Στην εικονογραφία η μία μορφή γαλήνια –ο Παπαδιαμάντης δεόμενος, ενώ η άλλη μορφή σε πνευματική εγρήγορση– ο Καζαντζάκης μελετών και συγγράφων. Ο ένας κοσμοκαλόγερος και ο άλλος πολίτης του κόσμου.
Ο Παπαδιαμάντης συνδεδεμένος με το νησί Σκιάθος –«σκιά του Άθω»,[1] ενώ ο Καζαντζάκης με την Κρήτη– αρχέγονη μήτρα.
Από το 1873 ο Α. Παπαδιαμάντης ευρίσκεται στην Αθήνα έως το 1908, ενώ ο Ν. Καζαντζάκης από το 1902 έως το 1908, οπότε είναι πιθανό να συναντήθηκαν τότε στο καφενείο της Δεξαμενής (1906-1908). Ο Α.Π. θα ήταν 55-57 ετών και ο Ν.Κ. 23-25 ετών. Και οι δυο το έτος 1908 αποχωρούν από την Αθήνα, ο Α.Π. για τη Σκιάθο με κλονισμένη υγεία, ενώ ο Ν.Κ. για το Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές.
Ο Παπαδιαμάντης τον Ιούλιο του 1872 (21 ετών) επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, μαζί με τον παιδικό του φίλο Νικόλαο Αγιώτη του Διανέλου, τον μοναχό Νήφωνα της Ι.Μ. Δοχειαρίου. Παρέμεινε μερικούς μήνες «χάριν προσκυνήσεως» (αυτοβιογραφικό σημείωμα) «εις την σκήτην την Ξενοφωντινήν (Ευαγγελισμού της Θεοτόκου), γύρω εις την καλύβην του Νήφωνος». (Διήγημα: Αγάπη στον γκρεμνό).[2]
Ο Καζαντζάκης το 1914 (31 ετών) γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό. Επισκέπτονται και διαμένουν μεταξύ άλλων στο Άγιο Όρος (Ι.Μ. Αγίου Παύλου), «ένα πνευματικό προσκύνημα» (19ο κεφ. της Αναφοράς στο Γκρέκο). Εκεί γνωρίστηκε με τον Γιώργη Zορμπά, τον μετέπειτα μυθιστορηματικό Aλέξη Zορμπά. Μαζί με τον Σικελιανό περιηγούνται την Ελλάδα για να αποκτήσουν «συνείδηση της γης και της φυλής τους».
Και οι δύο λογοτέχνες επηρεάζονται από τον Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει και ο Καζαντζάκης γράφει βιβλίο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η μετάφραση του έργου του Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία. «Το ντοστογιεφσκικό κείμενο ηχεί –και συνηχεί– εξαίσια μέσα στη νέα γλωσσική του πατρίδα. Στον πεζό ψαλμό της παπαδιαμαντικής καθαρεύουσας συναντιέται –και συντίθεται– η κοινή οδύνη που διαπερνά τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι και τον κόσμο του Παπαδιαμάντη».[3]
Δύο ηγετικές μορφές της Ρωσικής Λογοτεχνίας κυριαρχούν στη σκέψη του Καζαντζάκη και επηρεάζουν λογοτεχνικά την έμπνευσή του: ο Λέων Τολστόι και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Νίκος Καζαντζάκης, θαυμάζοντας τους δύο Ρώσους ομότεχνούς του, διαβάζει με περισσό ζήλο το έργο τους και μελετά με υπέρμετρη προσοχή τις ιδέες τους: «Δυο ήταν οι Ρούσοι δράκοι, που μας είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης μας: ο Τολστόι κι ο Δοστογιέφσκι. Αυτοί οι δυο στάθηκαν οι μεγάλοι Πατέρες μας». Και γράφει το βιβλίο Ταξιδεύοντας Ρουσία.
Ο Παπαδιαμάντης στέκει Υμνητής φύσης και Θεού, κατά τη μοναστική παράδοση, ενώ ο Καζαντζάκης Υμνητής του ανθρώπου, συνοδοιπόρος στην αγωνία
Ο Παπαδιαμάντης υπεραμύνεται της Οικουμενικότητας αφού όλοι οι άνθρωποι είναι δούλοι-υιοί Θεού και ο Καζαντζάκης υπερασπίζεται την Οικουμενικότητα καθώς όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αγωνία ψυχής-αγώνα
Ο Παπαδιαμάντης θυμάται: «Μικρός εζωγράφιζα αγίους» (αυτοβιογραφικό σημείωμα) και ο Καζαντζάκης διαφοροποιείται: «Είμαι ζωγράφος, όχι θεολόγος» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Ο Παπαδιαμάντης είναι Νοσταλγός παραδείσου, πρώτης νεότητος, πρώτης εξεγέρσεως της καρδίας, «η ζωή γίνεται έν με τον έρωτα» και «η ποίησης υποκαθιστά την πραγματικότητα εις το πνεύμα» (Διήγημα: Η Βλαχοπούλα) και ο Καζαντζάκης Νοσταλγός πατρίδας, «είναι φυσικό τον ανήφορο που έχει χρέος να πάρει η ψυχή, να τον ξεκρίνει κάθε άνθρωπος χαραγμένο βαθύτερα απάνω στα χώματα όπου γεννήθηκε..» (Αναφορά στον Γκρέκο)
Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ο Ζορμπάς του Νίκου Καζαντζάκη
Η Φόνισσα είναι κοινωνικό μυθιστόρημα, με ορθόδοξη προοπτική, ενώ ο Ζορμπάς είναι συναξάρι, με μεταφυσική αναζήτηση.
Σκοποθεσία έργων-σύμβολα προσώπων
Στον υπότιτλο ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει το έργο του «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Με μια σειρά αναδρομικών αφηγήσεων μαθαίνουμε για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής και το οικογενειακό περιβάλλον της Χαδούλας που πυροδότησαν την εγκληματική της στάση: δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, χωρίς αγάπη και φροντίδα από τους γονείς της, οικονομική δυσπραγία. «Από εκεί και πέρα η παρεκτροπή της ηρωίδας την απομονώνει. Ο νους της άγγιξε ένα μεγάλο πρόβλημα, δεν βρίσκει άκρη. Δογματίζει, παραλογίζεται, «ψηλώνει ο νους της», εκλογικεύει και δικαιολογεί το έγκλημα, αυτονομείται από το νόμο του Θεού και των ανθρώπων, αυτονομείται από την κοινωνική και θεϊκή ηθική. Η ύπαρξή της παλινδρομεί ανάμεσα στο φανταστικό και πραγματικό. Είναι σύμβολο μαζί και πορτραίτο!».[4] Από άλλη πλευρά το μυθιστόρημα είναι αντι-κοινωνικό! «Ο Παπαδιαμάντης γενικά προσπαθεί να δείξει με το μυθιστόρημά του το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή, προκοινωνική συνθήκη μέσα από την ιδέα της αναδρομής που κυριαρχεί στο κείμενο. Με τους φόνους η Φραγκογιαννού προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω, να εμποδίσει τα θύματά της να εισέλθουν στην κοινωνία.»[5]
«Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά μυθοποιεί ένα πραγματικό πρόσωπο, ενώ στα υπόλοιπα θέτει προβλήματα ηθικά και μεταφυσικά».[6] Από τη μία πλευρά, έχουμε τον Συγγραφέα ως εκπρόσωπο της θεωρίας, της γνώσης του πνεύματος, της διανόησης, που χαρακτηρίζεται από ασκητική εγκράτεια, διακατέχεται από σοβαροφάνεια και εκφράζεται με υψηλό ύφος· από την άλλη πλευρά, έχουμε τον Ζορμπά ως οπαδό της πράξης, της πείρας, του σώματος, της ύλης, που ξεχειλίζει από ανθρώπινη φιληδονία, αντιδρά με αυθορμητισμό και αποτυπώνεται με ταπεινό ύφος. «Ο Συγγραφέας αποτελεί σύμβολο της πνευματικής ύπαρξης και ο Ζορμπάς είναι το σύμβολο της πραγματικής ζωής».[7]
Περί ανολοκλήρωτου τέλους
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.» (Φόνισσα). «Για την Φραγκογιαννού –την ανοίκεια φιγούρα– πάντα υπάρχει το έλεος του Θεού. Ο Παπαδιαμάντης αφήνει την κρίση στον Κριτή, αυτός μόνο «ζωγραφίζει» τα πάθια και τους καημούς του κόσμου».[8]
Παράλληλα, στον Καζαντζάκη παρατηρείται επηρεασμός από Πλάτωνα. Στην αρχή της Πολιτείας και του Ζορμπά υπάρχει κατάβαση των πρωταγωνιστών στον Πειραιά (Σωκράτη και αφηγητή). Η συζήτηση με τον Σωκράτη στην Πολιτεία αφορά το ερώτημα περί δικαίου! Επομένως αν συνδυάσουμε το τέλος της Φόνισσας με την αρχή του Ζορμπά, βλέπουμε ότι το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα ερωτήματα: τι σημαίνει δίκαιο-άδικο, τι είναι αληθινό-ψεύτικο, τελικά τι αξίζει και τι δεν αξίζει.
Μέσω των επαναλαμβανομένων αντιθέσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών, του Συγγραφέα και του Ζορμπά (θεατής της ζωής - πρωταγωνιστής της ζωής, θεωρία- πράξη, γνώση-πείρα, πνεύμα-σώμα, διανόηση-ύλη, ασκητική εγκράτεια-ανθρώπινη φιληδονία, σοβαροφάνεια-αυθορμητισμός, λόγιος-λαϊκός) ο Καζαντζάκης δεν καταλήγει στη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά πότε ζυγιάζεται από εδώ και πότε από εκεί. Με άλλα λόγια δεν χρησιμοποιεί το διαλεκτικό σχήμα (όπως ίσως θα υποθέταμε λόγω των πολιτικών του ενδιαφερόντων) που αναλύεται σε θέση-αντίθεση-σύνθεση, δεν υπάρχει συγκεκριμένη σύνθεση στο έργο του, παρά μόνο φωτισμός από διαφορετική χαραμάδα του νου και της ψυχής. Ο Ζορμπάς δίδαξε τον συγγραφέα αλλά δεν τον έκανε ίδιο με αυτόν. Ο αφηγητής νιώθει να συγκλίνει (όταν ομιλεί περί αρχέγονης, μυστηριώδους πηγής του κόσμου ή όταν τον αποκαλούσε Γέροντα ή όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί από τη συνομοταξία των χαρτοπόντικων ή όταν φώναζε: Ομπρός Ζορμπά, άλλαξε τη ζωή μου, βίρα!) αλλά και να αποκλίνει (ήταν αργά, η εκπύρωσις και η ανακαίνισις δεν έγιναν ή είχα τόσο ξεπέσει, που αν ήταν να διαλέξω: να ερωτευτώ μία γυναίκα ή να διαβάσω ένα καλό βιβλίο για τον έρωτα, θα διάλεγα το βιβλίο) από τον Ζορμπά. Αυτό έρχεται σε συμφωνία και με τη βασική του ιδεολογική θέση για την αξία του διαρκούς αγώνα και της ελευθερίας.
Επηρεασμός από Ντοστογιέφσκι
Ο Παπαδιαμάντης (Φόνισσα) και ο Καζαντζάκης (Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά) συναντώνται με τον Ντοστογιέφσκι (Έγκλημα και Τιμωρία) ως προς τον μηδενισμό και τη σημασία των ονείρων.
Στον Παπαδιαμάντη και τον Ντοστογιέφσκι μπορεί και οι δύο ήρωες να αυτοαναγορεύονται σε κοινωνικούς εκδικητές και επιδιορθωτές της κοινωνικής αταξίας, ωστόσο ο ένας (Ρασκόλνικοφ) ενεργεί κάτω από τη δύναμη της παράνοιάς του, ενώ η άλλη (Φραγκογιαννού) κάτω από «ιερή μανία».[9]
Παράλληλα, ο Ρασκόλνικοφ και ο αφηγητής (Καζαντζάκης), είναι και οι δυο θα λέγαμε παρατηρητές του κόσμου, είναι μηδενιστές, επιλέγουν την ανυπαρξία του εαυτού τους σε έναν κόσμο που αρνείται την έννοια του εαυτού.[10] Ο πρώτος οδηγείται στην κατάσταση αυτή ως αποτέλεσμα των ιδεών του αλλά και του εγκλήματος που διέπραξε, ενώ ο δεύτερος λόγω της βουδιστικής ιδεολογίας που ασπάζεται (Όλα είναι όνειρο).[11]
Οι Ντοστογιέφσκι και Παπαδιαμάντης που ολοφάνερα τείνουν προς μια μεταφορική προσέγγιση της πραγματικότητας, πρέσβευαν ότι στο όνειρο ζωντανεύουν ξανά ξεχασμένες σκέψεις και συναισθήματα και ότι με τη βοήθεια του ονείρου αποκαλύπτεται η πραγματική ουσία του κόσμου. «Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις τα όνειρα λαμβάνουν μια ιδιαίτερα ρεαλιστική διάσταση, σχεδόν φυσιολογικά αισθητή και ταυτόχρονα δίνουν την εντύπωση πως δεν περιέχουν τίποτα συμβολικό.»[12] Η λογοτεχνία, τουλάχιστον όπως πραγματώνεται στα παραδείγματα του Ντοστογιέφσκι, του Παπαδιαμάντη και του Καζαντζάκη, προτείνει ένα είδος υπέρβασης, καθώς παρουσιάζει μια προσπάθεια φυσικής πραγμάτωσης του ονείρου. Επιπλέον στον Ζορμπά ενσωματώνεται το σαιξπηρικό και το βουδιστικό «όνειρο». Η μετάβαση από το βουδιστικό (ξερή περιγραφή) στο σαιξπηρικό (λογοτεχνική έκφραση) όνειρο πραγματοποιείται με τη γνωριμία της μαντάμ Ορτάνς.[13]
Περί παραδοξότητας
Η θητεία της πενθεράς προηγείται αμέσως της Φόνισσας στο παπαδιαμαντικό έργο:
«Ύστερον από δύο ώρας ευρέθη η γίδα, ησύχασαν τα παιδιά, η δαμιτζάνα με το μοσχάτον επωλήθη καλά εις το μαγαζί του Ματθαίου, και η κοιλοπονούσα εγέννησε και όγδοον παιδίον, άρρεν ― το δέκατον, συλλήβδην και των νεκρών. Ηύξανον τα “χάρματα“ της οικίας, επληθύνοντο τα βάσανα του κόσμου, επολλαπλασιάζοντο οι κόποι κ᾽ αι φροντίδες της πενθεράς. Και η Χαρμολίνα, την μίαν μετά τα μεσάνυκτα, όταν εδυνήθη τέλος να κατακλιθή, όπως εύρη ολίγην ανάπαυσιν, κατά τινα στιγμήν, αίφνης εψιθύρισε: ―Αχ! δεν εγινόμουν καλόγρια! Δυστυχώς δεν υπήρχον πλέον ούτε γυναικεία μοναστήρια εις την χώραν.» (Διήγημα: Η θητεία της πενθεράς, 1902).
Η θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής διακωμωδείται στη θητεία της πενθεράς για να αποκτήσει τραγική διάσταση στη συνέχεια με τη Φόνισσα.
Ο Καζαντζάκης αρχικά ονόμασε το έργο του «Το συναξάρι του Ζορμπά», αλλά τελικά προσέδωσε το όνομα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Και τα δύο ονόματα παραπέμπουν κατευθείαν στο γραμματειακό είδος «Βίοι των Αγίων».[14] Ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκάθαρα παρουσιάζει το μυθιστόρημά του ως αφήγηση της ζωής ενός αγίου, ως συναξάρι και χαρακτηρίζει τον Ζορμπά ως «Γέροντά» του. Η φράση όμως «βίος και πολιτεία» στην καθομιλουμένη νέα ελληνική χρησιμοποιείται κοινώς για να περιγράψει ένα άτομο του οποίου η ζωή είναι γεμάτη από περιπέτειες αμφιβόλου ηθικής. Σε συνδυασμό των ανωτέρω φαίνεται να μοιάζει το μυθιστόρημα με ειρωνεία ή αλλιώς παρωδία.[15] Κοινά σημεία μυθιστορήματος και αγιογραφικής παράδοσης: α. Παρόμοια ανάμειξη πραγματικών γεγονότων και μυθοπλασίας, χάριν διδακτισμού και μίμησης, β. Μη σαφής διάκριση συγγραφέα και αφηγητή, γ. Κοινοί τόποι: πάλη εναντίον του κακού και των πειρασμών,[16] η κατάληψη από δαίμονες (προτροπή σε χορό από συναισθηματική υπερχείλιση και μη αποδοχή της ηλικίας και της μείωσης των σεξουαλικών επιδόσεων, επεισόδιο με Ζαχαρία), η πραγματοποίηση θαυμάτων (η θεολογική σοφία του αμόρφωτου Ζορμπά), η απλότητα (με παραβολικές αφηγήσεις και συμβολικές πράξεις) Ένας αριθμός αφηγηματικών τεχνικών έχουν υιοθετηθεί από τα συναξάρια και σε κάποιο βαθμό έχουν παρωδηθεί με εμπλουτισμό από διαλόγους, γέλιο, χιούμορ, ειρωνεία, αυτοσαρκασμό.[17] «Το παράδοξο εμφανίζεται και στην ίδια τη μορφή του ζορμπά, σαν μια ανατοποθέτηση του Καραγκιόζη, ένα πρόσωπο που εκφράζει τα συναισθήματά του όχι με τον λόγο παρά μόνο με το τραγούδι, τη μουσική, το πήδημα και τον χορό, δηλαδή με τρόπους αρχέγονους».[18] Μία όψη του μυθιστορήματος είναι και η καταγγελτική όψη του, η σάτιρα του κλήρου και ιδίως των καλογέρων (σε έκταση 30 σελίδων από τις συνολικά 300 περίπου σελίδες του μυθιστορήματος), που τους παρουσιάζει ως βίαιους, δεισιδαίμονες, δόλιους, ακόρεστους, φιλοχρήματους και αρσενοκοίτες (ο ζορμπάς τους ονομάζει κατ΄ επανάληψη τουραμπάδες – τουρκικής προέλευσης), που δηλώνει υποτιμητικά τους μεγαλόσωμους και παχύσαρκους ιερείς και καλογήρους.[19]
Υπέρβαση
Το σημείο που πρέπει θίξουμε είναι η αυτοαναίρεση της θρησκευτικότητας του Παπαδιαμάντη προκειμένου να δικαιώσει την ηρωίδα του, η οποία καταφανώς παραβιάζει βασικούς θεόσταλτους κανόνες με τις πράξεις της. «Όταν φθάνει, στο τέλος του διηγήματος, αυτός ο κοσμοκαλόγερος καταφέρνει να δώσει στη Φραγκογιαννού το περίβλημα της ανέγγιχτης από τη θεία δικαιοσύνη φόνισσας. Όντως έχει καταφέρει να ξεπεράσει (μέσω της λογοτεχνίας) την προσωπική του θρησκευτική αντίληψη για τα όρια του ανθρώπου».[20]
Συνάμα, ο Ζορμπάς είναι το πρώτο επιτυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα, ακριβώς επειδή συνειδητοποίησε πως η λογοτεχνική μυθοπλασία ακολουθεί τον δικό της αυτόνομο δρόμο, πέρα από την εφαρμογή του ιδεολογικού προγράμματος (Ασκητική). «Η κατάβαση στο ορυχείο και η ανάβαση στο βουνό θα σήμαινε τον δρόμο-Γολγοθά του πνευματικού αγώνα προς το υπεράνθρωπο απόλυτο (κατά την Ασκητική), αλλά τελικά η ανάβαση σήμαινε την προετοιμασία για τον επίγειο παράδεισο, «κι η ψυχή είναι κι αυτή σάρκα».[21] Τελικά φαίνεται πως το μυθιστόρημα ξεπέρασε τις πνευματικές ανησυχίες του δημιουργού του, είναι μια ζωντανή μαρτυρία διαλεκτικής των ιδεών, των φωνών και των μορφών της νεότερης ελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας.[22]
Αντί επιλόγου
Για τον Παπαδιαμάντη «πρέπει» να ψηλώνει η καρδιά και όχι ο νους όπως στη Φόνισσα: «Η καρδιά μου είναι στα Ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είν΄ εδώ.» (Διήγημα: Αμαρτίας φάντασμα 1900).
Επιπρόσθετα, η αναζήτηση του υψηλού ταυτίζεται με το χρέος, την ευθύνη κατά κύριο λόγο στον Καζαντζάκη.
Π Η Γ Ε Σ
Βολιότης-Καπετανάκης, Η., 2011, Η Φραγκογιαννού και ο Ρασκόλνικοφ, Αθήνα, Μετρονόμος.
Γαραντούδης, Ε., 2008, Zorba the Greek του Μιχάλη Κακογιάννη και Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη: μία σύγκριση υπό το φως της πρόσληψης του καζαντζακικού έργου, στο: Σύγκριση/Comparaison, τ. 9.
Δημητρακόπουλος, Φ., 2001, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Εκδόσεις Ergo.
Eloeva, F., Reznikova, A., 2014, Η αισθητική του εφιάλτη στα έργα Παπαδιαμάντη και Ντοστογιέφσκι (Τα μυθιστορήματα Έγκλημα και τιμωρία και Φόνισσα). Το θέμα των ονείρων, στο: Κ. Δημάδης (επιμ.), 2015, Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία, τόμ Γ΄, Πρακτικά Ε΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2-5 Οκτ. 2014), Θεσσαλονίκη.
Ιεροθέου (Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου), 2012, Ο Θεός και η ευσέβεια του Παπαδιαμάντη, διαθέσιμο στο: https://fdathanasiou.wordpress.com/2012/10/02/ (ανακτήθηκε στις 25/7/2023).
Μαθιουδάκης, Ν. (επιμ.), 2013, Αναζητώντας τον Αλέξη Ζορμπά (Εισαγωγή), στο: Ν. Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Έθνος.
Παναγιωτίδου, Μ., 2013, Μορφές Μηδενισμού σε έργα του Ντοστογιέφσκυ και του Καζαντζάκη, διαθέσιμο στο: GRI-2014-12559.pdf (auth.gr), (ανακτήθηκε στις 25/7/2023).
Παπαδιαμάντης, Α., 1989, Άπαντα (Κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος), τ. Α΄-Ε΄, Αθήνα, Δόμος.
Πασχάλης, Μ., 2015, Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ, Ηράκλειο, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.
Πολίτης, Λ., 2004, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ.
Σπανδωνίδης, Π., 1998, Δύο μορφές της λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Τζιόβας, Δ., 2008, Η «Φόνισσα» ως αντικοινωνικό μυθιστόρημα, διαθέσιμο στο: https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-fonissa-ws-antikoinwniko-mythistorima/, (ανακτήθηκε στις 25/7/2023).
Φαρίνου - Μαλαματάρη Γ., 1998, Ο Καζαντζάκης και η βιογραφία, στο: Κ. Μουτζούρης., 1997, Νίκος Καζαντζάκης. Σαράντα Χρόνια από το θάνατό του — Πεπραγμένα Επιστημονικού Διημέρου, Χανιά, Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων.
Χριστίδης, Α, 2002, Η ασκητική της μετάφρασης στο Όψεις της γλώσσας, Νήσος.
Bakhtin, M., 1998, Epic and novel: toward a methodology for the study of the novel, στο: D. Duff, 1998, Modern Genre Theory, Λονδίνο, Longman.
Beaton, R., 1999, An Introduction to Modern Greek Literature, Oξφόρδη, Clarendon Press.
Nishitani, K., 1990, The self-overcoming of nihilism, State University of New York Press.
Polychrona, M., 2009, Narrating the Life of a Subverted Saint: Kazantzakis' initial title for 'Zorba' and the parody of a genre, στο: E. Close, G. Couvalis, G. Frazis, M. Palaktsoglou, and M. Tsianikas (eds.), 2007, Greek Research in Australia: Proceedings of the Biennial International Conference of Greek Studies, Aδελαϊδα, Flinders University Department of Languages - Modern Greek.