Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη


Η ερ­γο­γρα­φία και οι δια­κρί­σεις που κα­τά­φε­ρε να λά­βει ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης χά­ρη στο τα­λέ­ντο του και τη συγ­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα έχουν προ­σλη­φθεί με δι­θυ­ραμ­βι­κό τρό­πο από το διε­θνή τύ­πο και τους ερευ­νη­τές της σύγ­χρο­νης λο­γο­τε­χνί­ας, με απο­τέ­λε­σμα ο τε­λευ­ταί­ος να κα­τα­τάσ­σε­ται δί­καια στη χο­ρεία των αθά­να­των λο­γο­τε­χνών του 20ού αιώ­να, δε­δο­μέ­νου ότι η καλ­λι­τε­χνι­κή του πο­ρεία έχει επη­ρε­ά­σει βα­θύ­τα­τα και σε με­γά­λο βαθ­μό την εγ­χώ­ρια αλ­λά και πα­γκό­σμια πνευ­μα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα και δια­νό­η­ση.
Πα­ρά την επί­δρα­ση που ο ίδιος έχει ασκή­σει στο ευ­ρύ­τε­ρο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, βέ­βαια, εί­ναι άκρως σα­φές και εξό­φθαλ­μο πως τα έρ­γα του δεν απο­τέ­λε­σαν ένα προ­ϊ­όν ακρι­βώς παρ­θε­νο­γέ­νε­σης, αλ­λά αντι­θέ­τως όπως και κά­θε καλ­λι­τε­χνι­κό αντι­κεί­με­νο επη­ρε­ά­στη­κε από προ­γε­νέ­στε­ρα λο­γο­τε­χνι­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα. Ο βα­σι­κό­τε­ρος πα­ρά­γο­ντας-πη­γή που φαί­νε­ται να κα­θό­ρι­σε την πο­ρεία του Κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου εί­ναι η αρ­χαία ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία και τα κεί­με­να που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε αυ­τήν.
Το γνω­στό­τε­ρο και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη που συν­δέ­ε­ται με την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία εί­ναι η Οδύσ­σεια. Η πρώ­τη έκ­δο­ση του κει­μέ­νου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μό­λις το έτος 1938 και απο­τε­λεί στην ου­σία ένα σπου­δαίο έπος του συγ­γρα­φέα που αφο­ρά στις νέ­ες πε­ρι­πλα­νή­σεις του ομη­ρι­κού ήρωα με­τά την επι­στρο­φή του στην Ιθά­κη μέ­χρι τον θά­να­τό του. Το ίδιο το κεί­με­νο εί­ναι γραμ­μέ­νο σε ιαμ­βι­κό δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βο στί­χο (στο σύ­νο­λο 33.333 στί­χοι) και χω­ρί­ζε­ται σε 24 ρα­ψω­δί­ες, όσες και αυ­τή του Ομή­ρου. Το ίδιο το έρ­γο πρέ­πει να συ­ντά­χθη­κε το έτος 1915 λί­γο με­τά την επί­σκε­ψη του ίδιου μα­ζί με το Σι­κε­λια­νό στο Άγιο Όρος.[1] Η επιρ­ροή του ομη­ρι­κού κει­μέ­νου εί­ναι εμ­φα­νής τό­σο στο πε­ριε­χό­με­νο όσο και στο ύφος της κα­ζαν­τζα­κι­κής Οδύσ­σειας με έντο­νες αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στα δύο φαι­νο­με­νι­κά πα­ρό­μοια έρ­γα.
Σε πρώ­το επί­πε­δο, εί­ναι ση­μα­ντι­κό να κα­τα­νοη­θεί πως το έρ­γο, αν και έχει από τε­χνι­κής άπο­ψης λά­βει το χα­ρα­κτη­ρι­σμό «έπος» απο­τε­λεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα έμ­με­τρο δρά­μα του Κα­ζαν­τζά­κη, στο οποίο μά­λι­στα εί­χε εξαρ­χής απο­δο­θεί ο τί­τλος «Οδύ­σεια» (με ένα σ) αντί της ομη­ρι­κής Οδύσ­σειας (με δύο σ), γε­γο­νός που δεί­χνει ήδη εξαρ­χής την πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί από τον προ­κά­το­χό του και ει­ση­γη­τή του έρ­γου στην πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία, κά­τι το οποίο κα­τα­φέρ­νει πα­ράλ­λη­λα και με την με­τα­γρα­φή του κλα­σι­κού ονό­μα­τος του ήρωα από Οδυσ­σέα σε «Δυσ­σέ­ας» (σελ. 505):

Εί­μαι ο Δυσ­σέ­ας

Ωστό­σο, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται και δεν αντι­βαί­νει στην προ­σπά­θεια του Ομή­ρου να συ­μπε­ρι­λά­βει στο έρ­γο νέ­ες, πρω­τό­τυ­πες λέ­ξεις που απο­τε­λούν απλώς δη­μιουρ­γή­μα­τα του καλ­λι­τέ­χνη της εκά­στο­τε Οδύσ­σειας. Όπως ο Όμη­ρος, έτσι και ο Κα­ζαν­τζά­κης προ­σπά­θη­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρα κρη­τι­κά ιδιώ­μα­τα, με απο­τέ­λε­σμα να πα­ρει­σφρέ­ει στο λό­γο του μία γλωσ­σι­κή πλη­θω­ρι­κό­τη­τα και ένας πλού­τος ιδιό­μορ­φων λέ­ξε­ων και εκ­φρά­σε­ων που εντο­πί­ζο­νται σπά­νια στην κοι­νή ελ­λη­νι­κή. Η γλώσ­σα του έρ­γου, λοι­πόν, πα­ρα­πέ­μπο­ντας πλή­ρως στο ομώ­νυ­μο έρ­γο του Ομή­ρου δια­θέ­τει αρ­κε­τά σύν­θε­τα ρή­μα­τα και επί­θε­τα που εί­ναι απο­τέ­λε­σμα του λο­γο­τε­χνι­κού τα­λέ­ντου του ποι­η­τή και, συ­νε­πώς, ταυ­τί­ζο­νται πλή­ρως με «την αδρή, σπά­νια λυ­ρι­κή διά­θε­ση του δη­μιουρ­γού της Οδύ­σειας», όπως καί­ρια έχει δια­τυ­πώ­σει στο έρ­γο του ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου.[2]
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, βέ­βαια, έντο­νη συ­νο­μι­λία πα­ρα­τη­ρεί­ται ανά­με­σα στην ομη­ρι­κή και την κα­ζαν­τζα­κι­κή Οδύσ­σεια και όσον αφο­ρά στους ίδιους τους χα­ρα­κτή­ρες και το πε­ριε­χό­με­νο της πλο­κής. Όπως ο ομη­ρι­κός Οδυσ­σέ­ας, έτσι και ο κα­ζαν­τζα­κι­κός ήρω­ας εί­ναι κα­τε­ξο­χήν κο­σμο­πο­λί­της και έχει γνω­ρί­σει πολ­λούς πο­λι­τι­σμούς. Ο Κα­ζαν­τζά­κης, δη­λα­δή, υιο­θε­τεί και ανα­μο­χλεύ­ει κα­τ’ επέ­κτα­ση την προ­σπά­θεια του Ομή­ρου να πε­ρι­γρά­ψει δια­φο­ρε­τι­κούς και ποι­κί­λους τό­πους απο­δί­δο­ντας τους την εξω­τι­κή ομορ­φιά και την ανα­τρε­πτι­κή ατμό­σφαι­ρα και, για αυ­τό το λό­γο, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει στο έρ­γο του πολ­λά ετε­ρό­κλη­τα στοι­χεία από τις διά­φο­ρες πε­ριο­χές και ιδε­ο­λο­γί­ες της οι­κου­μέ­νης (από τη Δύ­ση, την Ανα­το­λή, το Βορ­ρά και το Νό­το).[3] Αυ­τή η τά­ση-επι­θυ­μία του κε­ντρι­κού ήρωα να μην επα­φί­ε­ται στα ήδη γνω­στά, αλ­λά αντι­θέ­τως να προ­σπα­θεί να προ­σεγ­γί­ζει συ­νε­χώς νέ­ους πο­λι­τι­σμούς και να συ­να­ντά και­νούρ­γιους αν­θρώ­πους πα­ρα­πέ­μπει πλή­ρως και στο ίδιο το προ­οί­μιο της ομη­ρι­κής Οδύσ­σειας:

ὃς μά­λα πολλὰ
πλάγ­χθη, ἐπεὶ Τροί­ης ἱερὸν πτο­λί­ε­θρον ἔπερ­σε·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώ­πων ἴδεν ἄστεα καὶ νό­ον ἔγνω,

Μα­ζί με τους συ­ντρό­φους του ανά­λο­γους σε αγριό­τη­τα με τους ομη­ρι­κούς συ­ντρό­φους και ο Κα­ζαν­τζά­κης πα­ρου­σιά­ζει ένα τα­ξί­δι στον Κά­τω Κό­σμο και τη γνω­ρι­μία του ήρωα με τον Άδη-Χά­ρο. Ο ίδιος ο Οδυσ­σέ­ας του Κα­ζαν­τζά­κη συ­νο­μί­λη­σε, συγ­χρό­νως, με πλή­θος μυ­θο­λο­γι­κών προ­σώ­πων πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο μυ­θο­λο­γι­κό ήρωα και προ­έ­βη σε ποι­κί­λες πο­λε­μι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις δο­λο­φο­νώ­ντας ένα πλή­θος άλ­λων ηρώ­ων λει­τουρ­γώ­ντας με πα­ρά­δειγ­μα τον ομη­ρι­κό Οδυσ­σέα και πα­ράλ­λη­λα υπερ­το­νί­ζο­ντας την κοι­νή τους αν­δρεία ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που τους διέ­πει.[4]
Αντί­στοι­χα, ως προς την ψυ­χο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση εί­ναι κα­τα­νοη­τή η ψυ­χο­λο­γι­κή σύ­γκρου­ση που υφί­στα­ται ο κα­ζαν­τζα­κι­κός ήρω­ας, γε­γο­νός το οποίο πα­ράλ­λη­λα πα­ρα­πέ­μπει άμε­σα στις ψυ­χο­λο­γι­κές δια­κυ­μάν­σεις του ομη­ρι­κού ήρωα. Μά­λι­στα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι πως ακό­μη και οι ήρω­ες φαί­νε­ται να εί­ναι πλα­νη­τές από τις δι­κές τους «σει­ρή­νες», για αυ­τό και απο­κα­λού­νται από τον Κα­ζαν­τζά­κη «αλά­νη­δες». Και στην πε­ρί­πτω­ση του Κα­ζαν­τζά­κη, όμως, όπως και στου Ομή­ρου μπο­ρεί κα­νείς να δια­κρί­νει τη ση­μα­σία της ατο­μι­κής βού­λη­σης και την αξία που δια­θέ­τει ο προ­σω­πι­κός μό­χθος για την κα­τα­πο­λέ­μη­ση των εκά­στο­τε τρο­χο­πέ­δων που εμ­φα­νί­ζο­νται. Όπως ανα­φέ­ρε­ται και στην ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια:

ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτά­ρους ἐρρύ­σα­το, ἱέμε­νός περ·
αὐτῶν γὰρ σφε­τέρῃσιν ἀτα­σθα­λίῃσιν ὄλο­ντο,
νή­πιοι,

Οι τρο­χο­πέ­δες που ανα­κύ­πτουν στην πο­ρεία των τα­ξι­διών των ηρώ­ων, επο­μέ­νως, υφί­στα­νται μό­νο κα­τ’ επί­φα­ση, εφό­σον δεν εί­ναι αυ­τές που κα­θο­ρί­ζουν τις πρά­ξεις των ηρώ­ων, αλ­λά αντι­θέ­τως αυ­τές εξαρ­τώ­νται απο­κλει­στι­κά από τις προ­σω­πι­κές τους απο­φά­σεις.[5]
Ωστό­σο, μία σει­ρά δια­φο­ρο­ποι­ή­σε­ων έρ­χο­νται να συ­ντα­ρά­ξουν την κα­τά­στα­ση και να ανα­δεί­ξουν την καλ­λι­τε­χνι­κή πρω­το­τυ­πία του κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου. Η βα­σι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση έγκει­ται στην αφή­γη­ση, κα­θώς στο έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη προ­ο­ρι­σμός δεν εί­ναι η άφι­ξη στην Ιθά­κη πά­ρα το γε­γο­νός πως η έμ­φα­ση δί­νε­ται και πά­λι στον ήρωα – τα­ξι­δευ­τή. Όπως και σε άλ­λα κεί­με­να του Κα­ζαν­τζά­κη στό­χος δεν εί­ναι η άφι­ξη στην Ιθά­κη, αλ­λά η «κα­βα­φι­κή» –ας επι­τρα­πεί ο όρος– «Ιθά­κη». Ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να απο­τυ­πώ­σει κα­τά κύ­ριο λό­γο την ίδια τη στά­ση του πρω­τα­γω­νι­στή Οδυσ­σέα μέ­σα στο τα­ξί­δι του ση­μα­το­δο­τώ­ντας εν πα­ραλ­λή­λω τη θέ­ση που αυ­τός κα­τέ­χει ως πρό­σω­πο-χα­ρα­κτή­ρας και όχι απο­κλει­στι­κά ως νο­σταλ­γός -ναυα­γός. Αν και η δια­φο­ρο­ποί­η­ση αυ­τή θα μπο­ρού­σε να τε­θεί υπό αμ­φι­σβή­τη­ση δε­δο­μέ­νης της δι­ση­μί­ας και της ίδιας της «ομη­ρι­κής Ιθά­κης» και των συμ­βό­λων της, σί­γου­ρα η έμ­φα­ση απο­δί­δε­ται σχε­δόν κα­τ’ απο­κλει­στι­κό­τη­τα στον ήρωα του Κα­ζαν­τζά­κη σε σύ­γκρι­ση με τον ομη­ρι­κό ήρωα που πα­ρου­σιά­ζε­ται σε δύο άξο­νες: ως προς το τα­ξί­δι του και ως προς την επά­νο­δό του στην Ιθά­κη. Μία δεύ­τε­ρη δια­φο­ρο­ποί­η­ση έγκει­ται στο συμ­βο­λι­σμό του θεί­ου. Η θε­ό­τη­τες στον Κα­ζαν­τζά­κη συμ­βο­λί­ζουν την πνευ­μα­τι­κή και ηθι­κή πλευ­ρά των ηρώ­ων, με απο­τέ­λε­σμα να πα­ρου­σιά­ζε­ται με λε­πτο­μέ­ρεια η πα­ρα­μέ­λη­ση και αδια­φο­ρία για το βω­μό της θε­άς της σο­φί­ας, Αθη­νάς, στο πα­λά­τι από τους μνη­στή­ρες που έχουν ού­τως ή άλ­λως απω­λέ­σει κά­θε στοι­χείο ηθι­κής και φρό­νη­σης και λα­τρεύ­ουν απο­κλει­στι­κά τη θεά Αφρο­δί­τη έχο­ντας υπο­τα­χθεί στο πά­θος και τη λα­γνεία που τους προ­ξε­νεί η Πη­νε­λό­πη.[6]
Τέ­λος, ο Κα­ζαν­τζά­κης έχο­ντας επη­ρε­α­στεί από τη Γερ­μα­νι­κή ανά­πλα­ση της Οδύσ­σειας του Χά­ου­πτμαν, επι­λέ­γει στο δι­κό του έρ­γο να επι­κε­ντρω­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στην αλη­θο­φά­νεια του έρ­γου και να εξυ­πη­ρε­τή­σει κα­λύ­τε­ρα τη σκη­νι­κή οι­κο­νο­μία του κει­μέ­νου μειώ­νο­ντας τους μνη­στή­ρες σε πέ­ντε: Αγέ­λα­ος, Αντί­νο­ος, Λειώ­δης, Κτή­σιπ­πος και Ευ­ρύ­μα­χος με ονό­μα­τα που όπως και στην πε­ρί­πτω­ση της ομη­ρι­κής Οδύσ­σειας εξα­κο­λου­θούν να εί­ναι ομι­λού­ντα. Ο Κα­ζαν­τζά­κης απο­φεύ­γει να πε­ρι­γρά­ψει τη θα­νά­τω­ση των μνη­στή­ρων από τον Οδυσ­σέα στη με­γά­λη αί­θου­σα, όπου γλε­ντο­κο­πούν και προ­τι­μά να πε­ριο­ρί­σει το πε­ριε­χό­με­νο της σκη­νής στα ει­ρω­νι­κά, θριαμ­βευ­τι­κά αλ­λά πα­ράλ­λη­λα δί­καια λό­για του Οδυσ­σέα:

Oι θύ­ρες μα­ντα­λώ­θη­καν, κι αρ­χί­ζει,
γα­μπροί, μες στις φαρ­διές αυ­λές μου ο γά­μος!
Ε συ γυ­ναί­κα, στη γω­νιά στρι­μώ­ξου,
στο ανά­στα της σφα­γής μπο­ρεί η σα­ΐ­τα –
έχε το νου κυ­ρά – να σε λα­βώ­σει!
Εί­μαι ο Δυσ­σέ­ας, και το πι­στό δο­ξά­ρι
με γνώ­ρι­σε, στα χέ­ρια μου χο­ρεύ­ει
κι όλο χα­ρά η νευ­ρά χε­λι­δο­νί­ζει!
Και στις βα­ριές μου φού­χτες λά­μπει ο θά­να­τος
γα­λή­νια, ως κε­ραυ­νός σε δί­καιο χέ­ρι!

Βα­σι­ζό­με­νοι στον πα­ρα­πά­νω ισχυ­ρι­σμό πολ­λών ερευ­νη­τών, ότι δη­λα­δή η κα­ζαν­τζα­κι­κή Οδύ­σεια εί­ναι ένα έπος, μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με κα­τ’ επέ­κτα­ση με ευ­κο­λία πως η ερ­γο­γρα­φία του Κα­ζαν­τζά­κη αντα­να­κλά ως ένα βαθ­μό την τρι­με­ρή δο­μή της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας. Εκτός από την επι­κή ποί­η­ση έχει επί­σης ασχο­λη­θεί με τη λυ­ρι­κή ποί­η­ση (μια από τις τερ­τσί­νες του τι­τλο­φο­ρεί­ται «Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος») και με τη δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση (Προ­μη­θείς, Κού­ρος, Οδυσ­σέ­ας, Μέ­λισ­σα).

Όσον αφο­ρά στη λυ­ρι­κή ποί­η­ση, το έρ­γο του Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος απο­τε­λεί στην ου­σία ένα ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα για παι­διά που ανα­φέ­ρε­ται στη ζωή του Αλε­ξάν­δρου, από την ημέ­ρα που δά­μα­σε το Βου­κε­φά­λα μέ­χρι το θά­να­τό του, στις όχθες του Ευ­φρά­τη. Το κεί­με­νο γρά­φθη­κε πι­θα­νόν το 1940 στην Αί­γι­να για βιο­πο­ρι­στι­κούς λό­γους. Ο χρό­νος συγ­γρα­φής του όμως δεν εί­ναι απο­λύ­τως βέ­βαιος. Ενώ πολ­λοί την το­πο­θε­τούν κα­τά την πε­ρί­ο­δο του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, ο Φά­νης Ι. Κα­κρι­δής το­πο­θε­τεί τη συγ­γρα­φή του στα χρό­νια 1914-1922. Ως έρ­γο δη­μο­σιεύ­ε­ται κα­ταρ­χάς υπό τον τί­τλο Στα χρό­νια του Με­γα­λέ­ξαν­δρου, αλ­λά στο Υπό­μνη­μα που υπο­βάλ­λει για την υπο­ψη­φιό­τη­τά του στην Ακα­δη­μία Αθη­νών (1945), ο Κα­ζαν­τζά­κης το ση­μειώ­νει με τον τί­τλο Στον και­ρό του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου. Εκ­δί­δε­ται αυ­το­τε­λώς με τί­τλο Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος.[7]
Όπως φα­νε­ρώ­νει και ο ίδιος ο τί­τλος, το κεί­με­νο φα­νε­ρώ­νει πτυ­χές της ζω­ής του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου και, φυ­σι­κά, πολ­λές από τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που εντο­πί­ζο­νται στο έρ­γο έχουν αλιευ­θεί από τους ιστο­ρι­κούς και τους συγ­γρα­φείς της επο­χής τού σπου­δαί­ου αυ­τού στρα­τη­λά­τη. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, δεν δι­στά­ζει, όπως εί­ναι φυ­σι­κό, να πα­ρου­σιά­σει τη δι­κή του εκ­δο­χή για το θέ­μα με­τα­βάλ­λο­ντας στοι­χεία και ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα που έχουν απο­δο­θεί δια­φο­ρε­τι­κά στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τέ­τοιου εί­δους πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λεί η συ­νά­ντη­ση ανά­με­σα στον Αλέ­ξαν­δρο και τον αρ­χι­τέ­κτο­να Δει­νο­κρά­τη.

Η συ­νά­ντη­ση εί­ναι γνω­στή από πολ­λούς συγ­γρα­φείς της αρ­χαιό­τη­τας:

Α) Ο Πλού­ταρ­χος ανα­φέ­ρει στο Περὶ τῆς Ἀλε­ξάν­δρου τύ­χης ἢ ἀρετῆς, 335:

Ταῦτ´ ἀκού­σας Ἀλέ­ξαν­δρος τὸ μὲν φρό­νη­μα τοῦ τε­χνί­του καὶ τὸ θάρ­σος ἀγα­σθεὶς ἐπῄνε­σεν, «Ἔα δὲ κατὰ χώ­ραν» ἔφη «τὸν Ἄθω μέ­νειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βα­σι­λέ­ως ἐνυ­βρί­σα­ντος εἶναι μνη­μεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύ­κα­σος δεί­ξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τά­ναϊς καὶ τὸ Κά­σπιον πέ­λα­γος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκό­νες.»

Αυ­τά, αφού άκου­σε ὁ Αλέ­ξαν­δρος, θαύ­μα­σε την τόλ­μη του καλ­λι­τέ­χνη, επαί­νε­σε την πε­ποί­θη­σή του και πρό­σθε­σε: «Άσε τον Άθω να μέ­νει στη θέ­ση του, αρ­κεί ότι εί­ναι μνη­μείο της ύβρε­ως του βα­σι­λιά. Εμέ­να θα με κά­νει γνω­στό ὁ Καύ­κα­σος και τα Ημω­δά όρη (Ιμα­λάια) και ο Τά­ναης και η Κα­σπία θά­λασ­σα. Οι πρά­ξεις μου θα εί­ναι οι ει­κό­νες μου.»

Β) Αντί­στοι­χη ανα­φο­ρά γί­νε­ται και στον Βι­τρού­βιο, ο οποί­ος πα­ρα­θέ­τει πως ο Αλέ­ξαν­δρος απά­ντη­σε:

«Δει­νο­κρά­τη, με ευ­χα­ρι­στεί το με­γα­λείο και η ομορ­φιά του σχε­δί­ου σου, αλ­λά νο­μί­ζω πως η δη­μιουρ­γία μιας αποι­κί­ας στη θέ­ση αυ­τή δεν εί­ναι κα­λή, για­τί όπως ένα παι­δί δεν μπο­ρεί να τρο­φο­δο­τη­θεί και να ανα­πτυ­χθεί χω­ρίς γά­λα, έτσι και μία πό­λη δεν μπο­ρεί να συ­ντη­ρη­θεί και να ανα­πτυ­χθεί χω­ρίς ένα με­γά­λο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού να έχει εύ­φο­ρα χω­ρά­φια και άφθο­νο φα­γη­τό από πλού­σιες σο­δειές. Έτσι, ενώ η πρω­το­τυ­πία του σχε­δί­ου σου έχει την έγκρι­σή μου, απο­δο­κι­μά­ζω την θέ­ση που έχεις επι­λέ­ξει για την εκτέ­λε­σή του. Θέ­λω όμως να μεί­νεις κο­ντά μου, για­τί θα χρεια­στώ τις υπη­ρε­σί­ες σου».

Όπως γί­νε­ται αντι­λη­πτό, επο­μέ­νως, ο Κα­ζαν­τζά­κης αφορ­μά­ται από αυ­τό το βα­σι­κό γε­γο­νός αλ­λά φαί­νε­ται να δια­φο­ρο­ποιεί­ται σε με­γά­λο πο­σο­στό ως προς την απά­ντη­ση, κα­θώς ο ίδιος απο­τυ­πώ­νει στο έρ­γο του μία θε­τι­κή αντα­πό­κρι­ση του Αλέ­ξαν­δρου στην πρό­τα­ση του Δει­νο­κρά­τη ως εξής: Όταν ο αρ­χι­τέ­κτο­νας Δει­νο­κρά­της λέ­ει στον Αλέ­ξαν­δρο πως «θα ήθε­λε ολό­κλη­ρο το βου­νό, τον Άθω­να, να το σκα­λί­σει άγαλ­μά του» κι ο Αλέ­ξαν­δρος του σφίγ­γει το χέ­ρι και του λέ­ει: «Εί­σαι αντά­ξιος συ­νερ­γά­της μου. Θα γί­νει».
Ορ­μώ­με­νος από την ιδε­ο­λο­γία που έχουν ανα­πτύ­ξει οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες για τον Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο ως τον αν­δρείο, πε­ρή­φα­νο και απο­τε­λε­σμα­τι­κό στρα­τη­λά­τη ο Κα­ζαν­τζά­κης φαί­νε­ται να πα­ρου­σιά­ζει τον πρω­τα­γω­νι­στή ως ένα πρό­σω­πο που δια­θέ­τει τέ­τοιου εί­δους ηγε­τι­κές και πο­λε­μι­κές ικα­νό­τη­τες και πλέ­ον απο­φα­σί­ζει να πα­ρα­βεί ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να της επο­χής και θέ­σεις που δεν απα­ντούν στην προ­σω­πι­κή του άπο­ψη-στό­χο, με απο­τέ­λε­σμα να τα απορ­ρί­πτει και να τους εμ­φο­ρεί­ται η αφή­γη­ση του μία δια­φο­ρε­τι­κή εντύ­πω­ση για τους ήρω­ες, η οποία ενι­σχύ­ει και αντι­προ­σω­πεύ­ει την άπο­ψη που δια­θέ­τουν αρ­χαί­οι και σύγ­χρο­νοι Έλ­λη­νες για αυ­τά τα πρό­σω­πα ακό­μη κι αν αλ­λοιώ­νε­ται η αλή­θεια και υπε­ρι­σχύ­ει η αλη­θο­φά­νεια.[8]
Αντί­στοι­χη τα­κτι­κή ανά­δει­ξης μιας φαι­νο­με­νι­κής ιστο­ρι­κής αλή­θειας που εμπο­τί­ζε­ται με αλη­θο­φά­νεια αλ­λά πα­ρα­μέ­νει ακό­μη σκο­τει­νή επι­τυγ­χά­νει και στο έρ­γο του Στα πα­λά­τια της Κνωσ­σού. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα όλοι οι χα­ρα­κτή­ρες που λαμ­βά­νουν μέ­ρος εί­ναι μυ­θι­κά πρό­σω­πα (ο Θη­σέ­ας, η Αριά­δνη, ο Μί­νω­ας, ο Δαί­δα­λος και ο Ίκα­ρος) και επο­μέ­νως δεν μπο­ρεί κά­ποιος να αντι­κρού­σει όσα ανα­φέ­ρο­νται στο κεί­με­νο, εφό­σον η αρ­χαιο­λο­γι­κή σκα­πά­νη δεν έχει απο­δεί­ξει κά­τι σχε­τι­κά με αυ­τούς τους ήρω­ες. Ωστό­σο, δια­πλέ­κει την ιστο­ρία με το μύ­θο και πά­λι πα­ρου­σιά­ζο­ντας το Θη­σέα ως τον πε­λα­σγό Προ­έλ­λη­να, που συμ­μα­χεί με τους ξαν­θούς λα­ούς του Βορ­ρά, για να κα­τα­λύ­σει την πα­ρακ­μα­σμέ­νη μι­νω­ι­κή αυ­το­κρα­το­ρία και να θε­με­λιώ­σει έναν και­νούρ­γιο ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό. Με ομα­λό και δη­μιουρ­γι­κό τρό­πο, ου­σια­στι­κά, ει­σά­γει μία ιστο­ρι­κή συν­θή­κη που δεν έχει απορ­ρι­φθεί πλή­ρως αλ­λά ού­τε και εί­ναι βέ­βαιη δί­νο­ντας την αί­σθη­ση του αμ­φι­λε­γό­με­νου ανά­με­σα στην ιστο­ρι­κή ακρί­βεια και τη μυ­θο­λο­γι­κή βε­βαιό­τη­τα.[9]
Τέ­λος, ωσάν συμ­με­τέ­χων σε δρα­μα­τι­κό αγώ­να συ­ντάσ­σει τέσ­σε­ρα δρα­μα­τι­κά κεί­με­να (Προ­μη­θεύς, Κού­ρος, Οδυσ­σέ­ας, Μέ­λισ­σα) πα­ρα­πέ­μπο­ντας στη γνω­στή δο­μή τριών τρα­γω­διών και ενός σα­τι­ρι­κού δρά­μα­τος, εκ των οποί­ων όλα απα­ντούν σε πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού μύ­θου και τα οποία κα­τά βά­ση έχουν γί­νει αντι­κεί­με­νο εξέ­τα­σης της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας.[10]

Συ­νο­ψί­ζο­ντας, η επί­δρα­ση της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας εί­ναι φα­νε­ρή στα έρ­γα του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, οδη­γώ­ντας τον τε­λευ­ταίο όχι να επα­να­λά­βει απλώς κοι­νή θε­μα­το­λο­γία και να πα­ρου­σιά­σει ανά­λο­γους-πα­ρό­μοιους ήρω­ες, αλ­λά αντι­θέ­τως να εμπνευ­στεί από αυ­τούς και να συ­ντά­ξει νέα επι­και­ρο­ποι­η­μέ­να και σύγ­χρο­να έρ­γα. Κα­τα­φέρ­νει, επο­μέ­νως, να δια­πλέ­κει το μύ­θο με την ιστο­ρία, το αρ­χαίο με το σύγ­χρο­νο και την πα­ρα­δε­δο­μέ­νη καλ­λι­τε­χνι­κή βε­βαιό­τη­τα πα­τέ­ρων – κο­λο­φώ­νων της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας με τη δη­μιουρ­γι­κή πα­ρέμ­βα­ση και το λο­γο­τε­χνι­κό σχό­λιο. Δεν σα­γη­νεύ­ει απλώς τον ανα­γνώ­στη προ­σφέ­ρο­ντας του ένα λο­γο­τε­χνι­κά άρ­τιο απο­τέ­λε­σμα, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα τον εντάσ­σει σε ένα πλαί­σιο διαρ­κούς συ­γκρι­τι­κής με­λέ­της των έρ­γων με αυ­τά της αρ­χαιό­τη­τας και το διαρ­κής φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό σχε­τι­κά με το ρό­λο της ιδε­ο­λο­γί­ας στη λο­γο­τε­χνία. Έτσι, επι­βε­βαιώ­νει από­λυ­τα την άπο­ψη που δια­τύ­πω­σε ο ίδιος στο κε­φά­λαιο ΛΑ΄ της Ανα­φο­ράς στον Γκρέ­κο, με τί­τλο «Η Κρη­τι­κή Μα­τιά»:

Ο δη­μιουρ­γός πα­λεύ­ει με ου­σία σκλη­ρή, αό­ρα­τη, ανώ­τε­ρή του. Κι ο πιο με­γά­λος νι­κη­τής βγαί­νει νι­κη­μέ­νος. Για­τί πά­ντα το πιο βα­θύ μας μυ­στι­κό, το μό­νο που άξι­ζε να ει­πω­θεί, μέ­νει ανεί­πω­το. Δεν υπο­τά­ζε­ται πο­τέ αυ­τό στο υλι­κό πε­ρί­γραμ­μα της τέ­χνης. Πλα­ντού­με στην κά­θε λέ­ξη. Βλέ­που­με ένα δέ­ντρο αν­θι­σμέ­νο, έναν ήρωα, μια γυ­ναί­κα, το άστρο της αυ­γής και φω­νά­ζου­με: Αχ! και τί­πο­τ’ άλ­λο δεν μπο­ρεί να χω­ρέ­σει τη χα­ρά μας. Όταν το Αχ! αυ­τό θε­λή­σου­με, ανα­λύ­ο­ντάς το, να το κά­νου­με στο­χα­σμό και τέ­χνη, να το με­τα­δώ­σου­με στους αν­θρώ­πους, να το σώ­σου­με από την ίδια μας τη φθο­ρά, πως εξευ­τε­λί­ζε­ται σε λό­για αδιά­ντρο­πα, βαμ­μέ­να, γε­μά­τα αέ­ρα και φα­ντα­σία!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: