Καζαντζάκης και Παπαδιαμάντης: μια απροσδόκητη συνάντηση

Καζαντζάκης και Παπαδιαμάντης: μια απροσδόκητη συνάντηση


Στην ει­κο­νο­γρα­φία η μία μορ­φή γα­λή­νια –ο Πα­πα­δια­μά­ντης δε­ό­με­νος, ενώ η άλ­λη μορ­φή σε πνευ­μα­τι­κή εγρή­γορ­ση– ο Κα­ζαν­τζά­κης με­λε­τών και συγ­γρά­φων. Ο ένας κο­σμο­κα­λό­γε­ρος και ο άλ­λος πο­λί­της του κό­σμου.
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης συν­δε­δε­μέ­νος με το νη­σί Σκιά­θος –«σκιά του Άθω»,[1] ενώ ο Κα­ζαν­τζά­κης με την Κρή­τη– αρ­χέ­γο­νη μή­τρα.
Από το 1873 ο Α. Πα­πα­δια­μά­ντης ευ­ρί­σκε­ται στην Αθή­να έως το 1908, ενώ ο Ν. Κα­ζαν­τζά­κης από το 1902 έως το 1908, οπό­τε εί­ναι πι­θα­νό να συ­να­ντή­θη­καν τό­τε στο κα­φε­νείο της Δε­ξα­με­νής (1906-1908). Ο Α.Π. θα ήταν 55-57 ετών και ο Ν.Κ. 23-25 ετών. Και οι δυο το έτος 1908 απο­χω­ρούν από την Αθή­να, ο Α.Π. για τη Σκιά­θο με κλο­νι­σμέ­νη υγεία, ενώ ο Ν.Κ. για το Πα­ρί­σι για με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές.
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης τον Ιού­λιο του 1872 (21 ετών) επι­σκέ­φθη­κε το Άγιον Όρος, μα­ζί με τον παι­δι­κό του φί­λο Νι­κό­λαο Αγιώ­τη του Δια­νέ­λου, τον μο­να­χό Νή­φω­να της Ι.Μ. Δο­χεια­ρί­ου. Πα­ρέ­μει­νε με­ρι­κούς μή­νες «χά­ριν προ­σκυ­νή­σε­ως» (αυ­το­βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα) «εις την σκή­την την Ξε­νο­φω­ντι­νήν (Ευαγ­γε­λι­σμού της Θε­ο­τό­κου), γύ­ρω εις την κα­λύ­βην του Νή­φω­νος». (Δι­ή­γη­μα: Αγά­πη στον γκρε­μνό).[2] 
Ο Κα­ζαν­τζά­κης το 1914 (31 ετών) γνω­ρί­ζε­ται με τον Άγ­γε­λο Σι­κε­λια­νό. Επι­σκέ­πτο­νται και δια­μέ­νουν με­τα­ξύ άλ­λων στο Άγιο Όρος (Ι.Μ. Αγί­ου Παύ­λου), «ένα πνευ­μα­τι­κό προ­σκύ­νη­μα» (19ο κεφ. της Ανα­φο­ράς στο Γκρέ­κο). Εκεί γνω­ρί­στη­κε με τον Γιώρ­γη Zορ­μπά, τον με­τέ­πει­τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό Aλέ­ξη Zορ­μπά. Μα­ζί με τον Σι­κε­λια­νό πε­ρι­η­γού­νται την Ελ­λά­δα για να απο­κτή­σουν «συ­νεί­δη­ση της γης και της φυ­λής τους».
Και οι δύο λο­γο­τέ­χνες επη­ρε­ά­ζο­νται από τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, ο Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­φρά­ζει και ο Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει βι­βλίο.
Ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης και η με­τά­φρα­ση του έρ­γου του Ντο­στο­γιέφ­σκι Έγκλη­μα και τι­μω­ρία. «Το ντο­στο­γιεφ­σκι­κό κεί­με­νο ηχεί –και συ­νη­χεί– εξαί­σια μέ­σα στη νέα γλωσ­σι­κή του πα­τρί­δα. Στον πε­ζό ψαλ­μό της πα­πα­δια­μα­ντι­κής κα­θα­ρεύ­ου­σας συ­να­ντιέ­ται –και συ­ντί­θε­ται– η κοι­νή οδύ­νη που δια­περ­νά τον κό­σμο του Ντο­στο­γιέφ­σκι και τον κό­σμο του Πα­πα­δια­μά­ντη».[3] 
Δύο ηγε­τι­κές μορ­φές της Ρω­σι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας κυ­ριαρ­χούν στη σκέ­ψη του Κα­ζαν­τζά­κη και επη­ρε­ά­ζουν λο­γο­τε­χνι­κά την έμπνευ­σή του: ο Λέ­ων Τολ­στόι και ο Φιο­ντόρ Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, θαυ­μά­ζο­ντας τους δύο Ρώ­σους ομό­τε­χνούς του, δια­βά­ζει με πε­ρισ­σό ζή­λο το έρ­γο τους και με­λε­τά με υπέρ­με­τρη προ­σο­χή τις ιδέ­ες τους: «Δυο ήταν οι Ρού­σοι δρά­κοι, που μας εί­χαν αρ­πά­ξει στα μυ­θι­κά χρό­νια της νιό­της μας: ο Τολ­στόι κι ο Δο­στο­γιέφ­σκι. Αυ­τοί οι δυο στά­θη­καν οι με­γά­λοι Πα­τέ­ρες μας». Και γρά­φει το βι­βλίο Τα­ξι­δεύ­ο­ντας Ρου­σία.
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης στέ­κει Υμνη­τής φύ­σης και Θε­ού, κα­τά τη μο­να­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ενώ ο Κα­ζαν­τζά­κης Υμνη­τής του αν­θρώ­που, συ­νο­δοι­πό­ρος στην αγω­νία
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης υπε­ρα­μύ­νε­ται της Οι­κου­με­νι­κό­τη­τας αφού όλοι οι άν­θρω­ποι εί­ναι δού­λοι-υιοί Θε­ού και ο Κα­ζαν­τζά­κης υπε­ρα­σπί­ζε­ται την Οι­κου­με­νι­κό­τη­τα κα­θώς όλοι οι άν­θρω­ποι έχουν την ίδια αγω­νία ψυ­χής-αγώ­να
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης θυ­μά­ται: «Μι­κρός εζω­γρά­φι­ζα αγί­ους» (αυ­το­βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα) και ο Κα­ζαν­τζά­κης δια­φο­ρο­ποιεί­ται: «Εί­μαι ζω­γρά­φος, όχι θε­ο­λό­γος» (Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο).
Ο Πα­πα­δια­μά­ντης εί­ναι Νο­σταλ­γός πα­ρα­δεί­σου, πρώ­της νε­ό­τη­τος, πρώ­της εξε­γέρ­σε­ως της καρ­δί­ας, «η ζωή γί­νε­ται έν με τον έρω­τα» και «η ποί­η­σης υπο­κα­θι­στά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εις το πνεύ­μα» (Δι­ή­γη­μα: Η Βλα­χο­πού­λα) και ο Κα­ζαν­τζά­κης Νο­σταλ­γός πα­τρί­δας, «εί­ναι φυ­σι­κό τον ανή­φο­ρο που έχει χρέ­ος να πά­ρει η ψυ­χή, να τον ξε­κρί­νει κά­θε άν­θρω­πος χα­ραγ­μέ­νο βα­θύ­τε­ρα απά­νω στα χώ­μα­τα όπου γεν­νή­θη­κε..» (Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο)


Η Φό­νισ­σα του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη και ο Ζορ­μπάς του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη

Η Φό­νισ­σα εί­ναι κοι­νω­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, με ορ­θό­δο­ξη προ­ο­πτι­κή, ενώ ο Ζορ­μπάς εί­ναι συ­να­ξά­ρι, με με­τα­φυ­σι­κή ανα­ζή­τη­ση.

Σκο­πο­θε­σία έρ­γων-σύμ­βο­λα προ­σώ­πων

Στον υπό­τι­τλο ο Πα­πα­δια­μά­ντης χα­ρα­κτη­ρί­ζει το έρ­γο του «κοι­νω­νι­κόν μυ­θι­στό­ρη­μα». Με μια σει­ρά ανα­δρο­μι­κών αφη­γή­σε­ων μα­θαί­νου­με για το κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο της επο­χής και το οι­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον της Χα­δού­λας που πυ­ρο­δό­τη­σαν την εγκλη­μα­τι­κή της στά­ση: δυ­στυ­χι­σμέ­να παι­δι­κά χρό­νια, χω­ρίς αγά­πη και φρο­ντί­δα από τους γο­νείς της, οι­κο­νο­μι­κή δυ­σπρα­γία. «Από εκεί και πέ­ρα η πα­ρε­κτρο­πή της ηρω­ί­δας την απο­μο­νώ­νει. Ο νους της άγ­γι­ξε ένα με­γά­λο πρό­βλη­μα, δεν βρί­σκει άκρη. Δογ­μα­τί­ζει, πα­ρα­λο­γί­ζε­ται, «ψη­λώ­νει ο νους της», εκλο­γι­κεύ­ει και δι­καιο­λο­γεί το έγκλη­μα, αυ­το­νο­μεί­ται από το νό­μο του Θε­ού και των αν­θρώ­πων, αυ­το­νο­μεί­ται από την κοι­νω­νι­κή και θεϊ­κή ηθι­κή. Η ύπαρ­ξή της πα­λιν­δρο­μεί ανά­με­σα στο φα­ντα­στι­κό και πραγ­μα­τι­κό. Εί­ναι σύμ­βο­λο μα­ζί και πορ­τραί­το!».[4] Από άλ­λη πλευ­ρά το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι αντι-κοι­νω­νι­κό! «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης γε­νι­κά προ­σπα­θεί να δεί­ξει με το μυ­θι­στό­ρη­μά του το αδιέ­ξο­δο της κοι­νω­νί­ας του, να αμ­φι­σβη­τή­σει την ιδέα της προ­ό­δου και να υπο­στη­ρί­ξει την ιδέα της επι­στρο­φής σε μια πιο αγνή, προ­κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη μέ­σα από την ιδέα της ανα­δρο­μής που κυ­ριαρ­χεί στο κεί­με­νο. Με τους φό­νους η Φρα­γκο­γιαν­νού προ­σπα­θεί να γυ­ρί­σει το ρο­λόι πί­σω, να εμπο­δί­σει τα θύ­μα­τά της να ει­σέλ­θουν στην κοι­νω­νία.»[5]

«Ο Βί­ος και η Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά μυ­θο­ποιεί ένα πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο, ενώ στα υπό­λοι­πα θέ­τει προ­βλή­μα­τα ηθι­κά και με­τα­φυ­σι­κά».[6] Από τη μία πλευ­ρά, έχου­με τον Συγ­γρα­φέα ως εκ­πρό­σω­πο της θε­ω­ρί­ας, της γνώ­σης του πνεύ­μα­τος, της δια­νό­η­σης, που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από ασκη­τι­κή εγκρά­τεια, δια­κα­τέ­χε­ται από σο­βα­ρο­φά­νεια και εκ­φρά­ζε­ται με υψη­λό ύφος· από την άλ­λη πλευ­ρά, έχου­με τον Ζορ­μπά ως οπα­δό της πρά­ξης, της πεί­ρας, του σώ­μα­τος, της ύλης, που ξε­χει­λί­ζει από αν­θρώ­πι­νη φι­λη­δο­νία, αντι­δρά με αυ­θορ­μη­τι­σμό και απο­τυ­πώ­νε­ται με τα­πει­νό ύφος. «Ο Συγ­γρα­φέ­ας απο­τε­λεί σύμ­βο­λο της πνευ­μα­τι­κής ύπαρ­ξης και ο Ζορ­μπάς εί­ναι το σύμ­βο­λο της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής».[7] 


Πε­ρί ανο­λο­κλή­ρω­του τέ­λους

«Η γραία Χα­δού­λα εύ­ρε τον θά­να­τον εις το πέ­ρα­μα του Αγί­ου Σώ­στη, εις τον λαι­μόν τον ενώ­νο­ντα τον βρά­χον του ερη­μη­τη­ρί­ου με την ξη­ράν, εις το ήμι­συ του δρό­μου, με­τα­ξύ της θεί­ας και της αν­θρω­πί­νης δι­καιο­σύ­νης.» (Φο­́νι­σσα). «Για την Φρα­γκο­γιαν­νού –την ανοί­κεια φι­γού­ρα– πά­ντα υπάρ­χει το έλε­ος του Θε­ού. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης αφή­νει την κρί­ση στον Κρι­τή, αυ­τός μό­νο «ζω­γρα­φί­ζει» τα πά­θια και τους καη­μούς του κό­σμου».[8]  
Πα­ράλ­λη­λα, στον Κα­ζαν­τζά­κη πα­ρα­τη­ρεί­ται επη­ρε­α­σμός από Πλά­τω­να. Στην αρ­χή της Πο­λι­τεί­ας και του Ζορ­μπά υπάρ­χει κα­τά­βα­ση των πρω­τα­γω­νι­στών στον Πει­ραιά (Σω­κρά­τη και αφη­γη­τή). Η συ­ζή­τη­ση με τον Σω­κρά­τη στην Πο­λι­τεία αφο­ρά το ερώ­τη­μα πε­ρί δι­καί­ου! Επο­μέ­νως αν συν­δυά­σου­με το τέ­λος της Φο­́νι­σσας με την αρ­χή του Ζορ­μπά, βλέ­που­με ότι το εν­δια­φέ­ρον στρέ­φε­ται προς τα ερω­τή­μα­τα: τι ση­μαί­νει δί­καιο-άδι­κο, τι εί­ναι αλη­θι­νό-ψεύ­τι­κο, τε­λι­κά τι αξί­ζει και τι δεν αξί­ζει.
Μέ­σω των επα­να­λαμ­βα­νο­μέ­νων αντι­θέ­σε­ων με­τα­ξύ των πρω­τα­γω­νι­στών, του Συγ­γρα­φέα και του Ζορ­μπά (θε­α­τής της ζω­ής - πρω­τα­γω­νι­στής της ζω­ής, θε­ω­ρία- πρά­ξη, γνώ­ση-πεί­ρα, πνεύ­μα-σώ­μα, δια­νό­η­ση-ύλη, ασκη­τι­κή εγκρά­τεια-αν­θρώ­πι­νη φι­λη­δο­νία, σο­βα­ρο­φά­νεια-αυ­θορ­μη­τι­σμός, λό­γιος-λαϊ­κός) ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν κα­τα­λή­γει στη μία ή την άλ­λη πλευ­ρά, αλ­λά πό­τε ζυ­γιά­ζε­ται από εδώ και πό­τε από εκεί. Με άλ­λα λό­για δεν χρη­σι­μο­ποιεί το δια­λε­κτι­κό σχή­μα (όπως ίσως θα υπο­θέ­τα­με λό­γω των πο­λι­τι­κών του εν­δια­φε­ρό­ντων) που ανα­λύ­ε­ται σε θέ­ση-αντί­θε­ση-σύν­θε­ση, δεν υπάρ­χει συ­γκε­κρι­μέ­νη σύν­θε­ση στο έρ­γο του, πα­ρά μό­νο φω­τι­σμός από δια­φο­ρε­τι­κή χα­ρα­μά­δα του νου και της ψυ­χής. Ο Ζορ­μπάς δί­δα­ξε τον συγ­γρα­φέα αλ­λά δεν τον έκα­νε ίδιο με αυ­τόν. Ο αφη­γη­τής νιώ­θει να συ­γκλί­νει (όταν ομι­λεί πε­ρί αρ­χέ­γο­νης, μυ­στη­ριώ­δους πη­γής του κό­σμου ή όταν τον απο­κα­λού­σε Γέ­ρο­ντα ή όταν προ­σπά­θη­σε να απο­μα­κρυν­θεί από τη συ­νο­μο­τα­ξία των χαρ­το­πό­ντι­κων ή όταν φώ­να­ζε: Ομπρός Ζορ­μπά, άλ­λα­ξε τη ζωή μου, βί­ρα!) αλ­λά και να απο­κλί­νει (ήταν αρ­γά, η εκ­πύ­ρω­σις και η ανα­καί­νι­σις δεν έγι­ναν ή εί­χα τό­σο ξε­πέ­σει, που αν ήταν να δια­λέ­ξω: να ερω­τευ­τώ μία γυ­ναί­κα ή να δια­βά­σω ένα κα­λό βι­βλίο για τον έρω­τα, θα διά­λε­γα το βι­βλίο) από τον Ζορ­μπά. Αυ­τό έρ­χε­ται σε συμ­φω­νία και με τη βα­σι­κή του ιδε­ο­λο­γι­κή θέ­ση για την αξία του διαρ­κούς αγώ­να και της ελευ­θε­ρί­ας.


Επη­ρε­α­σμός από Ντο­στο­γιέφ­σκι

Ο Πα­πα­δια­μά­ντης (Φο­́νι­σσα) και ο Κα­ζαν­τζά­κης (Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά) συ­να­ντώ­νται με τον Ντο­στο­γιέφ­σκι (Έγκλη­μα και Τι­μω­ρία) ως προς τον μη­δε­νι­σμό και τη ση­μα­σία των ονεί­ρων.
Στον Πα­πα­δια­μά­ντη και τον Ντο­στο­γιέφ­σκι μπο­ρεί και οι δύο ήρω­ες να αυ­το­α­να­γο­ρεύ­ο­νται σε κοι­νω­νι­κούς εκ­δι­κη­τές και επι­διορ­θω­τές της κοι­νω­νι­κής ατα­ξί­ας, ωστό­σο ο ένας (Ρα­σκόλ­νι­κοφ) ενερ­γεί κά­τω από τη δύ­να­μη της πα­ρά­νοιάς του, ενώ η άλ­λη (Φρα­γκο­γιαν­νού) κά­τω από «ιε­ρή μα­νία».[9]
Πα­ράλ­λη­λα, ο Ρα­σκόλ­νι­κοφ και ο αφη­γη­τής (Κα­ζαν­τζά­κης), εί­ναι και οι δυο θα λέ­γα­με πα­ρα­τη­ρη­τές του κό­σμου, εί­ναι μη­δε­νι­στές, επι­λέ­γουν την ανυ­παρ­ξία του εαυ­τού τους σε έναν κό­σμο που αρ­νεί­ται την έν­νοια του εαυ­τού.[10] Ο πρώ­τος οδη­γεί­ται στην κα­τά­στα­ση αυ­τή ως απο­τέ­λε­σμα των ιδε­ών του αλ­λά και του εγκλή­μα­τος που διέ­πρα­ξε, ενώ ο δεύ­τε­ρος λό­γω της βου­δι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας που ασπά­ζε­ται (Όλα εί­ναι όνει­ρο).[11]
Οι Ντο­στο­γιέφ­σκι και Πα­πα­δια­μά­ντης που ολο­φά­νε­ρα τεί­νουν προς μια με­τα­φο­ρι­κή προ­σέγ­γι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πρέ­σβευαν ότι στο όνει­ρο ζω­ντα­νεύ­ουν ξα­νά ξε­χα­σμέ­νες σκέ­ψεις και συ­ναι­σθή­μα­τα και ότι με τη βο­ή­θεια του ονεί­ρου απο­κα­λύ­πτε­ται η πραγ­μα­τι­κή ου­σία του κό­σμου. «Εί­ναι εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ότι και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις τα όνει­ρα λαμ­βά­νουν μια ιδιαί­τε­ρα ρε­α­λι­στι­κή διά­στα­ση, σχε­δόν φυ­σιο­λο­γι­κά αι­σθη­τή και ταυ­τό­χρο­να δί­νουν την εντύ­πω­ση πως δεν πε­ριέ­χουν τί­πο­τα συμ­βο­λι­κό.»[12] Η λο­γο­τε­χνία, του­λά­χι­στον όπως πραγ­μα­τώ­νε­ται στα πα­ρα­δείγ­μα­τα του Ντο­στο­γιέφ­σκι, του Πα­πα­δια­μά­ντη και του Κα­ζαν­τζά­κη, προ­τεί­νει ένα εί­δος υπέρ­βα­σης, κα­θώς πα­ρου­σιά­ζει μια προ­σπά­θεια φυ­σι­κής πραγ­μά­τω­σης του ονεί­ρου. Επι­πλέ­ον στον Ζορ­μπά εν­σω­μα­τώ­νε­ται το σαιξ­πη­ρι­κό και το βου­δι­στι­κό «όνει­ρο». Η με­τά­βα­ση από το βου­δι­στι­κό (ξε­ρή πε­ρι­γρα­φή) στο σαιξ­πη­ρι­κό (λο­γο­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση) όνει­ρο πραγ­μα­το­ποιεί­ται με τη γνω­ρι­μία της μα­ντάμ Ορ­τάνς.[13]

Η Μα­ντάμ Ορ­τάνς (Αδε­λί­να Γκι­τάρ, 1863-1938)


Πε­ρί πα­ρα­δο­ξό­τη­τας

Η θη­τεία της πεν­θε­ράς προη­γεί­ται αμέ­σως της Φό­νισ­σας στο πα­πα­δια­μα­ντι­κό έρ­γο:

«Ύστε­ρον από δύο ώρας ευ­ρέ­θη η γί­δα, ησύ­χα­σαν τα παι­διά, η δα­μι­τζά­να με το μο­σχά­τον επω­λή­θη κα­λά εις το μα­γα­ζί του Ματ­θαί­ου, και η κοι­λο­πο­νού­σα εγέν­νη­σε και όγδο­ον παι­δί­ον, άρ­ρεν ― το δέ­κα­τον, συλ­λή­βδην και των νε­κρών. Ηύ­ξα­νον τα “χάρ­μα­τα“ της οι­κί­ας, επλη­θύ­νο­ντο τα βά­σα­να του κό­σμου, επολ­λα­πλα­σιά­ζο­ντο οι κό­ποι κ᾽ αι φρο­ντί­δες της πεν­θε­ράς. Και η Χαρ­μο­λί­να, την μί­αν με­τά τα με­σά­νυ­κτα, όταν εδυ­νή­θη τέ­λος να κα­τα­κλι­θή, όπως εύ­ρη ολί­γην ανά­παυ­σιν, κα­τά τι­να στιγ­μήν, αίφ­νης εψι­θύ­ρι­σε: ―Αχ! δεν εγι­νό­μουν κα­λό­γρια! Δυ­στυ­χώς δεν υπήρ­χον πλέ­ον ού­τε γυ­ναι­κεία μο­να­στή­ρια εις την χώ­ραν.» (Δι­ή­γη­μα: Η θη­τεία της πεν­θε­ράς, 1902).

Η θέ­ση της γυ­ναί­κας εκεί­νης της επο­χής δια­κω­μω­δεί­ται στη θη­τεία της πεν­θε­ράς για να απο­κτή­σει τρα­γι­κή διά­στα­ση στη συ­νέ­χεια με τη Φο­́νι­σσα.
Ο Κα­ζαν­τζά­κης αρ­χι­κά ονό­μα­σε το έρ­γο του «Το συ­να­ξά­ρι του Ζορ­μπά», αλ­λά τε­λι­κά προ­σέ­δω­σε το όνο­μα «Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά». Και τα δύο ονό­μα­τα πα­ρα­πέ­μπουν κα­τευ­θεί­αν στο γραμ­μα­τεια­κό εί­δος «Βί­οι των Αγί­ων».[14] Ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας ξε­κά­θα­ρα πα­ρου­σιά­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μά του ως αφή­γη­ση της ζω­ής ενός αγί­ου, ως συ­να­ξά­ρι και χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Ζορ­μπά ως «Γέ­ρο­ντά» του. Η φρά­ση όμως «βί­ος και πο­λι­τεία» στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη νέα ελ­λη­νι­κή χρη­σι­μο­ποιεί­ται κοι­νώς για να πε­ρι­γρά­ψει ένα άτο­μο του οποί­ου η ζωή εί­ναι γε­μά­τη από πε­ρι­πέ­τειες αμ­φι­βό­λου ηθι­κής. Σε συν­δυα­σμό των ανω­τέ­ρω φαί­νε­ται να μοιά­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα με ει­ρω­νεία ή αλ­λιώς πα­ρω­δία.[15] Κοι­νά ση­μεία μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και αγιο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης: α. Πα­ρό­μοια ανά­μει­ξη πραγ­μα­τι­κών γε­γο­νό­των και μυ­θο­πλα­σί­ας, χά­ριν δι­δα­κτι­σμού και μί­μη­σης, β. Μη σα­φής διά­κρι­ση συγ­γρα­φέα και αφη­γη­τή, γ. Κοι­νοί τό­ποι: πά­λη ενα­ντί­ον του κα­κού και των πει­ρα­σμών,[16] η κα­τά­λη­ψη από δαί­μο­νες (προ­τρο­πή σε χο­ρό από συ­ναι­σθη­μα­τι­κή υπερ­χεί­λι­ση και μη απο­δο­χή της ηλι­κί­ας και της μεί­ω­σης των σε­ξουα­λι­κών επι­δό­σε­ων, επει­σό­διο με Ζα­χα­ρία), η πραγ­μα­το­ποί­η­ση θαυ­μά­των (η θε­ο­λο­γι­κή σο­φία του αμόρ­φω­του Ζορ­μπά), η απλό­τη­τα (με πα­ρα­βο­λι­κές αφη­γή­σεις και συμ­βο­λι­κές πρά­ξεις) Ένας αριθ­μός αφη­γη­μα­τι­κών τε­χνι­κών έχουν υιο­θε­τη­θεί από τα συ­να­ξά­ρια και σε κά­ποιο βαθ­μό έχουν πα­ρω­δη­θεί με εμπλου­τι­σμό από δια­λό­γους, γέ­λιο, χιού­μορ, ει­ρω­νεία, αυ­το­σαρ­κα­σμό.[17] «Το πα­ρά­δο­ξο εμ­φα­νί­ζε­ται και στην ίδια τη μορ­φή του ζορ­μπά, σαν μια ανα­το­πο­θέ­τη­ση του Κα­ρα­γκιό­ζη, ένα πρό­σω­πο που εκ­φρά­ζει τα συ­ναι­σθή­μα­τά του όχι με τον λό­γο πα­ρά μό­νο με το τρα­γού­δι, τη μου­σι­κή, το πή­δη­μα και τον χο­ρό, δη­λα­δή με τρό­πους αρ­χέ­γο­νους».[18] Μία όψη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι και η κα­ταγ­γελ­τι­κή όψη του, η σά­τι­ρα του κλή­ρου και ιδί­ως των κα­λο­γέ­ρων (σε έκτα­ση 30 σε­λί­δων από τις συ­νο­λι­κά 300 πε­ρί­που σε­λί­δες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος), που τους πα­ρου­σιά­ζει ως βί­αιους, δει­σι­δαί­μο­νες, δό­λιους, ακό­ρε­στους, φι­λο­χρή­μα­τους και αρ­σε­νο­κοί­τες (ο ζορ­μπάς τους ονο­μά­ζει κατ΄ επα­νά­λη­ψη του­ρα­μπά­δες – τουρ­κι­κής προ­έ­λευ­σης), που δη­λώ­νει υπο­τι­μη­τι­κά τους με­γα­λό­σω­μους και πα­χύ­σαρ­κους ιε­ρείς και κα­λο­γή­ρους.[19]

Υπέρ­βα­ση

Το ση­μείο που πρέ­πει θί­ξου­με εί­ναι η αυ­το­α­ναί­ρε­ση της θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας του Πα­πα­δια­μά­ντη προ­κει­μέ­νου να δι­καιώ­σει την ηρω­ί­δα του, η οποία κα­τα­φα­νώς πα­ρα­βιά­ζει βα­σι­κούς θε­ό­σταλ­τους κα­νό­νες με τις πρά­ξεις της. «Όταν φθά­νει, στο τέ­λος του δι­η­γή­μα­τος, αυ­τός ο κο­σμο­κα­λό­γε­ρος κα­τα­φέρ­νει να δώ­σει στη Φρα­γκο­γιαν­νού το πε­ρί­βλη­μα της ανέγ­γι­χτης από τη θεία δι­καιο­σύ­νη φό­νισ­σας. Όντως έχει κα­τα­φέ­ρει να ξε­πε­ρά­σει (μέ­σω της λο­γο­τε­χνί­ας) την προ­σω­πι­κή του θρη­σκευ­τι­κή αντί­λη­ψη για τα όρια του αν­θρώ­που».[20]
Συ­νά­μα, ο Ζορ­μπάς εί­ναι το πρώ­το επι­τυ­χη­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα του συγ­γρα­φέα, ακρι­βώς επει­δή συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πως η λο­γο­τε­χνι­κή μυ­θο­πλα­σία ακο­λου­θεί τον δι­κό της αυ­τό­νο­μο δρό­μο, πέ­ρα από την εφαρ­μο­γή του ιδε­ο­λο­γι­κού προ­γράμ­μα­τος (Ασκη­τι­κή). «Η κα­τά­βα­ση στο ορυ­χείο και η ανά­βα­ση στο βου­νό θα σή­μαι­νε τον δρό­μο-Γολ­γο­θά του πνευ­μα­τι­κού αγώ­να προς το υπε­ράν­θρω­πο από­λυ­το (κα­τά την Ασκη­τι­κή), αλ­λά τε­λι­κά η ανά­βα­ση σή­μαι­νε την προ­ε­τοι­μα­σία για τον επί­γειο πα­ρά­δει­σο, «κι η ψυ­χή εί­ναι κι αυ­τή σάρ­κα».[21] Τε­λι­κά φαί­νε­ται πως το μυ­θι­στό­ρη­μα ξε­πέ­ρα­σε τις πνευ­μα­τι­κές ανη­συ­χί­ες του δη­μιουρ­γού του, εί­ναι μια ζω­ντα­νή μαρ­τυ­ρία δια­λε­κτι­κής των ιδε­ών, των φω­νών και των μορ­φών της νε­ό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας.[22]


Αντί επι­λό­γου

Για τον Πα­πα­δια­μά­ντη «πρέ­πει» να ψη­λώ­νει η καρ­διά και όχι ο νους όπως στη Φό­νισ­σα: «Η καρ­διά μου εί­ναι στα Ψη­λώ­μα­τα, η καρ­διά μου δεν είν΄ εδώ.» (Δι­ή­γη­μα: Αμαρ­τί­ας φά­ντα­σμα 1900).
Επι­πρό­σθε­τα, η ανα­ζή­τη­ση του υψη­λού ταυ­τί­ζε­ται με το χρέ­ος, την ευ­θύ­νη κα­τά κύ­ριο λό­γο στον Κα­ζαν­τζά­κη.


Π Η Γ Ε Σ

Βο­λιό­της-Κα­πε­τα­νά­κης, Η., 2011, Η Φρα­γκο­γιαν­νού και ο Ρα­σκό­λν­ικοφ, Αθή­να, Με­τρο­νό­μος.
Γα­ρα­ντού­δης, Ε., 2008, Zorba the Greek του Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη και Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη: μία σύ­γκρι­ση υπό το φως της πρό­σλη­ψης του κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου, στο: Σύ­γκρι­ση/Comparaison, τ. 9.
Δη­μη­τρα­κό­που­λος, Φ., 2001, Λεύ­κω­μα Πα­πα­δια­μά­ντη, Αθή­να, Εκ­δό­σεις Ergo.
Eloeva, F., Reznikova, A., 2014, Η αι­σθη­τι­κή του εφιάλ­τη στα έρ­γα Πα­πα­δια­μά­ντη και Ντο­στο­γιέφ­σκι (Τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Έγκλη­μα και τι­μω­ρία και Φό­νισ­σα). Το θέ­μα των ονεί­ρων, στο: Κ. Δη­μά­δης (επιμ.), 2015, Συ­νέ­χειες, ασυ­νέ­χειες, ρή­ξεις στον ελ­λη­νι­κό κό­σμο (1204-2014): οι­κο­νο­μία, κοι­νω­νία, ιστο­ρία, λο­γο­τε­χνία, τόμ Γ΄, Πρα­κτι­κά Ε΄ Ευ­ρω­παϊ­κού Συ­νε­δρί­ου Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2-5 Οκτ. 2014), Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Ιε­ρο­θέ­ου (Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Αγ. Βλα­σί­ου), 2012, Ο Θε­ός και η ευ­σέ­βεια του Πα­πα­δια­μά­ντη, δια­θέ­σι­μο στο: https://​fda​than​asio​u.​wor​dpre​ss.​com/​2012/​10/​02/ (ανα­κτή­θη­κε στις 25/7/2023).
Μα­θιου­δά­κης, Ν. (επιμ.), 2013, Ανα­ζη­τώ­ντας τον Αλέ­ξη Ζορ­μπά (Ει­σα­γω­γή), στο: Ν. Κα­ζαν­τζά­κης, Βί­ος και Πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά, Εκ­δό­σεις Έθνος.
Πα­να­γιω­τί­δου, Μ., 2013, Μορ­φές Μη­δε­νι­σμού σε έρ­γα του Ντο­στο­γιέφ­σκυ και του Κα­ζαν­τζά­κη, δια­θέ­σι­μο στο: GRI-2014-12559.pdf (auth.gr), (ανα­κτή­θη­κε στις 25/7/2023).
Πα­πα­δια­μά­ντης, Α., 1989, Άπα­ντα (Κρι­τι­κή έκ­δο­ση Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος), τ. Α΄-Ε΄, Αθή­να, Δό­μος.
Πα­σχά­λης, Μ., 2015, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης: Από τον Όμη­ρο στον Σαίξ­πηρ, Ηρά­κλειο, Εται­ρία Κρη­τι­κών Ιστο­ρι­κών Με­λε­τών.
Πο­λί­της, Λ., 2004, Ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, ΜΙΕΤ.
Σπαν­δω­νί­δης, Π., 1998, Δύο μορ­φές της λο­γο­τε­χνί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Εται­ρία Λο­γο­τε­χνών Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Τζιό­βας, Δ., 2008, Η «Φο­́νι­σσα» ως αντι­κοι­νω­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, δια­θέ­σι­μο στο: https://​www.​tovima.​gr/​2008/​11/​24/​opi​nion​s/​i-​fonissa-​ws-​ant​ikoi​nwni​ko-​myt​hist​orim​a/, (ανα­κτή­θη­κε στις 25/7/2023).
Φα­ρί­νου - Μα­λα­μα­τά­ρη Γ., 1998, Ο Κα­ζαν­τζά­κης και η βιο­γρα­φία, στο: Κ. Μου­τζού­ρης., 1997, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης. Σα­ρά­ντα Χρό­νια από το θά­να­τό του — Πε­πραγ­μέ­να Επι­στη­μο­νι­κού Δι­η­μέ­ρου, Χα­νιά, Δη­μο­τι­κή Πο­λι­τι­στι­κή Επι­χεί­ρη­ση Χα­νί­ων.
Χρι­στί­δης, Α, 2002, Η ασκη­τι­κή της με­τά­φρα­σης στο Όψεις της γλώσ­σας, Νή­σος.
Bakhtin, M., 1998, Epic and novel: toward a methodology for the study of the novel, στο: D. Duff, 1998, Modern Genre Theory, Λον­δί­νο, Longman.
Beaton, R., 1999, An Introduction to Modern Greek Literature, Oξ­φόρ­δη, Clarendon Press.
Nishitani, K., 1990, The self-overcoming of nihilism, State University of New York Press.
Polychrona, M., 2009, Narrating the Life of a Subverted Saint: Kazantzakis' initial title for 'Zorba' and the parody of a genre, στο: E. Close, G. Couvalis, G. Frazis, M. Palaktsoglou, and M. Tsianikas (eds.), 2007, Greek Research in Australia: Proceedings of the Biennial International Conference of Greek Studies, Aδε­λαϊ­δα, Flinders University Department of Languages - Modern Greek.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: