνα. Ο Ζορμπάς διαβάζει την πραγματικότητα και φιλοσοφεί επί του πρακτέου. Ο Λούης έχει την αλήθεια μέσα του. Την πραγματικότητα τη ζει αλλά δεν του φτάνει. Δεν τον λες διανοούμενο, αλλά σίγουρα τον λες υποψιασμένο.
Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας διαβάζουμε για τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά ότι αντιμετώπισαν τη δυσπιστία της κριτικής. «Ωστόσο, διαθέτουν ένα νιτσεϊκό φιλοσοφικό υπόβαθρο, καθώς ο Εμμανουήλ Ρετσίνας ή Λούης, είναι μια άλλη εκδοχή του Ζορμπά, και κατ’ ουσίαν, ένας αντιήρωας».[11] Κρατάμε την τελευταία επισήμανση και επιστρέφουμε στο «νιτσεϊκό φιλοσοφικό υπόβαθρο» που μοιάζει πολύ ψηλό για να το ανεβεί ο Εμμανουήλ Ρετσίνας ή Λούης, χωρίς αυτό να αναιρεί την επισήμανση ότι ο Μουρσελάς έχει «διαβάσει» καλά τον Βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το έχει διαβάσει τόσο καλά που μπορεί να το παρακάμψει για να στήσει την ιστορία του όχι ακουμπώντας στο έργο του Νίτσε, όσο ακολουθώντας τον πολυάνθρωπο κόσμο του Τσέχωφ. Ο Λούης είναι ένας Πλατόνωφ. «Εγώ ήρθα στον κόσμο μόνο και μόνο για να αγαπώ τα σπουδαία πράγματα, αλλά να μην πετυχαίνω παρά μόνο τα ασήμαντα»,[12] λέει ο ήρωας του Τσέχωφ. Πόσο πολύ μου θυμίζει αυτό τον ήρωα του Μουρσελά. Το μόνο που δεν έχει πάρει ο Λούης από τον κόσμο του Τσέχωφ είναι η τραγική μοίρα των ηρώων του. Το φαρμάκι αυτής της μοίρας ποτίζει κάθε έναν που θα τον συναναστραφεί αλλά όχι τον ίδιο. «Πολύ θα ήθελα να σας κουβέντιαζα ύστερ’ από δέκα ή έστω πέντε χρόνια…Πως θα ήσαστε άραγε τότε; Θα διατηρείτε αυτόν τον ίδιο τόνο, την ίδια λάμψη στα μάτια;»[13] ρωτάει ο Πλατόνωφ έναν αυθάδη νεαρό,ενώ ο Λούης λέει στα ίσια στον φίλο του τον Μανολόπουλο: «Ξέρεις τι ήθελα; Να συναντηθούμε στα ογδόντα μας και να μου πεις τότε για πόσα πράγματα έχεις μετανιώσει στη ζωή σου».[14]
Αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στον Ζορμπά και τον Λούη είναι ότι και οι δύο τραβούν μπροστά με τον τρόπο που το κάνει όποιος έχει απαλλαγεί από την αβεβαιότητα. Διατηρούν το προνόμιο να τρέφονται ακόμα και από τις αμφιβολίες τους. Αυτό είναι το σημείο όπου ο Μουρσελάς αποφάσισε να σβήσει κάθε ρυτίδα από το πρόσωπο του Λούη. Ο ιδεατός Λούης ανεβαίνει στο ύψος του ιδεατού Ζορμπά.
Ας μη μας διαφεύγει ότι ο Καζαντζάκης γράφει έναν πρόλογο για να πει ότι, μετά τον Όμηρο, τον Μπεργκσόν και τον Νίτσε, ο Αλέξης Ζορμπάς είναι αυτός που άφησε βαθιά ίχνη στην ψυχή του. Ο «πρόλογος» του Μουρσελά έχει τελείως άλλη μορφή. Μας παραθέτει το πλήθος των ονομάτων των ηρώων του με την ιδιότητά τους και αυτό μας θυμίζει τη θεατρική προπαίδεια του συγγραφέα αλλά και τον τρόπο που ένα θεατρικό πρόγραμμα μας εισάγει στον σκηνικό κόσμο όπου πρόκειται να μεταφερθούμε. Ο μεν Καζαντζάκης γράφει έναν πρόλογο προθέσεων, ο δε Μουρσελάς έναν «πρόλογο» προσώπων.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Ο Πήτερ Μπίαν αναφερόμενος στον Αλέξη Ζορμπά έχει γράψει ότι «Είναι μια απολαυστική, δροσιστική ιστορία, που μέσα στην πληθωρικότητά της δεν φαίνεται να ζητάει υπερβολική διανοητική προσπάθεια· κι όμως αυτή η εντύπωση του αυθόρμητου είναι απατηλή, γιατί πρόκειται για μία πολύ σοφά χτισμένη φιλοσοφική παραβολή».[15]
Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι ο Καζαντζάκης σε αυτό το βιβλίο εμφανίζεται από τη μία ως ένας πολυσυλλεκτικός και βαθύς στοχαστής και από την άλλη ως ένας μεγάλος παραμυθάς. Κυνηγάει τους ανεμόμυλους που του αξίζουν και αλέθει τα γεννήματα που του πρέπουν. Ίσως από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει να διατηρήσει σε όλο το βιβλίο την ανωνυμία του. Το κάνει γνωρίζοντας πολύ καλά τη σημασία της οικειότητας των ονομάτων και της ανοικειότητας των επωνύμων. Ο αφηγητής Νίκος Καζαντζάκης είναι το «αφεντικό» και κάποτε, «καλαμαράς», «σοφολογιότατος,» «άπηχτο μυαλό» και «ανήλιαγο κρέας». Για τον αναγνώστη είναι η γνώριμη φιγούρα του χαρτοπόντικα. Είναι αυτός που επιλέγει να διαβάζει για τη ζωή τη στιγμή που η ζωή τον καλεί να τη ζήσει. Ο Ζορμπάς, ακόμα και αν δεν είναι ο «δάσκαλος» που θα του χρειαζόταν, του προσφέρει ωστόσο έναν καθρέφτη για να αντικρίσει το πρόσωπό του. Του υπενθυμίζει πως: «Ναι, καταλαβαίνεις με το μυαλό. Λες: σωστό, στραβό, έτσι είναι, έτσι δεν είναι· έχεις δίκιο, δεν έχεις δίκιο. Μα τι βγαίνει με αυτό; Εγώ κοιτάζω τα μπράτσα σου, τα πόδια σου, το στήθος σου… κι αυτά όλα πομένουν βουβά· δεν λένε τίποτα».[16]
Τόσο στον Αλέξη Ζορμπά όσο και στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά η τακτοποιημένη ζωή συναναστρέφεται την αταξία. Όσο οι αφηγητές βυθίζονται στην αβεβαιότητά ή αγκιστρώνονται στη σιγουριά τους, τόσο σπρώχνουν τους ήρωές τους στα πιο ακραία τολμήματα. Ακόμα και όταν μιλάει ο Ζορμπάς, τα λόγια του είναι αποτέλεσμα, συμπέρασμα και συγκερασμός κάποιας πράξης, ενώ «η μεγάλη αδυναμία του Λούη» είναι «τα γεγονότα. Δίψαγε για γεγονότα».[17] Σύμφωνα με τον Ζορμπά το «αφεντικό» κουβαλά αυτό που δεν του επιτρέπει να σωθεί. Ο Λούης από την άλλη, καθώς συνηθίζει να δίνει σε όλους ένα όνομα, βαφτίζει τον Κωνσταντή Μανολόπουλο «ξάδελφο» και με τον καιρό διακρίνει στο πρόσωπό του τον «συγγραφέα». Ενώ δεν τον περιφρονεί, τον εξωθεί σε επικίνδυνους μετεωρισμούς. Εκεί που ο Ζορμπάς είναι μια σπρωξιά ο Λούης είναι σκούντημα με τον αγκώνα, ενώ άλλες φορές είναι το επίμονο τράβηγμα από το μανίκι.
Τόσο ο Ζορμπάς όσο και ο Λούης συνιστούν έντονη και ευδιάκριτη αντίθεση σε σχέση με τους δύο αφηγητές. Όσο οι μυθιστορηματικοί τους ήρωες υπερβαίνουν τα όρια, τόσο οι εσωστρεφείς διανοούμενοι αναδιπλώνονται στο κέλυφος του θαυμασμού τους. Κάποτε τα όρια αυτά καθορίζονται από τη διαρκή αναδίπλωση και τον επίμονο διανοητικό στοχασμό και άλλοτε, τίθενται από την κοινωνία. Το εμπόδιο είναι άλλοτε ένας σπάγκος και άλλοτε μια γραμμή χαραγμένη με κιμωλία. «Ο νους είναι μπακάλης, κρατάει κατάστιχα, γράφει τόσα έδωκα, τόσα πήρα, αυτά ‘ναι τα κέρδη, αυτές οι ζημιές. Είναι μαθές καλός νοικοκυράκος, δεν τα βάζει όλα κάτω, κρατάει πάντα του πισινή. Δεν σπάει τον σπάγκο… Μα άμα δεν σπάσεις τον σπάγγο… τι ουσία έχει η ζωή;»[18] Εκεί που ο Καζαντζάκης περδουκλώνεται με τον σπάγγο, ο Μουρσελάς τα βρίσκει μπαστούνια με μια «γραμμή». «Υπάρχει […] μια κιμωλία. Δεν έχει σημασία ποιος την κρατά, Αυτός πάντως που την κρατά έχει την εξουσία να σου χαράσει τα όρια που θα κινείσαι. Εντός των ορίων επιτρέπονται τα πάντα. Εκτός, απαγορεύονται τα πάντα».[19] Η αλήθεια είναι πως τόσο ο Ζορμπάς όσο και ο Λούης δεν κάνουν άλλο από το να υπερβαίνουν τα όρια. Η διαφορά είναι πως ο ήρωας του Καζαντζάκη θυμίζει χαρταετό που έφυγε από τον έλεγχό μας. Εμείς κρατήσαμε τα δεσμά, εκείνος κράτησε την απεραντοσύνη. Από αυτή την άποψη ο ήρωας του Μουρσελά δεν θα εμφανιστεί ποτέ τόσο υψιπετής. Φυσικά θα κάνει κουρέλια τη γραμμή του ταγματάρχη Κριτσίνη και θα οδηγήσει και τον ίδιο στην καταστροφή, αλλά αυτό δεν τον θέτει εκτός. Ο Λούης κατά βάθος δεν αμφισβητεί τα όρια, γιατί το μικροαστικό όνειρο δεν αποκλείει ούτε το πλήθος των ερωτικών εμπειριών, ούτε την εργασιακή κινητικότητα, ούτε την υπερβάλλουσα πνευματική έξαψη. Ένας Λούης πολύ συχνά είναι κοινωνικά απαραίτητος, όπως το βότσαλο στην αταραξία της λίμνης.
Αυτό το μικροαστικό ιδανικό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχει ποτίσει την λογοτεχνική παραγωγή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Είναι μάλιστα ένα σημείο στο οποίο ο Καζαντζάκης και ο Μουρσελάς μοιάζουν να μην μπορούν να συνομιλήσουν. Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα αν δούμε τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν και αντιλαμβάνονται την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Καζαντζάκης με φειδώ μας παρέχει στοιχεία για την «αγορά χαλκού» της εποχής του. Πρέπει να φτάσει στο αρχονταρίκι ενός μοναστηριού όπου θα του ζητήσει ο Αρχοντάρης μια εφημερίδα για να μάθει τα νέα του κόσμου. Σε ένα μοναστήρι, ο αφηγητής μας επιτρέπει να κρυφακούσουμε τους «αγίους» να μιλούν «για την Αγγλία, τη Ρωσία, για τον Βενιζέλο, το Βασιλιά, με πάθος».[20]
Ο Μουρσελάς όμως, δεν διστάζει να λερώσει τους δικούς του ήρωές με τη σκόνη του καιρού του. Μην παραξενευτούμε λοιπόν αν βρούμε στα δύο μυθιστορήματά πολύ Ζαχαριάδη και μία μόνο αναφορά στο Βενιζέλο. Φυσικά, κι ο Ζαχαριάδης του Μουρσελά είναι μια εμμονή, μια καρικατούρα, ένας στόχος για να πετάνε τα βέλη τους τα μέλη μιας αριστερόστροφης παρέας. Η πολιτική όμως νοηματοδοτεί τη ζωή και τις αξίες των ηρώων του. Στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη η πολιτική με πολύ δισταγμό πάει να εκφέρει κάποια φιλεργατικά λογύδρια, αλλά ο Ζορμπάς θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Τι ‘ναι πάλι αυτά που τους έλεγες σήμερα; Σοσιαλισμός και κουροφέξαλα! Ιεροκήρυκας είσαι μαθές ή κεφαλαιούχος; Πρέπει να διαλέξεις».[21]
Είναι μια μάχη οπισθοφυλακών κατά την οποία ο εργάτης αναλαμβάνει να μερεμετίσει τις αυταπάτες του αφεντικού. «Άσε τους ανθρώπους ήσυχους αφεντικό και μην τους ανοίγεις τα μάτια· αν τους τ’ ανοίξεις τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Άσ’ τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύονται!!!».[22] Ο λογοτεχνικός Ζορμπάς γεννιέται κατά τη διάρκεια της σκληρής κατοχής, με υπαρξιακή αγωνία και αντισυμβατική ηθική. Ο Λούης απέκτησε μυθιστορηματική υπόσταση, όταν οι τακτοποιημένες ζωές άρχισαν να ασφυκτιούν και να πλήττουν. Τους ήρωες, αντισυμβατικούς και μη, τους σφυρηλατεί μια ανάγκη. Αν υπολογίσουμε το μέγεθος των αναγκών, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε και το είδος των ηρώων.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΖΟΡΜΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΥΗΣ
Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποκαταστήσουμε μια αλήθεια. Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά δεν είναι μυθιστόρημα για έναν ήρωα όπως μπορεί να συμπεράνει ο αναγνώστης και όπως έχει καταλήξει η κριτική. Σε αυτό το μυθιστόρημα υπάρχει και ένας δεύτερος Ζορμπάς. Την ύπαρξή του τη διασώζει η μνήμη του αφηγητή και η επιστολογραφία. Αυτός ο δεύτερος Ζορμπάς είναι ο Γιάννης Σταυριδάκης, πρόσωπο επίσης υπαρκτό, ο οποίος είχε θητεύσει Πρόξενος της Ελλάδας στην Ελβετία το 1918-1919 και είχε σταλεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Καύκασο, με την αποστολή να διασώσει τον σκληρά δοκιμαζόμενο ελληνισμό του Πόντου. Σε αυτή την αποστολή είχε αναμειχθεί ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως και ο Νίκος Καζαντζάκης.[23]
Ο τρόπος με τον οποίο πληροφορούμαστε τη σχέση του Καζαντζάκη με τον φίλο και συμπατριώτη του θυμίζει τον τρόπο που κάποτε στους κινηματογράφους παρακολουθούσαμε τα κινηματογραφικά επίκαιρα πριν από την προβολή του φιλμ. Μια ανάμνηση βασανίζει τον αφηγητή στις πρώτες σελίδες. Ένα χρόνο νωρίτερα αποχαιρετούσε τον αγαπημένο του φίλο στο ίδιο λιμάνι. Αρχικά ο φίλος του τον παρότρυνε να σταματήσει να «τρώει χαρτί και να πασαλείβεται με μελάνια», για να καταλήξει ότι «Ο μόνος τρόπος να σώσεις τον εαυτό σου είναι να μάχεσαι να σώσεις τους άλλους».[24] Υπάρχει κάποιο νόημα για την ύπαρξη αυτής της ανάμνησης ή αποτελεί δείγμα της αμηχανίας του συγγραφέα; Για ποιο λόγο μας συστήνει κάποιον που είχε φύγει από τη ζωή πάνω από δυο δεκαετίες πριν ακόμα μας συστήσει τον Αλέξη Ζορμπά; Νομίζω ότι το νόημα μπορούμε να το βρούμε στις λίγες κουβέντες που μας χαρίζει η αρχική αναφορά, αλλά και στις επιστολές που ακολουθούν. Τα πάντα όμως θα αποκαλυφθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις με το τραγικό τέλος του Σταυριδάκη. Σε μια από αυτές τις επιστολές, ανακεφαλαιώνοντας το πλήθος των δυσκολιών που συναντάει στο έργο του, ομολογεί ότι «τώρα μοναχά ξέρω τι θα πει ευτυχία. Τώρα μονάχα το καταλαβαίνω, γιατί το ζω, το παμπάλαιο ρητό της Χρηστομάθειας: ευτυχία θα πει να κάνεις το χρέος σου. Κι όσο πιο δύσκολο το χρέος τόσο πιο μεγάλη η ευτυχία».[25] Αυτόν τον ορισμό της αποστολής και της ευτυχίας δεν θα μπορούσε να τον υποδείξει ένας ήρωας κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του Ζορμπά. Μπορεί όμως να τον υπογραμμίσει ένας ήρωας ο οποίος, αν και παραμένει στο ημίφως, αφήνει ένα ευδιάκριτο ίχνος. Δεν είναι επίσης χωρίς λόγο το γεγονός ότι, λίγο πριν ο Καζαντζάκης μιλήσει για τον θάνατο του Ζορμπά, ανασύρει μια ποντισμένη μνήμη για να κάνει ένα ακόμα μνημόσυνο με αυτά τα λόγια: «όταν ο Σταυριδάκης ήταν μωρό, ο γερό -παππούς του τον κρατούσε στο ένα του γόνατο και στο άλλο του ακουμπούσε την κρητικιά λύρα κι έπαιζε αντρίστικους σκοπούς· [ …] όμοια να δώσει η μοίρα έτσι στα γόνατα του Θεού να κάθεται πάντα!!»[26]
Διαβάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιστολές μπορούμε να δώσουμε μια εξήγηση και για έναν ακόμα φίλο και επιστολογράφο, τα ίχνη του οποίου μας οδηγούν στην αφρικανική ήπειρο. Αν ο Σταυριδάκης είναι η κατάφαση και η θυσία, ο Καραγιάννης, που ζούσε στην Τανγκανίκα, είναι η επιτομή του εγωισμού. Δεν πιστεύει πουθενά, δεν αγαπάει τίποτα, μισεί τους νωθρούς Έλληνες και καταφρονεί τα γράμματα. Αν ο Ζορμπάς είναι η φωτογραφία, ο Σταυριδάκης και Ο Καραγιάννης είναι το θετικό και το αρνητικό. Ο φωτογράφος είναι ο Καζαντζάκης και εμείς οι αποδέκτες της τέχνης του. Αν το σκεφτώ λίγο ακόμα, τότε ίσως να μην πέφτω καθόλου έξω αν πω ότι φωτογραφίζοντας τον Ζορμπά και τους δύο επιστολογράφους η φωτογραφία θα μας δείξει τον συγγραφέα! Ο Ζορμπάς από μόνος του έχει την αναπηρία της τελειότητας. Ο Σταυριδάκης είναι ο Σίμωνας που σηκώνει τον σταυρό και φτάνει μέχρι τη σταύρωση. Ο Καραγιάννης έχει μόνο τον εαυτό του και παλεύει με τα θηρία στη ζούγκλα. Είναι ο πατήρ, ο υιός και το άγριο πνεύμα. Αυτή η τριαδική υπόσταση κρύβει πίσω της έναν μεγάλο δημιουργό που αναζητάει το πρόσωπό του.
Μια επιστολή θα μας αποστείλει και ο Κώστας Μουρσελάς. Η δική του φωτογραφία είναι φλουταρισμένη, ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφύγει η σημασία της επιστολής που στέλνει ο Αγησίλαος, «ο λαϊκός της παρέας που αγάπησε τη Μάρθα», όπως μας τον συστήνει παρουσιάζοντας «τα βασικά πρόσωπα του έργου». Είναι αυτός που νιώθουμε να κεντρίζει δυνατά την καρδιά του συγγραφέα. «Σαν ήρωας έφυγε. Με καμιά εξηνταπενταριά βάλιουμ.»[27] Είναι κάποιος που δεν διάβαζε βιβλία, αλλά διάβαζε τους ανθρώπους. Είναι ένας χαμηλόφωνος Λούης που ζει δίπλα μας και το μέγεθός του θα το αντιληφθούμε πολύ αργά. Ο ηρωισμός του είναι καθημερινός. Δεν θα αξιώσει ούτε μια αράδα στο βιβλίο της ιστορίας, αλλά η παρουσία και πιο πολύ η απουσία του θα γίνουν το επώδυνο τραύμα της μη ιστορικής μνήμης. Από την άποψη αυτή άλλωστε ο Μουρσελάς δεν έχει την ανάγκη να ανεβάσει στη σκηνή έναν ακόμα επιστολογράφο. Οι ήρωές του δεν εκφράζουν την απόλυτη κατάφαση, ούτε την απόλυτη άρνηση. Είναι τόσο δικοί μας που σχεδόν δεν τους ονομάζεις ήρωες.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τόσο ο Καζαντζάκης, όσο πολύ περισσότερο ο Μουρσελάς κινούν τα πρόσωπα του έργου τους με τεχνικές του θεάματος. Ο Καζαντζάκης στήνει σκηνές στις οποίες εξελίσσεται η πλοκή και κορυφώνεται το δράμα. Πριν και μετά από αυτές τις σκηνές υπάρχουν ολόκληρες σελίδες στις οποίες ο Ζορμπάς μετατρέπει τη δράση σε λόγο και το «αφεντικό» κολλάει ένσημα στον πρωτόγονο στοχασμό του ήρωά του. Ακολουθούν άλλες σελίδες στις οποίες ο αφηγητής κάνει δημόσια ψυχανάλυση για την αδυναμία του να ξεκολλήσει από τα βιβλία και να προσκολληθεί στην πραγματική ζωή. Έχω την εντύπωση ότι οι σκηνές της πλοκής και της δράσης έχουν τέτοια δύναμη που εικονοποιώντας τες σχεδόν δεν υπάρχει λόγος να προστεθεί ούτε στοχασμός ούτε ανάλυση. Αυτή η ματιά είναι περισσότερο κινηματογραφική και λιγότερο θεατρική.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που κινεί τους ήρωές του ο Κώστας Μουρσελάς. Στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά η πλοκή σχεδόν ταυτίζεται με τον διάλογο. Σε κανένα σημείο η δράση δεν πλησιάζει την ένταση που μας χαρίζει ο Καζαντζάκης τη στιγμή που ο Ζορμπάς παλεύει με τον Μανόλακα και ο Μαυραντώνης παίρνει το κεφάλι της χήρας, ή όταν οι χωριάτες γδύνουν το σπίτι της μαντάμ Ορτάνς πριν ακόμα εκείνη κλείσει τα μάτια. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να πλησιάσει τη στιγμή που καταρρέει ο εναέριος του Ζορμπά. Τα μεγάλα γεγονότα στον Μουρσελά είναι αφορμή για μεγάλους μονολόγους και διαλόγους. Ο Τσέχωφ δίδασκε ότι «Το δράμα γίνεται μέσα στον άνθρωπο και όχι στις ακραίες του εκδηλώσεις».[28] Ο Μουρσελάς σε μια κλίμακα χαμηλών εντάσεων καταγράφει το δράμα της ύπαρξης των ηρώων του χωρίς να αναμετρηθεί με τις μεγάλες οδύνες. Από την άποψη αυτή μοιάζει να συναντάει τον Ρώσο δραματουργό, για τον οποίο ο Άγγελος Τερζάκης γράφει ότι η «αναζήτηση του νοήματος της ζωής είναι κεντρικό δραματικό θέμα […] Και η ροή του χρόνου, η συνακόλουθη φθορά κάνουν το νόημα αυτό φευγαλέο, την αναζήτησή του πιο δραματική, και πολλές φορές αφήνουν τα πρόσωπα αδικαίωτα με ένα τρόπο γνήσια τσεχωφικό, που είναι ανάμεσα στην ειρωνεία και τον σπαραγμό».[29] Έχω την εντύπωση ότι αυτό το ενδιάμεσο της ειρωνείας και του σπαραγμού είναι ό,τι κληροδοτεί ο Τσέχωφ στον Έλληνα θεατρικό συγγραφέα και κατόπιν μυθιστοριογράφο.
Ο Καζαντζάκης από την άλλη, έχοντας ήδη ασκηθεί με τη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων, καταφέρνει με το πέρασμα μόνο της χήρας έξω από το καφενείο να μας προετοιμάσει για την αιματοβαμμένη σκηνή που θα ακολουθήσει. Ο Καζαντζάκης αγαπούσε το θέατρο αλλά τα φτερά του άνοιξαν διάπλατα μόνο στην κινηματογραφική οθόνη. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι «κινηματογραφούσε» την εποχή του από απόσταση. Η ίδια ιστορία με τους ίδιους διαλόγους μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο πλατό, σε άλλη εποχή. Αυτό δεν συμβαίνει με τον Μουρσελά, ο οποίος αποτυπώνει την εποχή του και τον μικρόκοσμο των συνοικιών του Πειραιά.
Ο Καζαντζάκης γενικότερα χτίζει το μυθιστόρημά του με όσο μεγαλύτερη οικονομία μπορεί. Θυμίζει σολίστα που ερμηνεύει ένα μουσικό κομμάτι που ο συνθέτης του έχει αφιερώσει. Ο Μουρσελάς χτίζει ένα σύγχρονο πολυάνθρωπο αστικό μυθιστόρημα. Ο συνθέτης είναι και οργανίστας. Από το πρώτο βιολί μέχρι το φλάουτο στο τέλος όλοι αναδεικνύουν τη σύνθεση. Ο αναγνώστης μπορεί επομένως να πάρει μαθήματα οργανοπαιξίας και από τους δύο μυθιστορηματικούς ήρωες.
Για τον Ζορμπά η ζωή και η τέχνη είναι ένα εκκρεμές ανάμεσα στον κασμά και στο σαντούρι. Όπως τα πάντα στη ζωή του Ζορμπά, έτσι και το μουσικό όργανο δεν είναι μια μικρή πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του. «Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, τον σκούφο τούτον και μαζεύω δεκάρες».[30] Έχει σημασία αυτή η δεκαρολογία, γιατί μας μιλάει για μια τέχνη που γεννήθηκε από την ανάγκη. Αυτήν την ανάγκη την ορίζει η ανέχεια, η βαθιά λύπη και κάποτε η χαρά.
Εκεί που ο Ζορμπάς έχει το σαντούρι, ο Λούης τοποθετεί την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα. Μόνο φαινομενικά, γιατί η κιθάρα του Λούη δεν μαζεύει δεκάρες, ούτε γυρίζει στους καφενέδες. Από την άποψη αυτή η δική του παρτιτούρα είναι τα γεγονότα. Ο ήρωας του Μουρσελά είναι γέννημα του μεταπολεμικού κόσμου. Ό,τι κρατάει από το παρελθόν είναι μακρινό και ξεθωριασμένο. Ο ήρωας του Καζαντζάκη είναι μορφή αρχετυπική, σχεδόν ήρωας ιπποτικού μυθιστορήματος, ένα τρισέγγονο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Εκεί που ο Λούης είναι έτοιμος κάθε στιγμή να διηγηθεί και την πιο απόκρυφη ιστορία, ο Ζορμπάς μεταχειρίζεται την πιο εύγλωττη σιωπή και κάποτε, όταν μέσα του κυλάει ορμητικό το ποτάμι της λύπης ή της χαράς, αυτό που θέλει να πει το χορεύει. «Έξαφνα τινάζονταν πάλι αψηλά στον αέρα, σαν να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει».[31] Ο χορός του Ζορμπά δεν είναι τέχνη. Είναι ιερή παραφορά, ένας άλλος τρόπος για να βρεθεί σε έκσταση. Ο Διόνυσος του Ζορμπά συναντάει και συγκλονίζει τον απολλώνιο αφηγητή. Αντιθέτως στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ο χορός είναι το παιχνίδι που παίζει το αλκοόλ όταν το καταναλώνει κανείς σε μεγάλη ποσότητα. Ο Λούης χορεύει τανγκό με έναν ταβερνιάρη και οι μεθυσμένοι πελάτες σπάνε πιάτα. Το μυστήριο έχει παρέλθει. Ό,τι έχει απομείνει είναι παρακμή και ιλαροτραγωδία.
ΕΡΩΤΑΣ ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟΣ ΚΑΙ ΦΛΟΓΕΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Τόσο όμως ο Καζαντζάκης, όσο και ο Μουρσελάς δεν αποφεύγουν να μας μυήσουν στο αδιαπέραστο μυστήριο που αποκαλούν έρωτα. Ο Ζορμπάς επισκέπτεται τις γυναίκες όπως το υνί ανασκάπτει το χωράφι. Ο Λούης είναι η βροχή και η καινούργια σπορά. Καμία γυναίκα δεν μένει ίδια μετά από τη συναναστροφή μαζί του. Και στα δύο μυθιστορήματα υπάρχουν πολλές σελίδες όπου το άρωμα της γυναίκας στοιχειώνει τους δύο συγγραφείς-αφηγητές. Ένα άλλο σημείο συνάντησής τους είναι ο τρόπος με τον οποίο ο έρωτας αποτελεί μέσο χειραφέτησης τόσο του Αλέξη Ζορμπά, όσο και του Μανόλη Ρετσίνα ή Λούη. Η κρεβατοκάμαρα των δύο ηρώων είναι κέντρο διερχόμενων γυναικών και αδιάκοπης επιθυμίας.
Αν παρατηρήσουμε πιο επίμονα τα βασικά γυναικεία πρόσωπα στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη θα διαπιστώσουμε ότι είναι γυναίκες αρχέτυπα: μια χήρα και μία πόρνη. Η ιδιότητα της χήρας έχει γίνει το όνομά της. Ο τρελός του χωριού την ονομάζει «η χήρα η Σουρμελίνα». Ο αφηγητής της χαρίζει μια σειρά επίθετα που την εξορίζουν από το γυναικείο πρότυπο της εποχής του. Την ονομάζει τίγρισσα ανθρωποφάγα, θεριό, μαύρη λιοπάρδαλη. Συμπληρώνει αυτά τα επίθετα με τους χαρακτηρισμούς των χωρικών: πυρωμένη, φοράδα και ξετσιπωμένη. Ο Ζορμπάς την αποκαλεί λεγάμενη και Μαρία, για να προτρέψει το «αφεντικό» να γίνει αρχάγγελος Γαβριήλ. Όσο για τη μαντάμ Ορτάνς, ξαναβαπτίζεται από τον Ζορμπά και λαμβάνει το όνομα Μπουμπουλίνα. Για τον αφηγητή ή αφεντικό, είναι Γοργόνα, και γριά Σειρήνα.
Η χήρα σχεδόν δεν έχει φωνή. Ακούμε μόνο αυτά που λένε οι άλλοι για την ίδια, ενώ η Ορτάνς γουργουρίζει σαν περιστέρα τη στιγμή που αραδιάζει τα ερωτικά της κατορθώματα. Η πρώτη είναι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου ενός ολόκληρου χωριού. Η δεύτερη αναπολεί τα περασμένα χωρίς να σβήνει τη δίψα της για τα τωρινά. Η χήρα δεν έλκει την καταγωγή της από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, δεν μπορεί να χωρέσει ούτε στην παράδοση του Ευριπίδη. Αν πλησιάζει κάπου, είναι στην παράδοση του Χριστιανισμού. Η πόρνη άθελά της γίνεται παίγνιο του Αριστοφάνη. Στην πιο κωμικοτραγική στιγμή ο αφηγητής της χαρίζει το όνειρο να νυμφευθεί τον Ζορμπά. Από εκείνη την ώρα «μάχονταν να σβήσει όλα τα περασμένα… Λαχτάριζε να γίνει σοβαρή, νοικοκυρεμένη καλιακούδα».[32] Ο Ζορμπάς της υπόσχεται ένα γάμο που θα χαλάσει κόσμο. Η πόρνη μοιάζει με αθώα παιδούλα μπροστά στη συγγραφική πένα.
Ανάμεσα στον Ζορμπά και τον αφηγητή υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα. Ο Ζορμπάς βρίσκεται σε διαρκή διαθεσιμότητα. Πιστεύει πως η μόνη αμαρτία είναι «να σε φωνάξει μια γυναίκα στο στρώμα της και να μην πας».[33] Κάποτε ομολογεί ότι το όνειρό του είναι να φτιάξει ένα γραφείο συνοικεσίων για να μην κοιμάται καμιά γυναίκα μόνη της. Τότε ανανεώνει τους όρκους πίστης προς τη μαντάμ Ορτάνς λέγοντας «έγνοια σου Μπουμπουλίνα μου, σαπημένη, βασανισμένη μου μαούνα. Έγνοια σου και δεν θα σε αφήσω εγώ απαρηγόρητη».[34] Ο αφηγητής πάλι ομολογεί πως «αν ήταν να διαλέξω να ερωτευτώ μια γυναίκα ή να διαβάσω ένα καλό βιβλίο για τον έρωτα, θα διάλεγα το βιβλίο».[35]
Για τον Ζορμπά η γυναίκα είναι «παραπονιάρικο πράγμα». «Πως μωρέ να μην τις αγαπώ; Που ‘ναι αδύναμα πλάσματα, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, που αν τις πιάσεις από το βυζί με μιας ανοίγουν όλα τα πορτέλια και παραδίδονται;».[36] Διαβάζω αυτές τις σελίδες και τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί κάποτε η εποχή της πολιτικής ορθότητας να μπει στον πειρασμό να τις ρίξει στην πυρά. Τότε η «πολιτική ορθότητα» δεν θα απέχει καθόλου από τον πολιτικό ανορθολογισμό. Αλίμονο αν υποκύψουμε σε έναν τέτοιο αναθεωρητισμό. Μπορεί τότε η αυτολογοκρισία να αχρηστέψει ακόμα και την λογοκρισία.
Για την ώρα έχει νόημα και αξίζει να παρατηρήσουμε τι είναι αυτό που μας επιτρέπει ο αφηγητής να πληροφορηθούμε από τη συνάντησή του με τη χήρα. Είναι Πάσχα. Ο αφηγητής και ο ήρωάς του έχουν απολαύσει το πασχαλινό τραπέζι, όταν ο δεύτερος ακούει το γλέντι στο χωριό και τραβάει κατά κει. Ο αφηγητής δεν τον ακολουθεί αλλά κάτι τον σπρώχνει να μη μείνει άπραγος. Παίρνει τη στράτα και φτάνει έξω από το περιβόλι της χήρας. Κρυφοκοιτάει πίσω από τα καλάμια και τη διακρίνει. Το στήθος της μισανοιγμένο και γυαλίζει. Νιώθει το βλέμμα της και την ακούει να ρωτάει «ποιος είναι». Της απαντάει «εγώ». Εκείνη αναγνωρίζει το «αφεντικό» και τον καλεί να περάσει. Η επόμενη παράγραφος αναφέρεται στην επόμενη μέρα. Το «αφεντικό» στέκει απέναντί στον Ζορμπά, που αισθάνεται το άρωμα της χήρας και του δίνει την ευχή του. Αυτό είναι όλο κι όποιος κατάλαβε.
Δεν έχουν κρυώσει ακόμα τα σεντόνια της χήρας, όταν η θάλασσα ξεβράζει νεκρό τον γιο του Μαυραντώνη, τον Παυλή, που πνίγηκε από τον καημό του για εκείνη. Μια χωριανή, η Ντελικατερίνα, φτύνει τους άνδρες του χωριού αναζητώντας ανάμεσά τους κάποιον με φιλότιμο για να τη σφάξει σαν αρνί. Ο καφετζής του χωριού τη διαβεβαιώνει πως το χωριό έχει καλούς άντρες και θα το φροντίσουν. Ο αφηγητής δεν αντέχει να μείνει σιωπηλός και λέει: «Ντροπή, παιδιά! Τι φταίει η γυναίκα; Έτσι ήταν το γραφτό του. Φοβηθείτε τον Θεό!».[37] Ας θυμηθούμε το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ας φέρουμε στον νου μας το περιστατικό με τη μοιχαλίδα και τους επίδοξους τιμωρούς της. Τη Δευτέρα του Πάσχα η χήρα με μια αγκαλιά λεμονανθούς πηγαίνει στην εκκλησία. Κάποιος την αντιλαμβάνεται και οι αναμάρτητοι του χωριού αφήνουν το γλέντι για να ξεμπερδέψουν με την αμαρτωλή. Της πετάνε πέτρες και την εμποδίζουν να φύγει. Ο αφηγητής πάει να τη βοηθήσει αλλά σκοντάφτει και πέφτει. Τη στιγμή που ο εκδικητής είναι από πάνω της με υψωμένο το μαχαίρι ακούγεται η φωνή του Ζορμπά. Αυτός θα προσπαθήσει να γίνει ο Χριστός που θα καταδείξει τα κρίματα των «αναμάρτητων». Θα παλέψει με τον φονιά και θα τον νικήσει, αλλά οι φονιάδες είναι πλήθος και ο Ζορμπάς δεν είναι Θεός. Παρά τις διαφορές είναι πάντως φανερό εδώ ότι ο Καζαντζάκης παραπέμπει στη διήγηση για τη μοιχαλίδα από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Πνευματοποιεί μάλιστα με τέτοιο τρόπο το πρόσωπο και το γεγονός, ώστε ομολογεί ότι λίγες ώρες αργότερα «την βρήκε υποταγμένη στους μεγάλους νόμους, φιλιωμένη με τους φονιάδες της, σε γαλήνια θεϊκιάν ακινησία».[38] Ας προσέξουμε επιπλέον ποιο είναι το βιβλίο που έχει μαζί του το αφεντικό ή καλαμαράς: η Θεία Κωμωδία του Δάντη. Δεν είναι κάποιος ανυποψίαστος. Η ματιά του πολύ εύκολα μπορεί να διακρίνει την κόλαση από τον παράδεισο.
Ο έρωτας κατά μια έννοια αποτελεί διαχωριστική νησίδα ανάμεσα στους δύο συγγραφείς. Από τον ιδιαίτερο τρόπο που παρουσιάζεται η ερωτική έλξη και απώθηση στον Καζαντζάκη μπορούμε άνετα να βρεθούμε στα Σόδομα και τα Γόμορρα του Μουρσελά. Τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ξεκινούν με τον Λούη να κάνει πάσα στον αφηγητή μια όμορφη Ολλανδέζα, τη Φατμέ. Η άρνησή του δεύτερου να δεχτεί αυτό το «θείο» δώρο τον κατατάσσει σε εκείνους που δεν είναι φτιαγμένοι «για την Βασιλεία των Ουρανών».[39] Πιθανόν ο χαρακτηρισμός να είναι εύστοχος, αυτό όμως δεν εμποδίζει τον αφηγητή να χαρίσει στον αναγνώστη πλήθος αισθησιακές περιγραφές οι οποίες τον εξοικειώνουν με το είδος αυτής της βασιλείας. Από την άποψη αυτή ο Μουρσελάς δεν είναι σε καμία περίπτωση Καζαντζάκης. Ακόμα και αν βρούμε κάποια καρικατούρα γυναίκας στο έργο του, δεν παύει να περιέχει και μια Μάρθα: μια από τις πιο ολοκληρωμένες θηλυκές μορφές που έχει γεννήσει η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Τον τύπο αυτής της γυναίκας μπορούμε να τον αναζητήσουμε και σήμερα, έστω κι αν δεν έχει βαμμένα κόκκινα τα μαλλιά της.
ΕΝΑ ΝΟΗΜΑ ΓΙΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΖΩΕΣ
Σχεδόν όλες οι αντιθέσεις ανάμεσα στον Καζαντζάκη και τον Μουρσελά έχουν να κάνουν με την κοσμοθεωρία τους και την εποχή τους. Βασικό και θεμελιώδες ζήτημα είναι το ζήτημα της πίστης. Η ύπαρξη ή η αμφισβήτησή της διατρέχει με τέτοια σφοδρότητα όλο το έργο του Καζαντζάκη που με οδηγεί να υποθέσω ότι αποτελεί η ίδια μια θεότητα, ενώ μια άλλη θεότητα είναι η αμφιβολία. Όμως η πίστη στον Καζαντζάκη θα παραμείνει μέχρι τέλους ένα διανοητικό τόλμημα. Αδυνατεί να τη βιώσει ως εμπειρία. Η πίστη ωστόσο μπορεί να θεμελιωθεί μόνο εμπειρικά. Ο Καζαντζάκης δεν είναι ούτε πιστός ούτε άπιστος. Είναι ένας διαρκώς σκεπτόμενος άνθρωπος. Ο ίδιος ο Ζορμπάς θα γεννηθεί με τον τρόπο που η θεά Αθηνά γεννιέται από τον Δία. Αυτό και μόνο αρκεί για να μετατραπεί σε δάσκαλο του δημιουργού του.
Σε αυτό το σημείο θα διακρίνουμε άλλωστε και μια θεμελιακή διαφορά από το έργο του Μουρσελά, ο οποίος αναζητώντας το νόημα της ζωής του αφηγητή – συγγραφέα μας χαρίζει το παρακάτω απόσπασμα: «Πώς έζησες, γιατί έζησες έτσι όπως έζησες, τι θα μπορούσες να κάνεις και δεν έκανες, για άλλο δρόμο έψαχνες, για άλλο νόημα, λάθος κουδούνια, λάθος πόρτες χτύπησες, λάθος δρόμους πήρες, λάθος ανθρώπους αγάπησες, σε λάθος κρεβάτια κοιμήθηκες, σε λάθος σπίτια έζησες. Γιατί τέτοια περιφρόνηση σε αυτό που ονειρεύτηκες, σε αυτό που σχεδίασες;».[40] Αν διαβάσουμε προσεκτικά αυτό το απόσπασμα, θα πρέπει να εννοήσουμε το λάθος του αφηγητή στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά σε έναν δρόμο, ένα κουδούνι, ένα διαμέρισμα, ένα φιλόξενο ή αφιλόξενο σώμα. Αυτό το απόσπασμα χαρακτηρίζει την εποχή μας. Είναι μια γραφή βιωμένη. Δεν αποτελεί εύρημα του συγγραφέα. Είναι σίγουρο ότι αυτές οι εικόνες, πριν βρουν μια θέση στη λογοτεχνία, έχουν συχνά γίνει αφορμή για να κυλήσουν τα δάκρυά μας. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι εδώ που ολοκληρώνεται ο θρήνος του Μουρσελά αρχίζει η υπόκωφη βουή του στοχασμού του Καζαντζάκη.
Ας ανατρέξουμε λοιπόν σ’ έναν ακόμα συλλογισμό του αφηγητή στον Ζορμπά. «Είχα χρόνια ν’ ακούσω τους Χαιρετισμούς. Ύστερα από την ανταρσία της πρώτης νιότης προσπερνούσα με καταφρόνια και θυμό από τις εκκλησιές· μα με τον καιρό γλύκανα. Κάπου κάπου πήγαινα στις θεμελιακές γιορτές, στα Χριστούγεννα, στις Αγρυπνίες, στην Ανάσταση· και χαίρουμουν ν’ ανασταίνεται το παιδί που ’χε παραπομείνει μέσα μου.»[41]
Όταν μετά τους Χαιρετισμούς θα ανοίξει διάλογο με την ηγουμένη και εκείνη θα του θυμίσει την αιωνιότητα, φεύγει αγριεμένος και τραβάει κατά τη θάλασσα, για να λευτερωθεί από τη θηλιά που έπεσε στη σκέψη του. Για να παρακαλέσει τη Γη να μην τον αποκόψει από το χώμα, το νερό και τον αγέρα. Είναι τόσο παράξενο να διαβάζεις αυτές τις λέξεις και να γνωρίζεις ότι αυτή η ψυχή είχε πιαστεί σαν άγριο άλογο από την αιωνιότητα και θα την υπηρετούσε με όλο το πάθος και με όλες τις δυνάμεις της. Νομίζω ότι, αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε μια βασική θέση του Καζαντζάκη για το νόημα και τα όρια της προσπάθειας του ανθρώπου να γνωρίσει τη Θεία Τάξη, τότε πρέπει να σταθούμε στο σημείο που ομολογεί ότι «το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό και απελπισμένο: Το Δέος, ο Ιερός Τρόμος. Τι ΄ναι πέρας από τον Ιερό Τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει…»[42] Έχω την αίσθηση ότι από την άβυσσο εκείνης της στιγμής αρχίζει η αγωνία του ανθρώπου και συγγραφέα που μας χάρισε την Αναφορά στον Γκρέκο.
Αυτό που κρατάει άγρυπνη τη σκέψη του Καζαντζάκη, το σημείο στο οποίο ο αφηγητής και ο Ζορμπάς κάνουν ότι διασταυρώνουν τα ξίφη τους, μοιάζει σαν την προσπάθεια που κάνει ο λαθρέμπορος να περάσει από το τελωνείο κάτι που εδώ και αιώνες διακινείται με νόμιμο τρόπο. Αυτά τα αιώνια ερωτήματα με πολλή δυσκολία τα ανιχνεύουμε στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά. Ο Λούης και ο Μανολόπουλος το πολύ να βλαστημήσουν. Κατά περίεργο τρόπο όμως στον δρόμο τους συναντούν ανθρώπους όπως η ευκατάστατη θεία της γυναίκας του Μανολόπουλου που «η σκρόφα ήταν θρήσκα». «Δεν έχανε παρακλήσεις, εσπερινούς και ευχέλαια».[43] Αξίζει λοιπόν να εμπεδώσουμε ότι ο Λούης στις καλές του στιγμές μπορεί να θυμίζει κάτι από τον Αλέξη, αλλά είναι πολύ γήινος για να ταυτιστεί με τον Ζορμπά. Τα μικρά προβλήματα έχουν μεγαλώσει πολύ και έχουν εκτοπίσει τα μεγάλα ερωτήματα. Έχουν μεσολαβήσει όμως πλήθος γεγονότα και εξελίξεις. Κυρίως έχει ηττηθεί η αριστερά και αναζητάει την ταυτότητά της σε μια κοινωνία που τη χαρακτηρίζει η ευμάρεια και η ιδιώτευση. Σε αυτόν τον κόσμο οτιδήποτε παρεμβάλλεται ανάμεσα στο άτομο και την απόλαυση πρέπει να ξεριζωθεί. «Τελικά, γιατί να ’χει η ζωή μας νόημα; Τι το χρειάζεται το νόημα; Κανένα νόημα. Έτσι και της δώσεις νόημα, σκότωσες το αυθόρμητο, παγιδεύτηκες μέσα σ’ αυτό. Βαρέθηκα να ψάχνω για νόημα, ν’ ακούω για νόημα».[44]
ΤΟ ΝΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η μόνη μεταφυσική αγωνία που καταφέρνει να παρεισφρήσει στον κόσμο του Λούη είναι η αγωνία του θανάτου. Η αυτοκτονία του Αγησίλαου μεταμορφώνει την παρέα σε ένα αξιοθρήνητο θέαμα. Τέτοιους αξιοθρήνητους ανθρώπους θα ανακαλύψουμε και στον Αλέξη Ζορμπά. Η μαντάμ Ορτάνς απέφευγε να ζυγώσει στο σημείο που η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Παυλή. Απέφευγε, για «να μην τη δει ο Χάρος και τη θυμηθεί». Ενώ ο μπάρμπα Αναγνώστης, αν και όλα στη ζωή του ήταν καλά καμωμένα, έλεγε ότι «να ’τανε να ξαναγεννηθώ, θα περνούσα κι εγώ μια πέτρα στον λαιμό μου σαν τον Παυλή, και θα ’πεφτα στη θάλασσα. Βαριά ’ναι η ζωή μαθές, και η πιο τυχερή, βαριά ’ναι ανάθεμά τη».[45] Αυτά τα λόγια με οδηγούν στη Γέννηση της τραγωδίας, μόνο που εκεί δεν μιλάει ένας χαροκαμένος γέροντας αλλά το σπινθηροβόλο πνεύμα του Νίτσε. «Το καλύτερο πράγμα του κόσμου είναι άπιαστο για σένα: Να μην είχες γεννηθεί, να μην υπάρχεις, να μην είσαι, να μην είσαι τίποτα. Και το δεύτερο καλύτερο, εκείνο που θα ήταν πιο ωφέλιμο για σένα, είναι να πεθάνεις γρήγορα».[46]
Αυτή η συγκριτική ανάγνωση μας βοηθάει να διακρίνουμε καλύτερα το φως και το σκοτάδι κάθε δημιουργού. Το ίδιο συμβαίνει και με τον θάνατο όταν τον τοποθετήσουμε δίπλα από τη ζωή. Τότε γίνεται μυστήριο, καταφύγιο, τρόμος που κατακλύζει τον άνθρωπο, αλλά και δέος ερχόμενο από πολύ παλιά. Όταν ο αφηγητής επισκέπτεται έναν αρχαιολογικό χώρο, βγαίνει ξαφνικά από τους συλλογισμούς του εξαιτίας ενός νεαρού βοσκού που του ζητάει τσιγάρο. Καθώς δεν έχει τσιγάρο βγάζει να του δώσει λεφτά, αλλά το βοσκόπουλο τα περιφρονεί, αφού έχει ψωμί, τυρί, ελιές, πετσί για τα στιβάνια του, νερό. Μόνο το τσιγάρο του λείπει. Έχει όμως και περιέργεια. Τι βλέπει αυτός ο ξενομπάτης σε τούτα τα ερείπια; Τον ρωτάει και όταν ως απάντηση ακούει ότι κι αυτός δεν κατέχει «πράμα», τότε του λέει: «πράμα κι εγώ. Αυτοί πέθαναν, εμείς ζούμε, άε στο καλό». Τον διώχνει σαν κάποιον που είναι ξένος και για τους νεκρούς και για τα τσελιγκόπουλα, γιατί στις τσέπες του έχει μόνο ένα βιβλίο και το μολύβι του. Δεν έχει τίποτα να προσφέρει στους νεκρούς, ούτε να μοιραστεί με τα παλληκάρια. Τον διώχνει όπως έναν νεκρό και κατόπιν βάζει το ραβδί του στους ώμους και σφυρίζει ένα σκοπό τον οποίο ο αφηγητής αγνοεί , αλλά μπορεί να τον ξέρουν μια χαρά οι αποθαμένοι.
Προσπαθώ να διώξω αυτή την ιστορία από τη σκέψη μου όπως το τσοπανόπουλο τον ενοχλητικό επισκέπτη και όμως δεν τα καταφέρνω. Αν και μοιάζει με μια τυχαία συνάντηση, την ίδια στιγμή τη διαβάζω σαν μια παραβολή ή σαν αλληγορία. Ο θεός αφηγητής επισκέπτεται τους ανθρώπους. Συναντάει έναν βοσκό, ο οποίος τον αναγνωρίζει σαν κάποιον που έχει εξουσία και του ζητάει μια χάρη. Ο θεός όμως αντί να του δώσει τσιγάρο του προσφέρει χρήματα για να αποκτήσει ό,τι θέλει. Ο βοσκός απορρίπτει την προσφορά και προσπαθεί τουλάχιστον να μάθει κάτι σημαντικό από τον επισκέπτη του, αλλά εκείνος δεν του ικανοποιεί ούτε αυτό το αίτημα. Τότε ο βοσκός δεν έχει παρά να τον διώξει. Τα αναγκαία τα κερδίζει με τον κόπο του. Αυτά που θέλει να ξέρει τα βρίσκει μέσα του ή του τα λέει ο αέρας ή ίσως τα μαθαίνει από τα ζωντανά του. Ο αφηγητής αποτυγχάνει να αποκτήσει έναν πιστό και το τσοπανόπουλο να κερδίσει κάποιου είδους βασιλεία των ουρανών.
Υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση. Μην ξεχνάμε ότι το τσοπανόπουλο είναι ποιμένας, δηλαδή ένας θεός για το ποίμνιό του. Θα μου πείτε ένας θεός ζητάει μια χάρη από έναν άνθρωπο; Αν αυτός ο άνθρωπος είναι ο Καζαντζάκης μπορώ να απαντήσω καταφατικά. Ένας θεός τον καλεί και ένας θεός τον αποδιώχνει. Στην Ασκητική το έχει πει όσο πιο καθαρά μπορεί. «Όχι ο Θεός θα μας σώσει· εμείς θα σώσουμε τον Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα».[47]
Μπορώ να δώσω πλήθος εκδοχές και όλες να ισχύουν και καμία να μην ευσταθεί. Η ανειρήνευτη ψυχή του μοιάζει να αντιστρέφει τη δική του σχέση με τον Θεό. Άλλα του ζητάει και άλλα λαμβάνει. Του απευθύνει τον λόγο και τον ρωτάει αλλά απάντηση καμία. Προσπαθεί λοιπόν να γίνει θεός αλλά ούτε οι νεκροί του μιλούν, ούτε οι ζωντανοί τον αποδέχονται. Εκτός και αν τον αποδεχτούν αργότερα, μετά τη θυσιαστική του σταύρωση στα γράμματα. Τότε ίσως να τον προσκυνούν ή να διοργανώνουν συνέδρια γι’ αυτόν, ενώ δεν θα είναι παρά τσοπανόπουλα που ροκανίζουν τον χρόνο σαλαγώντας τις λέξεις και βάζοντας σε τάξη το κοπάδι του λογισμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:
Κοιτώντας από κοντά τον Ζορμπά και τον Λούη θα διαπιστώσουμε ότι δεν μοιάζουν όσο αρχικά φανταστήκαμε. Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο αν αναλογιστούμε τόσο την ιδιοσυγκρασία των συγγραφέων, όσο και τις βαθιές αλλαγές που μεσολάβησαν στην ελληνική κοινωνία.
Τα δύο μυθιστορήματα μοιάζουν εύπεπτα αλλά έχουν κρυμμένες πολλές αρετές και έναν πολύ πιο σύνθετο και απροσδόκητο κόσμο.
Οι ήρωες των βιβλίων μετακόμισαν από την πραγματικότητα στη λογοτεχνία. Σε αυτή τη μετακόμιση κάτι χάθηκε από την πραγματικότητα και κάτι προστέθηκε από τη φαντασία.
Ο Ζορμπάς δεν χωράει σε καμία εποχή και δεν μπορεί να τον συμπεριλάβει καμία κοινωνική ενσωμάτωση. Ο Λούης προσπαθεί να συντρίψει το μικροαστικό όνειρο για να μην βρεθεί συντετριμμένος από αυτό. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος βιώνουν τα αδιέξοδα της εποχής τους με υπαρξιακή αγωνία. Ο Ζορμπάς κατεβαίνει στο ορυχείο της ψυχής του και φτάνει ως τα ουράνια. Ο Λούης χτίζει μέρα με τη μέρα μια παράγκα με τον τρόπο που κάποιος άλλος θα έχτιζε ένα οχυρό.
Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο Μουρσελάς χρησιμοποιούν την αλληλογραφία ο μεν πρώτος για να μας συστήσει έναν ακόμα Ζορμπά και ένα ακόμα προσωπείο του, ενώ ο δεύτερος για να φωτίσει το πρόσωπο ενός δεύτερου Λούη (του Αγησίλαου) που έφυγε κατά τον συγγραφέα σας ήρωας.
Ο τρόπος που συναντιόνται και αποκλίνουν οι δύο ήρωες και οι δύο αφηγητές έχει να κάνει με την ίδια την ιδιοσυγκρασία τους και, ειδικά στην περίπτωση του Μουρσελά, ο οποίος προφανώς είχε διαβάσει πολύ καλά τον Ζορμπά, πιθανόν με μια ηθελημένη στρατηγική. Για παράδειγμα, ο αφηγητής μόνο μία φορά τρυπώνει στο σπίτι της χήρας και ο Κωνσταντής μόνο μία φορά θα κοιμηθεί με τη Μάρθα. Αυτό δεν το θεωρώ τυχαίο. Άλλωστε ο έρωτας αποτελεί μέσο χειραφέτησης τόσο του Ζορμπά, όσο και του Λούη. Η κρεβατοκάμαρα των δύο ηρώων είναι κέντρο διερχόμενων γυναικών και αδιάκοπης επιθυμίας. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την κρεβατοκάμαρα των δύο αφηγητών.
Στον Αλέξη Ζορμπά ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί αρκετούς ιδιωματισμούς αλλά τίποτε δεν μπορεί να μας αποτρέψει από το να κατέβουμε μαζί του στο απύθμενο ορυχείο του στοχασμού. Ο Μουρσελάς έχει γλωσσικό ένστικτο που προσφέρει στον αναγνώστη μια καλή αίσθηση της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας. Οι διάλογοι κυριαρχούν και στα δύο μυθιστορήματα. Ο Καζαντζάκης είναι πιο κινηματογραφικός, ενώ ο Μουρσελάς μεταχειρίζεται με μεγαλύτερη ευχέρεια τους κανόνες του θεάτρου.
Αν και τα μυθιστορήματα δεν χρειάζονται προλόγους, ο μεν Καζαντζάκης γράφει έναν πρόλογο προθέσεων, ο δε Μουρσελάς έναν «πρόλογο» των προσώπων.
Όπως ο Καζαντζάκης τα βάζει με τον Καζαντζάκη, έτσι και ο Μουρσελάς τα βάζει με τον Μουρσελά. Η τρέλα τα βάζει με τη λογική και η φρονιμάδα με την απερισκεψία. Μόνο η λογοτεχνία προσπαθεί να μην τα βάζει με τη λογοτεχνία και αυτή είναι η μεγάλη κατάφαση σε ένα κόσμο που η άρνηση θριαμβεύει. «Κάθε πράγμα είναι βλέμμα»[48] έχει γράψει ο ποιητής Γιώργος Βέης και νομίζω πως και η κάθε κριτική αυτό μας βεβαιώνει.