Λιθογραφίες των Spitzer, Guiramand, Cottavoz και Minaux από την γαλλική έκδοση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη (Editions Plon, 1968)
Η καζαντζακική «Οδύσεια»: Μεταξύ ελληνικότητας και μεταφυσικής
Η έκδοση της Οδύσειας το 1938 ήταν ένα εκδοτικό γεγονός για την μεταξική Αθήνα. Δεν ήταν μόνο η έκδοση του έργου, ο όγκος του και το κόστος παραγωγής του βιβλίου που είχαν προκαλέσει συζητήσεις πριν την έκδοση του. ήταν και το προηγούμενο έργο του συγγραφέα, η συνεχής παρουσία του Καζαντζάκη στην πνευματική ζωή της Ελλάδας, οι προδημοσιεύσεις του έπους σε περιοδικά (Αναγέννησιη, Ηλύσια, Νεοελληνικά Γράμματα Ηρακλείου, Ο Κύκλος, Κρητικές Σελίδες κ.ά.) που είχαν ξεκινήσει έναν κύκλο συζητήσεων για το έργο. Ο συγγραφέας της Οδύσειας ήταν μέλος της πνευματικής ελίτ της Αθήνας, κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του έργα, τα μεταφραστικά του πονήματα, τα ταξιδιωτικά του κείμενα και τα φιλοσοφικά του δοκίμια, με σημαντικότερο την Ασκητική που εξέδωσε το 1927 σε πρώτη γραφή για να το παραδώσει στους αναγνώστες στην τελική του μορφή χρόνια αργότερα.
Παρότι σήμερα είναι διάσημος για τα μυθιστορήματά του και ιδιαίτερα για όσα από αυτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1938 ο Καζαντζάκης δεν είναι καταξιωμένος ως μυθιστοριογράφος κι ας είχε ξεκινήσει την πεζογραφική του πορεία ήδη το 1906 με το Όφις και Κρίνο. Στόχος του ίδιου ήταν η καταξίωσή του στη χορεία των ποιητών, έναν στόχο που ξεκίνησε να πραγματώνει από μικρά ποιήματα, συνέχισε με έμμετρες τραγωδίες και μεταφράσεις ποιητικών έργων και έφτασε μέχρι την παραγωγή είκοσι μίας τερτσινών (Κόκορης, 2020). Ωστόσο, διαβατήριο του για την πολιτεία των ποιητών θεωρούσε την Οδύσεια, ένα έπος που συνέθεσε με κεντρικό ήρωα τον Οδυσσέα και τον οποίο ακολουθούσε ως τον θάνατό του. Η προεργασία για την Οδύσεια κράτησε πολλά χρόνια, καθώς η συγγραφή του ξεκίνησε το 1924, το έργο είχε επτά διαφορετικές γραφές και είχε δημιουργήσει έναν ορίζοντα προσδοκιών μεγάλο ή τουλάχιστον μεγαλύτερο του τελικού προϊόντος. 33.333 ιαμβικοί στίχοι σε δεκαεπτασύλλαβο, σε γλώσσα δημοτική αλλά όχι ενιαία, όχι ομιλούμενη και όχι οικεία αφηγούνται τη ζωή του Οδυσσέα όπως την είχε συλλάβει η δημιουργική φαντασία του Καζαντζάκη. Εκτός από τις μορφικές ιδιαιτερότητες του νέου έπους, η υπόθεση απαιτούσε χαλκέντερους αναγνώστες: ο αναγνώστης παρακολουθεί την παρακμή και πτώση του Μυκηναϊκού και Μινωικού πολιτισμού, επαναστατικές κινήσεις στο παρακμασμένο φαραωνικό βασίλειο της Αιγύπτου, την προσπάθεια δημιουργίας μιας ιδανικής πολιτείας, την ολέθρια καταστροφή της και το μοναχικό ταξίδι του Οδυσσέα προς τον θάνατο μετά από συναντήσεις με τον Χριστό, τον Βούδα, τον Δον Κιχώτη, τον Φάουστ κά.
Η έκδοση της Οδύσειας γίνεται σε μια εποχή μεταβατική για την ελληνική λογοτεχνία και κοινωνία, στον Μεσοπόλεμο και δη στη μεταξική δικτατορία, όπου συνυπάρχουν παλαιά ρεύματα και εδραιώνονται νέες τάσεις. Το 1938 έχουμε ήδη σχηματισμένο τον πρώτο πυρήνα της ομάδας που καταχρηστικά (αλλά βολικά) ονομάστηκε Γενιά του '30, ενώ οι παλαιότερες γενιές π.χ. του '80 έχουν βιολογικά ή πνευματικά εκπνεύσει, αφήνοντας στους νεορομαντικούς ποιητές χώρο, που, ωστόσο, δεν καλύπτεται πλήρως (Πολυκανδριώτη, 2004). Κατά συνέπεια, η κριτική της εποχής καλείται να αντιμετωπίσει ένα έπος σε μια λογοτεχνική Αθήνα όπου οι υπερεαλιστές δηλώνουν βροντερά παρόντες και τα πρώτα μοντερνιστικά έργα βρίσκονται σε κυκλοφορία στον τύπο της εποχής (Χαμαλίδη, 2002). Μπροστά στις αλλαγές που σημειώνονται η Οδύσεια προβάλλει μάλλον ως σημείο αντιλεγόμενον. Η κριτική στάθηκε διστακτική απέναντι στο πολυαναμενόμενο έργο καθώς δεν υπήρχαν ενθουσιώδεις θετικές κριτικές ενώ ακόμα και οι αρνητικές κριτικές αναγνώριζαν στο έργο αξία και σημασία[1].
Από τις κριτικές που ήταν απορριπτικές για το έργο ξεχωρίζουν δύο. Η πρώτη είναι της Έλλης Λαμπρίδη στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, μια κριτική που εξέτασε κυρίως τα μορφικά χαρακτηριστικά του έργο, τη μεταφυσική του και τη γλώσσα του. Είναι σημαντική γιατί γίνεται αμέσως μετά την έκδοση του έργου και είναι μια εκτενής εξέταση του έπους με κύριες κριτικές στοχεύσεις στη φιλοσοφία, το κοσμοείδωλο του κεντρικού ήρωα, τη γλωσσική και ποιητική υπόστασή του από μια κριτικό που γνώριζε προσωπικά τον δημιουργό και το έργο του. Η δεύτερη είναι αυτή του νεαρού τότε φιλολόγου Βασιλείου Λαούρδα που εκδίδει ένα εκτενές κριτικό δοκίμιο που περιέχει –προφανώς σε τροποποιημένη μορφή– την τέταρτη και τελευταία από τις ομιλίες για την Οδύσεια, τις οποίες έδωσε, όπως λέει ο ίδιος, μπροστά σε ευάριθμο αλλά εκλεκτό κοινό με τη φροντίδα του Γεώργιου Χαριτάκη και του Άγγελου Σικελιανού. Η αναφορά στον Άγγελο Σικελιανό δίνει επιπλέον ενδιαφέρον στην κριτική του Λαούρδα, γιατί, αν δεχτούμε τις εισαγωγικές πληροφορίες του, το περιεχόμενο της ομιλίας ήταν γνωστό στον Σικελιανό ο οποίος απείχε από την θυελλώδη κριτική που είχε δημιουργηθεί γύρω από το έπος και δεν είχε εκφράσει άποψη για την Οδύσεια. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι οι απόψεις του Λαούρδα απηχούν οπωσδήποτε τις απόψεις του Σικελιανού για την Οδύσεια.
Κοινό στοιχείο και στις δύο κριτικές (κι αυτό που αυξάνει το ενδιαφέρον τους) είναι ότι προκάλεσαν την γραπτή αντίδραση του Καζαντζάκη, οπότε έχουμε έναν άτυπο διάλογο ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον κριτικό του. Επίσης, εστιάζουν σε δύο θέματα που ακόμα και σήμερα ενδιαφέρουν τόσο την καζαντζακική κριτική όσο και τη νεοελληνική λογοτεχνία ευρύτερα: η κριτική της Λαμπρίδη εξετάζει σε βάθος το φιλοσοφικό υπόστρωμα της Οδύσειας, τις φιλοσοφικές καταβολές και οφειλές του δημιουργού του έργου σε άλλους φιλοσόφους. Ο Λαούρδας, από την άλλη, επικεντρώνεται στην ελληνικότητα του έργου, αναζητά κατά πόσο η μορφή και το περιεχόμενο του έργου ενσωματώνονται αρμονικά στον ελληνικό πολιτισμό και αποτελούν λειτουργικό μέρος του. με άλλα λόγια, εξετάζει κατά πόσο το επικό ποίημα εγγράφεται στην ελληνική γραμματεία και παράδοση.
Η Έλλη Λαμπρίδη ήταν από τις εξέχουσες μορφές της φιλοσοφικής, παιδαγωγικής και ευρύτερα πολιτιστικής κίνησης στην Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα. (Γαρίτσης, 2017) Η βαθιά επαφή της με τον ποιητή ξεκινάει ήδη από το 1918, όταν στην Ελβετία γνωρίστηκαν και ανέπτυξαν προσωπικούς δεσμούς. Η προσωπική τους σχέση διακόπηκε και τα συναισθήματα των δύο γνώρισαν διακυμάνσεις αλλά η μεταξύ τους επικοινωνία ήταν σχεδόν αδιατάρακτα συνεχής ως τον θάνατο του Καζαντζάκη. Πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τις σχέσεις τους είναι η εκδεδομένη αλληλογραφία τους που καταλαμβάνει τα τελευταία τριάντα χρόνια ζωής του Καζαντζάκη (Χατζή 2018).
Η Λαμπρίδη, ούσα ισχυρή πνευματική προσωπικότητα, συνομιλούσε ως ισότιμη με τον Καζαντζάκη για τη συγγραφική παραγωγή του, ενώ από την πλευρά του ο Καζαντζάκης της εμπιστευόταν εργασίες σχετικές με το έργο του. Είχε επιφορτιστεί με τη μετάφραση της Ασκητικής στα αγγλικά (Χατζή 2018: 108,118-119, 180, 182-183, 198, 237, 310, 380, 382) ενώ φαίνεται να έχει εμπλοκή και για την δημοσίευση της Ασκητικής στο περιοδικό Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού (Χατζή 2018: 144). Ο Καζαντζάκης αναφέρει σε πλήθος επιστολών προς τη Λαμπρίδη την πορεία συγγραφής της Οδύσειας, τις επάλληλες γραφές με τις οποίες καταγινόταν (Χατζή 2018: 95, 99 263, 265 et passim), τον κόπο με τον οποίο επιδίδεται στο magnus opus, το εισιτήριο του για να μπει στη χορεία των ποιητών. Κατά την πάγια τακτική του ο Καζαντζάκης αναζητά βιβλία από τα οποία θα αντλήσει εικόνες, στοιχεία και λεπτομέρειες για να τα ενσωματώσει στην Οδύσεια (Χατζή 2018: 109, 118, 123, 141-2 et passim), ενώ η Λαμπρίδη φαίνεται να επιφορτίστηκε με την πρώτη αντιγραφή του έπους (Χατζή 2018: 166, 174, 180). Η ουσιαστική σχέση των δύο επιβεβαιώνεται και από την ένταξη της φιλοσόφου στην Οδύσεια με τη μορφή μιας «λιοπάρδαλης» που συντροφεύει τον κεντρικό ήρωα στις περιπέτειές του και η οποία αποτελεί σύμβολο της Λαμπρίδη, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καζαντζάκης (Χατζή 2018: 149-150).
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν ότι η Λαμπρίδη είχε σταθερή επαφή με το έπος από την αρχή της συγγραφής του, ενώ είχε κατά καιρούς εξέφραζε επιφυλάξεις για το περιεχόμενό του, προϊδεάζοντας τον Καζαντζάκη για την εκτενή αρνητική κριτική της που θα ακολουθήσει. (Χατζή 2018: 137, 268-269, 282). Πολλά χρόνια πριν την έκδοση της Οδύσειας και πριν την έκδοση της κριτικής της η Λαμπρίδη θα προειδοποιήσει τον Καζαντζάκη και θα προσπαθήσει να τον κατευθύνει στην ολοκλήρωση ενός έργου με πρωταγωνιστή τον Βούδα:
[...] 5ο Αυτό δεν είναι πια χάρη προσωπική μου. Αλλά θα ήθελα, έτσι, πώς να στο πω, για να συμπληρωθεί αντικειμενικά κάτι που η κρίση και το αίσθημά μου, αν αυτά έχουν κάποια μεγαλύτερη αξία από των διαφόρων διδων Σαμίου (εγώ το ξέρω πως έχουν, και λυπάμαι ειλικρινά γιατί η ουδετερότητα και το jenseits σε κάνει να εγκρίνεις ανησίες), επικυρώνουν απολύτως, θα ήθελα να μη μπλεχτείς ολόκληρος στην περιπέτεια της Οδύσσειας αλλά να τελειώσεις κάποτε το Βούδα με το λιτό, πεζό style που πηγαίνει τόσο κατευθείαν στην καρδιά, τόσο πιο άμεσα από τις πλούσιες, λίγο voulues εικόνες της Οδύσσειας.(Χατζή 2018: 269)
Από τις πρώτες αυτές νύξεις ως την έκδοση της Οδύσειας η Λαμπρίδη θα επανέλθει με σχόλια για το έπος ώσπου τον Δεκέμβριο του 1938 θα ενημερώσει τον Καζαντζάκη ότι πρόκειται (υπό την αίρεση της έγκρισης του) να δημοσιεύσει εκτενή κριτική στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Το περιοδικό ήταν εβδομαδιαίας κυκλοφορίας με φιλολογικά θέματα και φιλοξενούσε συνεργασίες με προοδευτικούς λογοτέχνες και κριτικούς που έδειχναν να έβρισκαν στις σελίδες του καταφύγιο από τη μεταξική λογοκρισία. Διευθυντής του περιοδικού ήταν ο εκδότης του Κώστας Ελευθερουδάκης ενώ αργότερα τη διεύθυνση θα αναλάβει ο Αλέκος Φωτιάδης κι έπειτα ο γιος του Δημήτρης.
Η Λαμπρίδη εξέτεινε την κριτική της Οδύσειας σε 7 συνέχειες και την διαίρεσε σε τρεις θεματικούς κύκλους: την μεταφυσική της, τον μύθο και τη μορφή της. Ήδη από την πρώτη κριτική εμμέσως η Λαμπρίδη παρατηρεί ότι ο Καζαντζάκης δεν έγραψε ένα έργο του καιρού του αλλά αναλώθηκε σε ένα πολύχρονο κι επίμοχθο πνευματικό έργο που ξεφεύγει από το κλίμα της εποχής του κι αγγίζει τη λογική του αισθητισμού:
Δείχνει ακόμη μιαν ενεργή, πεισματική πίστη στην αξία του πνεύματος, στον αυτοσκοπό της δημιουργίας, στην προγραμματική, ξένη προς ευκαιριακές εμπνεύσεις, εναρμόνιση της φαντασίας με τη γνώση, της μεταφυσικής με την αισθησιακή επαφή με τα πράγματα. Ασύγχρονη στην έκτασή της, στη φόρμα της – αφού έχει δα συμφωνηθεί συμβατικά πως το έπος είναι «ξεπερασμένη» ποιητική μορφή – στην ιστορική τοποθέτηση των περιστατικών της, στην αποφυγή κάθε εκλεπτυσμένης και πολύπλοκης ψυχολογίας, είναι φανερό πως επιδιώκει θεληματικά μιαν υπερχρονική υπόσταση, ένα άχρονο κύρος. (Λαμπρίδη, 2017: 17)
Η Λαμπρίδη κάνει ορισμένες καίριες και διαχρονικά ορθές παρατηρήσεις: αναγνωρίζει ότι το έπος απαθανατίζει την εικόνα της συνολικής παρακμής του δυτικού πολιτισμού, ότι λειτουργεί ως αποθησαυριστής μνημείων του δυτικού κόσμου, αλλά όσα συμβαίνουν δεν ακολουθούνται από τις αντίστοιχες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Ο κεντρικός ήρωας δεν πείθει για τον ψυχισμό του και δε συγκινεί τους αναγνώστες, επειδή είναι ο εκφραστής και υλοποιητής των φιλοσοφικών θέσεων της Ασκητικής κι όχι ένας ήρωας ή μυθικό πρόσωπο που προκαλεί συμπόνια στον αναγνώστη με τις ανθρώπινες περιπέτειές του. Η καταστροφή των πολιτισμών που συντελείται, δεν συνταράζει τον Οδυσσέα και έτσι με τη σειρά του κι αυτός δεν γίνεται αγωγός συναισθημάτων στον αναγνώστη. Η πτώση των άλλοτε κραταιών βασιλείων δεν αποθαρρύνει τον Οδυσσέα που παρατηρεί με ψυχραιμία την παρακμή του κόσμου: αυτό που χρόνια αργότερα ο Καζαντζάκης θα ονομάσει «Κρητική Ματιά» η Λαμπρίδη το διαβλέπει και το περιγράφει ως χαρακτηριστικό του Οδυσσέα: Το μόνο του προνόμιο είναι πως ξέρει, πως βλέπει ανοιχτομάτικα τον τελικό γκρεμό, πως καταφέρνει την κάθε ανύπαρχτην αθανασία, την κάθε συναισθηματική ησυχαστική γλύκα, την κάθε κούφιαν έξαρση. […] Η μόνη σωτηρία είναι η συνειδητή γνώση, η αξεγέλαστη αίσθηση της πικρής, ανέλπιδης αλήθειας (Λαμπρίδη, 2017: 26). Αυτή η μεταφυσική ορίζει την Οδύσεια κατά τη Λαμπρίδη και προκαλεί είτε την αδιαφορία του αναγνώστη είτε την προδιαγεγραμμένη πορεία της υπόθεσης που αποκλείει το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής που θα ελκύσει τον αναγνώστη.
Η Λαμπρίδη παραδέχεται ως σημαντικό καθοδηγητή του Καζαντζάκη τον Μπερξόν με την ζωτική ορμή που διαπερνά τα πάντα και τα ωθεί προς μια σύνθετη ανοδική πορεία, προς το καλύτερο και το υψηλότερο, ωστόσο παρατηρεί ότι τελικά δεν είναι αυτή η φιλοσοφική βάση του έπους καθ’ ολοκληρία, αφού η αφομοίωση του Μπερξόν από τον Καζαντζάκη δεν είναι ουσιαστική. Ο Μπερξόν πρεσβεύει την ανοδική πορεία της ζωτικής ορμής και δεν κυριεύεται από την ιδέα του θανάτου, η οποία κυριαρχεί και σφραγίζει το έπος του Οδυσσέα. Βασικό μειονέκτημα του έργου είναι η πεσιμιστική του οπτική, απόρροια του βουδιστικού μηδενισμού που κορυφώνεται με την καταστροφή της καστροπολιτείας του Οδυσέα και την πορεία του προς την παραίτηση και τον θάνατο που τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει. Η προειδοποίησή της στον Καζαντζάκη να τελειώσει με τον Βούδα και να αφήσει την Οδύσεια (στα μάτια της Λαμπρίδη) δικαιώνεται. Η ελληνίδα φιλόσοφος αποδίδει στον καζαντζακικό έργο σολιψιστική οπτική: όλα συμβαίνουν μέσα στο μυαλό του ήρωα, δεν υπάρχει συναισθηματική επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, όλα είναι πνευματικά παιχνίδια που δεν εφάπτονται της πραγματικότητας, καταλήγοντας να στερούν από τον αναγνώστη τη χαρά της συγκίνησης.
Η κριτικός με την επάρκεια γνώσης που διαθέτει, βλέπει ότι η Οδύσεια είναι ένα κράμα ανατολικής και ευρωπαϊκής οπτικής: αυτό το μικτό αλλά μη νόμιμο είδος καταλογίζει ως αιτία της αποτυχίας του έργου. Εκτιμά ότι ο Καζαντζάκης θέλησε να συνδυάσει την ευρωπαϊκή ενεργητική άποψη για τη ζωή με την ασιατική παθητικότητα και γι’ αυτό οι ήρωες του δεν είναι δελεαστικοί, καθώς δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του αναγνώστη. Η αποπνευμάτωση των ηρώων, η εξαΰλωσή τους τούς μετατρέπει σε φορείς ιδεών και όχι σε πρόσωπα και γι’ αυτό ο αναγνώστης δεν αναπτύσσει ενσυναίσθηση γι’ αυτούς, δεν τον συγκινούν. Το έργο φιλοξενεί ήρωες που εφαρμόζουν την καζαντζακική μεταφυσική και όχι ανθρώπινες πράξεις. Αυτή η διαφοροποίηση του Καζαντζάκη είναι το καινοτόμο στοιχείο που εισάγει ο συγγραφέας καθώς δημιουργεί έναν κόσμο επικών διαστάσεων αλλά εντέλει αντιηρωικό.
Της κριτικής για το μεταφυσικό υπόβαθρο του έπους έπεται η περίληψη της υπόθεσης. Η Λαμπρίδη κάνει μια εκτενέστατη περίληψη, η οποία είναι αναγκαία αφού η πρώτη έκδοση ήταν δυσπρόσιτη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό που ήθελε να πληροφορηθεί για τα όσα ακολούθησαν την ομηρική Οδύσσεια. Η κριτικός προχωρά πέρα από την παράθεση της υπόθεσης, ψυχογραφώντας και εξετάζοντας την πιστότητα του ψυχισμού των ηρώων, για να καταλήξει στην αρνητική αξιολόγησή τους. Φτάνει μάλιστα να αποφανθεί αρνητικά ακόμα και για την επανάσταση των απόκληρων της αιγυπτιακής επικράτειας, για την επανάσταση των desperados στους οποίους βλέπει ένα «ένα πολύ παραμορφωμένο λείψανο της ρωμαντικής χριστιανοσύνης» (Λαμπρίδη, 2017: 56).
Η κριτική της Λαμπρίδου ολοκληρώνεται με την εξέταση της μορφής του έπους για την οποία κάνει διάκριση ανάμεσα στην εκφραστική δεινότητα του Καζαντζάκη και στο γλωσσικό ιδίωμα του έπους. Η Λαμπρίδη αναγνωρίζει την επιρροή του Ομήρου στις εικόνες και στις παρομοιώσεις που χτίζει ο ποιητής, ενώ διακρίνει στην έκφραση συγγένειες με τον Σικελιανό στον τρόπο που οι αισθήσεις κυριαρχούν, όταν βέβαια οπισθοχωρούν οι φιλοσοφικές αναζητήσεις (Λαμπρίδη, 2017: 76). Η βασική της αρνητικής κριτικής της επικεντρώνεται στο μέτρο και στη γλώσσα του έπους: ο δεκαεπτασύλλαβος παραμένει ανοίκειος στίχος, χωρίς αντιληπτές τομές και ανάσες που θα καθοδηγήσουν τον αναγνώστη. Παράλληλα προχωρά και σε ένα ουσιαστικό πείραμα: αφαιρεί από τον δεκαεπτασύλλαβο δύο συλλαβές χωρίς να διαταράσσεται ουσιαστικά το νόημα και δείχνει πώς το μέτρο έδρασε εντέλει καταστροφικά για το έπος (Λαμπρίδη, 2017: 78). Τέλος, διατυπώνει μια αντιποιητική θεωρία για το λεξιλόγιο: θεωρεί την Οδύσεια μέσο για τις γλωσσικές ιδέες κι όχι για τις ποιητικές ιδέες του ποιητή. Έτσι η Οδύσεια καταλήγει στην κριτική της Λαμπρίδη να προβάλει ως μέσο φιλοσοφικών και γλωσσικών θέσεων και όχι ως ποιητικό κείμενο:
Η λέξη γίνεται δηλαδή σε πολλά μέρη αυτοσκοπός, χάνει τη διαφάνεια της για το νόημα, και βαραίνει τόσο αφάνταστα την άμεση επικοινωνία του αναγνώστη με το νόημα του ποιήματος, ώστε —μ’ όλο που είχα δίπλα μου το γλωσσάριο της Οδύσσειας—, αμέλησα πολλές φορές να το ανοίξω, με τη βεβαιότητα πως δεν έχανα πολλά πράματα αν μου έλειπε η ονομασία ενός είδους βουβαλιού ή ενός συνέργου. Γιατί και οι άλλες ποικιλίες που ήξερα, δε μου είχανε πλουτίσει την παράσταση ή το αίσθημα μου. (Λαμπρίδου, 2017: 80)
Συνοπτικά, η κριτική είναι αρνητική και θίγει το έργο του Καζαντζάκη στον πυρήνα του: είναι ποιητικό κείμενο η Οδύσεια ή κιβωτός λέξων και φιλοσοφικών ιδεών; Κι αν ισχύει το δεύτερο, η γλώσσα, η έκφραση, οι λέξεις και οι φιλοσοφικές θέσεις είναι αυτούσιες, γνήσιες, λειτουργικές ή υπάρχει μια εσωστρεφής οπτική, ένας εκλεκτικισμός θέσεων κι απόψεων, ένα αυτοαναφορικό μοντέλο δράσης που καταστρέφει την αληθοφάνεια του ήρωα και ευνουχίζει το έργο εκφραστικά;
Ο Καζαντζάκης μετά την έκδοση των πρώτων κριτικών της Λαμπρίδη έχει αποφασίσει να απαντήσει και έτσι στο τεύχος της 25ης Μαρτίου 1938 των Νεοελληνικών Γραμμάτων συμπίπτουν η τέταρτη κριτική της Λαμπρίδη και μια πρώτη απάντηση του Καζαντζάκη με τα μορφή ανοιχτής επιστολής. Ο Καζαντζάκης μάλλον αδικεί τον εαυτό του και αποδίδει τον ελλιπή, χωρίς ουσία κριτικό λόγο της Λαμπρίδη στη γυναικεία φύση της. Παρουσιάζει μια κλιμακωτή δόμηση της πραγματικότητας όπου οι άνθρωποι ανάλογα με την πνευματική τους κατάρτιση αντιλαμβάνονται στον κόσμο την αντίθεση του καλού και του κακού, τη σύνθεση του καλού και του κακού, ακόμα λιγότεροι βλέπουν την ενότητα καλού και κακού και εντέλει μόνο οι εκλεκτοί την απουσία ακόμα κι αυτής της ενότητας. Αναφέρει ότι μόνο οι μυημένοι άντρες μπορούν να κατανοήσουν την πορεία του Οδυσσέα προς την απώλεια και καμία γυναίκα δε μπορεί να συλλάβει αυτόν τον δρόμο. Η εικόνα της λάμψης που συνοδεύει τον αφανισμό του κόσμου είναι μια εικόνα που με ποιητική πειθώ δίνει την αντίληψη του Καζαντζάκη για το πώς έβλεπε την πορεία του ήρωά του και δίνει με συντομία τη λογική του. (Λαμπρίδη, 2017: 95)
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική, χωρίς φυσικά αυτό να αμβλύνει τον σεξιστικό λόγο του συγγραφέα: ο Καζαντζάκης έχει προχωρήσει φιλοσοφικά από την πρώτη έκδοση της Ασκητικής, με την οποία για μεγάλο διάστημα έχει ασχοληθεί η Λαμπρίδη. Η Οδύσεια κλείνει με την απώλεια του Οδυσσέα, τον θάνατό του στην απόλυτη σιωπή του Νότιου Πόλου, απόληξη μιας πορείας αντιεπικής αλλά ωστόσο σύμφωνης με το κεφάλαιο που προστέθηκε στη δεύτερη και οριστική έκδοση της Ασκητικής, μια εκδοχή κατά πολύ διαφοροποιημένη από αυτήν που φιλοξένησε το περιοδικό Αναγέννηση του Γληνού. Ο Καζαντζάκης σε γράμμα του στον Πρεβελάκη αναφέρει ότι πρόσθεσε ένα κεφάλαιο στην Ασκητική που ανατινάζει όλο το προηγούμενο οικοδόμημα και το οποίο λίγοι θα κατανοήσουν (Πρεβελάκης, 1984: 77). Η Σιγή στην οποία καταλήγει η Ασκητική είναι το φιλοσοφικό κλειδί με το οποίο φωτίζεται η Οδύσεια και το οποίο προκαλεί τον αναγνώστη αλλά και τον κριτικό καθώς ανατρέπει την ανοδική, εργώδη πορεία του ήρωα για να τον οδηγήσει στην απώλεια της ατομικότητας. Η Λαμπρίδη ορθά διείδε την ανατροπή της μπερξονικής θεωρίας, αλλά αγνοούσε ότι και στην Ασκητική αυτή η ανοδική πορεία είχε ξεπεραστεί για να καταλήξει στην αποδοχή και το σοφίλιασμο με το χάος. Έτσι η κριτικός προσπάθησε να δοκιμάσει σε ένα λογοτεχνικό έργο την εφαρμογή ενός φιλοσοφικού κειμένου, το οποίο ο ίδιος ο δημιουργός του το είχε ανατρέψει.
Η τελική απόκριση του Καζαντζάκη θα έρθει μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεων της Λαμπρίδη και θα είναι ελαφρώς απαξιωτική, αφού θεωρεί ότι η κριτικός δεν κατανόησε τίποτα από το ποιητικό πνεύμα της Οδύσειας και στάθηκε σε εξωτερικά γνωρίσματα του έργου. Εν μέρει η ανταπάντηση του Καζαντζάκη τεκμαίρεται από την ίδια τη στάση της Λαμπρίδη: ο Καζαντζάκης έγραψε ένα έπος, ένα ποιητικό κείμενο κι όχι ένα φιλοσοφικό έργο, παρότι η κριτικός δίνει προτεραιότητα στη φιλοσοφική ανάλυσή του. Η βιάση της είναι προφανής από την πρόταξη του φιλοσοφικού ελέγχου του έργου έναντι της ίδιας της υπόθεσής του: έτσι η κριτικός φαίνεται να έχει ως κριτήριο και να αποζητά τη συνέπεια φιλοσοφικών θέσεων και ποιητικών προϊόντων του συγγραφέα, στάση που ο Καζαντζάκης δεν υποστήριξε ποτέ ότι υπηρετούσε. Ο συγγραφέας δεν φέρνει αντεπιχειρήματα και δεν αιτιολογεί την απορριπτική στάση του: έδωσε τόση προσοχή στην κριτική όσο της άξιζε. Η αφ’ υψηλού απάντηση θα κλονίσει περαιτέρω τη σχέση των δύο συνομιλητών και πρώην συντρόφων, παρότι θα εξακολουθήσουν να αλληλογραφούν.
Λίγα χρόνια μετά την έκδοση της Οδύσειας και μέσα στην κατοχική Αθήνα ο Βασίλειος Λαούρδας δίνει τέσσερεις διαλέξεις για την Οδύσεια και εκδίδει το κριτικό δοκίμιο του Η Οδύσεια του Καζαντζάκη (1943). Παρότι αναγνωρίζει την εργώδη προσπάθεια, ήδη από την αρχή ξεκινά αμφισβητώντας την αξία του ποιήματος και ως πρώτη ένσταση αναφέρει την ειδολογική κατάταξη του έργου, αφού κατά τον μελετητή, η Οδύσεια δεν είναι έπος, δεν είναι δράμα αλλά ούτε και μυθιστόρημα: είναι η μεταγραφή της Ασκητικής «σε μορφή καλλιτεχνήματος», ένα είδος που χαρακτηρίζεται μικτό, αλλά δεν αναφέρεται από τον Λαούρδα και ως νόμιμο. Ο νεαρός φιλόλογος θεωρεί ότι ήταν άστοχη και η επιλογή του 17σύλλαβου επειδή η κύρια μορφή έκφρασης του ελληνισμού είναι ο 15σύλλαβος, κι ας πλησιάζει ο 17σύλλαβος μετρικά περισσότερο τον δακτυλικό εξάμετρο των αρχαϊκών επών. Η απόρριψη του στίχου δεν βασίζεται στην απουσία της τεχνικής γνώσης που απαιτείται αλλά στο πνευματικό, ιδεολογικό υπόβαθρο που πλαισιώνει: ο Καζαντζάκης δεν εμφορείται από το νεοελληνικό ήθος κι αυτή είναι η κύρια μομφή για το έπος, το οποίο διακρίνεται για την απόστασή του από το κλασικό ελληνικό πνεύμα. Η επιλογή του στίχου δεν είναι από μόνη της παράδοξη ή πρωτοφανής: οι Ρίζος Ραγκαβής, Ζαλοκώστας, Βλάχος, Πάλλης, Πολυλάς, Θεοτόκης, Παλαμάς, Ποριώτης είναι ποιητές που χρησιμοποίησαν τον 17σύλλαβο με λαμπρά αποτελέσματα πριν τον Καζαντζάκη, για τον οποίον ο Λαούρδας είναι επιφυλακτικός ως προς τη δεινότητά του να χειριστεί τον μακρόπνοο στίχο. (Λαούρδας, 1943: 4)
Περιφερειακά ψέγει τον Καζαντζάκη για «τεχνικά γνωρίσματα» της Οδύσειας όπως είναι η έκταση του έργου ή η αδυναμία του ποιητή να εντάξει σωστά την τομή στον στίχο, αλλά το κύριο θέμα στο οποίο διαρκώς επανέρχεται, είναι το ζήτημα της ελληνικότητας. Για τον Λαούρδα ευθύνεται η προσχώρηση του ποιητή στο ανατολίτικο πνεύμα που του υπαγόρευσε τον αριθμό των 33.333 στίχων για το έπος και τον οδήγησε στην κατάχρηση των επιθέτων, τακτική που υπακούει στο ανατολίζον πνεύμα του Καζαντζάκη. Αν στην πρώτη περίπτωση το ανατολίτικο στοιχείο αφορούσε στην Άπω Ανατολή (Λαούρδας, 1943: 6), στη δεύτερη περίπτωση το ανατολίζον στοιχείο έχει να κάνει με την κατάχρηση των διακοσμητικών στοιχείων, την απώλεια του μέτρου, το πέρασμα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα στον Ναό του Δία στην Πέργαμο: από τον ελληνικό στον ελληνίζοντα ρυθμό. Ο Λαούρδας θεωρεί ότι η αρχιτεκτονική, η δομή του έργου δεν είναι ελληνική, δεν προσεγγίζει την κλασική οπτική αλλά είναι κοντά περισσότερο στη λογική του μπαρόκ, καθώς πληθώρα επεισοδίων και σκηνών θα μπορούσαν να λείπουν χωρίς διαφορές στο νόημα του έργου. Αυτή η τάση για περιττά στολίδια, η φλυαρία του έργου στερούν από το έργο την ελληνοπρεπή αρμονία που αναζητά ο κριτικός (Λαούρδας, 1943:11).
Το ελληνικό πνεύμα αποτελεί λυδία λίθο για τον Λαούρδα, όπως δείχνουν κι άλλα δύο σημεία της κριτικής του. Σχολιάζοντας το λεκτικό στοιχείο της Οδύσειας αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης προχώρησε στις μεγαλύτερες αντιελληνικές τερατολογίες κι αυτός ο χαρακτηρισμός προκύπτει από την απόσταση του λόγου από τα πράγματα που περιγράφει, την κατάργηση της διφυούς υπόστασης του Λόγου ως μέσου έκφρασης και λογικού εργαλείου που χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτισμό. (Λαούρδας, 1943:10) Επίσης, στο στόχαστρο του θέτει το ζήτημα της διαχρονικής πορείας του ελληνισμού, καθώς αναφέρει ότι μπορεί η Κρήτη να είναι το σημείο αναφοράς για τον συγγραφέα αλλά δεν υπάρχει η διαχρονική πνευματική πορεία του νησιού που ξεκινάει από την κρητική μεσαιωνική Λογοτεχνία και μάλιστα τον Ερωτόκριτο, και δια μέσου των κρητικών δημοτικών τραγουδιών καταλήγει στον Πρεβελάκη (Λαούρδας, 1943: 15).
Η αρνητική αποτίμηση της Οδύσειας συνεχίζεται με το πρότυπο της Πολιτείας που επέλεξε ο Καζαντζάκης για να ιδρύσει ο κεντρικός ήρωάς του στην προσπάθεια ίδρυσης μιας νέας Πολιτείας με οικιστές τους απόκληρους κι απελπισμένους της Αιγύπτου που διώκονται. Στην καζαντζακική Έξοδο από την Αίγυπτο η γη της Επαγγελίας και η εκεί πολιτεία ορίζονται από την Ουτοπία του Thomas More που στάθηκε το πρότυπο της καστροπολιτείας του Καζαντζάκη. Για τον Λαούρδα αυτός είναι ο λόγος που το εγχείρημα καταρρέει σε μυθολογικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, επειδή η ιδέα της Ουτοπίας είναι ξένη στο ελληνικό κοινό και δε δομεί άξονες που θα στηρίξουν το εγχείρημα του Οδυσσέα. Έτσι η υπόθεση δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα του ελληνικού κοινού αλλά παράλληλα δε μπορεί και να εκφραστεί με ελληνικό τρόπο. Το εισαγόμενο από την Εσπερία περιεχόμενο του έπους δεν επιτρέπει την έκφρασή του με τον ελληνικό λόγο, σύμφωνα με έναν ιδιότυπο ισομορφισμό που πρεσβεύει ο Λαούρδας και θέλει «ελληνικά μέτρα» για «ελληνικά θέματα». Ο φιλόλογος αντιπροτείνει στην Ουτοπία του More την Πολιτεία του Πλάτωνα ως πρότυπο πολιτείας που θα μπορούσε να δώσει ένα λειτουργικό και ουσιαστικό παράδειγμα για τους επίδοξους οικιστές, ενώ παράλληλα θα ενίσχυε την ελληνικότητα του έργου, βοηθώντας στην ομαλή ένταξή του στην ελληνική πολιτιστική παράδοση (Λαούρδας, 1943: 16).
Τελευταίο σημείο και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η εξέταση της φιλοσοφικής σκευής του Καζαντζάκη με την οποία άρθρωσε την Οδύσεια. Ο Λαούρδας είναι καλύτερα πληροφορημένος από την Λαμπρίδη και φτάνει να παραθέσει απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο της Ασκητικής, που θα κυκλοφορήσει πολλά χρόνια αργότερα. Το απόσπασμα είναι το Πιστεύω από το κεφάλαιο της Σιγής και ο Λαούρδας ορθά κατανοεί πώς αυτό το κεφάλαιο ανατρέπει όλη την προηγούμενη πορεία του Οδυσσέα και πώς τον φέρνει στην απάθεια, τον μηδενισμό, τη Σιωπή. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη της κρίσης του:
Αυτή είναι η κοσμοθεωρία της «Οδύσειας»: Ηρωικός μηδενισμός ή Δημιουργία στην άβυσσο. Θα την έλεγα κοσμοθεωρία ασιατική, αν ο ίδιος ο ποιητής δεν την ήθελε σαν κοσμοθεωρία της κρητικής ψυχής. (Λαούρδας, 1943: 15)
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο Λαούρδας εμμένει στο ζήτημα της ελληνικότητας του έργου. Ψέγει την Οδύσεια για την αντίθετη στα επικά ποιητικά πρότυπα χρήση του 17σύλλαβου, τον ήρωα του έπους για απουσία ελληνικού ήθους, τη δομή του έργου για απομάκρυνση από την κλασική ελληνική αρμονία και για ανατολίζουσες τάσεις, το πρότυπο του έργου ως προερχόμενο από την Εσπερία και αλλότριο στα ελληνικά πολιτειακά πρότυπα. Εν μέσω Γερμανικής Κατοχής ίσως θα ήταν αναμενόμενο μια εξέταση του ηρωικού ήθους του ήρωα, η συσχέτιση με άλλους ήρωες ή με ιστορικά δεδομένα αλλά ο φιλόλογος δεν επικεντρώνεται σε αυτό. Ο Λαούρδας υπήρξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μαθητής του Ιωάννη Συκουτρή, ενός πανεπιστημιακού για τον οποίο η ελληνικότητα αποτελούσε ζητούμενο και του οποίου τη στάση ζωής και τα ενδιαφέροντα ακολούθησε και τα οποία στάθηκαν τα εργαλεία της έρευνάς του. (Παπαστάθης, 1971)
Και βέβαια δεν είναι άσχετη η εμμονή στο κριτήριο της ελληνικότητας με το γενικότερο πλαίσιο της εποχής: η δικτατορία του Μεταξά είχε ξεκινήσει την προσπάθεια ανάδειξης του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού οπότε η στροφή στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό απασχολούσε τους πνευματικούς ανθρώπους, ακόμα και σε επίπεδο εξέτασης της ορθότητας ή της στρέβλωσης που περιείχε αυτή η τάση. (Μαχαίρα, 1987: 30-37). Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Γιώργου Σεφέρη που στο δοκίμιο του για τον Παλαμά και την ποίησή του, έργο σύγχρονο με την κριτική του Λαούρδα, κάνει αναφορά και αναζητά την ελληνικότητα και τους σημαντικούς σταθμούς της (Σεφέρης, 1984: 215-227) ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα στην ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα είχε αναζητήσει με την ταυτότητα του ποιητή (κι όχι του δοκιμιογράφου) τη σχέση του σύγχρονου Έλληνα με την αρχαία παράδοση, όπως έδειξε η έρευνα. (Καψωμένος, 1978) Φαίνεται από τα παραπάνω ότι η ατμόσφαιρα για την ελληνικότητα διαμορφώνεται μέσα από συζητήσεις που αναζητούν τα χαρακτηριστικά της σε κείμενα ποικίλα, διαφορετικής αισθητικής αλλά ελληνικά, κι όχι ανατολίτικης αισθητικής ή δυτικής ιδεολογίας και φιλοσοφίας. Σε κάθε περίπτωση η ιδέα της ελληνικότητας αποκτά αισθητικά χαρακτηριστικά, ορίζει έργα, γίνεται κανόνας και μέτρο για την αξία ενός έργου. Και σε αυτόν τον έλεγχο η Οδύσεια του Καζαντζάκη δεν κρίνεται προβιβάσιμη.
Ο Καζαντζάκης θα απαντήσει με ένα μακροσκελέστατο σχόλιο στον Λαούρδα όπου θα επισημάνει ότι ο νεαρός κριτικός κινήθηκε με λογικά κριτήρια σε ένα έργο ποιητικό και δοκίμασε να εφαρμόσει φιλοσοφικές, ιδεολογικές και ιστορικές αρχές σε ένα κείμενο λογοτεχνικό. Ο Καζαντζάκης ορθά προτάσσει τον ποιητή έναντι του γραμματολόγου και κατηγορεί έμμεσα για σχολαστικισμό τον κριτικό και για απουσία ποιητικής ευαισθησίας. Στη συνέχεια αντιτείνει στη στέρεη φιλοσοφική βάση που απαιτεί ο Λαούρδας, την εποχή του Μεσοπολέμου, μια εποχή ανανέωσης και αλλαγής, όταν όλα είναι ρευστά, καθώς το έπος για τον Καζαντζάκη δείχνει το πέρασμα από τη μια εποχή σε μια άλλη, οπότε τα στέρεα σχήματα δεν είναι προαπαιτούμενα ή παράγωγα της επικής ποίησης. Για τον μυστικιστικό αριθμό των στίχων που προήλθε από την Ανατολή, ο ποιητής αντιτείνει το διαλεκτικό σχήμα: θέση-αντίθεση-σύνθεση, μια μάλλον ελληνική θέση που δεν έχει έρεισμα στην Ανατολή ενώ για την ελληνικότητα του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης που αναγνωρίζει ο Λαούρδας και την αναζητά στην Οδύσεια, ο Καζαντάκης παρατηρεί ότι ο γονιός τους ήταν Βενετός. Ο Καζαντζάκης δείχνει να έχει ευρύτερη οπτική από τον Λαούρδα και στην αναζήτηση της ελληνικότητας αντιπροτείνει την καθαρή ποιητική λειτουργία: φέρνει ως παράδειγμα μια γοτθική εκκλησία δίπλα στον Παρθενώνα και αναρωτιέται αν το διαφορετικό στυλ των δυο ναών αλληλοακυρώνει τη λειτουργία τους.
Η ουσιαστικότερη, όμως, απάντηση του Καζαντζάκη βρίσκεται στο σημείο που επικρίνει το κριτήριο της ελληνικότητας που έθεσε ο Λαούρδας. Ο Καζαντζάκης εξηγεί ότι δεν έγραψε ένα ελληνικό έπος, δεν είχε τέτοια πρόθεση ούτε αφετηρία και συνεπώς η προσπάθεια του Λαούρδα να αναζητήσει στοιχεία στο έπος τα οποία ο δημιουργός δεν επιθυμούσε να εισάγει, ήταν παράλογη. Η Οδύσεια δεν ανήκει στα ηρωικά έπη όπου υμνούνται γενάρχες βασιλικών οίκων ή μεγάλα κατορθώματα της μυθολογίας αλλά πρόκειται για την προσωπική κραυγή ενός ανθρώπου που ένιωσε αυτήν την αγωνία. Η προσωπική του οπτική δικαιολογεί το εγχείρημά του με την ελπίδα ότι ίσως κι άλλοι εναρμονιστούν με αυτό. Ο Καζαντζάκης συνεχίζει κι εμμέσως κατηγορεί τον κριτικό ότι βλέπει μονοδιάστατα την ελληνικότητα ως αποκλειστικό παράγωγο του απολλώνιου πνεύματος, παραγνωρίζοντας το διονυσιακό πνεύμα. Χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες ο Καζαντζάκης μέμφεται τον Λαούρδα για μονόπλευρη ανάγνωση της αρχαιότητας όπου κυριαρχεί το μέτρο και η αρμονία, αγνοώντας την άλογη διονυσιακή ελληνικότητα, ένα μάθημα που ο Καζαντζάκης πήρε μεταφράζοντας τη Γέννηση της τραγωδία του Νίτσε και το οποίο σήμερα αναγνωρίζεται από άλλους μελετητές (Καραλής, 1994: 243-254). Τέλος, χρησιμοποιώντας τα όπλα του Λαούρδα ο Καζαντζάκης θεωρεί το έπος του την πλέον κατάλληλη μορφή για να εκφραστεί κάποιος στα μέσα του εικοστού αιώνα: αν το έπος είναι αυτό που εκφράζει το τέλος ενός πολιτισμού, αν ανακαλεί μια εποχή που χάθηκε, ο Καζαντζάκης θεωρεί ότι ο εικοστός αιώνας στο μέσο του είχε δώσει ήδη δύο παγκόσμιους πολέμους και ο δυτικός πολιτισμός όπως ήταν γνωστός βυθίζεται, ο κόσμος βρίσκεται σε μια εποχή μεσοβασιλείας. Ο Καζαντζάκης το προβλέπει, ο Λαούρδας το αρνείται.
Και οι δύο μελέτες της Λαμπρίδου και του Λαούρδα από τη μεριά της η καθεμία δείχνουν ότι η Οδύσεια στάθηκε μια μοναδική περίπτωση νεοελληνικού λόγου που βρήκε την κριτική ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει. Ο Καζαντζάκης δημιούργησε ξεκάθαρα ένα έπος όπου το ηρωικό και το φιλοσοφικό στοιχείο συνδέθηκαν, δείχνοντας έναν ήρωα που απαρνιέται τον δυτικό πολιτισμό και τις ιδέες του και βλέπει την παρακμή του με γαλήνη και ολύμπια ψυχραιμία. Ο συγγραφέας προχώρησε πέρα από την μπερξονική ανοδική πορεία, πέρα από τον νιτσεικό υπεράνθρωπο σε έναν ήρωα που απαρνιέται την μοναδικότητα και την δυναμική του κατανοώντας την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής και βρίσκοντας αξίες στην ηρωικό μηδενισμό. Η Λαμπρίδου του καταλογίζει την εγκατάλειψη της ανοδικής πορείας και την απουσία στόχου για τον ήρωα του, ενώ ο Λαούρδας αρνείται την αξία του έργου γιατί δεν εντοπίζει την αρμονία και το μέτρο που συνοδεύουν την ελληνικότητα.
Και στις δύο περιπτώσεις οι κριτικοί αναζητούν στοιχεία και αρετές που ο Καζαντζάκης δεν ισχυρίστηκε ότι το έργο του διαθέτει. Ο Καζαντζάκης διατείνεται ότι δημιούργησε ένα έπος κι όχι ένα φιλοσοφικό μανιφέστο, ένα ποίημα κι όχι ένα εθνικοπατριωτικό ποιητικό κείμενο που θα στερέωνε σε λόγο τον ελληνικό πολιτισμό σε επίπεδο λόγου και περιεχομένου. Και οι δύο κριτικές εκκινούν από την αναζήτηση στοιχείων που εκ των υστέρων αποδίδονται στα έργα, με τη λογική ότι πρώτα φτιάχνεται ο κανόνας και μετά ακολουθούν τα έργα στα οποία αναγνωρίζεται. Ο Καζαντζάκης υπερασπίστηκε το έργο του δείχνοντας ότι προτεραιότητα του ήταν η ποιητικότητα, ο λυρισμός και η καλλιτεχνική αρτιότητα, στοιχεία που ρητά δεν τα αποκλείουν οι δύο κριτικοί αλλά τα θέτουν σε δεύτερο επίπεδο τοποθετώντας άλλα σε προτεραιότητα. Οι διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ ποιητή και των δύο κριτικών του είναι αφορμή για να επαναπροσεγγιστεί στην πρώτη περίπτωση το φιλοσοφικό υπόβαθρο του έπους και η σχέση του με την Ασκητική και στην περίπτωση του Λαούρδα να φανεί η φιλολογική πληρότητα του Καζαντζάκη και η ορθότητα των θέσεών του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαρίτσης, Κ., 2017, Βιο-Εργογραφικά για την Έλλη Λαμπρίδου (1896-1970), Ακαδημία Αθηνών, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη Έλλης Λαμπρίδη.
Καζαντζάκης, Ν. 1943, «Ένα σχόλιο στην Οδύσεια», στο Νέα Εστία, τχ. 389, σσ. 1028-1034.
Καραλής, Β., 1994, Ο Νίκος Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της ιστορίας, εκδ. Κανάκη.
Καψωμένος, Ε., 1978, «Σεφέρη "Μυθιστόρημα, Γ"»: δομική ανάλυση, στο: Κώδικας/Code, τχ. 1, σσ. 50-77.
Κόκορης, Δ. Ο Καζαντζάκης ως ποιητής, Πεδίο.
Λαούρδας, Β., 1943, Η «Οδύσεια» του Καζαντζάκη. (Κριτικό Δοκίμιο), χ.ε.
Μαχαίρα, Ε. 1987, Η νεολαία της 4ης Αυγούστου. Φωτογραφές, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Παπαστάθης Χ. Κ., 1971, «Βασίλειος Λαούρδας», στο Μακεδονικά, τχ. 11(1), σσ.485–489.
Πολυκανδριώτη, Ο., 2004, «Η Λογοτεχνία. Τα χρόνια του μεσοπολέμου και η γενιά του ’30», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 7ος: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 235-256.
Πρεβελάκης, Π. 1984, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Παντελή Πρεβελάκη και σαράντα άλλα αυτόγραφα εκδιδόμενα με σχόλια, ένα Σχεδίασμα εσωτερικής βιογραφίας και τη χρονογραφία του Βίου του Ν. Καζαντζάκη, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη.
Χαμαλίδη, Ε., 2002, Η υποδοχή του Μοντερνισμού στον ελληνικό περιοδικό τύπο λόγου και τέχνης 1930-1940. Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Χατζή, Γ. (εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια), 2018, Αλληλογραφία με τη Μουντίτα. Νίκος Καζαντζάκης-Έλλη Λαμπρίδη 1927-1959.