Η καζαντζακική «Οδύσεια»: Μεταξύ ελληνικότητας και μεταφυσικής

από την γαλλική έκδοση της «Οδύσσειας» του ΝΚ

από την γαλλική έκδοση της «Οδύσσειας» του ΝΚ

από την γαλλική έκδοση της «Οδύσσειας» του ΝΚ

Λι­θο­γρα­φί­ες των Spitzer, Guiramand, Cottavoz και Minaux από την γαλ­λι­κή έκ­δο­ση της «Οδύσ­σειας» του Κα­ζαν­τζά­κη (Editions Plon, 1968)




Η έκ­δο­ση της Οδύ­σειας το 1938 ήταν ένα εκ­δο­τι­κό γε­γο­νός για την με­τα­ξι­κή Αθή­να. Δεν ήταν μό­νο η έκ­δο­ση του έρ­γου, ο όγκος του και το κό­στος πα­ρα­γω­γής του βι­βλί­ου που εί­χαν προ­κα­λέ­σει συ­ζη­τή­σεις πριν την έκ­δο­ση του. ήταν και το προη­γού­με­νο έρ­γο του συγ­γρα­φέα, η συ­νε­χής πα­ρου­σία του Κα­ζαν­τζά­κη στην πνευ­μα­τι­κή ζωή της Ελ­λά­δας, οι προ­δη­μο­σιεύ­σεις του έπους σε πε­ριο­δι­κά (Ανα­γέν­νη­σιη, Ηλύ­σια, Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα Ηρα­κλεί­ου, Ο Κύ­κλος, Κρη­τι­κές Σε­λί­δες κ.ά.) που εί­χαν ξε­κι­νή­σει έναν κύ­κλο συ­ζη­τή­σε­ων για το έρ­γο. Ο συγ­γρα­φέ­ας της Οδύ­σειας ήταν μέ­λος της πνευ­μα­τι­κής ελίτ της Αθή­νας, κυ­ρί­ως γνω­στός για τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα, τα με­τα­φρα­στι­κά του πο­νή­μα­τα, τα τα­ξι­διω­τι­κά του κεί­με­να και τα φι­λο­σο­φι­κά του δο­κί­μια, με ση­μα­ντι­κό­τε­ρο την Ασκη­τι­κή που εξέ­δω­σε το 1927 σε πρώ­τη γρα­φή για να το πα­ρα­δώ­σει στους ανα­γνώ­στες στην τε­λι­κή του μορ­φή χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.
Πα­ρό­τι σή­με­ρα εί­ναι διά­ση­μος για τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του και ιδιαί­τε­ρα για όσα από αυ­τά με­τα­φέρ­θη­καν στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, το 1938 ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εί­ναι κα­τα­ξιω­μέ­νος ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος κι ας εί­χε ξε­κι­νή­σει την πε­ζο­γρα­φι­κή του πο­ρεία ήδη το 1906 με το Όφις και Κρί­νο. Στό­χος του ίδιου ήταν η κα­τα­ξί­ω­σή του στη χο­ρεία των ποι­η­τών, έναν στό­χο που ξε­κί­νη­σε να πραγ­μα­τώ­νει από μι­κρά ποι­ή­μα­τα, συ­νέ­χι­σε με έμ­με­τρες τρα­γω­δί­ες και με­τα­φρά­σεις ποι­η­τι­κών έρ­γων και έφτα­σε μέ­χρι την πα­ρα­γω­γή εί­κο­σι μί­ας τερ­τσι­νών (Κό­κο­ρης, 2020). Ωστό­σο, δια­βα­τή­ριο του για την πο­λι­τεία των ποι­η­τών θε­ω­ρού­σε την Οδύ­σεια, ένα έπος που συ­νέ­θε­σε με κε­ντρι­κό ήρωα τον Οδυσ­σέα και τον οποίο ακο­λου­θού­σε ως τον θά­να­τό του. Η προ­ερ­γα­σία για την Οδύ­σεια κρά­τη­σε πολ­λά χρό­νια, κα­θώς η συγ­γρα­φή του ξε­κί­νη­σε το 1924, το έρ­γο εί­χε επτά δια­φο­ρε­τι­κές γρα­φές και εί­χε δη­μιουρ­γή­σει έναν ορί­ζο­ντα προσ­δο­κιών με­γά­λο ή του­λά­χι­στον με­γα­λύ­τε­ρο του τε­λι­κού προ­ϊ­ό­ντος. 33.333 ιαμ­βι­κοί στί­χοι σε δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βο, σε γλώσ­σα δη­μο­τι­κή αλ­λά όχι ενιαία, όχι ομι­λού­με­νη και όχι οι­κεία αφη­γού­νται τη ζωή του Οδυσ­σέα όπως την εί­χε συλ­λά­βει η δη­μιουρ­γι­κή φα­ντα­σία του Κα­ζαν­τζά­κη. Εκτός από τις μορ­φι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του νέ­ου έπους, η υπό­θε­ση απαι­τού­σε χαλ­κέ­ντε­ρους ανα­γνώ­στες: ο ανα­γνώ­στης πα­ρα­κο­λου­θεί την πα­ρακ­μή και πτώ­ση του Μυ­κη­ναϊ­κού και Μι­νω­ι­κού πο­λι­τι­σμού, επα­να­στα­τι­κές κι­νή­σεις στο πα­ρακ­μα­σμέ­νο φα­ρα­ω­νι­κό βα­σί­λειο της Αι­γύ­πτου, την προ­σπά­θεια δη­μιουρ­γί­ας μιας ιδα­νι­κής πο­λι­τεί­ας, την ολέ­θρια κα­τα­στρο­φή της και το μο­να­χι­κό τα­ξί­δι του Οδυσ­σέα προς τον θά­να­το με­τά από συ­να­ντή­σεις με τον Χρι­στό, τον Βού­δα, τον Δον Κι­χώ­τη, τον Φά­ουστ κά.

H Αμε­ρι­κα­νί­δα Joe McLeod, που χρη­μα­το­δό­τη­σε την πρώ­τη έκ­δο­ση της «Οδύ­σειας»

Η έκ­δο­ση της Οδύ­σειας γί­νε­ται σε μια επο­χή με­τα­βα­τι­κή για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία και κοι­νω­νία, στον Με­σο­πό­λε­μο και δη στη με­τα­ξι­κή δι­κτα­το­ρία, όπου συ­νυ­πάρ­χουν πα­λαιά ρεύ­μα­τα και εδραιώ­νο­νται νέ­ες τά­σεις. Το 1938 έχου­με ήδη σχη­μα­τι­σμέ­νο τον πρώ­το πυ­ρή­να της ομά­δας που κα­τα­χρη­στι­κά (αλ­λά βο­λι­κά) ονο­μά­στη­κε Γε­νιά του '30, ενώ οι πα­λαιό­τε­ρες γε­νιές π.χ. του '80 έχουν βιο­λο­γι­κά ή πνευ­μα­τι­κά εκ­πνεύ­σει, αφή­νο­ντας στους νε­ο­ρο­μα­ντι­κούς ποι­η­τές χώ­ρο, που, ωστό­σο, δεν κα­λύ­πτε­ται πλή­ρως (Πο­λυ­καν­δριώ­τη, 2004). Κα­τά συ­νέ­πεια, η κρι­τι­κή της επο­χής κα­λεί­ται να αντι­με­τω­πί­σει ένα έπος σε μια λο­γο­τε­χνι­κή Αθή­να όπου οι υπε­ρε­α­λι­στές δη­λώ­νουν βρο­ντε­ρά πα­ρό­ντες και τα πρώ­τα μο­ντερ­νι­στι­κά έρ­γα βρί­σκο­νται σε κυ­κλο­φο­ρία στον τύ­πο της επο­χής (Χα­μα­λί­δη, 2002). Μπρο­στά στις αλ­λα­γές που ση­μειώ­νο­νται η Οδύ­σεια προ­βάλ­λει μάλ­λον ως ση­μείο αντι­λε­γό­με­νον. Η κρι­τι­κή στά­θη­κε δι­στα­κτι­κή απέ­να­ντι στο πο­λυα­να­με­νό­με­νο έρ­γο κα­θώς δεν υπήρ­χαν εν­θου­σιώ­δεις θε­τι­κές κρι­τι­κές ενώ ακό­μα και οι αρ­νη­τι­κές κρι­τι­κές ανα­γνώ­ρι­ζαν στο έρ­γο αξία και ση­μα­σία[1].
Από τις κρι­τι­κές που ήταν απορ­ρι­πτι­κές για το έρ­γο ξε­χω­ρί­ζουν δύο. Η πρώ­τη εί­ναι της Έλ­λης Λα­μπρί­δη στο πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, μια κρι­τι­κή που εξέ­τα­σε κυ­ρί­ως τα μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του έρ­γο, τη με­τα­φυ­σι­κή του και τη γλώσ­σα του. Εί­ναι ση­μα­ντι­κή για­τί γί­νε­ται αμέ­σως με­τά την έκ­δο­ση του έρ­γου και εί­ναι μια εκτε­νής εξέ­τα­ση του έπους με κύ­ριες κρι­τι­κές στο­χεύ­σεις στη φι­λο­σο­φία, το κο­σμο­εί­δω­λο του κε­ντρι­κού ήρωα, τη γλωσ­σι­κή και ποι­η­τι­κή υπό­στα­σή του από μια κρι­τι­κό που γνώ­ρι­ζε προ­σω­πι­κά τον δη­μιουρ­γό και το έρ­γο του. Η δεύ­τε­ρη εί­ναι αυ­τή του νε­α­ρού τό­τε φι­λο­λό­γου Βα­σι­λεί­ου Λα­ούρ­δα που εκ­δί­δει ένα εκτε­νές κρι­τι­κό δο­κί­μιο που πε­ριέ­χει –προ­φα­νώς σε τρο­πο­ποι­η­μέ­νη μορ­φή– την τέ­ταρ­τη και τε­λευ­ταία από τις ομι­λί­ες για την Οδύ­σεια, τις οποί­ες έδω­σε, όπως λέ­ει ο ίδιος, μπρο­στά σε ευά­ριθ­μο αλ­λά εκλε­κτό κοι­νό με τη φρο­ντί­δα του Γε­ώρ­γιου Χα­ρι­τά­κη και του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού. Η ανα­φο­ρά στον Άγ­γε­λο Σι­κε­λια­νό δί­νει επι­πλέ­ον εν­δια­φέ­ρον στην κρι­τι­κή του Λα­ούρ­δα, για­τί, αν δε­χτού­με τις ει­σα­γω­γι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες του, το πε­ριε­χό­με­νο της ομι­λί­ας ήταν γνω­στό στον Σι­κε­λια­νό ο οποί­ος απεί­χε από την θυ­ελ­λώ­δη κρι­τι­κή που εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί γύ­ρω από το έπος και δεν εί­χε εκ­φρά­σει άπο­ψη για την Οδύ­σεια. Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, βέ­βαια, αυ­τό δε ση­μαί­νει ότι οι από­ψεις του Λα­ούρ­δα απη­χούν οπωσ­δή­πο­τε τις από­ψεις του Σι­κε­λια­νού για την Οδύ­σεια.
Κοι­νό στοι­χείο και στις δύο κρι­τι­κές (κι αυ­τό που αυ­ξά­νει το εν­δια­φέ­ρον τους) εί­ναι ότι προ­κά­λε­σαν την γρα­πτή αντί­δρα­ση του Κα­ζαν­τζά­κη, οπό­τε έχου­με έναν άτυ­πο διά­λο­γο ανά­με­σα στον καλ­λι­τέ­χνη και στον κρι­τι­κό του. Επί­σης, εστιά­ζουν σε δύο θέ­μα­τα που ακό­μα και σή­με­ρα εν­δια­φέ­ρουν τό­σο την κα­ζαν­τζα­κι­κή κρι­τι­κή όσο και τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία ευ­ρύ­τε­ρα: η κρι­τι­κή της Λα­μπρί­δη εξε­τά­ζει σε βά­θος το φι­λο­σο­φι­κό υπό­στρω­μα της Οδύ­σειας, τις φι­λο­σο­φι­κές κα­τα­βο­λές και οφει­λές του δη­μιουρ­γού του έρ­γου σε άλ­λους φι­λο­σό­φους. Ο Λα­ούρ­δας, από την άλ­λη, επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κό­τη­τα του έρ­γου, ανα­ζη­τά κα­τά πό­σο η μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο του έρ­γου εν­σω­μα­τώ­νο­νται αρ­μο­νι­κά στον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό και απο­τε­λούν λει­τουρ­γι­κό μέ­ρος του. με άλ­λα λό­για, εξε­τά­ζει κα­τά πό­σο το επι­κό ποί­η­μα εγ­γρά­φε­ται στην ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία και πα­ρά­δο­ση.





Έλ­λη Λα­μπρί­δη (ψη­φια­κά επι­χρω­μα­τι­σμέ­νη φω­το­γρα­φία)



Η Έλ­λη Λα­μπρί­δη ήταν από τις εξέ­χου­σες μορ­φές της φι­λο­σο­φι­κής, παι­δα­γω­γι­κής και ευ­ρύ­τε­ρα πο­λι­τι­στι­κής κί­νη­σης στην Ελ­λά­δα του προη­γού­με­νου αιώ­να. (Γα­ρί­τσης, 2017) Η βα­θιά επα­φή της με τον ποι­η­τή ξε­κι­νά­ει ήδη από το 1918, όταν στην Ελ­βε­τία γνω­ρί­στη­καν και ανέ­πτυ­ξαν προ­σω­πι­κούς δε­σμούς. Η προ­σω­πι­κή τους σχέ­ση δια­κό­πη­κε και τα συ­ναι­σθή­μα­τα των δύο γνώ­ρι­σαν δια­κυ­μάν­σεις αλ­λά η με­τα­ξύ τους επι­κοι­νω­νία ήταν σχε­δόν αδια­τά­ρα­κτα συ­νε­χής ως τον θά­να­το του Κα­ζαν­τζά­κη. Πο­λύ­τι­μη πη­γή πλη­ρο­φο­ριών για τις σχέ­σεις τους εί­ναι η εκ­δε­δο­μέ­νη αλ­λη­λο­γρα­φία τους που κα­τα­λαμ­βά­νει τα τε­λευ­ταία τριά­ντα χρό­νια ζω­ής του Κα­ζαν­τζά­κη (Χα­τζή 2018).
Η Λα­μπρί­δη, ού­σα ισχυ­ρή πνευ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, συ­νο­μι­λού­σε ως ισό­τι­μη με τον Κα­ζαν­τζά­κη για τη συγ­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή του, ενώ από την πλευ­ρά του ο Κα­ζαν­τζά­κης της εμπι­στευό­ταν ερ­γα­σί­ες σχε­τι­κές με το έρ­γο του. Εί­χε επι­φορ­τι­στεί με τη με­τά­φρα­ση της Ασκη­τι­κής στα αγ­γλι­κά (Χα­τζή 2018: 108,118-119, 180, 182-183, 198, 237, 310, 380, 382) ενώ φαί­νε­ται να έχει εμπλο­κή και για την δη­μο­σί­ευ­ση της Ασκη­τι­κής στο πε­ριο­δι­κό Ανα­γέν­νη­ση του Δη­μή­τρη Γλη­νού (Χα­τζή 2018: 144). Ο Κα­ζαν­τζά­κης ανα­φέ­ρει σε πλή­θος επι­στο­λών προς τη Λα­μπρί­δη την πο­ρεία συγ­γρα­φής της Οδύ­σειας, τις επάλ­λη­λες γρα­φές με τις οποί­ες κα­τα­γι­νό­ταν (Χα­τζή 2018: 95, 99 263, 265 et passim), τον κό­πο με τον οποίο επι­δί­δε­ται στο magnus opus, το ει­σι­τή­ριο του για να μπει στη χο­ρεία των ποι­η­τών. Κα­τά την πά­για τα­κτι­κή του ο Κα­ζαν­τζά­κης ανα­ζη­τά βι­βλία από τα οποία θα αντλή­σει ει­κό­νες, στοι­χεία και λε­πτο­μέ­ρειες για να τα εν­σω­μα­τώ­σει στην Οδύ­σεια (Χα­τζή 2018: 109, 118, 123, 141-2 et passim), ενώ η Λα­μπρί­δη φαί­νε­ται να επι­φορ­τί­στη­κε με την πρώ­τη αντι­γρα­φή του έπους (Χα­τζή 2018: 166, 174, 180). Η ου­σια­στι­κή σχέ­ση των δύο επι­βε­βαιώ­νε­ται και από την έντα­ξη της φι­λο­σό­φου στην Οδύ­σεια με τη μορ­φή μιας «λιο­πάρ­δα­λης» που συ­ντρο­φεύ­ει τον κε­ντρι­κό ήρωα στις πε­ρι­πέ­τειές του και η οποία απο­τε­λεί σύμ­βο­λο της Λα­μπρί­δη, όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος ο Κα­ζαν­τζά­κης (Χα­τζή 2018: 149-150).
Όλα τα πα­ρα­πά­νω πι­στο­ποιούν ότι η Λα­μπρί­δη εί­χε στα­θε­ρή επα­φή με το έπος από την αρ­χή της συγ­γρα­φής του, ενώ εί­χε κα­τά και­ρούς εξέ­φρα­ζε επι­φυ­λά­ξεις για το πε­ριε­χό­με­νό του, προϊ­δε­ά­ζο­ντας τον Κα­ζαν­τζά­κη για την εκτε­νή αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή της που θα ακο­λου­θή­σει. (Χα­τζή 2018: 137, 268-269, 282). Πολ­λά χρό­νια πριν την έκ­δο­ση της Οδύ­σειας και πριν την έκ­δο­ση της κρι­τι­κής της η Λα­μπρί­δη θα προει­δο­ποι­ή­σει τον Κα­ζαν­τζά­κη και θα προ­σπα­θή­σει να τον κα­τευ­θύ­νει στην ολο­κλή­ρω­ση ενός έρ­γου με πρω­τα­γω­νι­στή τον Βού­δα: 


[...] 5ο Αυ­τό δεν εί­ναι πια χά­ρη προ­σω­πι­κή μου. Αλ­λά θα ήθε­λα, έτσι, πώς να στο πω, για να συ­μπλη­ρω­θεί αντι­κει­με­νι­κά κά­τι που η κρί­ση και το αί­σθη­μά μου, αν αυ­τά έχουν κά­ποια με­γα­λύ­τε­ρη αξία από των δια­φό­ρων δι­δων Σα­μί­ου (εγώ το ξέ­ρω πως έχουν, και λυ­πά­μαι ει­λι­κρι­νά για­τί η ου­δε­τε­ρό­τη­τα και το jenseits σε κά­νει να εγκρί­νεις ανη­σί­ες), επι­κυ­ρώ­νουν απο­λύ­τως, θα ήθε­λα να μη μπλε­χτείς ολό­κλη­ρος στην πε­ρι­πέ­τεια της Οδύσ­σειας αλ­λά να τε­λειώ­σεις κά­πο­τε το Βού­δα με το λι­τό, πε­ζό style που πη­γαί­νει τό­σο κα­τευ­θεί­αν στην καρ­διά, τό­σο πιο άμε­σα από τις πλού­σιες, λί­γο voulues ει­κό­νες της Οδύσ­σειας.(Χα­τζή 2018: 269)



Από τις πρώ­τες αυ­τές νύ­ξεις ως την έκ­δο­ση της Οδύ­σειας η Λα­μπρί­δη θα επα­νέλ­θει με σχό­λια για το έπος ώσπου τον Δε­κέμ­βριο του 1938 θα ενη­με­ρώ­σει τον Κα­ζαν­τζά­κη ότι πρό­κει­ται (υπό την αί­ρε­ση της έγκρι­σης του) να δη­μο­σιεύ­σει εκτε­νή κρι­τι­κή στο πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα. Το πε­ριο­δι­κό ήταν εβδο­μα­διαί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας με φι­λο­λο­γι­κά θέ­μα­τα και φι­λο­ξε­νού­σε συ­νερ­γα­σί­ες με προ­ο­δευ­τι­κούς λο­γο­τέ­χνες και κρι­τι­κούς που έδει­χναν να έβρι­σκαν στις σε­λί­δες του κα­τα­φύ­γιο από τη με­τα­ξι­κή λο­γο­κρι­σία. Διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού ήταν ο εκ­δό­της του Κώ­στας Ελευ­θε­ρου­δά­κης ενώ αρ­γό­τε­ρα τη διεύ­θυν­ση θα ανα­λά­βει ο Αλέ­κος Φω­τιά­δης κι έπει­τα ο γιος του Δη­μή­τρης.
Η Λα­μπρί­δη εξέ­τει­νε την κρι­τι­κή της Οδύ­σειας σε 7 συ­νέ­χειες και την διαί­ρε­σε σε τρεις θε­μα­τι­κούς κύ­κλους: την με­τα­φυ­σι­κή της, τον μύ­θο και τη μορ­φή της. Ήδη από την πρώ­τη κρι­τι­κή εμ­μέ­σως η Λα­μπρί­δη πα­ρα­τη­ρεί ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν έγρα­ψε ένα έρ­γο του και­ρού του αλ­λά ανα­λώ­θη­κε σε ένα πο­λύ­χρο­νο κι επί­μο­χθο πνευ­μα­τι­κό έρ­γο που ξε­φεύ­γει από το κλί­μα της επο­χής του κι αγ­γί­ζει τη λο­γι­κή του αι­σθη­τι­σμού:

Δεί­χνει ακό­μη μιαν ενερ­γή, πει­σμα­τι­κή πί­στη στην αξία του πνεύ­μα­τος, στον αυ­το­σκο­πό της δη­μιουρ­γί­ας, στην προ­γραμ­μα­τι­κή, ξέ­νη προς ευ­και­ρια­κές εμπνεύ­σεις, εναρ­μό­νι­ση της φα­ντα­σί­ας με τη γνώ­ση, της με­τα­φυ­σι­κής με την αι­σθη­σια­κή επα­φή με τα πράγ­μα­τα. Ασύγ­χρο­νη στην έκτα­σή της, στη φόρ­μα της – αφού έχει δα συμ­φω­νη­θεί συμ­βα­τι­κά πως το έπος εί­ναι «ξε­πε­ρα­σμέ­νη» ποι­η­τι­κή μορ­φή – στην ιστο­ρι­κή το­πο­θέ­τη­ση των πε­ρι­στα­τι­κών της, στην απο­φυ­γή κά­θε εκλε­πτυ­σμέ­νης και πο­λύ­πλο­κης ψυ­χο­λο­γί­ας, εί­ναι φα­νε­ρό πως επι­διώ­κει θε­λη­μα­τι­κά μιαν υπερ­χρο­νι­κή υπό­στα­ση, ένα άχρο­νο κύ­ρος. (Λα­μπρί­δη, 2017: 17)

Η Λα­μπρί­δη κά­νει ορι­σμέ­νες καί­ριες και δια­χρο­νι­κά ορ­θές πα­ρα­τη­ρή­σεις: ανα­γνω­ρί­ζει ότι το έπος απα­θα­να­τί­ζει την ει­κό­να της συ­νο­λι­κής πα­ρακ­μής του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, ότι λει­τουρ­γεί ως απο­θη­σαυ­ρι­στής μνη­μεί­ων του δυ­τι­κού κό­σμου, αλ­λά όσα συμ­βαί­νουν δεν ακο­λου­θού­νται από τις αντί­στοι­χες συ­ναι­σθη­μα­τι­κές δια­κυ­μάν­σεις. Ο κε­ντρι­κός ήρω­ας δεν πεί­θει για τον ψυ­χι­σμό του και δε συ­γκι­νεί τους ανα­γνώ­στες, επει­δή εί­ναι ο εκ­φρα­στής και υλο­ποι­η­τής των φι­λο­σο­φι­κών θέ­σε­ων της Ασκη­τι­κής κι όχι ένας ήρω­ας ή μυ­θι­κό πρό­σω­πο που προ­κα­λεί συ­μπό­νια στον ανα­γνώ­στη με τις αν­θρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειές του. Η κα­τα­στρο­φή των πο­λι­τι­σμών που συ­ντε­λεί­ται, δεν συ­ντα­ρά­ζει τον Οδυσ­σέα και έτσι με τη σει­ρά του κι αυ­τός δεν γί­νε­ται αγω­γός συ­ναι­σθη­μά­των στον ανα­γνώ­στη. Η πτώ­ση των άλ­λο­τε κρα­ταιών βα­σι­λεί­ων δεν απο­θαρ­ρύ­νει τον Οδυσ­σέα που πα­ρα­τη­ρεί με ψυ­χραι­μία την πα­ρακ­μή του κό­σμου: αυ­τό που χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο Κα­ζαν­τζά­κης θα ονο­μά­σει «Κρη­τι­κή Μα­τιά» η Λα­μπρί­δη το δια­βλέ­πει και το πε­ρι­γρά­φει ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Οδυσ­σέα: Το μό­νο του προ­νό­μιο εί­ναι πως ξέ­ρει, πως βλέ­πει ανοι­χτο­μά­τι­κα τον τε­λι­κό γκρε­μό, πως κα­τα­φέρ­νει την κά­θε ανύ­παρ­χτην αθα­να­σία, την κά­θε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ησυ­χα­στι­κή γλύ­κα, την κά­θε κού­φιαν έξαρ­ση. […] Η μό­νη σω­τη­ρία εί­ναι η συ­νει­δη­τή γνώ­ση, η αξε­γέ­λα­στη αί­σθη­ση της πι­κρής, ανέλ­πι­δης αλή­θειας (Λα­μπρί­δη, 2017: 26). Αυ­τή η με­τα­φυ­σι­κή ορί­ζει την Οδύ­σεια κα­τά τη Λα­μπρί­δη και προ­κα­λεί εί­τε την αδια­φο­ρία του ανα­γνώ­στη εί­τε την προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη πο­ρεία της υπό­θε­σης που απο­κλεί­ει το στοι­χείο της έκ­πλη­ξης και της ανα­τρο­πής που θα ελ­κύ­σει τον ανα­γνώ­στη.
Η Λα­μπρί­δη πα­ρα­δέ­χε­ται ως ση­μα­ντι­κό κα­θο­δη­γη­τή του Κα­ζαν­τζά­κη τον Μπερ­ξόν με την ζω­τι­κή ορ­μή που δια­περ­νά τα πά­ντα και τα ωθεί προς μια σύν­θε­τη ανο­δι­κή πο­ρεία, προς το κα­λύ­τε­ρο και το υψη­λό­τε­ρο, ωστό­σο πα­ρα­τη­ρεί ότι τε­λι­κά δεν εί­ναι αυ­τή η φι­λο­σο­φι­κή βά­ση του έπους κα­θ’ ολο­κλη­ρία, αφού η αφο­μοί­ω­ση του Μπερ­ξόν από τον Κα­ζαν­τζά­κη δεν εί­ναι ου­σια­στι­κή. Ο Μπερ­ξόν πρε­σβεύ­ει την ανο­δι­κή πο­ρεία της ζω­τι­κής ορ­μής και δεν κυ­ριεύ­ε­ται από την ιδέα του θα­νά­του, η οποία κυ­ριαρ­χεί και σφρα­γί­ζει το έπος του Οδυσ­σέα. Βα­σι­κό μειο­νέ­κτη­μα του έρ­γου εί­ναι η πε­σι­μι­στι­κή του οπτι­κή, απόρ­ροια του βου­δι­στι­κού μη­δε­νι­σμού που κο­ρυ­φώ­νε­ται με την κα­τα­στρο­φή της κα­στρο­πο­λι­τεί­ας του Οδυ­σέα και την πο­ρεία του προς την πα­ραί­τη­ση και τον θά­να­το που τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να ανα­κό­ψει. Η προει­δο­ποί­η­σή της στον Κα­ζαν­τζά­κη να τε­λειώ­σει με τον Βού­δα και να αφή­σει την Οδύ­σεια (στα μά­τια της Λα­μπρί­δη) δι­καιώ­νε­ται. Η ελ­λη­νί­δα φι­λό­σο­φος απο­δί­δει στον κα­ζαν­τζα­κι­κό έρ­γο σο­λι­ψι­στι­κή οπτι­κή: όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα στο μυα­λό του ήρωα, δεν υπάρ­χει συ­ναι­σθη­μα­τι­κή επι­κοι­νω­νία με τους άλ­λους αν­θρώ­πους, όλα εί­ναι πνευ­μα­τι­κά παι­χνί­δια που δεν εφά­πτο­νται της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κα­τα­λή­γο­ντας να στε­ρούν από τον ανα­γνώ­στη τη χα­ρά της συ­γκί­νη­σης.
Η κρι­τι­κός με την επάρ­κεια γνώ­σης που δια­θέ­τει, βλέ­πει ότι η Οδύ­σεια εί­ναι ένα κρά­μα ανα­το­λι­κής και ευ­ρω­παϊ­κής οπτι­κής: αυ­τό το μι­κτό αλ­λά μη νό­μι­μο εί­δος κα­τα­λο­γί­ζει ως αι­τία της απο­τυ­χί­ας του έρ­γου. Εκτι­μά ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης θέ­λη­σε να συν­δυά­σει την ευ­ρω­παϊ­κή ενερ­γη­τι­κή άπο­ψη για τη ζωή με την ασια­τι­κή πα­θη­τι­κό­τη­τα και γι’ αυ­τό οι ήρω­ες του δεν εί­ναι δε­λε­α­στι­κοί, κα­θώς δεν αντα­πο­κρί­νο­νται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του ανα­γνώ­στη. Η απο­πνευ­μά­τω­ση των ηρώ­ων, η εξα­ΰ­λω­σή τους τούς με­τα­τρέ­πει σε φο­ρείς ιδε­ών και όχι σε πρό­σω­πα και γι’ αυ­τό ο ανα­γνώ­στης δεν ανα­πτύσ­σει εν­συ­ναί­σθη­ση γι’ αυ­τούς, δεν τον συ­γκι­νούν. Το έρ­γο φι­λο­ξε­νεί ήρω­ες που εφαρ­μό­ζουν την κα­ζαν­τζα­κι­κή με­τα­φυ­σι­κή και όχι αν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις. Αυ­τή η δια­φο­ρο­ποί­η­ση του Κα­ζαν­τζά­κη εί­ναι το και­νο­τό­μο στοι­χείο που ει­σά­γει ο συγ­γρα­φέ­ας κα­θώς δη­μιουρ­γεί έναν κό­σμο επι­κών δια­στά­σε­ων αλ­λά εντέ­λει αντι­η­ρω­ι­κό.
Της κρι­τι­κής για το με­τα­φυ­σι­κό υπό­βα­θρο του έπους έπε­ται η πε­ρί­λη­ψη της υπό­θε­σης. Η Λα­μπρί­δη κά­νει μια εκτε­νέ­στα­τη πε­ρί­λη­ψη, η οποία εί­ναι ανα­γκαία αφού η πρώ­τη έκ­δο­ση ήταν δυ­σπρό­σι­τη στο ευ­ρύ ανα­γνω­στι­κό κοι­νό που ήθε­λε να πλη­ρο­φο­ρη­θεί για τα όσα ακο­λού­θη­σαν την ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια. Η κρι­τι­κός προ­χω­ρά πέ­ρα από την πα­ρά­θε­ση της υπό­θε­σης, ψυ­χο­γρα­φώ­ντας και εξε­τά­ζο­ντας την πι­στό­τη­τα του ψυ­χι­σμού των ηρώ­ων, για να κα­τα­λή­ξει στην αρ­νη­τι­κή αξιο­λό­γη­σή τους. Φτά­νει μά­λι­στα να απο­φαν­θεί αρ­νη­τι­κά ακό­μα και για την επα­νά­στα­ση των από­κλη­ρων της αι­γυ­πτια­κής επι­κρά­τειας, για την επα­νά­στα­ση των desperados στους οποί­ους βλέ­πει ένα «ένα πο­λύ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο λεί­ψα­νο της ρω­μα­ντι­κής χρι­στια­νο­σύ­νης» (Λα­μπρί­δη, 2017: 56).
Η κρι­τι­κή της Λα­μπρί­δου ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την εξέ­τα­ση της μορ­φής του έπους για την οποία κά­νει διά­κρι­ση ανά­με­σα στην εκ­φρα­στι­κή δει­νό­τη­τα του Κα­ζαν­τζά­κη και στο γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα του έπους. Η Λα­μπρί­δη ανα­γνω­ρί­ζει την επιρ­ροή του Ομή­ρου στις ει­κό­νες και στις πα­ρο­μοιώ­σεις που χτί­ζει ο ποι­η­τής, ενώ δια­κρί­νει στην έκ­φρα­ση συγ­γέ­νειες με τον Σι­κε­λια­νό στον τρό­πο που οι αι­σθή­σεις κυ­ριαρ­χούν, όταν βέ­βαια οπι­σθο­χω­ρούν οι φι­λο­σο­φι­κές ανα­ζη­τή­σεις (Λα­μπρί­δη, 2017: 76). Η βα­σι­κή της αρ­νη­τι­κής κρι­τι­κής της επι­κε­ντρώ­νε­ται στο μέ­τρο και στη γλώσ­σα του έπους: ο δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βος πα­ρα­μέ­νει ανοί­κειος στί­χος, χω­ρίς αντι­λη­πτές το­μές και ανά­σες που θα κα­θο­δη­γή­σουν τον ανα­γνώ­στη. Πα­ράλ­λη­λα προ­χω­ρά και σε ένα ου­σια­στι­κό πεί­ρα­μα: αφαι­ρεί από τον δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βο δύο συλ­λα­βές χω­ρίς να δια­τα­ράσ­σε­ται ου­σια­στι­κά το νό­η­μα και δεί­χνει πώς το μέ­τρο έδρα­σε εντέ­λει κα­τα­στρο­φι­κά για το έπος (Λα­μπρί­δη, 2017: 78). Τέ­λος, δια­τυ­πώ­νει μια αντι­ποι­η­τι­κή θε­ω­ρία για το λε­ξι­λό­γιο: θε­ω­ρεί την Οδύ­σεια μέ­σο για τις γλωσ­σι­κές ιδέ­ες κι όχι για τις ποι­η­τι­κές ιδέ­ες του ποι­η­τή. Έτσι η Οδύ­σεια κα­τα­λή­γει στην κρι­τι­κή της Λα­μπρί­δη να προ­βά­λει ως μέ­σο φι­λο­σο­φι­κών και γλωσ­σι­κών θέ­σε­ων και όχι ως ποι­η­τι­κό κεί­με­νο:

Η λέ­ξη γί­νε­ται δη­λα­δή σε πολ­λά μέ­ρη αυ­το­σκο­πός, χά­νει τη δια­φά­νεια της για το νό­η­μα, και βα­ραί­νει τό­σο αφά­ντα­στα την άμε­ση επι­κοι­νω­νία του ανα­γνώ­στη με το νό­η­μα του ποι­ή­μα­τος, ώστε —μ’ όλο που εί­χα δί­πλα μου το γλωσ­σά­ριο της Οδύσ­σειας—, αμέ­λη­σα πολ­λές φο­ρές να το ανοί­ξω, με τη βε­βαιό­τη­τα πως δεν έχα­να πολ­λά πρά­μα­τα αν μου έλει­πε η ονο­μα­σία ενός εί­δους βου­βα­λιού ή ενός συ­νέρ­γου. Για­τί και οι άλ­λες ποι­κι­λί­ες που ήξε­ρα, δε μου εί­χα­νε πλου­τί­σει την πα­ρά­στα­ση ή το αί­σθη­μα μου. (Λα­μπρί­δου, 2017: 80)

Αυ­τό­γρα­φο σκα­ρί­φη­μα του Κα­ζαν­τζά­κη με τις ονο­μα­σί­ες εξαρ­τη­μά­των του ιστιο­φό­ρου

Συ­νο­πτι­κά, η κρι­τι­κή εί­ναι αρ­νη­τι­κή και θί­γει το έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη στον πυ­ρή­να του: εί­ναι ποι­η­τι­κό κεί­με­νο η Οδύ­σεια ή κι­βω­τός λέ­ξων και φι­λο­σο­φι­κών ιδε­ών; Κι αν ισχύ­ει το δεύ­τε­ρο, η γλώσ­σα, η έκ­φρα­ση, οι λέ­ξεις και οι φι­λο­σο­φι­κές θέ­σεις εί­ναι αυ­τού­σιες, γνή­σιες, λει­τουρ­γι­κές ή υπάρ­χει μια εσω­στρε­φής οπτι­κή, ένας εκλε­κτι­κι­σμός θέ­σε­ων κι από­ψε­ων, ένα αυ­το­α­να­φο­ρι­κό μο­ντέ­λο δρά­σης που κα­τα­στρέ­φει την αλη­θο­φά­νεια του ήρωα και ευ­νου­χί­ζει το έρ­γο εκ­φρα­στι­κά;
Ο Κα­ζαν­τζά­κης με­τά την έκ­δο­ση των πρώ­των κρι­τι­κών της Λα­μπρί­δη έχει απο­φα­σί­σει να απα­ντή­σει και έτσι στο τεύ­χος της 25ης Μαρ­τί­ου 1938 των Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Γραμ­μά­των συ­μπί­πτουν η τέ­ταρ­τη κρι­τι­κή της Λα­μπρί­δη και μια πρώ­τη απά­ντη­ση του Κα­ζαν­τζά­κη με τα μορ­φή ανοι­χτής επι­στο­λής. Ο Κα­ζαν­τζά­κης μάλ­λον αδι­κεί τον εαυ­τό του και απο­δί­δει τον ελ­λι­πή, χω­ρίς ου­σία κρι­τι­κό λό­γο της Λα­μπρί­δη στη γυ­ναι­κεία φύ­ση της. Πα­ρου­σιά­ζει μια κλι­μα­κω­τή δό­μη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας όπου οι άν­θρω­ποι ανά­λο­γα με την πνευ­μα­τι­κή τους κα­τάρ­τι­ση αντι­λαμ­βά­νο­νται στον κό­σμο την αντί­θε­ση του κα­λού και του κα­κού, τη σύν­θε­ση του κα­λού και του κα­κού, ακό­μα λι­γό­τε­ροι βλέ­πουν την ενό­τη­τα κα­λού και κα­κού και εντέ­λει μό­νο οι εκλε­κτοί την απου­σία ακό­μα κι αυ­τής της ενό­τη­τας. Ανα­φέ­ρει ότι μό­νο οι μυ­η­μέ­νοι άντρες μπο­ρούν να κα­τα­νο­ή­σουν την πο­ρεία του Οδυσ­σέα προς την απώ­λεια και κα­μία γυ­ναί­κα δε μπο­ρεί να συλ­λά­βει αυ­τόν τον δρό­μο. Η ει­κό­να της λάμ­ψης που συ­νο­δεύ­ει τον αφα­νι­σμό του κό­σμου εί­ναι μια ει­κό­να που με ποι­η­τι­κή πει­θώ δί­νει την αντί­λη­ψη του Κα­ζαν­τζά­κη για το πώς έβλε­πε την πο­ρεία του ήρωά του και δί­νει με συ­ντο­μία τη λο­γι­κή του. (Λα­μπρί­δη, 2017: 95)
Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ωστό­σο, εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή, χω­ρίς φυ­σι­κά αυ­τό να αμ­βλύ­νει τον σε­ξι­στι­κό λό­γο του συγ­γρα­φέα: ο Κα­ζαν­τζά­κης έχει προ­χω­ρή­σει φι­λο­σο­φι­κά από την πρώ­τη έκ­δο­ση της Ασκη­τι­κής, με την οποία για με­γά­λο διά­στη­μα έχει ασχο­λη­θεί η Λα­μπρί­δη. Η Οδύ­σεια κλεί­νει με την απώ­λεια του Οδυσ­σέα, τον θά­να­τό του στην από­λυ­τη σιω­πή του Νό­τιου Πό­λου, από­λη­ξη μιας πο­ρεί­ας αντιε­πι­κής αλ­λά ωστό­σο σύμ­φω­νης με το κε­φά­λαιο που προ­στέ­θη­κε στη δεύ­τε­ρη και ορι­στι­κή έκ­δο­ση της Ασκη­τι­κής, μια εκ­δο­χή κα­τά πο­λύ δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη από αυ­τήν που φι­λο­ξέ­νη­σε το πε­ριο­δι­κό Ανα­γέν­νη­ση του Γλη­νού. Ο Κα­ζαν­τζά­κης σε γράμ­μα του στον Πρε­βε­λά­κη ανα­φέ­ρει ότι πρό­σθε­σε ένα κε­φά­λαιο στην Ασκη­τι­κή που ανα­τι­νά­ζει όλο το προη­γού­με­νο οι­κο­δό­μη­μα και το οποίο λί­γοι θα κα­τα­νο­ή­σουν (Πρε­βε­λά­κης, 1984: 77). Η Σι­γή στην οποία κα­τα­λή­γει η Ασκη­τι­κή εί­ναι το φι­λο­σο­φι­κό κλει­δί με το οποίο φω­τί­ζε­ται η Οδύ­σεια και το οποίο προ­κα­λεί τον ανα­γνώ­στη αλ­λά και τον κρι­τι­κό κα­θώς ανα­τρέ­πει την ανο­δι­κή, ερ­γώ­δη πο­ρεία του ήρωα για να τον οδη­γή­σει στην απώ­λεια της ατο­μι­κό­τη­τας. Η Λα­μπρί­δη ορ­θά διεί­δε την ανα­τρο­πή της μπερ­ξο­νι­κής θε­ω­ρί­ας, αλ­λά αγνο­ού­σε ότι και στην Ασκη­τι­κή αυ­τή η ανο­δι­κή πο­ρεία εί­χε ξε­πε­ρα­στεί για να κα­τα­λή­ξει στην απο­δο­χή και το σο­φί­λια­σμο με το χά­ος. Έτσι η κρι­τι­κός προ­σπά­θη­σε να δο­κι­μά­σει σε ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο την εφαρ­μο­γή ενός φι­λο­σο­φι­κού κει­μέ­νου, το οποίο ο ίδιος ο δη­μιουρ­γός του το εί­χε ανα­τρέ­ψει.
Η τε­λι­κή από­κρι­ση του Κα­ζαν­τζά­κη θα έρ­θει με­τά την ολο­κλή­ρω­ση των δη­μο­σιεύ­σε­ων της Λα­μπρί­δη και θα εί­ναι ελα­φρώς απα­ξιω­τι­κή, αφού θε­ω­ρεί ότι η κρι­τι­κός δεν κα­τα­νό­η­σε τί­πο­τα από το ποι­η­τι­κό πνεύ­μα της Οδύ­σειας και στά­θη­κε σε εξω­τε­ρι­κά γνω­ρί­σμα­τα του έρ­γου. Εν μέ­ρει η αντα­πά­ντη­ση του Κα­ζαν­τζά­κη τεκ­μαί­ρε­ται από την ίδια τη στά­ση της Λα­μπρί­δη: ο Κα­ζαν­τζά­κης έγρα­ψε ένα έπος, ένα ποι­η­τι­κό κεί­με­νο κι όχι ένα φι­λο­σο­φι­κό έρ­γο, πα­ρό­τι η κρι­τι­κός δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα στη φι­λο­σο­φι­κή ανά­λυ­σή του. Η βιά­ση της εί­ναι προ­φα­νής από την πρό­τα­ξη του φι­λο­σο­φι­κού ελέγ­χου του έρ­γου ένα­ντι της ίδιας της υπό­θε­σής του: έτσι η κρι­τι­κός φαί­νε­ται να έχει ως κρι­τή­ριο και να απο­ζη­τά τη συ­νέ­πεια φι­λο­σο­φι­κών θέ­σε­ων και ποι­η­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων του συγ­γρα­φέα, στά­ση που ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν υπο­στή­ρι­ξε πο­τέ ότι υπη­ρε­τού­σε. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν φέρ­νει αντε­πι­χει­ρή­μα­τα και δεν αι­τιο­λο­γεί την απορ­ρι­πτι­κή στά­ση του: έδω­σε τό­ση προ­σο­χή στην κρι­τι­κή όσο της άξι­ζε. Η αφ’ υψη­λού απά­ντη­ση θα κλο­νί­σει πε­ραι­τέ­ρω τη σχέ­ση των δύο συ­νο­μι­λη­τών και πρώ­ην συ­ντρό­φων, πα­ρό­τι θα εξα­κο­λου­θή­σουν να αλ­λη­λο­γρα­φούν.

Λί­γα χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση της Οδύ­σειας και μέ­σα στην κα­το­χι­κή Αθή­να ο Βα­σί­λειος Λα­ούρ­δας δί­νει τέσ­σε­ρεις δια­λέ­ξεις για την Οδύ­σεια και εκ­δί­δει το κρι­τι­κό δο­κί­μιο του Η Οδύ­σεια του Κα­ζαν­τζά­κη (1943). Πα­ρό­τι ανα­γνω­ρί­ζει την ερ­γώ­δη προ­σπά­θεια, ήδη από την αρ­χή ξε­κι­νά αμ­φι­σβη­τώ­ντας την αξία του ποι­ή­μα­τος και ως πρώ­τη έν­στα­ση ανα­φέ­ρει την ει­δο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη του έρ­γου, αφού κα­τά τον με­λε­τη­τή, η Οδύ­σεια δεν εί­ναι έπος, δεν εί­ναι δρά­μα αλ­λά ού­τε και μυ­θι­στό­ρη­μα: εί­ναι η με­τα­γρα­φή της Ασκη­τι­κής «σε μορ­φή καλ­λι­τε­χνή­μα­τος», ένα εί­δος που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται μι­κτό, αλ­λά δεν ανα­φέ­ρε­ται από τον Λα­ούρ­δα και ως νό­μι­μο. Ο νε­α­ρός φι­λό­λο­γος θε­ω­ρεί ότι ήταν άστο­χη και η επι­λο­γή του 17σύλ­λα­βου επει­δή η κύ­ρια μορ­φή έκ­φρα­σης του ελ­λη­νι­σμού εί­ναι ο 15σύλ­λα­βος, κι ας πλη­σιά­ζει ο 17σύλ­λα­βος με­τρι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο τον δα­κτυ­λι­κό εξά­με­τρο των αρ­χαϊ­κών επών. Η απόρ­ρι­ψη του στί­χου δεν βα­σί­ζε­ται στην απου­σία της τε­χνι­κής γνώ­σης που απαι­τεί­ται αλ­λά στο πνευ­μα­τι­κό, ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο που πλαι­σιώ­νει: ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν εμ­φο­ρεί­ται από το νε­ο­ελ­λη­νι­κό ήθος κι αυ­τή εί­ναι η κύ­ρια μομ­φή για το έπος, το οποίο δια­κρί­νε­ται για την από­στα­σή του από το κλα­σι­κό ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα. Η επι­λο­γή του στί­χου δεν εί­ναι από μό­νη της πα­ρά­δο­ξη ή πρω­το­φα­νής: οι Ρί­ζος Ρα­γκα­βής, Ζα­λο­κώ­στας, Βλά­χος, Πάλ­λης, Πο­λυ­λάς, Θε­ο­τό­κης, Πα­λα­μάς, Πο­ριώ­της εί­ναι ποι­η­τές που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τον 17σύλ­λα­βο με λα­μπρά απο­τε­λέ­σμα­τα πριν τον Κα­ζαν­τζά­κη, για τον οποί­ον ο Λα­ούρ­δας εί­ναι επι­φυ­λα­κτι­κός ως προς τη δει­νό­τη­τά του να χει­ρι­στεί τον μα­κρό­πνοο στί­χο. (Λα­ούρ­δας, 1943: 4)
Πε­ρι­φε­ρεια­κά ψέ­γει τον Κα­ζαν­τζά­κη για «τε­χνι­κά γνω­ρί­σμα­τα» της Οδύ­σειας όπως εί­ναι η έκτα­ση του έρ­γου ή η αδυ­να­μία του ποι­η­τή να εντά­ξει σω­στά την το­μή στον στί­χο, αλ­λά το κύ­ριο θέ­μα στο οποίο διαρ­κώς επα­νέρ­χε­ται, εί­ναι το ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας. Για τον Λα­ούρ­δα ευ­θύ­νε­ται η προ­σχώ­ρη­ση του ποι­η­τή στο ανα­το­λί­τι­κο πνεύ­μα που του υπα­γό­ρευ­σε τον αριθ­μό των 33.333 στί­χων για το έπος και τον οδή­γη­σε στην κα­τά­χρη­ση των επι­θέ­των, τα­κτι­κή που υπα­κού­ει στο ανα­το­λί­ζον πνεύ­μα του Κα­ζαν­τζά­κη. Αν στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση το ανα­το­λί­τι­κο στοι­χείο αφο­ρού­σε στην Άπω Ανα­το­λή (Λα­ούρ­δας, 1943: 6), στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση το ανα­το­λί­ζον στοι­χείο έχει να κά­νει με την κα­τά­χρη­ση των δια­κο­σμη­τι­κών στοι­χεί­ων, την απώ­λεια του μέ­τρου, το πέ­ρα­σμα από τη ζω­φό­ρο του Παρ­θε­νώ­να στον Ναό του Δία στην Πέρ­γα­μο: από τον ελ­λη­νι­κό στον ελ­λη­νί­ζο­ντα ρυθ­μό. Ο Λα­ούρ­δας θε­ω­ρεί ότι η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, η δο­μή του έρ­γου δεν εί­ναι ελ­λη­νι­κή, δεν προ­σεγ­γί­ζει την κλα­σι­κή οπτι­κή αλ­λά εί­ναι κο­ντά πε­ρισ­σό­τε­ρο στη λο­γι­κή του μπα­ρόκ, κα­θώς πλη­θώ­ρα επει­σο­δί­ων και σκη­νών θα μπο­ρού­σαν να λεί­πουν χω­ρίς δια­φο­ρές στο νό­η­μα του έρ­γου. Αυ­τή η τά­ση για πε­ριτ­τά στο­λί­δια, η φλυα­ρία του έρ­γου στε­ρούν από το έρ­γο την ελ­λη­νο­πρε­πή αρ­μο­νία που ανα­ζη­τά ο κρι­τι­κός (Λα­ούρ­δας, 1943:11).
Το ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα απο­τε­λεί λυ­δία λί­θο για τον Λα­ούρ­δα, όπως δεί­χνουν κι άλ­λα δύο ση­μεία της κρι­τι­κής του. Σχο­λιά­ζο­ντας το λε­κτι­κό στοι­χείο της Οδύ­σειας ανα­φέ­ρει ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης προ­χώ­ρη­σε στις με­γα­λύ­τε­ρες αντιελ­λη­νι­κές τε­ρα­το­λο­γί­ες κι αυ­τός ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός προ­κύ­πτει από την από­στα­ση του λό­γου από τα πράγ­μα­τα που πε­ρι­γρά­φει, την κα­τάρ­γη­ση της δι­φυούς υπό­στα­σης του Λό­γου ως μέ­σου έκ­φρα­σης και λο­γι­κού ερ­γα­λεί­ου που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό. (Λα­ούρ­δας, 1943:10) Επί­σης, στο στό­χα­στρο του θέ­τει το ζή­τη­μα της δια­χρο­νι­κής πο­ρεί­ας του ελ­λη­νι­σμού, κα­θώς ανα­φέ­ρει ότι μπο­ρεί η Κρή­τη να εί­ναι το ση­μείο ανα­φο­ράς για τον συγ­γρα­φέα αλ­λά δεν υπάρ­χει η δια­χρο­νι­κή πνευ­μα­τι­κή πο­ρεία του νη­σιού που ξε­κι­νά­ει από την κρη­τι­κή με­σαιω­νι­κή Λο­γο­τε­χνία και μά­λι­στα τον Ερω­τό­κρι­το, και δια μέ­σου των κρη­τι­κών δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών κα­τα­λή­γει στον Πρε­βε­λά­κη (Λα­ούρ­δας, 1943: 15).
Η αρ­νη­τι­κή απο­τί­μη­ση της Οδύ­σειας συ­νε­χί­ζε­ται με το πρό­τυ­πο της Πο­λι­τεί­ας που επέ­λε­ξε ο Κα­ζαν­τζά­κης για να ιδρύ­σει ο κε­ντρι­κός ήρω­άς του στην προ­σπά­θεια ίδρυ­σης μιας νέ­ας Πο­λι­τεί­ας με οι­κι­στές τους από­κλη­ρους κι απελ­πι­σμέ­νους της Αι­γύ­πτου που διώ­κο­νται. Στην κα­ζαν­τζα­κι­κή Έξο­δο από την Αί­γυ­πτο η γη της Επαγ­γε­λί­ας και η εκεί πο­λι­τεία ορί­ζο­νται από την Ου­το­πία του Thomas More που στά­θη­κε το πρό­τυ­πο της κα­στρο­πο­λι­τεί­ας του Κα­ζαν­τζά­κη. Για τον Λα­ούρ­δα αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που το εγ­χεί­ρη­μα κα­ταρ­ρέ­ει σε μυ­θο­λο­γι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό επί­πε­δο, επει­δή η ιδέα της Ου­το­πί­ας εί­ναι ξέ­νη στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό και δε δο­μεί άξο­νες που θα στη­ρί­ξουν το εγ­χεί­ρη­μα του Οδυσ­σέα. Έτσι η υπό­θε­ση δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στα αι­τή­μα­τα του ελ­λη­νι­κού κοι­νού αλ­λά πα­ράλ­λη­λα δε μπο­ρεί και να εκ­φρα­στεί με ελ­λη­νι­κό τρό­πο. Το ει­σα­γό­με­νο από την Εσπε­ρία πε­ριε­χό­με­νο του έπους δεν επι­τρέ­πει την έκ­φρα­σή του με τον ελ­λη­νι­κό λό­γο, σύμ­φω­να με έναν ιδιό­τυ­πο ισο­μορ­φι­σμό που πρε­σβεύ­ει ο Λα­ούρ­δας και θέ­λει «ελ­λη­νι­κά μέ­τρα» για «ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα». Ο φι­λό­λο­γος αντι­προ­τεί­νει στην Ου­το­πία του More την Πο­λι­τεία του Πλά­τω­να ως πρό­τυ­πο πο­λι­τεί­ας που θα μπο­ρού­σε να δώ­σει ένα λει­τουρ­γι­κό και ου­σια­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα για τους επί­δο­ξους οι­κι­στές, ενώ πα­ράλ­λη­λα θα ενί­σχυε την ελ­λη­νι­κό­τη­τα του έρ­γου, βοη­θώ­ντας στην ομα­λή έντα­ξή του στην ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση (Λα­ούρ­δας, 1943: 16).
Τε­λευ­ταίο ση­μείο και με ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον εί­ναι η εξέ­τα­ση της φι­λο­σο­φι­κής σκευ­ής του Κα­ζαν­τζά­κη με την οποία άρ­θρω­σε την Οδύ­σεια. Ο Λα­ούρ­δας εί­ναι κα­λύ­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος από την Λα­μπρί­δη και φτά­νει να πα­ρα­θέ­σει από­σπα­σμα από το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο της Ασκη­τι­κής, που θα κυ­κλο­φο­ρή­σει πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Το από­σπα­σμα εί­ναι το Πι­στεύω από το κε­φά­λαιο της Σι­γής και ο Λα­ούρ­δας ορ­θά κα­τα­νο­εί πώς αυ­τό το κε­φά­λαιο ανα­τρέ­πει όλη την προη­γού­με­νη πο­ρεία του Οδυσ­σέα και πώς τον φέρ­νει στην απά­θεια, τον μη­δε­νι­σμό, τη Σιω­πή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η κα­τά­λη­ξη της κρί­σης του:

Αυ­τή εί­ναι η κο­σμο­θε­ω­ρία της «Οδύ­σειας»: Ηρω­ι­κός μη­δε­νι­σμός ή Δη­μιουρ­γία στην άβυσ­σο. Θα την έλε­γα κο­σμο­θε­ω­ρία ασια­τι­κή, αν ο ίδιος ο ποι­η­τής δεν την ήθε­λε σαν κο­σμο­θε­ω­ρία της κρη­τι­κής ψυ­χής. (Λα­ούρ­δας, 1943: 15)

Εί­ναι προ­φα­νές από τα πα­ρα­πά­νω ότι ο Λα­ούρ­δας εμ­μέ­νει στο ζή­τη­μα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας του έρ­γου. Ψέ­γει την Οδύ­σεια για την αντί­θε­τη στα επι­κά ποι­η­τι­κά πρό­τυ­πα χρή­ση του 17σύλ­λα­βου, τον ήρωα του έπους για απου­σία ελ­λη­νι­κού ήθους, τη δο­μή του έρ­γου για απο­μά­κρυν­ση από την κλα­σι­κή ελ­λη­νι­κή αρ­μο­νία και για ανα­το­λί­ζου­σες τά­σεις, το πρό­τυ­πο του έρ­γου ως προ­ερ­χό­με­νο από την Εσπε­ρία και αλ­λό­τριο στα ελ­λη­νι­κά πο­λι­τεια­κά πρό­τυ­πα. Εν μέ­σω Γερ­μα­νι­κής Κα­το­χής ίσως θα ήταν ανα­με­νό­με­νο μια εξέ­τα­ση του ηρω­ι­κού ήθους του ήρωα, η συ­σχέ­τι­ση με άλ­λους ήρω­ες ή με ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να αλ­λά ο φι­λό­λο­γος δεν επι­κε­ντρώ­νε­ται σε αυ­τό. Ο Λα­ούρ­δας υπήρ­ξε στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών μα­θη­τής του Ιω­άν­νη Συ­κου­τρή, ενός πα­νε­πι­στη­μια­κού για τον οποίο η ελ­λη­νι­κό­τη­τα απο­τε­λού­σε ζη­τού­με­νο και του οποί­ου τη στά­ση ζω­ής και τα εν­δια­φέ­ρο­ντα ακο­λού­θη­σε και τα οποία στά­θη­καν τα ερ­γα­λεία της έρευ­νάς του. (Πα­πα­στά­θης, 1971)
Και βέ­βαια δεν εί­ναι άσχε­τη η εμ­μο­νή στο κρι­τή­ριο της ελ­λη­νι­κό­τη­τας με το γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο της επο­χής: η δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά εί­χε ξε­κι­νή­σει την προ­σπά­θεια ανά­δει­ξης του Τρί­του Ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού οπό­τε η στρο­φή στον αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό απα­σχο­λού­σε τους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους, ακό­μα και σε επί­πε­δο εξέ­τα­σης της ορ­θό­τη­τας ή της στρέ­βλω­σης που πε­ριεί­χε αυ­τή η τά­ση. (Μα­χαί­ρα, 1987: 30-37). Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­ναι τα πα­ρα­δείγ­μα­τα του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη που στο δο­κί­μιο του για τον Πα­λα­μά και την ποί­η­σή του, έρ­γο σύγ­χρο­νο με την κρι­τι­κή του Λα­ούρ­δα, κά­νει ανα­φο­ρά και ανα­ζη­τά την ελ­λη­νι­κό­τη­τα και τους ση­μα­ντι­κούς σταθ­μούς της (Σε­φέ­ρης, 1984: 215-227) ενώ λί­γα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Μυ­θι­στό­ρη­μα εί­χε ανα­ζη­τή­σει με την ταυ­τό­τη­τα του ποι­η­τή (κι όχι του δο­κι­μιο­γρά­φου) τη σχέ­ση του σύγ­χρο­νου Έλ­λη­να με την αρ­χαία πα­ρά­δο­ση, όπως έδει­ξε η έρευ­να. (Κα­ψω­μέ­νος, 1978) Φαί­νε­ται από τα πα­ρα­πά­νω ότι η ατμό­σφαι­ρα για την ελ­λη­νι­κό­τη­τα δια­μορ­φώ­νε­ται μέ­σα από συ­ζη­τή­σεις που ανα­ζη­τούν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της σε κεί­με­να ποι­κί­λα, δια­φο­ρε­τι­κής αι­σθη­τι­κής αλ­λά ελ­λη­νι­κά, κι όχι ανα­το­λί­τι­κης αι­σθη­τι­κής ή δυ­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και φι­λο­σο­φί­ας. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση η ιδέα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας απο­κτά αι­σθη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ορί­ζει έρ­γα, γί­νε­ται κα­νό­νας και μέ­τρο για την αξία ενός έρ­γου. Και σε αυ­τόν τον έλεγ­χο η Οδύ­σεια του Κα­ζαν­τζά­κη δεν κρί­νε­ται προ­βι­βά­σι­μη.

Ο Κα­ζαν­τζά­κης θα απα­ντή­σει με ένα μα­κρο­σκε­λέ­στα­το σχό­λιο στον Λα­ούρ­δα όπου θα επι­ση­μά­νει ότι ο νε­α­ρός κρι­τι­κός κι­νή­θη­κε με λο­γι­κά κρι­τή­ρια σε ένα έρ­γο ποι­η­τι­κό και δο­κί­μα­σε να εφαρ­μό­σει φι­λο­σο­φι­κές, ιδε­ο­λο­γι­κές και ιστο­ρι­κές αρ­χές σε ένα κεί­με­νο λο­γο­τε­χνι­κό. Ο Κα­ζαν­τζά­κης ορ­θά προ­τάσ­σει τον ποι­η­τή ένα­ντι του γραμ­μα­το­λό­γου και κα­τη­γο­ρεί έμ­με­σα για σχο­λα­στι­κι­σμό τον κρι­τι­κό και για απου­σία ποι­η­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας. Στη συ­νέ­χεια αντι­τεί­νει στη στέ­ρεη φι­λο­σο­φι­κή βά­ση που απαι­τεί ο Λα­ούρ­δας, την επο­χή του Με­σο­πο­λέ­μου, μια επο­χή ανα­νέ­ω­σης και αλ­λα­γής, όταν όλα εί­ναι ρευ­στά, κα­θώς το έπος για τον Κα­ζαν­τζά­κη δεί­χνει το πέ­ρα­σμα από τη μια επο­χή σε μια άλ­λη, οπό­τε τα στέ­ρεα σχή­μα­τα δεν εί­ναι προ­α­παι­τού­με­να ή πα­ρά­γω­γα της επι­κής ποί­η­σης. Για τον μυ­στι­κι­στι­κό αριθ­μό των στί­χων που προ­ήλ­θε από την Ανα­το­λή, ο ποι­η­τής αντι­τεί­νει το δια­λε­κτι­κό σχή­μα: θέ­ση-αντί­θε­ση-σύν­θε­ση, μια μάλ­λον ελ­λη­νι­κή θέ­ση που δεν έχει έρει­σμα στην Ανα­το­λή ενώ για την ελ­λη­νι­κό­τη­τα του Ερω­τό­κρι­του και της Ερω­φί­λης που ανα­γνω­ρί­ζει ο Λα­ούρ­δας και την ανα­ζη­τά στην Οδύ­σεια, ο Κα­ζα­ντά­κης πα­ρα­τη­ρεί ότι ο γο­νιός τους ήταν Βε­νε­τός. Ο Κα­ζαν­τζά­κης δεί­χνει να έχει ευ­ρύ­τε­ρη οπτι­κή από τον Λα­ούρ­δα και στην ανα­ζή­τη­ση της ελ­λη­νι­κό­τη­τας αντι­προ­τεί­νει την κα­θα­ρή ποι­η­τι­κή λει­τουρ­γία: φέρ­νει ως πα­ρά­δειγ­μα μια γοτ­θι­κή εκ­κλη­σία δί­πλα στον Παρ­θε­νώ­να και ανα­ρω­τιέ­ται αν το δια­φο­ρε­τι­κό στυλ των δυο να­ών αλ­λη­λο­α­κυ­ρώ­νει τη λει­τουρ­γία τους.
Η ου­σια­στι­κό­τε­ρη, όμως, απά­ντη­ση του Κα­ζαν­τζά­κη βρί­σκε­ται στο ση­μείο που επι­κρί­νει το κρι­τή­ριο της ελ­λη­νι­κό­τη­τας που έθε­σε ο Λα­ούρ­δας. Ο Κα­ζαν­τζά­κης εξη­γεί ότι δεν έγρα­ψε ένα ελ­λη­νι­κό έπος, δεν εί­χε τέ­τοια πρό­θε­ση ού­τε αφε­τη­ρία και συ­νε­πώς η προ­σπά­θεια του Λα­ούρ­δα να ανα­ζη­τή­σει στοι­χεία στο έπος τα οποία ο δη­μιουρ­γός δεν επι­θυ­μού­σε να ει­σά­γει, ήταν πα­ρά­λο­γη. Η Οδύ­σεια δεν ανή­κει στα ηρω­ι­κά έπη όπου υμνού­νται γε­νάρ­χες βα­σι­λι­κών οί­κων ή με­γά­λα κα­τορ­θώ­μα­τα της μυ­θο­λο­γί­ας αλ­λά πρό­κει­ται για την προ­σω­πι­κή κραυ­γή ενός αν­θρώ­που που ένιω­σε αυ­τήν την αγω­νία. Η προ­σω­πι­κή του οπτι­κή δι­καιο­λο­γεί το εγ­χεί­ρη­μά του με την ελ­πί­δα ότι ίσως κι άλ­λοι εναρ­μο­νι­στούν με αυ­τό. Ο Κα­ζαν­τζά­κης συ­νε­χί­ζει κι εμ­μέ­σως κα­τη­γο­ρεί τον κρι­τι­κό ότι βλέ­πει μο­νο­διά­στα­τα την ελ­λη­νι­κό­τη­τα ως απο­κλει­στι­κό πα­ρά­γω­γο του απολ­λώ­νιου πνεύ­μα­τος, πα­ρα­γνω­ρί­ζο­ντας το διο­νυ­σια­κό πνεύ­μα. Χω­ρίς να μπαί­νει σε λε­πτο­μέ­ρειες ο Κα­ζαν­τζά­κης μέμ­φε­ται τον Λα­ούρ­δα για μο­νό­πλευ­ρη ανά­γνω­ση της αρ­χαιό­τη­τας όπου κυ­ριαρ­χεί το μέ­τρο και η αρ­μο­νία, αγνο­ώ­ντας την άλο­γη διο­νυ­σια­κή ελ­λη­νι­κό­τη­τα, ένα μά­θη­μα που ο Κα­ζαν­τζά­κης πή­ρε με­τα­φρά­ζο­ντας τη Γέν­νη­ση της τρα­γω­δία του Νί­τσε και το οποίο σή­με­ρα ανα­γνω­ρί­ζε­ται από άλ­λους με­λε­τη­τές (Κα­ρα­λής, 1994: 243-254). Τέ­λος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα όπλα του Λα­ούρ­δα ο Κα­ζαν­τζά­κης θε­ω­ρεί το έπος του την πλέ­ον κα­τάλ­λη­λη μορ­φή για να εκ­φρα­στεί κά­ποιος στα μέ­σα του ει­κο­στού αιώ­να: αν το έπος εί­ναι αυ­τό που εκ­φρά­ζει το τέ­λος ενός πο­λι­τι­σμού, αν ανα­κα­λεί μια επο­χή που χά­θη­κε, ο Κα­ζαν­τζά­κης θε­ω­ρεί ότι ο ει­κο­στός αιώ­νας στο μέ­σο του εί­χε δώ­σει ήδη δύο πα­γκό­σμιους πο­λέ­μους και ο δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός όπως ήταν γνω­στός βυ­θί­ζε­ται, ο κό­σμος βρί­σκε­ται σε μια επο­χή με­σο­βα­σι­λεί­ας. Ο Κα­ζαν­τζά­κης το προ­βλέ­πει, ο Λα­ούρ­δας το αρ­νεί­ται.
Και οι δύο με­λέ­τες της Λα­μπρί­δου και του Λα­ούρ­δα από τη με­ριά της η κα­θε­μία δεί­χνουν ότι η Οδύ­σεια στά­θη­κε μια μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου που βρή­κε την κρι­τι­κή ανέ­τοι­μη να την αντι­με­τω­πί­σει. Ο Κα­ζαν­τζά­κης δη­μιούρ­γη­σε ξε­κά­θα­ρα ένα έπος όπου το ηρω­ι­κό και το φι­λο­σο­φι­κό στοι­χείο συν­δέ­θη­καν, δεί­χνο­ντας έναν ήρωα που απαρ­νιέ­ται τον δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό και τις ιδέ­ες του και βλέ­πει την πα­ρακ­μή του με γα­λή­νη και ολύ­μπια ψυ­χραι­μία. Ο συγ­γρα­φέ­ας προ­χώ­ρη­σε πέ­ρα από την μπερ­ξο­νι­κή ανο­δι­κή πο­ρεία, πέ­ρα από τον νι­τσει­κό υπε­ράν­θρω­πο σε έναν ήρωα που απαρ­νιέ­ται την μο­να­δι­κό­τη­τα και την δυ­να­μι­κή του κα­τα­νο­ώ­ντας την αση­μα­ντό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής και βρί­σκο­ντας αξί­ες στην ηρω­ι­κό μη­δε­νι­σμό. Η Λα­μπρί­δου του κα­τα­λο­γί­ζει την εγκα­τά­λει­ψη της ανο­δι­κής πο­ρεί­ας και την απου­σία στό­χου για τον ήρωα του, ενώ ο Λα­ούρ­δας αρ­νεί­ται την αξία του έρ­γου για­τί δεν εντο­πί­ζει την αρ­μο­νία και το μέ­τρο που συ­νο­δεύ­ουν την ελ­λη­νι­κό­τη­τα.
Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις οι κρι­τι­κοί ανα­ζη­τούν στοι­χεία και αρε­τές που ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν ισχυ­ρί­στη­κε ότι το έρ­γο του δια­θέ­τει. Ο Κα­ζαν­τζά­κης δια­τεί­νε­ται ότι δη­μιούρ­γη­σε ένα έπος κι όχι ένα φι­λο­σο­φι­κό μα­νι­φέ­στο, ένα ποί­η­μα κι όχι ένα εθνι­κο­πα­τριω­τι­κό ποι­η­τι­κό κεί­με­νο που θα στε­ρέ­ω­νε σε λό­γο τον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό σε επί­πε­δο λό­γου και πε­ριε­χο­μέ­νου. Και οι δύο κρι­τι­κές εκ­κι­νούν από την ανα­ζή­τη­ση στοι­χεί­ων που εκ των υστέ­ρων απο­δί­δο­νται στα έρ­γα, με τη λο­γι­κή ότι πρώ­τα φτιά­χνε­ται ο κα­νό­νας και με­τά ακο­λου­θούν τα έρ­γα στα οποία ανα­γνω­ρί­ζε­ται. Ο Κα­ζαν­τζά­κης υπε­ρα­σπί­στη­κε το έρ­γο του δεί­χνο­ντας ότι προ­τε­ραιό­τη­τα του ήταν η ποι­η­τι­κό­τη­τα, ο λυ­ρι­σμός και η καλ­λι­τε­χνι­κή αρ­τιό­τη­τα, στοι­χεία που ρη­τά δεν τα απο­κλεί­ουν οι δύο κρι­τι­κοί αλ­λά τα θέ­τουν σε δεύ­τε­ρο επί­πε­δο το­πο­θε­τώ­ντας άλ­λα σε προ­τε­ραιό­τη­τα. Οι δια­φω­νί­ες που προ­έ­κυ­ψαν με­τα­ξύ ποι­η­τή και των δύο κρι­τι­κών του εί­ναι αφορ­μή για να επα­να­προ­σεγ­γι­στεί στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση το φι­λο­σο­φι­κό υπό­βα­θρο του έπους και η σχέ­ση του με την Ασκη­τι­κή και στην πε­ρί­πτω­ση του Λα­ούρ­δα να φα­νεί η φι­λο­λο­γι­κή πλη­ρό­τη­τα του Κα­ζαν­τζά­κη και η ορ­θό­τη­τα των θέ­σε­ών του.



ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Γα­ρί­τσης, Κ., 2017, Βιο-Ερ­γο­γρα­φι­κά για την Έλ­λη Λα­μπρί­δου (1896-1970), Ακα­δη­μία Αθη­νών, Φι­λο­σο­φι­κή Βι­βλιο­θή­κη Έλ­λης Λα­μπρί­δη.
Κα­ζαν­τζά­κης, Ν. 1943, «Ένα σχό­λιο στην Οδύ­σεια», στο Νέα Εστία, τχ. 389, σσ. 1028-1034.
Κα­ρα­λής, Β., 1994, Ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης και το πα­λίμ­ψη­στο της ιστο­ρί­ας, εκδ. Κα­νά­κη.
Κα­ψω­μέ­νος, Ε., 1978, «Σε­φέ­ρη "Μυ­θι­στό­ρη­μα, Γ"»: δο­μι­κή ανά­λυ­ση, στο: Κώ­δι­κας/Code, τχ. 1, σσ. 50-77.
Κό­κο­ρης, Δ. Ο Κα­ζαν­τζά­κης ως ποι­η­τής, Πε­δίο.
Λα­ούρ­δας, Β., 1943, Η «Οδύ­σεια» του Κα­ζαν­τζά­κη. (Κρι­τι­κό Δο­κί­μιο), χ.ε.
Μα­χαί­ρα, Ε. 1987, Η νε­ο­λαία της 4ης Αυ­γού­στου. Φω­το­γρα­φές, Ιστο­ρι­κό Αρ­χείο Ελ­λη­νι­κής Νε­ο­λαί­ας-Γε­νι­κή Γραμ­μα­τεία Νέ­ας Γε­νιάς.
Πα­πα­στά­θης Χ. Κ., 1971, «Βα­σί­λειος Λα­ούρ­δας», στο Μα­κε­δο­νι­κά, τχ. 11(1), σσ.485–489.
Πο­λυ­καν­δριώ­τη, Ο., 2004, «Η Λο­γο­τε­χνία. Τα χρό­νια του με­σο­πο­λέ­μου και η γε­νιά του ’30», στο Β. Πα­να­γιω­τό­που­λος (επιμ), Ιστο­ρία του Νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού, 1770-2000, τ. 7ος: Ο Με­σο­πό­λε­μος 1922-1940, Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, σσ. 235-256.
Πρε­βε­λά­κης, Π. 1984, Τε­τρα­κό­σια γράμ­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη στον Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη και σα­ρά­ντα άλ­λα αυ­τό­γρα­φα εκ­δι­δό­με­να με σχό­λια, ένα Σχε­δί­α­σμα εσω­τε­ρι­κής βιο­γρα­φί­ας και τη χρο­νο­γρα­φία του Βί­ου του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη, Εκ­δό­σεις Ελέ­νης Κα­ζαν­τζά­κη.
Χα­μα­λί­δη, Ε., 2002, Η υπο­δο­χή του Μο­ντερ­νι­σμού στον ελ­λη­νι­κό πε­ριο­δι­κό τύ­πο λό­γου και τέ­χνης 1930-1940. Δι­δα­κτο­ρι­κή Δια­τρι­βή, Εθνι­κό και Κα­πο­δι­στρια­κό Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών.
Χα­τζή, Γ. (ει­σα­γω­γή-επι­μέ­λεια-σχό­λια), 2018, Αλ­λη­λο­γρα­φία με τη Μου­ντί­τα. Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης-Έλ­λη Λα­μπρί­δη 1927-1959.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: