Γνωρίζουμε, από την ιδιόγραφη περίληψη[1] που ο Καζαντζάκης έστειλε στον Π. Πρεβελάκη, ότι ξεκίνησε να γράφει την Οδύσσεια το 1925, στο Ηράκλειο, και την ολοκλήρωσε το 1938 στην Αίγινα. Κι ακόμη, ότι η Οδύσσεια αποτέλεσε για τον Καζαντζάκη έργο ζωής, όπως επιβεβαιώνει ο ίδιος, σε επιστολή του προς τον Μηνά Δημάκη,[2] όπου, αφού εκφράσει τη χαρά του που η “αιματωμένη κραβγή” του της Ασκητικής “ακούγεται -και μάλιστα από αφτιά κρητικά”, γράφει: “Τίποτα δεν έκαμα, η ζωή μου θα πάει χαμένη αν η “Οδύσσεια” που τυπόνεται τώρα δεν έχει αξία”. Το βεβαιώνει και ο Αλέξης Μινωτής.[3] Όταν, μετά τον πόλεμο, βρέθηκαν στο Παρίσι με τον Πρεβελάκη, στο σπίτι του Ρουσέλ, ο Καζαντζάκης τούς διάβασε τον Αλέξη Ζορμπά και μάλλον πειράχτηκε με τον ενθουσιασμό τους. “Τους επαίνους δεν τους ήθελε για τα μυθιστορήματά του, αλλά για την “Οδύσσεια”, για την ποίησή του, ήθελε οι έπαινοι να αφορούν στην κορυφή.”
Πρόκληση, λοιπόν, στάθηκε για μας να αναζητήσουμε το πώς υποδέχτηκαν την Οδύσσεια οι ομότεχνοι του Καζαντζάκη, τη χρονική περίοδο από την έκδοσή της μέχρι το θάνατό του. Καθώς το θέμα είναι ευρύ, δεν φιλοδοξούμε να το εξαντλήσουμε, αλλά να παρουσιάσουμε τη μεγάλη εικόνα, το γενικό πλαίσιο, δηλαδή, μέσα στο οποίο κινήθηκε η κριτική, τα ζητήματα που τέθηκαν και το διάλογο που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους και τον ποιητή, που με τις παρεμβάσεις και τα σχόλιά του, φωτίζει όχι μόνο την Οδύσσεια, αλλά και το σύνολο του έργου του.
Σημειωτέον ότι, πριν από την πρώτη έκδοση της Οδύσσειας, τον Δεκέμβριο του 1938, αποσπάσματά της είχαν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά Λόγου και Τέχνης[4] και στον ημερήσιο Τύπο, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβριο του 1926. Ο πνευματικός κόσμος, λοιπόν, είχε ήδη προϊδεαστεί για το τι κομίζει στα Γράμματα, ειδικά στην Ποίηση, το νέο αυτό έργο του Ν. Καζαντζάκη. Ορισμένα, μάλιστα, από τα θέματα, όπως αυτό της γλώσσας και των κρητικών ιδιωματισμών, είχαν ήδη τεθεί σε διάλογο,[5] με αφορμή και την έμμετρη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη από τον Καζαντζάκη, το 1934.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, γράφει ο Καζαντζάκης την τελευταία γραφή της Οδύσσειας. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε τέλη Δεκεμβρίου 1938, από τις εκδ. “Πυρσός”, σε 835 σελίδες μεγάλου σχήματος, με ειδικής παραγγελίας τυπογραφικά στοιχεία, σε μονοτονικό σύστημα, αφιερωμένο στην Αμερικανίδα Joe MacLeod, χορηγό της έκδοσης, σε πολύ λίγα αντίτυπα, υπήρξε πράγματι γεγονός για τα ελληνικά δεδομένα. Mε την έκδοσή της, όμως, η Οδύσσεια έγινε σημείο αμφιλεγόμενο και αφορμή για ένα διάλογο, με άρθρα, επιστολές ή κριτικά σημειώματα, ανάμεσα στους Έλληνες ομοτέχνους του Καζαντζάκη, επικριτές, υπερασπιστές και στον ίδιο τον ποιητή. Αυτόν τον συνεχώς ανατροφοδοτούμενο διάλογο, παρακολουθεί, εν συνεχεία, και σε αδρές γραμμές, η παρούσα εργασία.
Μια πρώτη αμφιλεγόμενη στάση απέναντι στην πρώτη αυτή, ογκώδη έκδοση της Οδύσσειας, μάς δίνει ένα σχόλιο του Πάτροκλου Σταύρου ότι την εποχή που κυκλοφόρησε, “διάφοροι, για να ειρωνευθούν τον συγγραφέα, πήγαιναν στο βιβλιοπωλείο του “Πυρσού” και ζητούσαν διακόσια και τριακόσια και μισό κιλό “Οδύσσεια”. Από την άλλη, και απέναντι σ’ αυτήν την κακότητα, τοποθετούνται φίλοι του Καζαντζάκη, πνευματικοί άνθρωποι και ομότεχνοι, όπως ο Αιμ. Χουρμούζιος, που, σύμφωνα πάλι με τον Π. Σταύρου, “όχι μόνο του παραστάθηκε στην Καθημερινή, παρά κι έγραψε μια σειρά άρθρα, για να εξηγήσει και τοποθετήσει την Οδύσεια στα ελληνικά πλαίσια που της έπρεπαν”.[6]
Αλλά και ο ποιητής Μηνάς Δημάκης, από το Ηράκλειο, και τις Κρητικές Σελίδες, στο τελευταίο τριπλό τεύχος του 1938[7], προβλέπει ότι δεν θα αργήσει η μέρα εκείνη “που ο Καζαντζάκης θα καταλάβει τη θέση που του αρμόζει: Ο Όμηρος των νεοελληνικών γραμμάτων”. Παράλληλα, γράφει, ανάμεσα σε άλλα, για την Οδύσσεια:
«[...] τη σημαντική τούτη στιγμή που ο Καζαντζάκης έχει εκδόσει το έργο της ζωής του, την Οδύσεια, ελάχιστα έχει αντιληφθεί και εκτιμήσει η σύγχρονη Ελλάς την παρουσία μιας τόσο σημαντικής μορφής ανάμεσά μας. Πολλοί βιάζονται να αρνηθούν την Οδύσεια χωρίς καν να κάμουν τον κόπο να την διαβάσουν, συνηθισμένοι στη θρηνητική χαμηλή φωνή των γύρω τους μέτριων ποιητών. [...] Μα τα πιο υγιή στοιχεία της λογοτεχνίας μας και όλοι οι αξιόλογοι και ζωντανοί νέοι ξέρουν καλά να εκτιμούν τη σημασία του Καζαντζάκη. Το βλέπει κανείς παντού, στον τρόπο με τον οποίο εχαιρέτησαν το γεγονός της έκδοσης της Οδύσειας, και στην λαχτάρα που δείχνουν να την αποκτήσουν, σε μια προσιτή έκδοση, και να τη διαβάσουν.»
Το έτος 1939 είναι πλούσιο σε αναφορές, σχόλια και κριτικές για την Οδύσσεια. Σ’ ένα γράμμα του, από την Αίγινα, στις 7-1-1939, ο Καζαντζάκης γράφει στον Ηλία Βενέζη:
“Για ό,τι λεν για την “Οδύσεια” —χωρίς να τη διαβάσουν— δε στεναχωρούμαι καθόλου. Έχω τη συνείδησή μου γαλήνια. Έκαμα ό,τι μπορούσα. Το έργο αφτό είναι το λαγάρισμα από ανείποτες αγωνίες και χαρές, γραμμένο με αίμα.[...]. Σφογγίζω σαν τον αργάτη μια στιγμή τον “φαρδήν ιδρώτα”, όπως λέει ο Ντάντες, και δεν απλόνω το χέρι, γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει κανένας να μου πλερόσει το μεροκάματο”.[8]
Αλλά και ο Κλέων Παράσχος, σχολιάζει σχετικά: «...ο τρόπος αυτός της κριτικής, τόσο χαρακτηριστικός της νοοτροπίας που άρχισε να επικρατεί στη λογοτεχνία μας δεν είναι ανεκτός [...] Καλά, να κρίνουν βιβλία που δεν τα διαβάσανε» [...].[9]
Στις 25 Φεβρουαρίου 1939, ο Π. Λεκατσάς αναφέρεται σε μια «επίκριση που οργιάζει από τα πιο αναρμόδια ή δήθεν αρμόδια στόματα, που ωστόσο μάταια προσπαθούν να κρύψουν κάτου από μια τάχα πνευματώδη αυταρέσκεια τον αγιάτρευτο καημό της θλιβερής μηδαμινότητας». Για να συμπληρώσει ότι η Οδύσσεια δεν είναι από τα έργα που θα φθαρούν μια μέρα, «μα από τα έργα που δυναμώνει ο χρόνος πάνω από κάθε κρίση κι επίκριση».[10]
Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η εκτενής, κριτική ανάλυση της καζαντζακικής Οδύσσειας, από τις πρώτες που δημοσιεύονται, της Έλλης Λαμπρίδη, φίλης του Καζαντζάκη, από το 1917, εξοικειωμένης από χρόνια με την Ασκητική, που εμφανίζεται, μάλιστα, στην Οδύσσεια ως περσόνα.[11] Η κριτική της προαναγγέλεται από τα Νεοελληνικά Γράμματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1939 (116, σ.15), δημοσιεύεται, σε επτά συνεχόμενα τεύχη[12] και δομείται σε τρεις ενότητες: “Η μεταφυσική της Οδύσσειας” (τχ. 118-119), “Ο μύθος της” (τχ.120-123) και “Η μορφή της” (τχ. 124).
Η Έλλη Λαμπρίδη ουσιαστικά θέτει εξαρχής όλα, σχεδόν, τα βασικά σημεία, στα οποία θα επικεντρωθεί η κριτική, η δική της αλλά και όσων ακολούθησαν. Ζητήματα, δηλαδή, όπως η ασύγχρονη έκταση και η φόρμα του ποιήματος, η ιστορική τοποθέτηση των περιστατικών του, ο όγκος του, με τους 33.333 στίχους, ο 17σύλλαβος, η απέραντη ποικιλία των φαινομένων που περικλείει στη διήγηση και τις περιγραφές, η φιλοσοφική μεταφυσική του διάσταση, το ιδεολογικό του υπόβαθρο και άλλα. Η Έλλη Λαμπρίδη ανιχνεύει στην Οδύσσεια “μια ενεργή πίστη στην αξία του πνεύματος, στον αυτοσκοπό της δημιουργίας, στην ... εναρμόνιση της φαντασίας με τη γνώση, της μεταφυσικής με την αισθησιακήν επαφή με τα πράματα” και, ταυτόχρονα, μια σκόπιμη θεληματική επιδίωξη από τον ποιητή να δώσει στην Οδύσσειά του “μιαν υπερχρονικήν υπόσταση, ένα άχρονο κύρος”. Η Οδύσσεια του Ν. Καζαντζάκη είναι καταπληκτικό για την Ελλάδα φαινόμενο, γράφει, που μας εμπνέει σεβασμό και δέος, “μπρος στην ακατάβλητη, μοναχική προσωπικότητα, που εμόχτησε χρόνια με ό,τι ολούθε εισέβαλε μέσα του, [...] με τις πλήθιες αντιφατικές εντυπώσεις και πληροφορίες του κόσμου […] και που μας τις προσφέρνει τώρα αναχωνεμένες από μέσα του, ποτισμένες αγωνία, αλλά σαν πολύβουο, πολύχρωμο, συνταγμένο πανηγύρι των αισθήσεων”.
Σχετικά με το ιδεολογικό περιεχόμενο της Οδύσσειας, σημειώνει ότι είναι μια γιγάντια προσπάθεια από τον Καζαντζάκη, που πιστεύει πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός γέρνει προς το τέλος του, να αποτυπωθεί ο κόσμος που χάνεται, “να συντεθεί η συνείδηση, οι λαχτάρες, η γνώση και τα προβλήματα της εποχής μας μπροστά στο μέλλον”. Αναφέρει, επίσης, ότι η ενοραματική σύλληψη του Καζαντζάκη, δοσμένη στην Ασκητική “σε απόσταγμα, ξανάρχεται στην Οδύσσεια με συμπυκνωμένη ένταση και καθαρότητα”.
Στο μύθο και τα πρόσωπα, εντοπίζει η Λαμπρίδη τον πρώτο κίνδυνο της νεώτερης Οδύσσειας. Ο μύθος της είναι φτιαχτός, ο Οδυσσέας της μόνο εξωτερικά παριστάνεται ως ο γνωστός πολυπλάνητος ήρωας. “Το όνομά του στέκει από την πρώτη στιγμή, μόνο σαν αδειανό τσόφλι, που περιμένουμε να γεμίσει με τα πάθη και τις πράξεις του”. Επιχειρώντας, ο Καζαντζάκης, κατά την Λαμπρίδη, τον δυσκολότερο άθλο, να πάρει σώμα, μέσα στην Οδύσσεια, η “απελπισμένη μεταφυσική του, η αξεγέλαστη αίσθηση της πικρής, ανέλπιδης αλήθειας […] σβύνει ως πλασματικά τα κορμιά που πάσκισε να μας παραστήσει με τόση προσήλωση σα ζωντανά”. Επεδίωξε μια σύνθεση δυο ριζικών αντιλήψεων. Από τη μια η “ακρότατη τελείωση της Ευρωπαϊκής διανοητικής εξέλιξης”, από την άλλη “η χαμογελαστή άρνηση της πραγματικότητας... η εσώτατη συνείδηση ότι δεν υπάρχει τίποτα”. Όμως οι δυο κοσμοθεωρίες όχι μόνο δεν συμβιβάζονται, αλλά αλληλοαναιρούνται. Ολοκληρώνοντας το πρώτο μέρος της κριτικής της, όπου προσπάθησε να δώσει μια “καθαρή έκθεση του μεταφυσικού φόντου που υποστρώνει την Οδύσσεια”, όπως γράφει, λυπάται, “που τα δυο μοτίβα εξουδετερώνουνται κάθε στιγμή αμοιβαία και αφανίζουν τα δύο μεγάλα έργα που περιέχει η Οδύσσεια “δυνάμει”, την εποποιία του Δυτικού ενεργού πνεύματος και τη βαθύτατα φιλοσοφική, [...] μηδενιστικήν ενατένιση του Ασιατικού στοχασμού”.
Συνεχίζοντας με την αφήγηση του μύθου και τη μορφή, η Λαμπρίδη υποστηρίζει πως η Οδύσσεια περιέχει στοιχεία ποιητικής δημιουργίας μεγάλης πνοής, “μα πως στην κορφή της συγκίνησης, κάτι τσακίζει, μια ανυπολόγιστα μικρή απόσταση λείπεται, ένα τρίχινο γεφύρι σπάζει, […] το αψό κρασί δε μας εμέθυσε, αλλά αφήνει μια πικρή, κουρασμένη γέψη.” Συμπληρώνει την κριτική της με παρατηρήσεις για τον αριθμό των στίχων, τον 17σύλλαβο, που “σε κάνει διαρκώς να σκοντάφτεις”, τις εικόνες τις λέξεις και τα επίθετα, τις παρομοιώσεις, που “δεν φοβούνται καμμιά λογική ανάλυση [...] εκτός εκεί που τεντώνονται και παραμορφώνονται, για να εκφράσουν το ανείπωτο” και άλλες, θετικές ή αρνητικές.
Ο Καζαντζάκης, πριν ολοκληρωθεί στο σύνολό της, η κριτική της Έλλης Λαμπρίδη, με επιστολή του,[13] επιχειρεί να λύσει την κεντρική απορία που διατυπώθηκε στην κριτική της. Αφού αναφερθεί, επιγραμματικά, στα τέσσερα στάδια που, κατά τη γνώμη του, μπορεί να διανύσει ο άνθρωπος, επιχειρεί μια κατάταξη των ανθρώπων στα στάδια αυτά. Το τρίτο στάδιο”, γράφει, συνεχίζεται “μονάχα με άμεση βίοση κι όχι με λογικό “processous”, στην ταφτόχρονη, σε μιαν εσωτερική αστραπή δημιουργία κ’ εξαφάνιση του Σύμπαντος.” Ο Οδυσσέας, ύστερα από επίπονη μακρόχρονη αγωνία, έφτασε στην αστραπή αφτή. Στο στάδιο αυτό, το ανώτατο, το “αποτρόπαιο, απάνθρωπο —ή θεϊκό— στάδιο”, όπου “το ένα δεν υπάρχει”, είναι αδύνατο, λόγω της γυναικείας φύσης της, να φτάσει ποτέ μια γυναίκα.
Ακολουθεί δεύτερο σημείωμα του Καζαντζάκη, με το οποίο σχολιάζει τον τρόπο προσέγγισης της Οδύσσειας από την Λαμπρίδη: “Για να κρίνει το τραγούδι αφτό χρησιμοποίησε το ακονισμένο όργανο που διαθέτει: το λογικό. Το λογικό που —τέτοια είναι η φύση του— δεν μπορεί να συλάβει την κίνηση παρά αναλύοντάς τη σε στιγμές ακινησίας και, για να νοιόσει τη ζωή, επιχειρεί νεκροτομία σε ζωντανούς οργανισμούς”.[14]
Έχει ενδιαφέρον, μετά από αυτά, η μοναδική απάντηση της Έλλης Λαμπρίδη,[15] στην οποία, με σαφή αναφορά στην παραβολική ιστορία που είχε χρησιμοποιήσει ο Καζαντζάκης, διαβεβαιώνει πως όχι μόνο έφαγε “τους καρπούς του ογκωδέστατου αυτού έργου”, παρά πως εμάσησε και τα φύλλα και τα κλαδιά και τον κορμό και τις ινώδεις “λασπερές του ρίζες”. Θεωρεί, όμως, ότι μόνη η αισθησιακή απόλαυση δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη ρητή έκφραση. “Γιατί το μόνο μέσο που διαθέτει ένας ποιητής για ν’ ανακοινώσει εκείνο που από τη φύση του δεν είναι ανακοινώσιμο, είναι να το μεταφράσει σε ρητό λόγο”. Εξηγεί ότι άφησε αναπάντητο το πρώτο γράμμα του Καζαντζάκη με “τον επίσης αφ’ υψηλού” διδακτικό τόνο, γιατί δεν εθεώρησε άξιό της να επηρεαστεί, ενόσω έγραφε την κριτική της, κάτι που είχε την αξίωση να καταλάβει ο Καζαντζάκης, όπως και τον ελαφρόν υπαινιγμό που είχε ήδη συμπεριλάβει στην κριτική της και την πρόθυμη παραδοχή της περιοχής που της καταλόγιζε ως δικής της. Θεωρεί την κριτική της “την πληρέστερη και δικαιότερη που μπορούσε να γίνει για την ώρα”, καθώς υπήρχαν από τη μια “οι καλύτερες προϋποθέσεις για να κοιταχτεί το έργο αυτό πολυεδρικά και να φωτιστεί ζωηρά και σωστά” και από την άλλη η αμερόληπτη διάθεση, “ευνοϊκή τόσο, που να εύχεται σε κάθε γύρισμα του φύλλου να 'ρθει η συγκλονιστική και απόλυτη συγκίνηση που να δικαιώσει το σύνολο”. Κλείνοντας, σημειώνει πως ένας ίσως άνθρωπος υπάρχει στην Ελλάδα που θα μπορούσε να μιλήσει με μεγαλύτερη αυθεντία για το έργο αυτό και που θα υποχωρούσε στην κρίση του πρόθυμα. “Αλλά είναι σοφότερος από μένα και σωπαίνει”, γράφει.
Εννοεί, προφανώς, τον Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος δεν έχει προβεί ακόμη σε καμιά δημόσια κριτική της Οδύσσειας, αλλά, σε επιστολή[16] του προς τον Καζαντζάκη, γράφει σχετικά με τον υπαινιγμό της Λαμπρίδη: “Η προβληματική αυτή φράση, είναι βέβαιο για Σάς και για μένα πως με υπονοεί”. Αισθάνεται, λοιπόν, την υποχρέωση να ξεκαθαρίσει πρώτον ότι η σιωπή του για την Οδύσσεια δεν οφείλεται σε “σοφία”, αλλά στις καθημερινές και πιεστικά επείγουσες φροντίδες που δεν του επιτρέπουν ν’ ασχοληθεί, “και μάλιστα με την αίστηση της ευτύνης που του ρίχνει η Κα Λαμπρίδη και που την αποδέχεται…”. Δεύτερον, ότι, καθώς δεν θεωρείται εξ επαγγέλματος κριτικός, δεν βιάστηκε να πει τη γνώμη του, κρίνοντας ότι η Οδύσσεια “κι οι κρίσεις γι’ αυτήν δε δουλεύουν στην επικαιρότητα”.
Τον Σεπτέμβρη του 1939, ο Κλέων Παράσχος[17] εστιάζει την κριτική του, αρχικά, στην επική μορφή και την έκταση της Οδύσσειας, εξετάζοντας αν αυτό “το πρωτοφανές σε μάκρος επικό ποίημα”, που προκάλεσε ένα πολύ δυνατό ξάφνισμα, στους φιλολογικούς κύκλους, μπορεί, ως λογοτεχνικό είδος, να εκφράσει την εποχή. Kαταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Καζαντζάκης έχει προθέσεις, αλλά δεν έχει μεγάλες ικανότητες λυρικές. Για τον μεταφυσικό πυρήνα της Οδύσσειας σημειώνει ότι είναι “το ζωντανότερο συγκαιρινό (και υπερκαιρικό) στοιχείο που έχει το έργο, αφού τίποτε δε φλέγει και δε ματώνει τόσο την εποχή μας όσο το μεταφυσικό πρόβλημα”. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, από το ότι ο Καζαντζάκης “ποθούσε να ιστορήσει τη μεταφυσική του αγωνία” όπως την ιστόρησε σε μια πρώτη σύνθεση στην Ασκητική του, γεννιούνται και όλες οι αδυναμίες του ποιήματος. Το “μοναδικό σε όγκο μεταφυσικό υλικό, τέτοιο που η Οδύσσεια με κόπο το βαστά”, δεν αφήνει πλαστικότητα στο ποίημα, ούτε πλαστική αυτάρκεια στον μύθο. Υποστηρίζει, ακόμη, πως, σε κάποια σημεία, η κύρια γραμμή του μύθου χάνεται, γιατί, εκτός από το μεταφυσικό και το φιλοσοφικό, χρησιμοποιείται και άλλο υλικό, όμοια βαρύ, ιστορικό, αρχαιολογικό, “που δεν κατορθώνει πάντα να σωματωθεί στο μύθο”. Αρνητική είναι η άποψή του και για τις λέξεις, πάνω από χίλιες, που είναι ολότελα έξω από την πανελλήνια χρήση, ενώ θεωρεί τον 17σύλλαβο, ως ένα αδοκίμαστο τεχνητό στίχο.
Ακολουθεί, τον Σεπτέμβρη του 1939, επίσης, η κριτική του Μάρκου Αυγέρη,[18] κίνητρο της οποίας στάθηκε η διαπίστωσή του «πως και για τις πιο κοινές αισθητικές έννοιες και διαλεχτοί ακόμη λογοτέχνες μας έχουν συγχυσμένες ιδέες και πως κάθε διεξοδική ανάλυση στις έννοιες αυτές δεν είναι περιττή». Από την άποψη αυτή, γράφει, η “Νέα Οδύσσεια” μπορεί να θεωρηθεί ως λυδία λίθος για την καλαίσθητη κρίση, “σαν ένα βολικό θέμα εφαρμοσμένης αισθητικής”, γιατί έχει όλα τα στοιχεία “να οδηγήσει σε μεγάλες πλάνες όσους δεν έχουν αρκετά στέρεο κριτήριο για την εκτίμηση των αισθητικών αξιών”, που η παραγνώρισή τους, θα μπορούσε “να οδηγήση τα ελληνικά γράμματα σε πολύ κακούς δρόμους”, όπως δείχνουν οι “κριτικές που εξακολουθούν να γράφονται για την Οδύσσεια του κ. Καζαντζάκη, αλλά κι οι προφορικές κρίσεις που ακούει κανείς παντού για το έργο”.
Κατά τον Αυγέρη, ο ίδιος ο Καζαντζάκης θέτει το πρώτο αισθητικό ζήτημα, κατηγορώντας όσους επικρίνουν το έργο του, χωρίς να το έχουν διαβάσει ολόκληρο. Αντιθέτως, ο Αυγέρης υποστηρίζει ότι μπορεί κανείς να κρίνει μια μεγάλη έμμετρη εποποιία, σαν τη νέα Οδύσσεια, ως προς την αισθητική και την τεχνική αξία της μορφής, χωρίς να τη διαβάσει ολόκληρη. Γιατί, κάθε φορά που “ένας εξοικειωμένος με την ποίηση αναγνώστης επιχειρεί να διαβάσει ένα ποίημα και το παρατά, γιατί δεν τον συγκινεί [...] εκφράζει μία κρίση, […] καθιερώνει την αξία ή την αναξιότητα κάθε ποιητικού έργου”. Αρκούν, επομένως, “ολίγες σκόρπιες σελίδες”, για να εξεταστεί, πριν απ’ όλα, ως προς την αισθητική και την τεχνική αξία της μορφής και, μόνο αν είναι ποίηση, μπορεί να διαβαστεί ολόκληρο, για να κριθεί και ως προς το περιεχόμενο, το μύθο, την πλοκή, τη σύνθεση κ.λπ. Ειδάλλως, είναι αποτυχημένο ολόκληρο, γιατί “μορφή και περιεχόμενο σώζονται και καταστρέφονται μαζί”.
Συνεχίζοντας, χαρακτηρίζει τη νέα Οδύσσεια ως το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, όμως, θεωρεί το έπος ξεπερασμένο ως γραμματολογικό είδος, την έμμετρη αφήγηση ξένη προς το κλίμα του βιομηχανικού πολιτισμού, το κολοσσιαίο στην τέχνη “τερατογονία” και το κολοσσιαίο έπος “παλαιοντολογικό μεγαθήριο άλλων εποχών κι’ άλλων κλιμάτων”. Θέτει επίσης το ζήτημα αν “μπορεί να εκφραστή με ειλικρίνεια ένας τεχνίτης, διαλέγοντας αυθαίρετα όποια μορφή θέλει από την ιστορία της τέχνης”, αφού το έργο τέχνης είναι έκφραση “του ιστορικού γίγνεσθαι”, δεν είναι αρχαιολογία, ούτε μουσείο ιδεών.
Εκφράζει, επίσης, την άποψη ότι το έργο μένει στην ποιητική έκφραση, “δεν κατορθώνει ν’ ανεβεί έως τη σφαίρα της ποίησης”. Θεωρεί τον 17σύλλαβο, πρωτόφαντο στην ελληνική ρυθμική, τον στίχο μηχανικό, χωρίς έκφραση και μουσικότητα, τη γλώσσα αντιποιητική. Η καλύτερη κατάχτηση της ποιητικής γλώσσας, γράφει, δηλαδή ο μουσικός πλούτος της, αχρηστεύεται από τη νέα Οδύσσεια, η οποία ξαναγυρίζει την ποιητική γλώσσα στ’ ακαλλιέργητα χρόνια της. Καταλογίζει στον Καζαντζάκη αντιποιητική λεξιθηρία και επίδειξη λεχτικού πλούτου. Αλλά και οι εικόνες της νέας Οδύσσειας είναι, κατά τη γνώμη του, “ακαλαίσθητη προσποίηση των φαινομένων κι εγκεφαλικά σχήματα”.
Τα μόνα θετικά που αναγνωρίζει o Αυγέρης στον Καζαντζάκη, δηλωτικά της αξίας και της συγγραφικής ικανότητάς του, είναι η πρόζα του, ζωηρή και κομψή, καθώς και ένα μεγάλο κεφάλαιο ιδεών, που ο συγγραφέας το χειρίζεται με δύναμη. Εξετάζοντας, όμως, τη νέα Οδύσσεια σε σχέση “με τη θέση που ο Καζαντζάκης φιλοδοξεί να πάρει και που άλλωστε μερικοί από τους θαυμαστές τού δίνουν κιόλας”, καταλήγει στο συμπέρασμα πως μ’ όλες τις λογοτεχνικές ικανότητές του, δεν έχει τα έμφυτα εκείνα δώρα που θα μπορούσαν να τον κάμουν καλό ποιητή και πως τα ελαττώματά του κάνουν την αξία του σχετική, περιορίζοντάς την μέσα στα όρια της ελληνικής λογοτεχνίας και εποχής.
Κρητικός, συγγραφέας και φίλος του Καζαντζάκη, ο Γιάννης Σφακιανάκης,[19] συμπληρώνει τη σειρά δημοσιευμάτων της Νέας Εστίας, που εξετάζουν, από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικά κριτήρια το έργο του Ν. Καζαντζάκη, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να δει και να κατανοήσει μέσα από μια ευρύτερη συζήτηση το πολύπλευρο έργο του.
Έχοντας γνωρίσει τον Καζαντζάκη από την εποχή της νιότης του, στο Ηράκλειο, ο Γιάννης Σφακιανάκης δεν ξέχασε ποτέ “την αϊτοματιά” του, που “σπάθιζε τα όρια μιας νύχτας, για να σμίξη το χάος με το άλλο χάος”. Ο Καζαντζάκης, γράφει, “έριχνε από τότε το δοξάρι του πιο πέρα από το στενόκαρδο καιρό του”, και ήταν φανερό, “πως στη συνείδηση μιας εποχής η κραυγή του “Salvatores Dei” ακούστηκε σαν παράταιρη”. Πρόθεση του Σφακιανάκη, είναι “η καθολική συνθετική ενατένιση μιας Μορφής, που ρίχνει το δοξάρι της πιο πέρα από τους στενόκαρδους καιρούς μας”. Αν σκεφτούμε, γράφει, πως τα μεγάλα έργα είναι πάντα λιγώτερο παιδιά της εποχής τους και πιο πολύ αποκτήματα του μέλλοντος, “θα νιώσουμε γιατί καιροί μικρόχαροι, μικρόπνοοι, καιροί λειψεροί, αναιμικοί και στενεμένοι, δε στάθηκαν ποτέ ικανοί να νιώσουν το μεγάλο τραγούδι της στεριάς και της θάλασσας”.
Όσο για την Οδύσσεια, ο Σφακιανάκης θεωρεί πως “για να μπορέσει όχι απλά να στοχαστεί και να κρίνει, μα να γευτεί, να βιώσει και να μετουσιώσει”, είναι ανάγκη “να σκαλώσει κι ο ίδιος στην πλωτή” με τον Οδυσσέα. Αυτό είναι το χρέος, σκαλισμένο ήδη στο κλειδί της Οδύσσειας, την Ασκητική, γι’ αυτό και θεωρεί ότι θα χρειαστεί να περάσεις, “προτού ριχτής στον κίντυνο της Οδύσσειας μέσ’ από τη φωτιά και το αίμα του λυρικού στοχασμού της Ασκητικής”, αλλά και να αγναντέψεις, σαν τον Οδυσσέα, κατάματα την άβυσσο.
Σχολιάζει, επίσης, τη γλώσσα του Καζαντζάκη, ενώ, απέναντι στο ερώτημα που τίθεται ευρέως αν η Οδύσσεια είναι έπος, διατυπώνει την άποψη ότι έχει στοιχεία επικά, λυρικά, δραματικά, διδακτικά, χωρίς να είναι τίποτε απ’ αυτά: “δεν είναι τίποτα χωριστά, μα και τα τρία μαζί”. Αν πρέπει να δοθεί ένα όνομα, ο ίδιος θα έλεγε ότι είναι ένας λυρικός Μύθος, “μια μακρόπνοη λυρικοαφηγηματική και δραματική ποίηση, που μεσ’ στον πλατύστερνο λαϊκό στίχο της κινούνται και αναπνέουν άνετα ένας “τρόπος βίου” και “ένας λυρικός κοσμοθεωρητικός στοχασμός”. Όσοι θέλουν να βλέπουν στον Καζαντζάκη μονάχα το βουδιστή ή τον Ευρωπαίο μπερξονιστή, ξεχνούν τη φύτρα του, γράφει, γιατί ο Καζαντζάκης μπορεί να είναι απ’ όλα τούτα, μα πριν απ’ όλα είναι Κρητικός.
Με ένα μικρό σχόλιο για την Οδύσεια[20] απαντά ο Καζαντζάκης στις κριτικές που προηγήθηκαν. Διακρίνει τους ανθρώπους σε όσους αγαπούν τους περιττούς αριθμούς και σ’ αυτούς που προτιμούν τους άρτιους. “Ο άρτιος αριθμός στηρίζεται στέρεα, λογικά, είναι κλειστός· ο περιτός είναι ανήσυχος, ανικανοποίητος, ρίχνει ένα βέλος, λαχταρίζει κάτι άλο”. Αντίστοιχα διακρίνει και τις εποχές, σ’ αυτές “της ισοροπίας και της διάσπασης της ισοροπίας”, κατατάσσοντας την εποχή του στις δεύτερες. Ο ίδιος ανήκει στους ανθρώπους που αγαπούν τους περιττούς αριθμούς, κι απ’ όλους πιο πολύ τον αριθμό 3. Έγραψε την Οδύσσεια σε τόσους στίχους, γιατί σε τόσους μπορούσε να χωρέσει, χωρίς να πλαντάξει. Έγραψε σε 17σύλλαβο, γιατί αφτός ακολουθούσε πιστότερα τον κυματισμό που είχε το αίμα του, όταν ζούσε την Οδύσσεια. Έγραψε με τη μορφή που οι κριτικοί του ονομάζουν έπος, χωρίς να ξεκινήσει από καμιά αισθητική θεωρία ούτε “αν το είδος αφτό είναι ή δεν είναι της μόδας· το ζούσε ένας ζωντανός άνθρωπος”, αυτό αρκούσε. Η Οδύσσεια, γράφει, καμιά σχέση δεν έχει με “φιλολογία”. “Όλοι οι “περιτοί” άνθρωποι νιώθουν την “Οδύσεια”, άμεσα, αβίαστα, χωρίς σχόλια. Οι “άρτιοι” νιόθουν κι αγαπούν άλλου είδους έργα, που τα θαμάζω κι ο ίδιος και τα σέβομαι μα δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αφτοί είναι σωστό και δίκαιο να μισούν την “Οδύσεια” άλοι θανάσιμα, άλοι χλιαρά, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους”.
Ο Κλέων Παράσχος[21] απαντά στο παραπάνω σχόλιο, καθώς ο Καζαντζάκης, αναφερόμενος σ’ αυτόν, τον είχε κατατάξει στους άρτιους, σε αντίθεση με τον Βλαστό που, επειδή είναι περιττός, τόνιζε ξεχωριστά τη σημασία και την ομορφιά του 17σύλλαβου. Βρίσκει, λοιπόν, “πολύ πρωτότυπο το ξεχώρισμα των ανθρώπων σε άρτιους και περιττούς”, καταλογίζει στον Καζαντζάκη ότι δε λογαριάζει παρά μόνο τους “περιττούς”, εκείνους που δεν είναι στέρεοι, ισορροπημένοι, κλειστοί, αλλ’ αιώνια ανήσυχοι, όπως δε λογαριάζει παρά μόνο τις “περιττές εποχές”, όσες πάνε να σπάσουν μια ισορροπία, για να δημιουργήσουν μια ανώτερη. Συνεχίζει με ένα έλεγχο εποχών και προσώπων και κλείνει με μια προτροπή προς τον Καζαντζάκη, να μην καμαρώνει τόσο για τις “ανησυχίες” του, θέλοντας να τις μονοπωλήσει.
Το επόμενο κριτικό δοκίμιο, με σημαντική συμβολή στον συνεχιζόμενο διάλογο γύρω από το ποίημα και τον ποιητή της Οδύσσειας, ακριβώς επειδή θέτει ένα κρίσιμο θέμα σχετικά με την ελληνικότητα της κοσμοθεωρίας του Καζαντζάκη, δημοσιεύεται το 1943, από τον Βασίλειο Λαούρδα, νέο φιλόλογο, μαθητή του Συκουτρή. Όπως ο ίδιος αναφέρει, στο εισαγωγικό του σημείωμα, το δοκίμιο αποτελεί συνεπτυγμένη μορφή διεξοδικής μελέτης και “είναι η τελευταία από τις τέσσερις ομιλίες που έκανε τον Ιανουάριο του 1943, τροποποιημένη, όμως, σε πολλά σημεία, ιδίως σε ό,τι αφορά την Ποίηση και την Κοσμοθεωρία της Οδύσσειας”. Ελπίζει, με τη δημοσίευση αυτή, να δώσει την ευκαιρία για ουσιαστικότερη συζήτηση.
Η κριτική του Β. Λαούρδα παρουσιάζει μια αμφιθυμία. Ξεκίνησε γεμάτος πίστη για το έργο, γράφει ο ίδιος, με τη λαχτάρα του να απαντήσει σε πλήθος ερωτηματικά, όμως, σύμφωνα και με το σχόλιο του Γ. Θεοτοκά, “προτού φτάσει στο τέρμα, η πίστη του κλονίστηκε και το πόρισμά του είναι αρνητικό. Η κοσμοθεωρία της Οδύσσειας είναι “ψεύτικη” και “φρικτή”, ο Οδυσσέας έχει “σάπια ψυχή και σάπιες αισθήσεις” κ.λπ. Ο νέος φιλόλογος δε μιλά με κακία, μα αληθινά με κάποιον πόνο, με την πίκρα, θαρρείς, ενός προδωμένου εραστή”.[22] Ο Λαούρδας, εκ των προτέρων, ζητά από τον ποιητή και τον αναγνώστη να δικαιολογήσουν τον οξύ τόνο των αντιρρήσεών του, πηγή των οποίων θεωρεί μια εντελώς διαφορετική στάση μπροστά στον πνευματικό κόσμο της Οδύσσειας, στάση που θα την ονόμαζε “πολύ ελλειπτικά ίσως αλλά πολύ καθαρά, στάση ελληνική”. Πρόθεσή του δεν είναι να κάνει συστηματική αισθητική και φιλοσοφική ανάλυση της Οδύσσειας, αλλά να βοηθήσει στη διατύπωση των αναγκαίων προϋποθέσεων που θα βοηθούσαν να πλησιάσει κανείς και με τον δικό του αγώνα να κατακτήσει την Οδύσσεια, “ένα καθεδρικό ναό, με άπειρες βάσεις προοπτικής, άπειρα αισθητικά σημεία.”
Επανέρχεται στα ζητήματα που ήδη είχαν τεθεί γύρω από την Οδύσσεια, καθώς θεωρεί τις απαντήσεις που δόθηκαν πρόχειρες. Διεξοδικότερα, όμως, ασχολείται “με δυο άλλα, πολύ σοβαρότερα και ουσιαστικότερα, την καλλιτεχνική μορφή του έργου και την κοσμοθεωρία του”. Αναφερόμενος στο γραμματολογικό είδος, χαρακτηρίζει την Οδύσσεια “έμμετρο εσωτερικό ημερολόγιο με καλλιτεχνικές προθέσεις”. Όσο για τον 17σύλλαβο στίχο της και το ιδιόρρυθμο μέτρο του, θεωρεί ότι η απλοχωριά και η ευλυγισία του ήταν ο λόγος που τον επέλεξε ο Καζαντζάκης, καθώς η γλωσσοπλαστική του δύναμη και η φλογερή του ιδιοσυγκρασία δύσκολα χωρούσαν στον κλασσικό νεοελληνικό 15σύλλαβο.
Ο ουσιαστικός λόγος, όμως, κατά τον Λαούρδα, που ο Καζαντζάκης, δεν χρησιμοποίησε τον κλασικό νεοελληνικό 15σύλλαβο στίχο, είναι ότι δεν ανήκει στο νεοελληνικό ήθος, καθώς ο 15σύλλαβος ακολουθεί κυματισμό καρδιάς πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν της καρδιάς του Καζαντζάκη, εκφράζοντας ένα ήθος ζωής διαφορετικό από εκείνο “που ανάπτυξε απ’ τις ίδιες του τις ρίζες το ελληνικό πνεύμα”. Στο ίδιο συμπέρασμα, από διαφορετικό δρόμο, καταλήγει και σε σχέση με τον αριθμό 33.333 των στίχων της Οδύσσειας. Όποιος ξέρει, σημειώνει ο Λαούρδας, την επίδραση της ασιατικής σκέψης στο πνεύμα του Καζαντζάκη, θα καταλάβει εύκολα τη γοητεία του αριθμού και τη μαγική του δύναμη.
Όσον αφορά στη γλώσσα της Οδύσσειας, ο Λαούρδας επισημαίνει ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείται από λεξιλόγιο ασυνήθιστο στην καθημερινή ομιλία και στη νεοελληνική λογοτεχνία, από πολλές άγνωστες λέξεις, παρμένες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, ενώ θεωρεί φυσική τη χρήση κρητικών λέξεων, “γιατί η κρητική λέξη στην ψυχή του κρητικού ποιητή είναι πολύ πιο ζεστή από τη λέξη που βρήκε αλλού, όσο κι’ αν η αγάπη του τη θέρμανε”. Θετικά εκφράζεται και για τα σύνθετα που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης, σώζοντας ένα πλήθος αλλά και δημιουργώντας πολύ περισσότερα.
Παρά τα θετικά σχόλια, όμως, για τη γλώσσα και τη λέξη που “αναστήθηκε από τον έρωτα του ποιητή προς το πράγμα,” σταματά σε ένα πολύ φανερό, όπως γράφει, βιασμό της γλώσσας απ’ το μέτρο, μια πολύ βασική αδυναμία της Οδύσσειας, καθώς “πάρα πολλές φορές η λέξη μεγαλώνει χωρίς να υπάρχει κανένας αισθητικός λόγος άλλος εκτός απ’ την ανάγκη να κλείσει ο 17σύλλαβος”. Αναρωτιέται, επίσης, αν η αφθονία επιθέτων στην Οδύσσεια προέρχεται από ποιητική ή από απλά μετρική ανάγκη. Επιπλέον, “η τεραστία χρήση της παρομοίωσης δεν ανταποκρίνεται σε καμμιά αισθητική ανάγκη”, είναι ό,τι και η διακόσμηση στους τάπητες της ανατολής. Λειψός είναι και ο ποιητικός κόσμος του βιβλίου.
Μέσα στην “Οδύσεια” υπάρχει μια καταπληκτική τάση τερατολογίας από τις πιο απίθανες, τις πιο παράξενες, τις πιο αντιελληνικές τερατολογίες, που ειπώθηκαν ποτέ. Θα έλεγε κανείς πως ο ποιητής έχει απίστευτα διαστρεβλωμένες αισθήσεις. [...] ο κόσμος του ποιητή είναι ό,τι και ο κόσμος της φιλοσοφίας του- δηλαδή δεν υπάρχει. Από μια φιλοσοφία άλλωστε, που εκμηδενίζει τον κόσμο, δεν μπορούσε να δημιουργηθή κόσμος ποιητικός.
Πλήθος είναι οι βασικές ατέλειες που εντοπίζει ο Λαούρδας, ενώ υπάρχουν “άπειρες παρόμοιες άλλες”. Θεωρεί ότι τα πρόσωπα της Οδύσσειας είναι δημιουργημένα όχι από διαλεκτική ποιητική αλλά από διαλεκτική φιλοσοφίας και πως η αρχιτεκτονική του έργου δεν είναι κλασική, αλλά μπαρόκ. Στον μύθο, αναζητά την ενωτική αρχή που συνέχει όλες τις περιπέτειες του Οδυσσέα, διαπιστώνοντας και περιγράφοντας κάποιους αναβαθμούς από τους οποίους περνά στην πορεία του, για να καταλήξει, αφού παραθέσει κι ένα κομμάτι από την Ασκητική, ότι η κοσμοθεωρία της Οδύσσειας είναι: “Ηρωικός μηδενισμός ή Δημιουργία στην άβυσσο”, μια κοσμοθεωρία που όχι μόνο δεν είναι ελληνική, αλλά και αντιμάχεται το κλασσικό ελληνικό πνεύμα. Θα την έλεγε “ασιατική, αν ο ίδιος ο ποιητής δεν την ήθελε σαν κοσμοθεωρία της κρητικής ψυχής. Συμπληρώνει, όμως, πως η Κρήτη που είδε ο Καζαντζάκης είναι μια Κρήτη καθαρά ασιατική -ολότελα διαφορετική απ’ το νησί, που θέρμανε την κρητική λογοτεχνία, όπως την ξέρουμε από τον “Ερωτόκριτο” και τα κρητικά δημοτικά τραγούδια ως τον Πρεβελάκη”.
Τέλος, μετά από πολλές παρατηρήσεις και δικαιολογημένες, όπως πιστεύει, απορίες και επιφυλάξεις για την αξία της Οδύσσειας ως έργου ποιητικού, ο Λαούρδας συμπεραίνει ότι “ο Καζαντζάκης δεν δίνει το δράμα του πνευματικού ανθρώπου με το έργο του, αλλά απλώς το δράμα το δικό του [...]. Ο μηδενισμός του δεν είναι κοσμοθεωρία -είναι ατομική του ανικανότητα”. Θέλησε να δώσει τον μύθο του 20ού αιώνα, όμως η Οδύσσεια “είναι ένας “εσωτερικός μονόλογος”, μια “λυρική αυτοβιογραφία” και τίποτε παραπάνω […] Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν βρήκε ακόμη τον επικό ποιητή του”. Αναγνωρίζει, όμως, και πολλές χάρες, όπως ότι “οι λυρικές στιγμές” του έργου είναι θαυμαστές και ότι, με την Οδύσσεια, ο Καζαντζάκης έφερε ένα καινούργιο ρίγος στη νεοελληνική σκέψη. Ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς με το μεταφυσικό περιεχόμενο του έργου, γράφει, “δεν είναι τόσο εύκολο να αρνηθεί ή να αγνοήσει τον Καζαντζάκη, δεν είναι για τον καθένα η ευτυχία να απαρνηθεί την “Οδύσεια”.
Ο Καζαντζάκης, με αφορμή το τελευταίο αυτό κριτικό δοκίμιο για την Οδύσσεια, αποφασίζει να απαντήσει με ένα σύντομο σχόλιο,[23] χωρίς διάθεση “απαντητικής αντικριτικής”, μόνο επειδή σκέφθηκε ότι “στην ηλικία που αντιπροσωπέβει” ο συντάκτης του κριτικού δοκιμίου αυτό μπορεί “να μην είναι άχρηστο”. Η διάθεσή του απέναντι στην κριτική που ασκείται στην Οδύσσεια, διακρίνεται ήδη από την αρχή του σχολίου του. Γράφει:
Το έργο της τέχνης έχει τ’ ανησυχαστικά χαραχτηριστικά που δίνει ο μεγάλος φλαμανδός μυστικός Ruysbroeck στον Έρωτα: “Δίνει περισσότερα απ’ ό,τι μπορούμε να δεχτούμε και ζητάει περισότερα απ’ ό,τι μπορούμε να δόσουμε” -γι’ αφτό ήσυχα πολύ, σαν να το περίμενα, διάβασα το κριτικό σας δοκίμιο για την “Οδύσεια”.
Εκφράζεται δίχως κακία, ίσια-ίσια με πολύ γενναιόδωρη διάθεση απέναντι στην ηλικία του συνομιλητή του, που “τα αφτονόητα απόμειναν γι’ αυτόν αινίγματα” κι άλλα τα εξήγησε “παρεξηγώντας τα ολότελα· όχι γιατί είταν δύσκολα”, παρά γιατί δεν μπόρεσε να μπει “μεμιάς, χωρίς την αποπλανητική σε τέτοια θέματα μεσολάβηση της λογικεβόμενης ανάλυσης, στον κεντρικό δημιουργικό στρόβιλο που γένησε όλο το έργο·”.
Αναφέρεται σε όλα τα θέματα που απασχόλησαν τον Λαούρδα και έμμεσα στους κριτικούς που προηγήθηκαν. Για το αν είναι ή δεν είναι έπος η Οδύσσεια κι αν το έπος είναι σύγχρονη μορφή τέχνης, ο Καζαντζάκης γράφει ότι ο δημιουργός δεν μπαίνει σε καλούπια. Όταν μια ζωντανή ψυχή νιώσει, χωρίς αισθητικές από τα πριν θεωρίες, την ανάγκη να δημιουργήσει, τότε, όποια μορφή κι αν πάρει η δημιουργία της, δεν μπορεί παρά να είναι ζωντανή. Πιστεύει ότι σε εποχές “μεσοβασιλείας, όπου ένας Μύθος διαλύεται κ’ ένας άλος μάχεται να συγκροτηθεί, δημιουργούνται τα έπη. Για μένα η “Οδύσεια” είναι μια νέα επικοδραματική προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου, περνώντας όλα τα στάδια της σημερινής αγωνίας, κυνηγώντας τις πιο παράτολμες ελπίδες, να βρει τη λύτροση”. Σε εποχές τέτοιες, “μια πνεματική προσπάθεια μπορεί ή να κοιτάζει πίσω δικαιόνοντας και κρίνοντας τον παλιό πολιτισμό που γκρεμίζεται, ή να κοιτάζει μπροστά και ν’ αγωνίζεται να προφητέψει και διατυπώσει τον καινούργιο. Ο Οδυσέας αγωνίζεται κοιτάζοντας μπροστά, προχωράει ακατάπαφτα, με τεντομένο το λαιμό, μπροστά -σαν τρυγονοσούρτης”.
Αναφερόμενος στον 17σύλλαβο, γράφει ότι αυτός ακολουθούσε πιστότερα τον κυματισμό που είχε το αίμα του όταν εζούσε την Οδύσσεια. “Ο στίχος δεν είναι φόρεμα που το βάνεις στη συγκίνησή σου για να την κάμεις τραγούδι· στίχος και συγκίνηση γεννιούνται μονοστιγμίς, αξεκόρμιστα, όπως γίνεται ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, ένα”. Το ίδιο ισχύει και για τον τονισμό των στίχων: “Κάθε στίχος αληθινός γενιέται με τον τονισμό του· η συγκίνηση που τον γένησε τούδοκε αναγκαστικά το ρυθμό της. Δε γράφω ποτέ ποίηση εγκεφαλικά· ποτέ δεν κάνω στίχο μιαν ιδέα, αν δε μετουσιωθεί πρώτα η ιδέα αφτή μέσα μου και γίνει χτυποκάρδι”.
Σχολιάζει, επίσης, τον αριθμό των στίχων της Οδύσσειας και τον αριθμό 3, που του είναι ιερός, “γιατί είναι η αριθμητική έκφραση της διαλεχτικής πορείας του νου από τη θέση στην αντίθεση κι αποκεί στην αποκορύφωση κάθε προσπάθειας, στη σύνθεση”. Κι ακόμη για τη γλώσσα και τις λέξεις που χρησιμοποίησε:
Η γλώσα μας, [...] κιντυνέβει να παραμορφωθεί και να φτωχήνει· τον κίντυνο αφτόν τονε ζει με αγωνία […] περισότερο απ’ όλους ο δημιουργός· γιατί αφτός νιόθει πως η μεγαλήτερη εφθύνη πέφτει απάνω του· ανοίγει λοιπόν διάπλατα τις πόρτες στο έργο του για να […] δεχτεί κάτω από τη στέγη του όλους τους ξεσπίτοτους γλωσικούς πρόσφυγες που κιντυνέβουν να χαθούν· έτσι μονάχα μπορεί να σωθεί όσο γίνεται περισότερος πλούτος γλωσικός, δηλ. ψυχικός.
Όσο για τους κρητικούς ιδιωματισμούς διαβεβαιώνει ότι “σε όλη την Οδύσεια δεν υπάρχουν μήτε 33 αποκλειστικά κρητικές λέξες”, γιατί με μεγάλη προσοχή το απόφυγε. Ό,τι είναι αποκλειστικά κρητικό στην Οδύσσεια “είναι όχι η γλώσα παρά ο ρυθμός, ο αγέρας του τραγουδιού, ο βηματισμός της ψυχής·”. Για το σχόλιο του Λαούρδα σχετικά με τον διακοσμητικό ρόλο των επιθέτων στην Οδύσσεια, ο Καζαντζάκης απαντά ότι χρησιμοποιεί τα επίθετα όχι ως απλά στολίδια, αλλά από “επιταχτική ανάγκη της πολύπλοκης εσωτερικής του ματιάς”, από ανάγκη να εκφράσει σφαιρικά τη συγκίνησή του, που επειδή ποτέ δεν είναι απλή, “θετική μονάχα ή αρνητική, παρά και τα δυο μαζί κι ακόμα κάτι άλο”, είναι αδύνατο να περιοριστεί σ’ ένα μόνο επίθετο. Για να μείνει πιστός σ’ αυτή τη συγκίνηση, να μην την προδώσει, χρησιμοποιεί τα επίθετα, έτσι ώστε, “πολιορκώντας ένα νόημα ολούθε”, να το κυριέψει, “να εκφράσει όλες τις συνυπάρχουσες αντίθετες ιδιότητες […] να μην καταδικάσει καμιά ουσιώδη σε θάνατο”.
Ο Καζαντζάκης διαφωνεί με τα λογικά σχήματα που χωρίζουν για λόγους πρακτικής ανάγκης και φιλοσοφικής συνεννόησης το “υποκειμενικό” από το “αντικειμενικό”, που θεωρούν ως μειονέκτημα την εξομολόγηση. Ο ίδιος, προτιμά τη γνώμη του Γκαίτε: “Αν θες ν’ αφήσεις στις μελούμενες γενεές κάτι ωφέλιμο, αφτό δεν μπορεί νάναι παρά η εξομολόγηση”. Συμφωνεί με την άποψη του Λαούρδα ότι η Οδύσσεια είναι ατομική εξομολόγηση, όπως άλλωστε κάθε δημιουργία, όμως, όπως επισημαίνει:
ένα άτομο δεν υπάρχει ποτέ ξεκρέμαστο, είναι δεμένο με τη ράτσα του, με τον τόπο του, με την εποχή του, με όλες τις ανθρώπινες ρίζες στο χώμα· αντιπροσωπέβει λοιπόν, ανάλογα με την αξία του, ωρισμένη σειρά ανθρώπους και τη ράτσα του και την εποχή του και τον άνθρωπο γενικά. Η “Οδύσεια” γίνεται αναγκαστικά εξομολόγηση, αγωνία και λύτροση και του αναγνώστη, αρκεί ο αναγνώστης αφτός νάχει ομοιόρυθμα κινούμενο αίμα με τον άνθρωπο που έγραψε την “Οδύσεια”.
Για την κατανόηση και την κριτική προσέγγιση ενός έργου, δεν αρκεί η αγάπη, χρειάζεται ακόμα και σωματική και ψυχική συγγένεια, αλλιώς, “η κατανόηση προχωρά ενθουσιαστικά ασκόνταφτα, ως ένα σημείο· κ’ ύστερα, όσο βαθαίνεις, αρχίζουν οι δισταγμοί, τα ξαφνιάσματα, οι απορίες, οι παρεξήγησες, η δυσφορία”, αυτό που ο Καζαντζάκης πιστεύει ότι έπαθε ο Λαούρδας. Μόλις έπαψε να κυκλοφορεί στ’ ορατό περίβλημα του έργου και θέλησε να βαθύνει, “ξέσπασαν, αθεράπεφτες πια, οι αντιγνωμίες”, καθώς βρέθηκε “ξαφνιασμένος, μπροστά σ’ ένα εσωτερικό στρόβιλο όχι μονάχα διαφορετικό παρά κι αντίθετο με όλα τα τόσα γνώριμα κι αγαπητά κλασικά πρότυπα”. Αυτή την κρίσιμη στιγμή, κατά τον Καζαντζάκη, έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δυο δρόμους. Ο ένας, ο πιο φρόνιμος, ήταν να πει ότι του λείπουν τα “στοιχειώδη προαπαιτούμενα για μία τίμια κριτική” σ’ ένα κόσμο αντικλασικό, αντίθετο με τον δικό του. Ο άλλος δρόμος, πολύ πιο δύσκολος, ήταν να αναγνωρίσει πως ο κόσμος αυτός μπορεί να ήταν αντίθετος με τον δικό του, “όμως ανθρώπινος πάντα με κοινά τ’ ανθρώπινα στοιχεία”, που πάνω τους θα μπορούσε να στηριχθεί και να προσπαθήσει, να μαντέψει πώς “βλέπει και νιόθει ο άνθρωπος αφτός τον κόσμο” και με βάση αυτό να τον κρίνει. Ο Λαούρδας, όμως, “πήρε με αφέλεια ένα τρίτο δρόμο -τον πολυπατημένο, τον πιο έφκολο, και κίνησε χωρίς δισταγμό, ανοίγοντας τα κλασικά του μέτρα, να μετρά και να κρίνει ένα από αντίθετο, αντικλασικό σπόρο, ξεφουντομένο δέντρο…”.
Ενώ, έπρεπε “εξαρχής να χωρίσει τους δυο κόσμους, αυτόν που λέει Ελλάδα και αυτόν που λέει Ανατολή, τον Έληνα Απόλωνα και τον ασιάτη Διόνυσο. Τη διονυσιακή αξεδίψαστη λαχτάρα για το άπειρο, την ορμή που δεν ανέχεται και σπάζει όλα τα σύνορα· και το απολώνιο τείχος που ύψοσε η εληνική ψυχή για να μη βλέπει την άβυσο· […] να βάλει τάξη, ν’ αναγνωρίσει σύνορα και να οικοδομήσει”. Αν, αφού έκανε αυτόν τον διαχωρισμό, διαπίστωνε ότι ο ποιητής της Οδύσειας έχει αντιελληνικό όραμα ζωής, αντίθετο με το δικό του, να τον έκρινε με βάση όχι τη δική του κοσμοθεωρία, αλλά με του ποιητή, “εκ των ένδον”, “γιατί έτσι μονάχα κρίνονται τα έργα: “έσωθεν”. Μόνο έτσι θα ένιωθε την εσωτερική αναγκαιότητα της κάθε λεπτομέρειας και όλες τις μεταμορφώσεις και τις ψυχικές μεταβάσεις θα τις ζούσε σα φυσικό πέρασμα, τόσο φυσιολογικές κι απαραίτητες, “όσο και τ’ ωρίμασμα ενός καρπού -του σταφυλιού να πούμε: από το κουτσούρι στο βλαστό, από το βλαστό στο ανθισμένο τσαμπί, αποκεί στην αγουρίδα, αποκεί στο γλυκό σταφύλι, αποκεί στο κρασί, αποκεί στο τραγούδι”. Επειδή, όμως, δεν έκρινε το έργο “έσωθεν”, προέκυψαν, ως αναγκαστική συνέπεια, όλες οι απορίες, οι παρεξηγήσεις, “αλλά κυρίως -πράμα απίστεφτο- οι “χοντρολογίες”, καθώς όσα μέσα στην “Οδύσεια” πείραζαν την “εληνικότητά” του, δεν τα φώτισε, δεν τα κατανόησε και … τα χαραχτήρισε “τερατολογία” και τον άνθρωπο που τάγραψε πως έχει “απίστεφτα διαστρεβλομένες αισθήσεις”. Άπρεπες και άδικες χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης αυτές τις φράσεις, που θίγουν αυτόν που τις έγραψε.
Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του Καζαντζάκη, απέναντι στον πολιτισμό εκείνο που ο Λαούρδας αποκαλεί ασιατικό:
Η “ψέφτικη” αφτή και “φριχτή” ιδεολογία, η αντικλασική, η μπαρόκ, η “ανατολίτικη”, έχει δημιουργήσει σε όλη την επιφάνεια της γης και σε όλες τις εποχές ανότατα έργα -στην τέχνη, στη σκέψη, στην πράξη- κ’ έχει, με την αγάπη της κι αφτή και με το πείσμα και με τον εδικό της αντιεληνικό, τρόπο, μετουσιόσει τόση λάσπη σε πνέμα. Αν λείψει, θα χάσει τη μια φτερούγα του το Πνέμα.
Όσο για την έννοια της Ελλάδας που, πιστός στα κλασικά του πρότυπα, ο Λαούρδας τη χρησιμοποιεί ως μέτρο, ο Καζαντζάκης υποστηρίζει ότι είναι δυο οι “αρχέγονες εληνογονικές ρίζες” που δημιούργησαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, “το υπόγειο σκοτεινό ρέμα, ο Διόνυσος, και το απάνω, το φωτεινό, ο Απόλωνας, που αν έλειπε ο Διόνυσος, θ’ απόμενε αναιμικός”. Κι ακόμη ότι το ελληνικό αίμα στα χρόνια που ακολούθησαν πλουτίστηκε από καινούρια αίματα, που “ή θα έπρεπε να τα κουτσουρέψουμε και ν’ αφήσουμε μονάχα την αρχαίαν Ελάδα, -κι από αφτή, μονάχα την απολώνια, -ή να βαλθούμε πια, και να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε τη σύνθεση απ’ όλα αφτά τα αίματα και να βρούμε την έκφραση του υπερεληνικού μας πλούτου”. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο, η ειδοποιός διαφορά. Γιατί ο Λαούρδας προτιμά τον πρώτο δρόμο “αρχαίος κλασικός Έληνας”, ενώ ο Καζαντζάκης τον δεύτερο, τη σύνθεση, που σε όλη την “Οδύσεια” προσπαθούσε να κάμει:
Ο Οδυσέας δεν υποτυπόνει μονάχα γενικά το νεότερο άνθρωπο που λαχταρίζει μια νέα ανότερη μορφή ζωής, παρά κ’ ειδικά τον Έληνα, που έχει να λύσει ένα τόσο θεμελιακό της μοίρας του δίλημα· ο Οδυσέας διαλέγει και ζει τη λύση που του φαίνεται η πιο σωστή· δε ζητάει το κουτσούρεμα, δεν αρνιέται τίποτα· ζητάει τη σύνθεση.
Αν θεωρήσουμε ότι ανότατο ιδανικό της Ανατολής είναι η “παθητική ενατένιση, η μακάρια απάρνηση, η γεμάτη εμπιστοσύνη εγκατάλειψη στις μυστηριώδεις απρόσωπες δυνάμες”, η ένωση του εγώ με το άπειρο και η εξαφάνισή του, ο Οδυσσέας δεν είναι καθόλου ανατολίτης. Το ιδανικό αυτό είναι αντίθετο στην ψυχή και στην πράξη του, διαφέρει, όμως κι από το “ανότατο ιδανικό της Ελάδας που είναι να σωθεί το εγώ από την αναρχία και το χάος”. Βέβαια δε σκεπάζει το χάος, όπως ο Έλληνας, γιατί του αρέσει να κρατάει άγρυπνη και να πληθαίνει τη δύναμή του βλέποντάς το, χωρίς να εγκαταλείπεται ποτέ του σ’ αυτό.
Ο Καζαντζάκης, περνώντας πια στην εξομολόγησή του συναρτά την ψυχή του με την παμπάλαιη προγονική ψυχή. Η κοσμοθεωρία του, το κεντρικό όραμα που ρυθμίζει τα τελευταία χρόνια τη ζωή και το έργο του, έρχεται από τα χώματα της κρητικής γης:
Ούτε Φραγκιά νιόθω μέσα μου ούτε καθαρή “αποσταγμένη” κλασικήν Ελάδα· ούτε, καθόλου, το αναρχούμενο χάος και την άβουλη εγκαρτέρηση της Ανατολής”. Αυτό που ζητά και θέλει ο Καζαντζάκης είναι “μια σύνθεση: το εγώ ν’ ατενίζει την άβυσο χωρίς ν’ αποσυνθέτεται· αντιθέτως, η ενατένιση αφτή να το γεμίζει συνοχή, υπερηφάνεια κι αντρεία. Και τη ματιά τούτη που ατενίζει έτσι τη ζωή και το θάνατο, την ονομάζει κρητικιά.
Στο μινωικό πολιτισμό τέτοια ήταν η κρητική ματιά. Η “ηρωική χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο, παιχνιδιάρα ματιά”, που αντίκρυζε τον Ταύρο, “την Άβυσο”, κατάματα, χωρίς φόβο, δεν τον σκότωνε, παρά έπαιζε μαζί του, ακονίζοντας τη δύναμή του και μετατρέποντας τη φρίκη σε υψηλό παιχνίδι. Γι’ αυτό η Κρήτη είναι, για τον Καζαντζάκη, η σύνθεση Ελλάδας και Ανατολής. Ξέρει πως “υπάρχουν κι άλες ματιές καθαρές, όλο φως κ’ εβγένεια, που βλέπουν τον κόσμο χωρίς να τον τεντόνουν και να τον πυραχτώνουν όπως ο Γκρέκο τα κορμιά του, …λαμπροί, πιστοί καθρέπτες του κόσμου”. Τις σέβεται και τις χαίρεται κι αυτές τις ματιές ο Καζαντζάκης, χαρακτηρίζει όμως την εποχή του “αντικλασική, που ζητάει να σπάσει τα καλούπια -να πετύχει μια νέα ισορόπηση- να δημιουργήσει το νέο Μύθο.
Κλείνοντας, σημειώνει ότι “πάντα η στιγμή αυτή του είταν ιερή, όταν ένας ώριμος άντρας έρχεται σε πνεματική επαφή μ’ ένα νεότερό του”, όταν βοηθά ένα νεότερό του να τον ξεπεράσει: “Λαμπαδοδρομία είναι το αγώνισμα που ανέλαβε το Πνέμα απάνω στη γης· ο νεότερος πρέπει να αρπάζει με σεβασμό και με βία τη λαμπάδα από τα χέρια του ωριμότερου για να την πάει πιο πέρα”. Τούτη, για τον αληθινά ώριμο πνευματικό άντρα, είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του, η αμοιβή του. Με πίκρα ομολογεί ότι θα προτιμούσε, ο νέος να κοίταζε μπροστά κι αυτός πίσω, κατά τις αγαπημένες παλιές φόρμες ζωής και τέχνης, όμως, στην πνεματική αυτή επαφή οι όροι αντεστράφησαν.
Στο διάλογο ανάμεσα στον Λαούρδα και τον Καζαντζάκη παίρνει μέρος και ο Γιώργος Θεοτοκάς[24], ο οποίος εξαρχής σημειώνει: “Όταν ένας άνθρωπος εξαιρετικός αφιερώνει τη ζωή του, με πνευματική ένταση και μ’ αυτοθυσία που ξεπερνούν όλα τα γνωστά όρια, για να δώσει στον τόπο του ένα μεγάλο έργο, έχει το δικαίωμα ν’ αξιώσει την περιέργεια, την προσοχή, το διάφορο και κάποια τέλος κατανόηση ή τουλάχιστο προσπάθεια για κατανόηση”. Διαπιστώνει, όμως, ότι ο Καζαντζάκης, χρόνια τώρα, βλέπει τον περίγυρο να στέκεται απέναντί του ψυχρός, παραξενεμένος, δισταχτικός, τις περισσότερες φορές ολότελα αδιάφορος και πότε-πότε εχθρικός. Θεωρώντας, λοιπόν, ότι “η τάξη απαιτεί να δείξουμε από την πρώτη στιγμή ότι καταλαβαίνουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε”, χαρακτηρίζει τον Καζαντζάκη ως ένα από τους σημαντικότερους ανθρώπους που διαθέτει ο σημερινός Ελληνισμός, κυρίως για τον “τρόπο που συνειδητοποίησε, έζησε και βασάνισε, με προφητικές εκλάμψεις, το κεντρικό κοινωνικό και ιστορικό δράμα του αιώνα μας, το δράμα του ξεπεσμού και της διάλυσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όσο κανένας Έλληνας συγγραφέας”.
Πρόθεση του Θεοτοκά είναι να διατυπώσει μερικές γενικές παρατηρήσεις, όχι να κάνει κριτική της Οδύσσειας, γιατί, δε θεωρεί τον εαυτό του προετοιμασμένο γι’ αυτό. Θεωρεί πως “το έργο δεν κατάφερε ακόμα ν’ αφομοιωθεί, ούτε και από το στενό κύκλο των ειδικών” και ότι θα “περάσει, αρκετός καιρός ακόμα ώσπου […] να βγούνε στην επιφάνεια τα κρυμμένα πράματα που περιέχει”. Στο μεταξύ, θεωρεί πως “υπάρχει στα νεοελληνικά γράμματα ένα ζήτημα Καζαντζάκη, πολυσήμαντο κ’ εκκρεμές, που περιμένει από τον καιρό τη λύση του”.
Διαφωνεί με την άποψη του Β. Λαούρδα, που θα έλεγε την κοσμοθεωρία της Οδύσσειας ασιατική. Ο Θεοτοκάς δεν νομίζει ότι μπορεί να βρούμε πραγματική σχέση ανάμεσα σε μια “σκέψη που την εμπνέει ο ηρωισμός της απελπισίας και που αποβλέπει στο μέχρις εσχάτων τέντωμα της θέλησης και σε μια διδασκαλία που έχει σκοπό το σκότωμα της θέλησης, την απάρνηση κάθε δράσης, την έκσταση μες στη νιρβάνα”. Πιστεύει ότι η Οδύσσεια είναι έργο πολύ επηρεασμένο στην καλλιτεχνική του σύλληψη και εκτέλεση από το πνεύμα της ανατολικής τέχνης, όμως ότι “ο κεντρικός του ψυχικός κ’ ιδεολογικός πυρήνας δεν είναι ασιατικός, αλλά ευρωπαϊκός. Είναι έργο που εκφράζει με τον τρόπο του τη δραματική μοίρα του σύγχρονου Ευρωπαίου, του τραγικού Λευκού Ανθρώπου του 20ού αιώνα”. Αποφεύγοντας προφητικούς ακροβατισμούς, δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα κριθεί το έργο από τις επόμενες γενιές, αν θα βρεθούν μέσα του σπέρματα χρήσιμα για μελλοντικές πνευματικές γονιμοποιήσεις.
Εν συνεχεία, ο Θεοτοκάς επικεντρώνει τις παρατηρήσεις του σ’ ένα άλλο, πολύ σημαντικό θέμα, που τον βάζει σε σκέψεις και αυτό είναι από τη μια η άποψη του Λαούρδα “ότι η στάση του απέναντι στην Οδύσσεια είναι “ελληνική [...] σα να θέλει να στερεώσει την καταδίκη του σε κάποιο δόγμα αυστηρής “ελληνικότητας” κι από την άλλη η απάντηση του ποιητή που παραδέχεται πως η ματιά του δεν είναι “ελληνική” αλλά “κρητικιά”, όπως τη χαρακτηρίζει, τονίζοντας, έτσι, ότι στο πνευματικό επίπεδο η Κρήτη είναι κάτι άλλο από την Ελλάδα. Επειδή, λοιπόν, υποψιάζεται πως και οι δυο απόψεις στενεύουν την έννοια “Ελληνισμός”, ο Θεοτοκάς επιχειρεί να δώσει τη δική του άποψη για τις έννοιες ελληνισμός και ελληνική παράδοση. Όσο για τον ποιητή της Οδύσσειας, “αφού γεννήθηκε ζήτημα αν είναι κλασικός Έλληνας ή Ασιάτης ή φορέας της κοσμοθεωρίας της Κρήτης”, η γνώμη του Θεοτοκά είναι πως:
ο σύγχρονος Ελληνισμός, που χώρεσε ως τώρα μέσα του κ’ εναρμόνισε τόσα πράματα που έμοιαζαν ασυμβίβαστα, είναι ικανός να περιλάβει άλλα τόσα και περισσότερα, και δεν υπάρχει λόγος ν’ αφήσει έξω τούτον τον τελευταίο καρπό του, το έπος των 33.333 στίχων, γραμμένο ελληνικά μ’ ευρωπαϊκές ανησυχίες κι’ ανατολικές επιδράσεις, και με πολύπαθη, πολύπλοκη και πολύπραγη ψυχή ρωμαίϊκη.
Κατά το ίδιο έτος, το 1943, στο επόμενο τεύχος της Νέας Εστίας, ο Κ.Ι. Δεσποτόπουλος[25] αναφέρεται, με δυο παρατηρήσεις του, στο «Σχόλιο στην Οδύσεια», με το οποίο ο Καζαντζάκης είχε απαντήσει στον Β. Λαούρδα. Από τη μια εντοπίζει μια “κρίσιμη πρόοδο στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του Καζαντζάκη”, τη θεωρία του για την “κρητική ματιά”, που επανορθώνει την κοσμοθεωρητική ελαττωματικότητα του έργου. Υπάρχει τώρα και κάτι που δεν είναι “αγέρας”, ακριβώς η “κρητική ματιά”, αλλά η θεωρία για την “κρητική ματιά” βρίσκεται έξω, και μάλιστα σε ασυμφωνία με το κείμενο της “Οδύσειας”, παρατηρεί. Θα είχε, λοιπόν, αποφασιστική σημασία η φιλοσοφικά αποκαταστατική αυτή θεωρία, “αν σε μια δεύτερη έκδοση της “Οδύσειας” αποφάσιζε ο Καζαντζάκης να παραλείψει όλα όσα είναι ασυμβίβαστα με τη θέση της “κρητικής ματιάς” και, οπωσδήποτε, τη μηδενιστική κατάληξη της κοσμοθεωρίας του Οδυσέα. Η άλλη παρατήρηση αφορά σε “μια περίεργη υπόδειξη προς την κριτική, να σωπάσει ως που νάρθει το πλήρωμα του χρόνου για να μπορεί να κριθεί η “Οδύσσεια” στην ουσία της”. Διαφωνεί, γιατί αλοίμονο στην εποχή και στην κριτική της, όπως γράφει, που η ίδια θα απαγόρευε στον εαυτό της να τολμήσει την αποφασιστική κρίση της, ανεξάρτητα αν αυτή ενδέχεται αύριο να εκτοπισθεί από μια διαφορετική, πιο σύνθετη ίσως κρίση, για την πορεία του Οδυσσέα. Διαφωνεί και με την κοσμοθεωρητική εδραίωση της “Οδύσειας” στο μύθο που ζητάει να προβάλει στην ανθρωπότητα η εξέλιξη της προσωπικότητας του Οδυσσέα, ιδιαίτερα με το περίφημο “και το ένα τούτο είναι αγέρας”, δηλαδή στον απόλυτο μηδενισμό. Γιατί, όπως υποστηρίζει, για κάθε εποχή που ζητάει να πλάσει τον πολιτισμό της, ο μύθος της Οδύσσειας, σα ζωντανό σπέρμα, είναι τουλάχιστον άχρηστος.
Το 1949, και ενώ οι κριτικές για την Οδύσσεια έχουν αραιώσει, ο Πέτρος Σπανδωνίδης,[26] αναφερόμενος στον Καζαντζάκη, γράφει πως ό,τι κι αν δοκίμασε το έδωκε τόσο πληθωρικό, ώστε η “μορφή” να φαίνεται ανίκανη να το περιλάβει. Κι ακόμη, ότι υπάρχει ένας τρόπος να είναι κανείς εξαίρετος πνευματικός άνθρωπος έξω από κάθε καλλιτεχνική συσχέτιση. Γιατί ο Καζαντζάκης είναι περισσότερο ένας πλούσιος εσωτερικά άνθρωπος κι ένα πνεύμα ανήσυχο, παρά ένας λογοτέχνης με τη νοικοκυρεμένη “τεχνική” έννοια. Λυρικός μαζί και δραματικός, επικός μαζί και λυρικός, φιλόσοφος μαζί και πεζογράφος, ταξιδευτής και ασάλευτος στη σιωπή του, αισθάνεται μεγάλη ενόχληση να ανήκει μονάχα σ’ ένα απ’ όλα αυτά και δείχνει πως θέλει να είναι όλα μαζί ή μάλλον πως έχει να πει κάτι πιο πλούσιο από καθετί που ανέχεται ένα λογοτεχνικό σύνορο:
Σε ορισμένα πνεύματα μπροστά η λογοτεχνική κριτική, που έχει συνηθίσει στις κατατάξεις και τις συχνά αυθαίρετες γενικεύσεις, στέκεται απορημένη. Γιατί μερικά πνεύματα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ορθώνουνται σαν φύσεις πιο δυνατές από κάθε καλλιτεχνική δέσμευση, μόλο που για τους νοικοκυρεμένους και πολύ λογικούς κριτικούς, η παράβαση κάποιων κανόνων στην απόθεση του εσωτερικού πλούτου στο γραπτό λογοτεχνικό λόγο λογαριάζεται σαν αδυναμία.
Ο Καζαντζάκης, όμως, φανερώνει τι μπορεί να είναι ένας πραγματικός διανοούμενος στην Ελλάδα, πώς μπορεί ένα ελεύθερο δημιουργικό πνεύμα να δοθεί σε μια ελεύθερη πνευματική περιπέτεια, χωρίς να δημιουργήσει σύστημα και γι’αυτό ακριβώς πολύ περισσότερο πολύτιμο για την Ελλάδα. Και όπως στην Οδύσσειά του δεν έχει σημασία το τέρμα, αλλά ο δρόμος, ο Καζαντζάκης “αναζητεί” απελπισμένα και ο ηρωισμός του συνίσταται σε τούτο, ότι θυσιάζει όλη την πνευματική του γονιμότητα σε κάτι, που από πριν γνωρίζει ότι τελικά θα ανατραπεί.
Ο Μηνάς Δημάκης,[27] επίσης, το 1949, σε άρθρο του για τη σύγχρονη ποίηση, θέτοντας το ερώτημα: “τι έκαμε λοιπόν η ποίηση με το νέο αυτό ανθρώπινο τοπίο, πώς μεταχειρίστηκε τον άνθρωπο, πώς τον ακολούθησε στη γιγαντιαία προσπάθειά του να σφυρηλατήσει το νέο του μύθο;”, αναφέρεται στον Καζαντζάκη και την Οδύσσειά του. Η ποίηση, γράφει, “έκαμε το καθήκον της παντού, σ’ όλον τον κόσμο, ερμηνεύοντας την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου —που είναι το κυριαρχικό γνώρισμα του πολιτισμού μας— από τον Έλιοτ στην Αγγλία με τη “Έρημη χώρα” του, [...] ως τον Καζαντζάκη στην Ελλάδα, που με την “Οδύσειά” του, μας έδωσε τον ηρωικό μηδενισμό του σύγχρονου ανθρώπου, που γίνεται ο αιώνια αγωνιζόμενος, σαν τον Ιησού του Πασκάλ που θα αγωνιά στον σταυρό ως τη συντέλεια των αιώνων”. Και συμπληρώνει πως ακόμη κι όσοι “δε θα 'θελαν να πολιτογραφήσουν την “Οδύσεια” στον κόσμο της ποίησης, δεν μπορούν να μην παραδεχτούν πως αποτελεί το εκπληκτικότερο ποιητικό χρονικό της δραματικής πορείας του σημερινού Ευρωπαϊκού πνεύματος”.
Οι επόμενες αναφορές αντλούνται από το αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας[28] που, ως μια πρώτη συμμετοχή στο πένθος, το 1957, αναδημοσιεύει άρθρα από τις αθηναϊκές εφημερίδες, δημοσιευμένα αμέσως μετά από τον θάνατο του Ν. Καζαντζάκη.
Στο εν λόγω τεύχος, ο Ευάγγελος Παπανούτσος,[29] σε κείμενό του, δημοσιευμένο στην εφ. Το Βήμα, της 31-10-1957, ελπίζει, έστω μετά το θάνατό του, να κριθεί ο Καζαντζάκης “και στον τόπο του με αντικειμενικότητα και δικαιοσύνη. Όσο ζούσε, ενοχλούσε με τον όγκο του εχθρούς και φίλους […] και για τούτο συνήθως μόνο τον πικρό και το χυδαίο λόγο άκουσε στην πατρίδα του, με υπερβολή που σκέπαζε το δειλό εγκώμιο των ολίγων”. Αναρωτιέται πώς ο κριτικός των Ελληνικών Γραμμάτων θα βαθμολογήσει το βαρύ και πολύμορφο έργο του Ν. Καζαντζάκη, πιστεύοντας ότι σίγουρα θα του αναγνωρίσει τη δύναμη της σκέψης και του λόγου του, την παληκαριά και περηφάνεια του στο αντίκρυσμα της ζωής, τη σοφία του.
Αναφερόμενος στη μεταφυσική του Καζαντζάκη, όπως αποκαλύπτεται προπάντων στην Οδύσσειά του, τη χαρακτηρίζει ως ένα κράμα βουδισμού και επικουρισμού:
Ο Θεός-Άνθρωπος θέτει αντικειμενικά τον ένα στόχο ύστερ’ από τον άλλο, όχι για να τον φτάση και ν’ αναπαυτή, αλλά για να τον ξεπεράση, κ’ έτσι να χαρή τη λευτεριά στην πιο τραγική μορφή της, πέρ’ από το φόβο και την ελπίδα!… Κάτι το σκληρά και ακατάδεχτα ηρωικό, κάτι το απάνθρωπο ίσως έχει μέσα της αυτή η στάση, αφού πιστεύει ότι κάθε ύπαρξη δικαιώνεται μέσα στην ανάλωσή της σ’ έναν αγώνα χωρίς καμμιάν ελπίδα.
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος,[30] επίσης, σε άρθρο του στις 15 Νοεμβρίου 1957, αναφέρει ότι σε μια συνομιλία του, πριν από κάμποσα χρόνια, με τον ποιητή της “Οδύσσειας”, ο Καζαντζάκης είχε αποφύγει κάθε απάντηση σ’ ερωτήματα επικαίρως επείγοντα για την Οδύσσεια, για τον αγώνα, και την αγωνία του ήρωά της:
Η σκέψις του αγκάλιαζε το γενικώτερο, το άχρονο πρόβλημα της ανθρώπινης μοίρας, και η ματιά του -κάποτε είχε μιλήσει για την “κρητική ματιά” και μ’ αυτήν υποδηλούσε τον τρόπο που αντίκρυζε τη σύνθεση Ανατολής και Δύσεως, τη σύνθεση Ασίας και Ελλάδος, του ασιάτου Διονύσου και του Έλληνος Απόλλωνος- […] η ματιά του αναζητούσε τα καθολικώτερα σχήματα που θα μπορούσαν να χωρέσουν τον οραματισμό του.
Παραθέτει, επίσης, ο Χουρμούζιος μερικά από όσα ο Καζαντζάκης του έγραφε, σε επιστολή, με ημερομηνία 23-10-1943, από την Αίγινα, συνεχίζοντας την αρχινημένη συνομιλία τους: “Ένιωθα …πως όσο προχωρούσε ο Οδυσσέας το εγώ του πλάταινε, έσπαζε το εκάστοτε καλούπι -εγώ ατομικό, οικογένεια, πατρίδα, ράτσα, άνθρωπο, ενόργανο ον…” τον ένιωθε “ολοένα να ταυτίζεται με τη φοβερή, ακατάλυτη κι όλο μυστήριο έφοδο που παρουσιάζεται στον πλανήτη μας με τη μορφή: Ζωή”.
Στο ερώτημα “τι στάση παίρνει ο Οδυσέας στο πρόβλημα: Άτομο-Σύνολο”, ο Καζαντζάκης θεωρούσε πως ό,τι κι αν απαντούσε θα στένευε την πρόθεση του Οδυσέα, γιατί έτσι θα φυλάκιζε “την Κραυγή του σε ωρισμένη, δηλαδή περιωρισμένη διατύπωση, που σήμερα μπορεί να ικανοποιεί τους πιο προχωρημένους, αύριο, όμως, ή μεθαύριο θα φαίνεται συντηρητική και στους πιο καθυστερημένους… Ο Οδυσέας, απάνω απ’ όλα είναι Σύνθημα γενικό, που το σχόλιό του το κάνουν οι διάφορες εποχές”. Και το μυστικό του κάθε συνθήματος, είναι ότι αυτός που μπορεί να το δεχθεί και να το ζήσει κατορθώνει και δίνει στο κάθε πρόβλημα τη δική του λύση, στην οποία μπορεί να φτάσει η ακρότατη δύναμή του, διαφορετική, ίσως, για τον καθένα, ακολουθεί όμως την ίδια ανηφορική κατεύθυνση.
Πρόκειται δηλαδή για “διαφορετικά μονοπάτια προς τον ίδιο Ανήφορο”. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη φαίνεται έτσι να είναι “ένας πέρ’ από φυλετικούς περιορισμούς πολίτης της αυριανής (της εκάστοτε αυριανής) πολιτείας. Κρητική ματιά δεν θα πη να διώξουμε τον δυτικό, ανατολίτικο, αρχαίο ελληνικό πολιτισμό· θα πη να συνδέσουμε όλα αυτά και προ πάντων αυτό το καινούργιο που αναβρύζει μέσα μας και να ζήσουμε μια νέα, πιο πλατειά, πιο γενναία και πιο υπεύθυνη αντίληψη της ζωής”.
Συμπερασματικά, τα θέματα που τέθηκαν και συζητήθηκαν ανάμεσα στους ομοτέχνους του Καζαντζάκη και τον ίδιο, όσο συμμετείχε στο διάλογο, με τα σχόλιά του, κεντρικό ρόλο έχουν ζητήματα αισθητικά γύρω από την ποίηση, η σχέση μορφής περιεχομένου, αλλά κυρίως η έννοια της ελληνικότητας, η “κρητική ματιά” του Ν. Καζαντζάκη.
Οι κριτικές για την Οδύσσεια στις οποίες αναφερθήκαμε, εκτείνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα, από εκείνες που αναγνώρισαν στην Οδύσσεια και τον ποιητή της πολλά θετικά σημεία, που ένιωσαν το έργο “εκ των ένδον”, που συνταξίδεψαν με τον Οδυσσέα, έως εκείνες που την αρνήθηκαν ολωσδιόλου, τη χαρακτήρισαν εκτός τόπου και χρόνου και τον ποιητή της να μη διαθέτει τις αναγκαίες προϋποθέσεις, για να ξεπεράσει το έργο του τα σύνορα της Ελλάδας. Ανάμεσά τους, και οι κριτικές που αναγνώρισαν μερικά θετικά στοιχεία αλλά και πολλά αρνητικά. Ο Καζαντζάκης δέχτηκε τις αρνητικές κριτικές, με μια σπάνια απλότητα και καλοσύνη. Στον Πρεβελάκη είχε γράψει σχετικά: “Διάβασα τις κριτικές Αυγέρη και Παράσχου, ήσυχα, απλοϊκά, σχεδόν χαρούμενα. Αφού η ανώτατη αμοιβή είναι να μην έχεις καμιάν αμοιβή”!
Κλείνοντας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι σαφώς δεν εξαντλήσαμε το θέμα. Πιστεύουμε, όμως, ότι δώσαμε ένα πλαίσιο και τα βασικότερα σημεία του διαλόγου που αναπτύχθηκε γύρω από την Οδύσσεια, κατά τη χρονική περίοδο που επιλέξαμε, από την έκδοσή της ως το θάνατο του Ν. Καζαντζάκη, ενός διαλόγου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα για το έργο του, ανεξάντλητο, οικουμενικό και πάντα επίκαιρο, που αξιώνει την αγάπη, και το σεβασμό μας.
Ως κατακλείδα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την επιστολή, που ήδη αναφέρθηκε, του Νίκου Καζαντζάκη στον Αιμίλιο Χουρμούζιο, θεωρώντας ιδιαίτερα χρήσιμη τη σύντομη περιεκτική άποψη του ίδιου του Καζαντζάκη για τον ήρωά του, τον Οδυσσέα, και τη μεταφυσική της Οδύσσειας, αλλά και για την “κρητική ματιά”:
Ο Οδυσέας δρασκελίζει, όπως λες, όχι την Ελλάδα, παρά τη Γης· μα ξεκινά αναγκαστικά από την Ελλάδα […] Καθώς ακόμα λες, ο Οδυσέας πλάθει ένα Μύθο… είναι αυτός ο ίδιος ο Μύθος. Σε ωρισμένες, όμως, στιγμές σε μεγάλη ένταση, σε κρίση που βαστάει μιαν αστραπή -μια “μαύρην αστραπήν”- σπάζουν όλα τα καλούπια κι’ όλα αφανίζονται. (Το ίδιο δεν έκαμε κι’ ο Πίνδαρος, ο μέγας λάτρης και υμνητής του εφηβικού κορμιού, του χεροπιαστού άθλου της βεβαιότητας για την αξία της ζωής; Κι’ όμως, αυτός ο Πίνδαρος κάποτε θα πλάνταξε κ’ έσυρε κι’ αυτός την αποτρόπαιη μηδενιστική του κραυγή: “Σκιάς όναρ άνθρωπος!”. [...] Κάθε ψυχή μεγάλη πλαντάει κάποτε, γιατί νοιώθει πως κι’ ο ανώτατος άθλος κ’ η ανώτατη χαρά ή θλίψη και το πιο απότολμο ιδανικό δεν τη χωράει. Τίποτε δεν τη χωράει, παρά μονάχα το Τίποτα. Και ρίχνει μια κραυγή. Κ’ ύστερα πάλι συνέρχεται, κάνει κουράγιο, φιμώνει τον μέσα του δαίμονα και εξακολουθεί τον ανήφορο. Το ίδιο κάνει κι’ ο Οδυσσέας· δεν είναι η αποκορύφωση του αγώνα του η μηδενιστική αυτή Κραυγή: “Και το Ένα τούτο δεν υπάρχει!” Είναι μια δικλείδα που την ανοίγει μια στιγμή για να μην πλαντάξη, ανακουφίζεται, παίρνει κουράγιο από τη φρίκη κ’ εξακολουθεί το δρόμο που διάλεξε: τον Ανήφορο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αυγέρης, Μ., 1939, «“Η Νέα Οδύσσεια”, Μερικά αισθητικά και τεχνικά ζητήματα», στο: Νέα Εστία, τχ. 306, σσ. 1247-1256 και τχ. 307, σσ. 1344-1349.
Δεσποτόπουλος, Κ., 1943, «Το πνευματικό βάθρο της “Οδύσειας”», στο: Νέα Εστία, τχ. 392.
Δημάκης, Μ., 1938, «Νίκου Καζαντζάκη. “Ταξιδεύοντας Β΄ Ιαπωνία-Κίνα”. Και “μια απλή γνώμη για την “Οδύσεια”», στο: Κρητικές Σελίδες, Χρόνος Γ΄, τχ. 7-9.
–———, 1949, «Ζητήματα της νεώτερης Ποίησης», στο: Ποιητική Τέχνη, τ. ΙΙ, τχ. 23, έτος Β΄, Αθήνα.
–———, 1975, «Καζαντζάκης Επιστολές σχόλια», Το Ελληνικό βιβλίο.
Θεοτοκάς, Γ., 1943, «Γύρω στη νέα “Οδύσεια”», Νέα Εστία, τ. 34, τχ. 391, σσ. 1125-1128.
Καζαντζάκης, Ν., 1939, «Ένα γράμμα. Του Νίκου Καζαντζάκη», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 110.
–———, 1939, «Ένα ανοιχτό Γράμμα, Για την Κα Έλλη Λαμπρίδη», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 121.
–———, 1939, «Μετά την κριτική της κ. Λαμπρίδη Για την “Οδύσσεια”» στο: Νεοελλ. Γράμματα, 125.
–———, 1939, «Ένα μικρό σχόλιο για την “Οδύσσεια”», στο: Νέα Εστία, τχ. 310.
–———, 1943, «Ένα σχόλιο στην “Οδύσσεια”» στο: Νέα Εστία, τχ. 389, σσ.1028-1034.
–———, 1985, «Πέντε ανέκδοτες επιστολές προς τον Αλέξη Μινωτή», στο: Η λέξη, τχ. 42.
–———, 1964, Οδύσσεια
Λαμπρίδη, Έλλη, 1939, «Η “Οδύσσεια” του Ν. Καζαντζάκη. Ι. Η μεταφυσική της», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 118, 4 Μαρτίου 1939 και τχ. 119, 11 Μαρτίου 1939, «ΙΙ. Ο μύθος της», τχ. 120, 18 Μαρτίου 1939, τχ. 121, 25 Μαρτίου 1939, τχ. 122, 1 Απριλίου 1939, τχ. 123, 8 Απριλίου 1939, «ΙΙΙ. Η μορφή της», τχ. 124, 15 Απριλίου 1939.
–———, 1939, «Ένα Γράμμα για τον κ. Ν. Καζαντζάκη», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 126.
Λαούρδας, Β., 1943, «Η "Οδύσσεια" του Καζαντζάκη», Κριτικό δοκίμιο, Αθήναι, ΠΠΚ
Λεκατσάς, Π., 1939, «Ένα ανοιχτό γράμμα. Για την “Οδύσσεια”», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 117.
Παπανούτσος, Ε., 1957, «Καζαντζάκης», στο: Νέα Εστία, τχ. 729. (Το Βήμα, 31-10-1957).
Παράσχος, Κ., 1939, «Ένα γράμμα. Για μια κριτική», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 116.
–———, 1939, «Ν. Καζαντζάκη: “Οδύσεια”», Νέα Εστία, τχ. 305.
–———, 1940, Οι «“άρτιοι” και οι “περιττοί”», στο: Νέα Εστία, τχ. 313.
Πρεβελάκης Π., 1939, «Ένα γράμμα Για την “Οδύσσεια”», στο: Νεοελληνικά Γράμματα, 128.
–———, 1984, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
Σπανδωνίδης, Π., 1949, «Νίκος Καζαντζάκης», στο: Ποιητική Τέχνη, έτος Β΄, τχ. 23.
Σταύρου, Π., 1989, «Νίκος Καζαντζάκης και Αιμίλιος Χουρμούζιος - Μια γνήσια πνευματική φιλία. Εκατόν πενήντα περίπου ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη προς Χουρμούζιο», στο: Η λέξη, τχ. 85-86.
Σφακιανάκης, Ι., 1939, «Ν. Καζαντζάκης», στο: Νέα Εστία, τχ. 308, σσ. 1387-1393.
Χουρμούζιος, Αιμ., 1957, στο: Νέα Εστία, τχ. 729, σ. 1645-47 (Η Καθημερινή, 29-10-57).